Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015


ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ: ΜΙΑ   ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΑΡΤΗΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Η αρχαία Εγνατία Οδός, που η διάρκεια ζωής της ξεπέρασε τις δυο χιλιάδες χρόνια, ήταν ήδη από τη στιγμή που κατασκευάστηκε η βασικότερη, οδική και συνάμα πολιτισμική αρτηρία, μέσω της οποίας διακινούνταν άνθρωποι, εμπορεύματα και κυρίως νέες ιδέες, σε τέτοια έκταση και με τέτοια ένταση, ώστε δίκαια θα μπορούσε να λάβει τον τίτλο ενός από τους βασικότερους άξονες διάδοσης κι ανάπτυξης του σύγχρονου, παγκόσμιου πολιτισμού. Παίρνοντας σαν αφορμή τις πιο πάνω σκέψεις, αλλ' έχοντας προ οφθαλμών και τις αμφιβολίες που γεννήθηκαν κατά καιρούς, σχετικά με την ακριβή πορεία της Οδού από την περιοχή του Παγγαίου, όπως και την μεγάλη σημασία της για την ιστορική και πολιτισμική ανάπτυξη της περιοχής μας, κρίνω σκόπιμο να δημοσιεύσω το κεφάλαιο με τίτλο "ΦΙΛΙΠΠΟΙ, ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ" από το θαυμάσιο και μέχρι και σήμερα ακόμη μοναδικό σύγγραμμα του μεγάλου Γάλλου αρχαιολόγου P. Collart, που με τον τίτλο: "Philippes, ville de la Macedoine, depuis ses origines jusqu' a la fin de l' epoque romain, (δηλαδή: Οι Φίλιπποι, πόλη της Μακεδονίας, από τις απαρχές τους μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής εποχής), εκδόθηκε στο Παρίσι το έτος 1935 σε γαλλική γλώσσα. Η μετάφραση έγινε με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, δεν επιμένω όμως στο κείμενό μου αυτό στην επακριβή διατύπωση όρων δυσνόητων στον μέσο αναγνώστη, που δεν έχει ειδικές αρχαιολογικές ή ιστορικές γνώσεις. Τέλος θα παραλείψω και κάποιες ακατανόητες ή άχρηστες για τον αναγνώστη παραπομπές κι επεξηγήσεις, ξένων ιδιαίτερα συγγραφέων, με στόχο το ανάγνωσμα αυτό να γίνει όσο γίνεται πιο εύληπτο και κατανοητό, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Τέλος οφείλω να δηλώσω ότι δεν κάνω τίποτε περισσότερο, από το να φέρω κοντά σας ένα κείμενο ιδιαίτερα σημαντικό για την γνώση της ιστορίας του τόπου μας, πλην όμως, δυστυχώς μέχρι σήμερα, άγνωστο και μη μεταφρασμένο στα ελληνικά κι ότι αυτό αποτελεί τη μόνη επιδίωξη και την μόνη φιλοδοξία μου.

Τέλος, πρέπει να επισημάνω ότι το κείμενο πρέπει να διαβαστεί με τη σκέψη ότι όταν γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπήρχε ακόμη το έλος της πεδιάδος των Φιλίππων).

Θόδωρος Λυμπεράκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η οδός πάνω στην οποία ήταν κτισμένοι οι Φίλιπποι και η οποία διέσχιζε δια μέσου της πόλεως το στενό πέρασμα που άφηναν τα έλη στα ριζά των πλευρών της Ακρόπολης, ήταν παλιότερη από την εγκατάσταση των Ρωμαίων στην περιοχή. Χρησιμοποιώντας την σαν decumanus (= μέσο είσπραξης του φόρου της δεκάτης), οι ιδρυτές της αποικίας εξασφάλιζαν με την βοήθειά της (για την πόλη τους) διαρκή οφέλη από τις μεταφορές τόσο από την Ανατολή όσο κι από την Ιταλία, των οποίων (μεταφορών) αυτή η οδός αποτελούσε το κανάλι.

Ήδη πολύ παλιά, η μόνη δυνατή επικοινωνία, από την ξηρά, ανάμεσα στον Ελλήσποντο και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ακολουθούσε σ' όλο το μήκος της την βόρεια ακτή του Αιγαίου πελάγους, ακουμπούσε την πεδιάδα των Φιλίππων και διέσχιζε τον Στρυμόνα κοντά στην Αμφίπολη. Ηταν η οδός την οποία χρησιμοποιούσαν συχνά τα περσικά, ελληνικά και μακεδονικά στρατεύματα. (1) Και πολύ παλιά επίσης, τα προϊόντα της λεκάνης του Αιγαίου πελάγους και της Μαύρης θάλασσας ανταλλασσόταν μ' αυτά της λεκάνης της Αδριατικής μέσω της τομής που παρουσιάζει, στο ύψος του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης, η κεντρική οροσειρά της βαλκανικής χερσονήσου, τομή προκαλούμενη από τις λίμνες του Οστρόβου, της Πρέσπας και της Οχρίδος (2). Συνδεόμενοι ο ένας με τον άλλο, αυτοί οι δυο φυσικοί δρόμοι αποτελούσαν τον πιο άμεσο και τον πιο κατάλληλο σύνδεσμο ανάμεσα στη βόρεια Ιταλία και στη Μικρά Ασία και παρατηρεί κανείς πως δεν απομακρυνόταν καθόλου από μιαν ίσια γραμμή που θα μπορούσε κανείς να χαράξει από το Μπρίντεζι μέχρι την εκβολή του Έβρου και να την επιμηκύνει από εκεί μέχρι το Βυζάντιο.

Οι Ρωμαίοι μπόρεσαν πολύ γρήγορα να εκτιμήσουν τη σπουδαιότητα αυτών των οδών, αφότου πέτυχαν τους στόχους τους προς την ανατολή, στην Μακεδονία και στην ανατολική ακτή της Μικράς Ασίας. Αυτή η σπουδαιότητα δεν μπορούσε παρά να φανεί στα μάτια τους ακόμα μεγαλύτερη, με την κατάκτηση της Ανατολής.

Από το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι είχαν επισκευάσει την εν λόγω οδό. Εν πάση όμως περιπτώσει, επειδή δεν υπάρχει κάποιο κείμενο που ν' αναφέρεται ρητά επ' αυτού του θέματος, μπορούμε να βασιστούμε, αφενός μεν στο γεγονός ότι ο Πολύβιος, που την μνημονεύει (αυτή την οδό), πέθανε στα 125 π.Χ. και αφετέρου στο ότι η Μακεδονία έγινε (Ρωμαϊκή) επαρχία το 146 π.Χ. και να τοποθετήσουμε την κατασκευή της ανάμεσα σ' αυτές τις δύο ημερομηνίες. Εξ άλλου, όπως και οι συνθήκες ένταξής της στο δίκτυο των μεγάλων ρωμαϊκών οδών, έτσι και η ακριβής προέλευση του ονόματός της, Via Egnatia, δεν μας είναι γνωστή. Αναφερθέν από παλιά από τον Στράβωνα και ίσως ήδη κι από τον Πολύβιο (3), αυτό (το όνομα) της δόθηκε πιθανά από κάποιον Εγνάτιο, τον κατασκευαστή της, προσωπικότητα άγνωστη από άλλες πηγές. Πρέπει, πράγματι, οπωσδήποτε να μη δεχθούμε, παρά τη γνώμη πολυάριθμων σοφών, τη σύγκριση του ονόματός της με το όνομα της πόλης Γνάθια (ή Εγνάτια), που βρίσκεται στην ιταλική ακτή της Αδριατικής, ανάμεσα στο Μπάρι και το Μπρίντεζι, σύγκριση που δεν δικαιολογείται, ούτε από την ετυμολογία, ούτε από την τοπογραφία, ούτε από την ιστορία. Από τον Στράβωνα γνωρίζουμε ακόμη ότι αυτή η οδός είχε μετρηθεί και ήταν εφοδιασμένη με οριοδείκτες, σε μιαν απόσταση 535 μιλλίων, από την Αδριατική μέχρι τον Εβρο (4). Τον Μάη του 56 π.Χ. ο Κικέρων ανησυχούσε που την έβλεπε ν' απειλείται από τις επιδρομές των βαρβάρων. Και η στρατιωτική αξία που της απέδιδαν, μνημονεύοντάς την με τις λέξεις via militaris (στρατιωτική οδός) επρόκειτο σύντομα να επιβεβαιωθεί εκ νέου, με τις μεταφορές στρατευμάτων που πραγματοποιούνταν πολύ συχνά, στη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων, ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην Ανατολική Μακεδονία (5). Τέλος, πιο αργότερα ακόμη, η Εγνατία Οδός έγινε το απαραίτητο εργαλείο για την καλή διοίκηση των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας και για τις κατακτήσεις, για τις οποίες η διάβαση των στρατευμάτων προς τα όλο και πιο μακρινά σύνορα έπρεπε να γίνεται ανεμπόδιστα (και να είναι) πιο άνετη και πιο γρήγορη. Για την φροντίδα που επέδειξαν οι από τον Τραϊανό και μετά αυτοκράτορες για να εξασφαλίσουν τη καλή συντήρησή της, μαρτυρούν εννιά μιλλιάρια που βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία στο διάβα της (6).

Απ' αυτούς τους οροδείκτες, αλλά κυρίως από τις περιγραφές του Στράβωνος κι από τις ακριβείς ενδείξεις των Ιtineraires (Δρομολογίων, Οδοιπορικών), η πορεία της Εγνατίας Οδού μας είναι γνωστή με μεγάλη ακρίβεια (7). Από το διπλό σημείο εκκίνησής της στην Αδριατική, το Δυρράχιο και την Απολλωνία (8), την ακολουθούμε βήμα προς βήμα δια μέσου των βουνών της Μακεδονίας, δια της Λυχνιδού, της Ηρακλείας της Λυγκιστικής, της Εδέσσης και της Πέλλης, μέχρι τη Θεσ/νίκη, όπου αυτή άγγιζε για πρώτη φορά το Αιγαίο Πέλαγος (9). Μετά από εκεί, τέμνοντας την Χαλκιδική και πηγαίνοντας γύρω από τη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, δια της Απολλωνίας, της Αμφιπόλεως και των Φιλίππων μέχρι το λιμάνι αυτής της αποικίας, τη Νεάπολη, στρεφόταν ήδη προς την Μικρά Ασία. Τέλος, πήγαινε παράλληλα προς την ακτή μέχρι τον Έβρο κι από εκεί προς την Πέρινθο και το Βυζάντιο από τη μια μεριά, ή προς τον Ελλήσποντο από την άλλη (10).

Όσο μακρά κι αν ήταν, εξ άλλου, από την Αδριατική μέχρι την Προποντίδα, αυτή (η οδός) δεν ήταν ειμή ένα τμήμα της μεγάλης οδού που οδηγούσε από την Ρώμη προς την Ανατολή, ο δεσμός όμως με τον οποίο έδενε τη Ρώμη με την Ανατολή ήταν εκείνος που της προσέδιδε όλη τη σπουδαιότητά της. Επίσης οι θαλάσσιες οδοί που την συνέδεαν από τη μια μεριά με τα λιμάνια της νότιας Ιταλίας, από την άλλη μεριά μ' αυτά της Μικράς Ασίας δεν μπορούν να διαχωριστούν (να θεωρηθούν ξένα) απ' αυτήν. Από το Μπρίντεζι περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της κυκλοφορίας που διέσχιζε την Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος, διότι η αποβίβαση στο Μπρίντεζι θεωρείτο ως η πιο σίγουρη, η πιο ταχεία και η πιο εύχρηστη (κατάλληλη) οδός γι' αυτούς που επέστρεφαν στην Ιταλία από την Ασία, την Ελλάδα ή την Μακεδονία (11). Αυτό το λιμάνι ήταν, πράγματι, απευθείας συνδεδεμένο με τη Ρώμη δια της Αππίας Οδού, της οποίας αποτελούσε το πέρας (το τέρμα) ήδη από την αρχή του 2ου αιώνα π.Χ. και το οποίο (λιμάνι) παρέκαμπτε από το Μπρίντεζι ως το Μπενεβέντουμ, η ημιονική οδός που έγινε αργότερα η Via Trajana. Ετσι ήταν φυσικό να θεωρηθεί η Εγνατία Οδός ήδη από την κατασκευή της, ως προέκταση πέραν της θαλάσσης, αυτής της "βασίλισσας των οδών της Αυτοκρατορίας" (12). Aπό το Μπρίντεζι, το πέρασμα της θάλασσας πραγματοποιούνταν αρχικά αδιακρίτως προς την Απολλωνία ή προς το Δυρράχιο (Επίδαμνο), αργότερα πολύ συχνότερα προς το Δυρράχιο, όπου η ναυσιπλοΐα εύρισκε (συναντούσε), υπό δύο έννοιες, τις πιο ευνοϊκές συνθήκες (13). Διέπλεαν επίσης (τη θάλασσα) προς την Αυλώνα (Βαλόνα) από το Μπρίντεζι και προπάντων από το Οτράντο (Hydruntum), το οποίο απέκτησε όψιμα μεγάλη σπουδαιότητα (14).

Από την πλευρά του Αιγαίου Πελάγους οι ταξιδιώτες διέσχιζαν τον Βόσπορο από το Βυζάντιο, από τον Ελλήσποντο, από την Σηστό ή από την Καλλίπολη. Αλλ' όσοι δεν επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν το ταξίδι τους από τη ξηρά μέχρι τα στενά (του Ελλησπόντου), είχαν τη δυνατότητα να επιβιβαστούν σε πλοίο ήδη από τη Νεάπολη (ενν. τη σημερινή Καβάλα) και να βρεθούν απευθείας στη Μ. Ασία μέσω μιας πολυσύχναστης θαλάσσιας οδού η οποία, περνώντας δίπλα από τη νήσο Σαμοθράκη, ένωνε αυτό το λιμάνι με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος (15).

Εξ αιτίας της ύπαρξης αυτής της θαλάσσιας οδού, οι Φίλιπποι είχαν πάνω στην Εγνατία Οδό μια θέση ιδιαίτερα προνομιακή. Το λιμάνι της Νεαπόλεως, πράγματι, βρισκόταν στην περιοχή της αποικίας και οι Φίλιπποι, στους οποίους αυτό υπαγόταν, γινόταν εξ αιτίας αυτού του γεγονότος για τους ταξιδιώτες ένας σπουδαίος σταθμός στο ταξίδι τους. Η πόλη ωφελήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ύπαρξής της, τότε που η συντήρηση της χερσαίας οδού πέραν του Έβρου παρουσίαζε ίσως προβλήματα και η διάβαση μέσω της συχνά επαναστημένης Θράκης φαινόταν ίσως αβέβαιη (16). Εξ άλλου, από κάθε άποψη, η θαλάσσια οδός αποτελούσε τον πιο σύντομο και πιο ευχάριστο σύνδεσμο ανάμεσα στη Μακεδονία και στη Μικρά Ασία.

Μέσω αυτής (της οδού) οι Φίλιπποι μπορούσαν να διατηρούν συνεχείς σχέσεις με την Πέργαμο, τη Σμύρνη ή την Έφεσο. Και περισσότερο από κάθε άλλη πόλη της βόρειας ακτής του Αιγαίου πελάγους, αυτή ήταν στραμμένη προς την Ανατολή, από την οποία έτσι δεχόταν άμεσα τις επιδράσεις.

Η πορεία της Εγνατίας οδού μέσα από την περιοχή της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων μπορεί επακριβώς να προσδιοριστεί, από τον ένα στον άλλο σταθμό των Οδοιπορικών, τόσο με την μελέτη της μορφολογίας της περιοχής όσο και με τη βοήθεια των αρχαιολογικών ανακαλύψεων οι οποίες παρέχουν πολύτιμες γνώσεις. Από τον Στρυμόνα μέχρι το Νέστο, μπορεί κανείς να την χωρίσει σε τρία τμήματα, τα οποία έκλειναν ανάμεσα στους δυο ποταμούς, τις πόλεις των Φιλίππων και της Νεαπόλεως.

Η απόσταση από την Αμφίπολη μέχρι τους Φιλίππους υπολογιζόταν σε 32 ή 33 ρωμαϊκά μίλλια και μόνο το Ιtineraire (Oδοιπορικό) από το Μπορντό στην Ιερουσαλήμ κατονομάζει δύο ενδιάμεσους σταθμούς (mutationes), τους σταθμούς Ad Duodecim και Domeros, τους οποίους οι αποστάσεις που μας είναι γνωστές, θα μας επιτρέψουν κατά προσέγγιση να εντοπίσουμε (17).

Ακόμη κι αν δεν υπήρχε καμία ένδειξη πάνω στο έδαφος, φαίνεται πιθανό πως η ρωμαϊκή οδός πρέπει να περνούσε γύρω από τη βόρεια πλευρά του ορεινού όγκου του Παγγαίου και του έλους (ενν. των Φιλίππων). Αντιθέτως, η οδός την οποία ακολούθησε ο Ξέρξης, καθώς, στον περασμένο αιώνα και η Τουρκική οδός, πήγαιναν κατά μήκος της νότιας πλευράς του Παγγαίου, ακολουθώντας την Πιερία Κοιλάδα, έβγαιναν (ξεχυνόταν) στη πεδιάδα από το σημείο όπου βρίσκεται το Πράβι και περνούσαν την παραλιακή οροσειρά του Συμβόλου πίσω από την Καβάλα. Αυτές οι δύο τελευταίες οδοί, (ενν. την οδό του Ξέρξη και την Τουρκική οδό) ένωναν πράγματι, κι η μια κι η άλλη, ευθέως, τη διάβαση του Στρυμόνος με το λιμάνι της Νεαπόλεως (Καβάλας), χωρίς να δημιουργούν την υποχρέωση διέλευσης από τους Φιλίππους. Αλλά (για να μεταβεί κανείς) από την Αμφίπολη μέχρι τους Φιλίππους, είναι ακριβώς από τα βόρεια του Παγγαίου που τα φυσικά εμπόδια απαιτούσαν όσο το δυνατό μικρότερους ελιγμούς. Κι όπως αυτά εδώ τα εμπόδια μέχρι σήμερα (εννοεί μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930), παρέμειναν ίδια, τα ίχνη της ρωμαϊκής οδού θα πρέπει ν' αναζητηθούν κατά μήκος των οδών από τις οποίες δεν μπορεί κανείς, ακόμη και στις μέρες μας ν' απομακρυνθεί, εξ αιτίας των γκρεμών του όρους (Παγγαίου) και της εξάπλωσης των νερών που καλύπτουν την πεδιάδα. Ήδη, η ανακάλυψη ενός μιλλαρίου, (τα μιλλιάρια ήταν πέτρινες στήλες που είχαν πάνω τους γραμμένες τις αποστάσεις μεταξύ των σταθμών της Εγνατίας Οδού), στην Προβίστα, σε μικρή απόσταση από την Αμφίπολη, αλλά στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, είχε έλθει για να επιβεβαιώσει αυτή την άποψη (18). Έκτοτε κι άλλες ενδείξεις βρέθηκαν, πιο κοντά στους Φιλίππους και στην ίδια τη περιοχή της αποικίας. Ανάμεσα στο Παγγαίο και τους Φιλίππους, τα έλη καταλαμβάνουν μια τεράστια αδιάβατη επιφάνεια. Για να τα διασχίσει κανείς, πρέπει ν' ανέβει βόρεια μέχρι το σημείο όπου τα νερά τους μαζεύονται και ρέουν προς το πιθανόν τεχνητό φαράγγι της Μπάνιτσας. Σ' αυτό τον τόπο, που ονομάζεται Κούροβο, μια γέφυρα με πέντε αψίδες υπερπηδά το κανάλι του έλους και, παρά τις επισκευές στις οποίες πρέπει να υποβλήθηκε για να εξασφαλιστεί μέχρι τις μέρες μας η βιωσιμότητα του περάσματος, μπορούμε να θεωρούμε την κατασκευή της πολύ παλιά: Η ιδιαίτερα φροντισμένη εργασία των περιτόξων με τους τέλεια συνδεδεμένους σφηνόλιθους, η παρουσία τριών εμβόλων ανάμεσα στις αψίδες, η θέση του έργου τέλος, στην τοποθεσία ακριβώς όπου αναζητούσαν την Εγνατία Οδό, επιτρέπουν να την θεωρήσουμε ως ρωμαϊκή. Και αν τη συγκρίνουμε, με μια πιο μικρή αλλά καλύτερα διατηρημένη γέφυρα που βρίσκεται εκεί κοντά, και της οποίας δεν αμφισβητείται η παλαιότητα, γίνεται ακόμη πιο σίγουρο αυτό το συμπέρασμα (19). Αυτή η δεύτερη γέφυρα προσδιορίζει την ύπαρξη ενός παρακλαδιού της οδού, στην αρχή του οποίου βρισκόταν, όπως θα δούμε, ένας αρκετά σημαντικός σταθμός. Από κεί, για να φτάσουν στους Φιλίππους, επί της δεξιάς όχθης οι δρόμοι περνούν σήμερα από τα χωριά Καρά - καβάκ, Καλαμπάκι και Μπόριανη. Αλλ' η ρωμαϊκή οδός μπορεί να πήγαινε πιο κοντά στο όριο του έλους, ανάμεσα από τις καλύτερα αποξηραμένες περιοχές, όπως αποδεικνύουν δύο μνημεία που την οριοθετούσαν: το πρώτο, ένα μιλλιάριο, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στους αγρούς όχι μακριά από το χωριό Καλαμπάκι και αποδίδεται οπωσδήποτε στην Εγνατία Οδό από την ίδια την επιγραφή που έχει πάνω του (20). Το δεύτερο, η μνημειακή αψίδα κάτω από την οποία αυτή η οδός περνούσε τη στιγμή που έκοβε την γραμμή του pomerium της πρωτεύουσας της αποικίας (εννοεί την βορειοδυτική μνημειακή πύλη της αρχαίας πόλης των Φιλίππων) και η οποία δείχνει ακριβώς τη κατεύθυνση. Τέλος, στο ίδιο το εσωτερικό της πόλης, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πορεία της ρωμαϊκής λεωφόρου, που έχει βρεθεί σε πολλά σημεία.

Ανάμεσα στους Φιλίππους και τη Νεάπολη, η απόσταση ήταν από 10 ως 12 μίλλια (21), ανταποκρινόμενη σ' αυτή που μετράμε σήμερα ανάμεσα στα ερείπια των Φιλίππων και την Καβάλα (22). Εκεί πρέπει ν' αναζητήσουμε τη πηγή που αναφέρεται πάνω στον Πευτιγγεριανό Πίνακα με την ονομασία Fons co, της οποίας το νόημα παρέμενε επί μακρόν άγνωστο. Έχοντας θεμελιώσει, με διάφορα παραδείγματα, ότι η ένδειξη co σημαίνει μιαν απόσταση ενός μιλλίου, ο O. Cuntz τοποθετούσε αυτή την πηγή κοντά στην Καβάλα (23), αλλ' οι ενδείξεις του Πίνακα είναι σ' αυτό το σημείο, αποδεδειγμένα εσφαλμένες και είμαστε υποχρεωμένοι, με κάθε τρόπο, να τις διορθώσουμε. Η υπόθεση του Ο. Cuntz χρειάζεται μια προσθήκη και μια διόρθωση, χωρίς να επιβάλλεται από κάποιους λόγους τοπογραφίας. Μια απολύτως ευλογοφανής επίσης εικασία θα επέτρεπε να τοποθετήσουμε την υπό κρίση πηγή στο Ντικιλί - Τάς, δηλαδή ακριβώς ένα (ρωμαϊκό) μίλλι από τους Φιλίππους. Σ' εκείνο το σημείο, μια πλούσια πηγή από την οποία γεννιέται ένα ρυάκι, μια συστάδα δένδρων, μερικά κτίρια προσδιόριζαν ανέκαθεν μια στάση της οδού, κι αυτή η ταύτιση ταιριάζει απόλυτα με την πορεία της οδού που είχε ήδη προτείνει ο L. Ηeuzey (24). Πρέπει συνεπώς να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε αυτή την ταύτιση (εννοεί, του σταθμού της Εγνατίας Οδού που είχε το όνομα Fons, με το Ντικιλί Τας στους Φιλίππους, στα νοτιοανατολικά όρια των σημερινών Κρηνίδων), σε συνάρτηση με τα δεδομένα του Πευτιγγεριανού Πίνακα. Εξ αιτίας του γεγονότος ότι η παραλιακή οροσειρά συνιστά ένα εμπόδιο το οποίο δεν μπορεί κανείς να διασχίσει εύκολα, παρά μόνον από ένα σημείο της, η Εγνατία Οδός και η σύγχρονη οδός πρέπει να έχουν, σ' αυτό (ακριβώς) το σημείο της πορείας τους, ταυτόσημη χάραξη. Αλλ' αν η τοπογραφία ορίζει (δείχνει τη χάραξη αυτή) καθαρά, τα ρωμαϊκά ερείπια εκεί είναι σπάνια.

(Σημείωση μεταφραστού: Ήδη η πιο πάνω άποψη του συγγραφέα του μεταφραζομένου έργου έχει αποδειχθεί εσφαλμένη, μια και η αρχαιολογική σκαπάνη, υπό την εποπτεία της Προϊσταμένης της ΙΗ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, κ. Χάϊδως Κουκούλη - Χρυσανθάκη, έφερε στο φως στο νοτιοδυτικό άκρο του υψώματος "Βασιλάκι", δηλαδή του υψώματος που εκτείνεται αριστερά της σημερινής Εθνικής οδού Θεσσαλονίκης - Καβάλας και στο σημείο ακριβώς πριν από τη στενή διάβαση από την οποία η εν λόγω οδός μπαίνει στο συνοικισμό Σταυρός (ή Διασταύρωση) Αμυγδαλεώνα, μια σημαντική ρωμαϊκή εγκατάσταση, της οποίας η λειτουργία συνεχίστηκε μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια, η οποία, σε συνάρτηση και με άλλα ευρήματα, (πηγάδια, πηγή νερού, ένα ρωμαϊκό μιλλιάριο της Εγνατίας οδού που βρέθηκε εκεί κοντά), κάνουν ολότελα πιθανή την ταύτιση αυτής της εγκατάστασης με τον ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας οδού Fons co και δίνουν δίκιο στον Ο. Cuntz, που υπολόγιζε την απόσταση του ενός μιλλίου του εν λόγω σταθμού πάνω στον Πευτιγγεριανό Πίνακα με αφετηρία τη Νεάπολη, σημερινή Καβάλα κι όχι τους Φιλίππους – Δείτε για όλα αυτά και πολλά άλλα, πολύ ενδιαφέροντα θέματα, την ωραία μελέτη της Σταυρούλας Σαμαρτζίδου με τίτλο "Εγνατία Οδός, από τους Φιλίππους στη Νεάπολη", που περιλαμβάνεται στον μνημειώδη τόμο των Πρακτικών του Αρχαιολογικού Συνεδρίου που έγινε στην Καβάλα στις 9-11 K Xίου 1986 και τα οποία εκδόθηκαν με τίτλο "Μνήμη Δ. Λαζαρίδη - Πόλις και Χώρα στην αρχαία Μακεδονία και Θράκη". Αξίζει επίσης στο σημείο αυτό, επεκτείνοντας ακόμη λίγο την παρένθεση που ανοίξαμε, να παραθέσουμε ένα μόνο μικρό τμήμα από την εν λόγω αξιόλογη μελέτη, που αναφέρεται στην πορεία της Εγνατίας Οδού από τους Φιλίππους μέχρι τη Νεάπολη: "Ξεκινώντας από το Forum (Ρωμαϊκή αγορά των Φιλίππων) η Εγνατία έβγαινε από την πόλη περνώντας την "πύλη της Νεάπολης" και κατευθυνόταν προς το Ντικιλί Τας διασχίζοντας το προάστειο ανατολικά των Φιλίππων. Λίγο πριν από το δεύτερο μιλλιάριο ο δρόμος κάμπτονταν προς τα νοτιοανατολικά και, αποφεύγοντας τα τενάγη με τη βοήθεια γεφυρών πλησίαζε στον Αμυγδαλεώνα παίρνοντας ήδη μία νότια κλίση. Πρέπει δηλαδή μέχρι τον Αμυγδαλεώνα να ακολουθεί μια πορεία περίπου παράλληλα και 100-300 μ. ανατολικώτερα από τον παλιό δρόμο Καβάλας - Δράμας και να διασταυρώνεται με τον σημερινό δημόσιο δρόμο κοντά στο αεροδρόμιο Αμυγδαλεώνα... Στη θέση του μιλλιαρίου VI ο δρόμος, όπως διαπιστώθηκε, κατευθύνεται ήδη προς τα νότια και η λογική προέκτασή του μας οδηγεί στο ύψωμα "Βασιλάκι" και μάλιστα προς την δυτική του πλευρά. Είναι φυσικό λοιπόν να υποθέσουμε ότι η Εγνατία περιέτρεχε τους δυτικούς πρόποδες του υψώματος και μετά, περνώντας από στενή δίοδο μεταξύ Συμβόλου και "Βασιλάκι" (σημ. μεταφρ. εννοεί το στενό από το οποίο και η σημερινή Εθνική Οδός, ερχόμενη από Ελευθερούπολη, "μπαίνει" στη Διαστάυρωση) ανηφόριζε στα υψώματα του βουνού, (εννοεί το τμήμα της  Οδού στο ύψωμα προς Αγιο Σύλλα, όπου φαίνονται πλέον και σήμερα τα ίχνη της. Ας επιστρέψουμε όμως στη μετάφρασή μας:)

Είναι αλήθεια ότι έχει αναγνωριστεί στους Φιλίππους το σημείο αναχώρησης της αρχαίας οδού, στην ίδια τοποθεσία όπου αυτή έτεμνε την οχύρωση της πόλης κι ότι οι τάφοι που υπήρχαν εκατέρωθεν αυτής επιτρέπουν να την ακολουθήσουμε για κάποιο διάστημα. Όμως εσφαλμένα ο C. Fredrich περιέγραψε υπολείμματα (αυτής) στην κορυφή του λόφου του Συμβόλου: Το μονοπάτι που είδε ο τελευταίος σ' εκείνο το σημείο δεν είναι παρά ένα καλντερίμι της τουρκικής εποχής. Αντίθετα, στη Νεάπολη, της οποίας το όνομα φαίνεται όχι μόνο στο μεγαλύτερο μέρος των Οδοιπορικών, αλλ' ακόμη και πάνω στην επιγραφή ενός μιλλιαρίου που ανακαλύφθηκε στη Θεσσαλονίκη (25), βρήκαν ένα μιλλιάριο της Εγνατίας Οδού (26). Πιο πέρα, προς τ' ανατολικά, η ρωμαϊκή οδός ακολουθούσε την ακτή και διέσχιζε, εννέα μίλλια μετά την Καβάλα, τα απόκρημνα στενά του Ακοντίσματος, (σημ. μεταφρ: πρόκειται για ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας Οδού που βρισκόταν στους λόφους όπου σήμερα βρίσκεται το θεατράκι της Νέας Καρβάλης), τα οποία περικλείονται ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα (27). Στη συνέχεια αυτή διέσχιζε την μεγάλη πεδιάδα που σχηματίζουν οι προσχώσεις του Νέστου, (σημ. μεταφρ. εννοεί τη σημερινή πεδιάδα Χρυσουπόλεως). Ο επόμενος σταθμός, η Τόπειρος, ήταν απολύτως γειτονική στον ποταμό (28), (σημ. μεταφρ.: Πρόκειται για τα ερείπια της αρχαίας πόλης που βρίσκονται δεξιά και αριστερά της Εθνικής Οδού Καβάλας -Ξάνθης, πριν εισέλθει κανείς στη γέφυρα του Νέστου).

Όποια κι αν ήταν η σημασία της, η Εγνατία Οδός δεν εξασφάλιζε από μόνη της τις επικοινωνίες των Φιλίππων με το εξωτερικό. Ένα ολόκληρο δίκτυο από δευτερεύουσες οδούς ένωνε την πόλη με άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης κι εξυπηρετούσε ταυτόχρονα όλα τα σημεία της τεράστιας περιοχής της αποικίας. Διάφορα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία μας ενημερώνουν γι' αυτό.

Δυο ρωμαϊκές γέφυρες, που απέχουν γύρω στα 4 χιλιόμετρα η μια από την άλλη και βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της πεδιάδας, δίνουν τη θέση (πορεία) μιας απ' αυτές τις οδούς. Η πρώτη (γέφυρα), γνωστή από παλιά με τ' όνομα Καντίμ - κιοπρού, διασχίζει, κοντά στα χωριά Φωτολείβος και Μπάνιτσα, το σημαντικό υδάτινο ρεύμα που έρχεται από το βάθος της κοιλάδας της Προσωτσάνης και πηγαίνει να χυθεί στο κοντινό και ομαλοποιημένο σήμερα κανάλι του έλους (28). Καθώς αυτή η γέφυρα αποτελεί ακόμη (και σήμερα) τμήμα της οδού που οδηγεί στην Αλιστράτη, συχνά επισκευάστηκε, και η μια από τις τρεις αψίδες της καθώς και το κρηπίδωμά της είναι σύγχρονα. Αλλ' η αρχαιότητα των άλλων δύο αψίδων (της) δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί: αυτές είναι κατασκευασμένες από όμορφες λαξευτές πέτρες συναρμοσμένες με φροντίδα. Το βάθρο που τις χωρίζει προστατεύεται, έναντι του ρεύματος, από ένα έμβολο και παρουσιάζει, προς τα κάτω, ένα σηκό κι ένα ορθογώνιο περικόσμημα, που πιθανά είχε σαν προορισμό του να περιέχει μιαν επιγραφή. Επί πλέον, ανάμεσα στα αρχαία υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την αναστήλωση (επισκευή) των πλευρών της γέφυρας καθώς και του επάνω μέρους του εμβόλου, έχουν αποκαλυφθεί πολλά ενεπίγραφα θραύσματα.

Η δεύτερη γέφυρα, την οποία ήδη μνημονεύσαμε, είναι αντιθέτως, άριστα διατηρημένη. Αναμφίβολα ο λόγος γι' αυτή (την άριστη διατήρησή της) είναι το ότι, μην έχοντας χρησιμοποιηθεί από αιώνες, ποτέ δεν φθάρθηκε, ούτε κι επισκευάστηκε. Αυτή διέσχιζε τον χείμαρρο που είναι συχνά ξερός κι έρχεται από τη Δράμα, σε μικρή απόσταση από την συμβολή του με το κανάλι του έλους κι από τη μεγάλη γέφυρα της Εγνατίας στο Κούροβο. Η κατασκευή της ήταν ιδιαίτερα επιμελημένη. Οι πέτρες των δύο αψίδων, τέλεια συναρμοσμένες, συνδέονται επιπλέον μεταξύ τους και με συνδέσμους. Οι βάσεις των πλευρών της περιβαλλόταν, στο ύψος της γεφυρόστρωσης, από μια προεξέχουσα γλυπτική διακόσμηση, της οποίας μερικά θραύσματα είναι ακόμη στη θέση τους. Το βάθρο προστατευόταν, έναντι του ρεύματος, από ένα έμβολο, του οποίου οι υψηλότερες βάσεις είναι στο πίσω μέρος, οι μεν πάνω στις δε και παρουσιάζει, προς τα κάτω, ένα σηκό όμοιο προς αυτόν της γέφυρας του Καντίμ – κιοπρού (29).

Η κατ' αυτό τον τρόπο προσδιορισθείσα ρωμαϊκή οδός, της οποίας υπάρχουν ακόμη ίχνη, επεξέτεινε με μεγάλη ακρίβεια προς τα δυτικά - βορειοδυτικά το τμήμα της Εγνατίας Οδού το περιλαμβανόμενο ανάμεσα στους Φιλίππους και το Κούροβο κι απομακρυνόταν απ' αυτό στο σημείο όπου η Εγνατία άρχιζε και πάλι να κατευθύνεται προς τα νοτιοδυτικά, (δηλαδή) προς το Παγγαίο και την Αμφίπολη. Στη συμβολή των δύο οδών βρισκόταν ένας σταθμός με πανδοχεία (καταστήματα), από τα οποία το ένα, που είχε τ' όνομα της πόλεως Άπρι, μας είναι γνωστό από το επιτύμβιο ενός από τους πανδοχείς (καταστηματάρχες) του, που ανακαλύφθηκε στο γειτονικό χωριό Καρά -καβάκ (30). Εφόσον η απόσταση ανάμεσα σ' αυτό τον σταθμό και τους Φιλίππους ήταν ακριβώς ίση με 12 ρωμαϊκά μίλλια, δεν διστάζουμε καθόλου να τον ταυτίσουμε με τον σταθμό Ad Duodecimum, (= Στα Δώδεκα) που τοποθετείται πάνω στην Εγνατία από το Οδοιπορικό της Ιερουσαλήμ (31), πράγμα που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε στο έδαφος με αρκετή ακρίβεια και τον επόμενο σταθμό, τον Δόμηρο, (που βρισκόταν) στην περιοχή της Πρώτης (Κιούπ κιοϊ) ή της Αγγίστας (32). Η χρησιμότητα αυτής της διακλάδωσης ήταν διπλή: ξεκινώντας από την βασική γωνία που σχημάτιζε προς τα βόρεια η Εγνατία Οδός, αυτή (η διακλάδωση) επέτρεπε στους ταξιδιώτες που έφθαναν από τη Δύση χρησιμοποιώντας την (Εγνατία) οδό, να συνεχίζουν την πορεία τους κατ' ευθείαν προς τη Νικόπολη του Νέστου και προς την Φιλιππούπολη, αφήνοντας τους Φιλίππους στα δεξιά τους, δια μιας οδού μέσα από τα βουνά, της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώθηκε από ένα μιλλιάριο που ανακαλύφθηκε κοντά στο Νευροκόπι (33). Αυτή (η διακλάδωση) επέτρεπε εξ άλλου στους Φιλίππους και στην ανατολική λεκάνη του Αιγαίου πελάγους να επικοινωνούν άμεσα με την οδό η οποία, μέσω της άνω κοιλάδος του Στρυμόνος και της Σερδικής (Σόφιας) επικοινωνούσε με τη μέση κοιλάδα του Δουνάβεως (34). Έτσι, οι τρεις ρωμαϊκές γέφυρές μας βρισκόταν σχεδόν στο κεντρικό σημείο ενός μεγάλου Χ, του οποίου οι κάτω βραχίονες σχηματιζόταν από την έχουσα σχήμα γωνίας κατεύθυνση της οδού Εγνατίας, οι δε επάνω βραχίονες από τις εγκάρσιες οδούς που κατευθυνόταν προς τη Θράκη.

(Ακολουθώντας κάποιος) την οδό που απομακρυνόταν από την Εγνατία Οδό στο σταθμό Ad Duodecimum, συναντούσε πολύ σύντομα και αναμφίβολα κοντά στην Αλιστράτη, την πιο βόρεια από τις δύο οδούς που, σύμφωνα με τον Πευτιγγεριακό Πίνακα, ένωναν τους Φιλίππους με την Ηράκλεια τη Σιντική από δυο διαφορετικά δρομολόγια: Το ένα ήταν αυτό που περνούσε από τον Δαραβέσκο, τον Στρυμόνα, την Σάρξα και τη Σκοτούσα (κι είχε) συνολικό μήκος 55 ρωμ. μιλλίων, ενώ το άλλο ήταν αυτό που περνούσε από τους (ρωμαϊκούς σταθμούς) Τrinlο, Graero, Euporea (κι είχε) συνολικό μήκος 52 ρωμ. μιλλίων Ας επιχειρήσουμε να χωροθετήσουμε την πορεία (ίχνη) τους.

Τα ονόματα των διαφόρων σταθμών και οι αποστάσεις που τους χώριζαν είναι ξεκάθαρα γραμμένες στον (Πευτιγγεριανό) Πίνακα, έτσι δεν μπορούμε ν' ακολουθήσουμε εδώ την ερμηνεία του K. Miller, ο οποίος τροποποιεί σοβαρά αυτές τις ενδείξεις προκειμένου να υποστηρίξει δύο _αποδεδειγμένα εσφαλμένες_ απόψεις του, ήτοι πρώτον το ότι η Εγνατία Οδός περνούσε νότια του Παγγαίου μέσω της Πιερίας (κοιλάδος) και όχι βόρεια και δεύτερον το ότι μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένη η ταύτιση της Ηράκλειας της Σιντικής με το Σιδηρόκαστρο (Ντεμίρ - χισάρ) (35). Εν τούτοις, παρόλο που εμείς έχουμε αποδεχθεί ως βέβαιο το ότι η Εγνατία Οδός περιτριγύριζε τον ορεινό όγκο του Παγγαίου από τη βόρεια πλευρά του, δεν μπορούμε παρά ν' απορούμε με τη δυσκολία που συναντάει η άποψή μας ότι από την αρκετά στενή διάβαση της Αγγίστας περνούσαν τρεις ξεχωριστοί δρόμοι. Αυτή τη δυσκολία μπορούμε να άρουμε, όπως θα δούμε, χωρίς να μεταβάλουμε τη πορεία των οδών που αναφέρονται στον Πίνακα, ούτε των σταθμών τους, ούτε των αποστάσεων που τους χώριζαν. Και κατ' αρχάς ενδιαφέρει να συγκεντρώσουμε όλες τις τοπογραφικές πληροφορίες τις αναφερόμενες στις πόλεις που μας έχουν κατονομαστεί.

Αν επιμείνουμε να εντοπίζουμε στο Ντεμίρ – χισάρ (Σιδηρόκαστρο) το πέρας (κατάληξη) των δύο οδών, (δηλαδή) την Ηράκλεια τη Σιντική, η απόσταση από τους Φιλίππους θα ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που έχει καθοριστεί. Για να την φέρουμε στα δεδομένα νούμερα, πρέπει ν' αναζητήσουμε τη θέση (της Ηράκλειας της Σιντικής) νοτιότερα. (36). Εξ άλλου η υπόθεση που υποστήριζε ο Κ. Miller προσκρούει σε μιαν ακόμη μεγαλύτερη αντίρρηση: κατά τα συμφωνούντα μεταξύ τους κείμενα του Τίτου Λιβίου, του Διοδώρου, του Στράβωνος, του Πλινίου και του Πτολεμαίου, η Ηράκλεια βρισκόταν πάνω στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα, η δε Σιντική εφάπτετο της Βισαλτίας (37).

Είναι αλήθεια πως αυτή η πόλη στον Πευτιγγεριανό Πίνακα φαινόταν σαν να βρισκόταν πάνω στην αριστερή όχθη. Αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημειώσουμε πως (κι) ο ποταμός δεν ήταν σχεδιασμένος στη θέση του, καθόσον, αντί να περνάει κοντά από την Αμφίπολη, αυτός ερχόταν και χυνόταν στη θάλασσα κοντά στη Θεσσαλονίκη (39). Μεταφέροντάς τον πιο ανατολικά, όπως πρέπει, με μιαν ανάλογη πορεία, αυτός θα περνούσε από τους σταθμούς της Σκοτούσσας και της Ευπορίας. Πράγματι η Σκοτούσσα περιγράφεται από τον Στράβωνα σαν μια πόλη παρόχθια του Στρυμόνα, την οποία ο Πλίνιος και ο Πτολεμαίος την τοποθετούσαν στην αριστερή όχθη (40). H Ευπορία, της οποίας και μόνο το όνομα προδίδει (δείχνει) ότι αυτή βρισκόταν κοντά στον ποταμό, τοποθετείται από τον Πτολεμαίο στη Βισαλτία (41). Αυτές οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν και δικαιολογούν την προταθείσα κατά τον προηγούμενο αιώνα από τον W. M. Leake ταύτιση της (αρχαίας) Ηράκλειας της Σιντικής με το (σημερινό) χωριό Ζερβοχώρι (Σερρών), που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα στη περιοχή της Νιγρίτας και στην κατάλληλη απόσταση από τους Φιλίππους, όπως και η υπόθεση που διατύπωσε ο ίδιος περιηγητής, σύμφωνα με την οποία οι δύο οδοί που απομακρυνόταν η μία από την άλλη, διέσχιζαν τον ποταμό η μία στα βόρεια κι η άλλη στα νότια της λίμνης του Αχινού (42). Αυτές τις οδούς είναι τώρα δυνατό να τις ακολουθήσουμε χωρίς την παραμικρή αβεβαιότητα. Αυτή από τα βόρεια, αφήνοντας τους Φιλίππους συναντούσε αρχικά, στα 12 μίλλια, τον σταθμό του Δαραβέσκου, που πρέπει να ταυτίσουμε με τη (σημερινή) Δράμα (43). Διέσχιζε, οκτώ μίλλια παραπέρα, ένα υδάτινο ρεύμα ονομασθέν Στρυμών από τον χάρτη μας, (εννοεί τον Πευτιγγεριανό Πίνακα), που όμως δεν ήταν στη πραγματικότητα ο Στρυμών, αλλά ένας παραπόταμος αυτού του ποταμού, ο Αγγίτης, που έρχεται από την κοιλάδα της Προσωτσάνης. Η Σάρξα, ο επόμενος σταθμός, απέχων δεκατρία μίλλια, μπορεί να ταυτισθεί με τη (σημερινή) Ζίχνη. Από κεί η οδός έφθανε στη Σκοτούσσα, μετά από δεκαοκτώ μίλλια, όπου διέσχιζε τον Στρυμόνα και τέσσερα μίλλια πέρα από τον ποταμό έφθανε στην Ηράκλεια τη Σιντική (44). _Η δεύτερη οδός, αφήνοντας τους Φιλίππους, περιτριγύριζε γύρω από τη νότια πλευρά του έλους και συναντούσε στα δέκα μίλλια (από τους Φιλίππους) τον σταθμό Trinlo, που μπορούμε να τοποθετήσουμε στην περιοχή του Πραβίου (η υπογράμμιση είναι του μεταφραστή) (45). Ύστερα διέσχιζε την Πιερία σ' όλο το μήκος της, νοτίως του Παγγαίου, για να φθάσει, μετά από δεκαεπτά μίλλια στον (ρωμαϊκό σταθμό) Graero ή Φάγρη, κοντά στο Ορφανό (σημερινό Ορφάνι). Από κεί αυτή έφθανε μετά από οκτώ μίλλια στο πέρασμα του Στρυμόνα, την Ευπορία, αναμφίβολα ολότελα γειτονική προς την Αμφίπολη (46). Και μετά από ένα τελευταίο διάστημα δεκαεπτά μιλλίων πέραν του ποταμού, αυτή (η οδός) έφθανε, δια μέσου της Βισαλτίας, στην Ηράκλεια τη Σιντική (47).

Γι' αυτές τις δύο οδούς, οι αποστάσεις σε μίλλια που δίνει ο Πευτιγγεριανός Πίνακας ταιριάζουν ικανοποιητικά μ' αυτές που μετρούμε (σήμερα) ανάμεσα στους σταθμούς που προσδιορίζουμε (48). Από την άλλη μεριά, τοποθετώντας στο έδαφος κατ' αυτό τον τρόπο την νότια οδό, κρίνουμε με μεγάλη αυστηρότητα όλες τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Χάρτης. Για να κάνουμε τον χάρτη απόλυτα σύμφωνο με την αλήθεια, αρκεί να δεχθούμε ότι η Εγνατία Οδός συναντούσε αυτή την νότια οδό κοντά στην Ευπορία κι ότι το τμήμα της Εγνατίας Οδού το περιλαμβανόμενο ανάμεσα στην Αμφίπολη και τους Φιλίππους πρέπει να είχε χαραχθεί ανάμεσα στις δυο οδούς που ένωναν τους Φιλίππους με την Ηράκλεια. Το σφάλμα της τοποθέτησης αυτού του τμήματος στα νότια των άλλων δύο οδών διαπράχθηκε ίσως λόγω της προθέσεως να παραμείνει ελεύθερη η πορεία της αρχικής οδού (49), ή ίσως πάλι από απλή απροσεξία, σαν αυτή που τοποθέτησε τον Στρυμόνα πολύ δυτικότερα. Οπωσδήποτε είναι αρκετό το ότι ξαναβρήκαμε να μνημονεύεται στη ρωμαϊκή εποχή η μεγάλη οδός που συνέδεε με τον Στρυμόνα, δια της Πιερίας, το νότιο τμήμα της πεδιάδος των Φιλίππων και την ακτή, διότι εκτιμούμε έτσι τη τεράστια σπουδαιότητα που πρέπει να διατηρούσε, παρά την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, αυτή η οδός φυσικής επικοινωνίας, της οποίας η ύπαρξη μαρτυρείται από την πλέον απώτερη εποχή μέχρι τις μέρες μας.

Για τους Φιλίππους εν τούτοις, ο ρόλος της Εγνατίας Οδού παρέμενε θεμελιώδης (πρωταρχικός). Αυτή η οδός αποτελούσε την απόλυτη εγγύηση των σχέσεων της πόλεως με το εξωτερικό. Κατασκευασθείσα και συντηρηθείσα προκειμένου να χρησιμεύσει σαν εργαλείο της ρωμαϊκής πολιτικής στην Ανατολή, υπήρξε, επί τέσσερις αιώνες, για την αποικία, το θεμέλιο της ζωής της και των ανταλλαγών της και οι Φίλιπποι δεν έπαψαν ν' αποκερδαίνουν (απ' αυτήν) πάντοτε οφέλη πιο σημαντικά από εκείνα που η Ρώμη τους είχε απονείμει.

Λόγω του στρατιωτικού χαρακτήρα της Εγνατίας Οδού, οι Φίλιπποι πρέπει να έβλεπαν συχνά να περνούν τα στρατεύματα που στρατολογούνταν για τους πολέμους της Ανατολής. Έτσι εξηγείται το μεγαλύτερο μέρος των στενών δεσμών που διατηρούσε η πόλη με τους αυτοκράτορες, είτε μ' αυτούς που την είχαν διασχίσει επικεφαλής κάποιας στρατιάς, είτε μ' αυτούς που είχαν μεριμνήσει για τη βελτίωση της καταστάσεως της οδού ενόψει μιας μελλοντικής εκστρατείας.

Ήδη η ίδια η ίδρυση της αποικίας, αμέσως μετά τη μάχη του 42 π.Χ., είχε αποφασισθεί από την Τριανδρία (σημ. μεταφρ.: εννοεί τους Οκταβιανό, Αντώνιο και Λέπιδο) αναμφίβολα τόσο προκειμένου να καταλάβουν στρατιωτικά μια περιοχή της οποίας ο πόλεμος που μόλις είχε τελειώσει είχε αποκαλύψει την σπουδαιότητα όσο και λόγω της δυνατότητας να εγκαταστήσουν επιτόπου έναν μεγάλο αριθμό βετεράνων που απολυόταν. Κι οφείλεται στον ρόλο της φρούρησης που μπορούσε να διαδραματίσει η ακρόπολή τους, στα όρια μιας Θράκης που απείχε ακόμη πολύ από το να ειρηνεύσει και που απειλούσε κάθε στιγμή να διακόψει τις επικοινωνίες που κρινόταν αναγκαίες για την σωστή διοίκηση της Αυτοκρατορίας, το γεγονός ότι οι Φίλιπποι επιλέχθηκαν, δώδεκα χρόνια αργότερα, για την εγκατάσταση των ιταλών αποίκων (50). Το ενδιαφέρον που έδειξε ο Αύγουστος για την Εγνατία Οδό αποδεικνύεται πλήρως από το γεγονός ότι τρεις μακεδονικές πόλεις που έλαβαν από τον ίδιο τον τίτλο της αποικίας κι εμπλουτίστηκαν ανάλογα με νέους κατοίκους, το Δυρράχιο, η Πέλλα και οι Φίλιπποι, υπήρξαν σταθμοί αυτής της οδού (51). Ο Τιβέριος τις διέσχισε, δέκα χρόνια αργότερα, επικεφαλής μιας στρατιάς που οδηγούσε στη Συρία και, στο πεδίο της μάχης των Φιλίππων, παράδοξα (θεϊκά) σημάδια σημάδεψαν τον ερχομό του (52). Υπό τον Νέρωνα, η μέριμνα του αυτοκράτορα για την καλή κατάσταση των στρατιωτικών οδών της Θράκης, όπου πανδοχεία ιδρύθηκαν κατ' εντολή του, επεξέτεινε ίσως τ' αποτελέσματά της μέχρι τη νότια πλαγιά του Ορβήλου, όπου αναφέρονται, όπως είδαμε, tabernae. Αλλ' ο Τραϊανός ήταν εκείνος που, πρώτος, μερίμνησε για τη βελτίωση σε μέγα μήκος, της επίστρωσης της Εγνατίας Οδού, της οποίας η συντήρηση είχε παραμεληθεί ήδη προ πολλού. Η επισκευή της οδού που αυτός διέταξε, από το Δυρράχιο μέχρι τη Νεάπολη και που σύντομα επεκτάθηκε μέχρι το Ακόντισμα, δια μέσου ολόκληρης της έκτασης της επαρχίας της Μακεδονίας, μας είναι γνωστή από δυο μιλλιάρια, από τα οποία το ένα, που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη, ανάγεται ίσως στο 107 μ.Χ. και το άλλο, που βρέθηκε κοντά στους Φιλίππους, χρονολογείται με σιγουριά στο 112 μ.Χ. (53).

Εξηγήσαμε αλλού την έννοια και την σπουδαιότητα αυτών των επιγραφών. Αποτελώντας συνέχεια, αφενός μεν των επισκευών που εκτελέστηκαν στην Via Appia στην Ιταλία, αφετέρου δε της κατασκευής της Via Trajana, η οποία τελείωσε το 109, η επισκευή της Εγνατίας Οδού, που αναμφίβολα αποφασίστηκε την ίδια εποχή, αποτελούσε μέρος ενός τεράστιου σχεδίου: Η φροντίδα του πιο άμεσου δρόμου διείσδυσης από την Ρώμη προς την Ασία έγινε απαραίτητη για την προετοιμασία των μεγάλων ανατολικών επιχειρήσεων του Τραϊανού, που άρχισαν το 105, με την κατάκτηση της Αραβίας, την οποία έμελλε να συμπληρώσει (επιστέψει) ο παρθικός πόλεμος. Εφεξής αυτή η οδός έτυχε τακτικής συντηρήσεως μέχρι την αρχή του 3ου αιώνα μ.Χ., όπως αποδεικνύουν τα μιλλιάρια επ' ονόματι του Αδριανού, του Μάρκου Αυρηλίου και του Λουκίου Βέρου, του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα, που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της πορείας της. Η μαρτυρία του μιλλιαρίου επ' ονόματι του Αδριανού που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε συνδυασμό μ' αυτή των δύο αναθημάτων προς τον Αδριανό που βρέθηκαν στους Φιλίππους, προκειμένου να δείξει ότι μια αυτοκρατορική επίσκεψη έλαβε χώρα σ' αυτή τη πόλη: Η μια απ' αυτές ανατέθηκε μετά το 129, (54), η άλλη ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 130 και στις 9 Δεκεμβρίου του 131, (55), ενώ η επιγραφή του μιλλιαρίου χαράχθηκε ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 123 και 9 Δεκεμβρίου του 124 μ.Χ. Tίποτε από την άλλη μεριά δεν δείχνει μέσα σ' αυτά τα κείμενα ότι ο αυτοκράτωρ ήταν παρών. Εν πάση περιπτώσει, κι αν θεωρηθεί βάσιμο ότι ο Αδριανός περιέτρεξε τη Θράκη και τη Μακεδονία, η ημερομηνία αυτού του ταξιδιού παραμένει (εν τούτοις) αβέβαιη (56). Αργότερα, οι επισκευές της οδού που μας κάνουν γνωστές τα μιλλιάρια, μπορούν πάντοτε να συνδεθούν με τις ανάγκες κάποιας μακρινής εκστρατείας και ιδιαίτερα των συνεχών πολέμων κατά των Πάρθων. Η χρονολογία του μιλλιαρίου των Βοδενών, επ' ονόματτι του Μάρκου Αυρηλίου και του Λουκίου Βέρου, συμφωνεί μ' αυτήν της επιστροφής του Λουκίου Βέρου από τη Συρία, στις αρχές του θέρους του 166 μ.Χ., αλλά δεν μαρτυρείται από άλλη πηγή ότι ο ίδιος αυτοκράτωρ πέρασε από τους Φιλίππους (57). Εκείνη την ίδια χρονιά ο γιατρός Γαληνός διέσχισε την πόλη. Ηταν τότε 37 χρόνων!  επέστρεφε στην πατρίδα του για ν' αποφύγει την πανούκλα η οποία, μεταφερθείσα από την Ανατολή, λυμαινόταν βίαια μέχρι και τη Ρώμη (58). Το μιλλιάριο που βρέθηκε στην Καβάλα, με τα ονόματα του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα, κι επιπλέον ακόμη η αναθηματική στήλη που η πόλη της Αμφιπόλεως είχε χαράξει προς τιμή του Σεπτιμίου Σεβήρου και των γιών του (59), δείχνουν ότι αυτός ο αυτοκράτωρ πρέπει ν' αναμενόταν (ότι θα επισκεπτόταν αυτήν) την περιοχή κατά την επιστροφή του από τον παρθικό πόλεμο. Αλλά παρόλο που είναι βέβαιο ότι το 202 (μ.Χ.) ο Σεπτίμιος Σεβήρος πέρασε από την Ανδρο, ότι επισκέφθηκε το Βυζάντιο καθώς και πολλές πόλεις της Θράκης και τέλος ότι αυτός έφθασε στις λεγεώνες της Μοισίας και της Παννονίας, τα έγγραφα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να θεμελιώσουν το αν αυτός ήλθε επίσης στην Αμφίπολη και τους Φιλίππους (60).

Φαίνεται όμως ότι μπορούμε με βεβαιότητα να συνδέσουμε με μιαν επίσκεψη που θα πρέπει να έκανε στις πόλεις αυτές ο Καρακάλλας, μια σημαντική ομάδα μνημείων: τρία μιλλιάρια της Εγνατίας Οδού χρονολογηθέντα στους τελευταίους μήνες της βασιλείας του, από τα οποία το ένα βρέθηκε στην Προβίστα, βορείως του Παγγαίου. Μια μικρή βάση, που βρέθηκε στο forum (ρωμαϊκή αγορά) των Φιλίππων, που πάνω της έχει μια αναθηματική επιγραφή στην Victoria Germanica, κολακευτικό υπαινιγμό στη νίκη που είχε επιτύχει ο Καρακάλλας το 213 και σαν επακόλουθο της οποίας είχε πραγματοποιήσει, ταυτόχρονα με τον τίτλο του Germanicus Maximus, τον τρίτο του αυτοκρατορικό χαιρετισμό (θρίαμβο). Ένα τεράστιο μαρμάρινο κεφάλι που βρέθηκε στη Δράμα, αλλά του οποίου η προέλευση είναι αναμφίβολα ταυτόσημη, αναπαριστάνει δε αυτό τον ίδιο αυτοκράτορα (61). Τ' αποικιακά νομίσματα των Φιλίππων με την εικόνα του Καρακάλλα. Ένα μεγάλο ανάθημα σ' αυτόν τον αυτοκράτορα, ανασυρθέν από τον Στρυμόνα στην Αμφίπολη (62). Στη Θάσο τέλος, η μνημειακή αψίδα η αφιερωμένη στον Καρακάλλα, την Ιουλία Δόμνα και τον θεοποιηθέντα Σεπτίμιο Σεβήρο, η οποία ανηγέρθη κοντά στο Ηρακλείο (Ιερό του Ηρακλέους) ανάμεσα στο τέλος του 213 και την αρχή του 217 μ.X., όπως και τα πόδια και ο θωρακοφόρος κορμός του μαρμάρινου αγάλματος ενός αυτοκράτορα, ο οποίος θα μπορούσε νάναι επίσης ο Καρακάλλας. Και για πολύ (μεν) καιρό ήταν θεμιτό να υποθέσει κανείς πως αυτή η επίσκεψη είχε πραγματοποιηθεί στη διάρκεια του ταξιδιού πούκανε ο Καρακάλλας στη Θράκη, το 214, όταν κατευθυνόταν προς την Ανατολή. Ότι ο ενθουσιασμός του για τον Αλέξανδρο, που τον ωθούσε στις χειρότερες παραξενιές, είχε μπορέσει να οδηγήσει τον αυτοκράτορα μέχρι τη Μακεδονία, απ' όπου θα είχε επιστρέψει στον Ελλήσποντο ακολουθώντας την Εγνατία Οδό. Κι ότι θα είχε τότε δεχθεί κατά το πέρασμά του, τιμές από την Αμφίπολη, τους Φιλίππους και τη Θάσο και θα είχε δώσει διαταγή για την επισκευή της οδού, την οποία (επισκευή) επιβεβαιώνουν, τρία χρόνια αργότερα, τα μιλλιάριά μας. Όμως σήμερα το δρομολόγιο αυτού του ταξιδιού μας είναι καλύτερα γνωστό. Γνωρίζουμε πως ο Καρακάλλας ακολούθησε την οδό του Δουνάβεως μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, κι ότι, ακόμη και στη Θράκη, αρνήθηκε να επισκεφθεί ορισμένες πόλεις, οι οποίες εν τούτοις είχαν κάνει δαπανηρότατες προετοιμασίες για να τον δεχθούν (63). Φαίνεται συνεπώς ολότελα απίθανο ο αυτοκράτωρ να άλλαξε την πορεία του και να έφθασε μέχρι το Παγγαίο. Όμως, όλα τα έγγραφα στοιχεία για τα οποία μιλούσαμε και ιδιαίτερα η μεταγενέστερη χρονολογία των μιλλιαρίων εξηγούνται με ικανοποιητικό τρόπο αν δεχθούμε πως η Εγνατία Οδός ήταν το δρομολόγιο που προβλέφθηκε για την επιστροφή του (64): Η υπό κρίση επισκευή είχε διαταχθεί και εκτελεστεί στους πρώτους μήνες του έτους 217. Στη Θάσο, φυσικό (θαλάσσιο) σταθμό στο ταξίδι από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος στη Νεάπολη, καθώς και στους Φιλίππους και την Αμφίπολη, πρώτους Μακεδονικούς σταθμούς της χερσαίας οδού, μνημεία είχαν ανεγερθεί προς τιμή του. Αλλ' ο Καρακάλλας πέθανε στην Ανατολή, δολοφονηθείς στις 8 Απριλίου του 217 και η αναμενόμενη επίσκεψη δεν έλαβε ποτέ χώρα.

Τον 3ο μ.Χ. αιώνα τους Φιλίππους, που ήταν πάνω στο δρόμο των στρατευμάτων, πρέπει να τους διέσχιζαν συχνά στρατεύματα που τα οδηγούσαν σ' εκστρατείες οι αυτοκράτορες. Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε σε δύο περιπτώσεις: Όταν την άνοιξη του έτους 231 ο Αλέξανδρος Σεβήρος ξεκίνησε για πόλεμο ενάντια στους Πέρσες, ακολούθησε την Εγνατία Οδό από το Δυρράχιο μέχρι τη Θράκη, όπου επιβιβάστηκε (σε πλοία) για την Μικρά Ασία (65). Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε πως μια ανάγλυφη επιτύμβια στήλη, που φέρει αφιέρωση στον Carino, είχε στηθεί το 283 στην αγορά της αποικίας, επ' ευκαιρία του περάσματος του Carus, του πατέρα του, ο οποίος επίσης βάδισε εναντίον των Περσών (66). Αργότερα ακόμη, πιθανόν κι ο Κωνσταντίνος να πέρασε από τους Φιλίππους κατά τη δεύτερη εκστρατεία του ενάντια στον Λικίνιο (67). Εντούτοις η αναθηματική στήλη προς αυτόν τον αυτοκράτορα, της οποίας ένα θραύσμα βρέθηκε κατά τις ανασκαφές, είναι πιθανά μεταγενέστερη αυτής της ημερομηνίας (68).

Οι Φίλιπποι όφειλαν από την άλλη μεριά τη φυσιογνωμία τους και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ανάπτυξής τους στο γεγονός ότι η Εγνατία Οδός ήταν, σ' ένα μεγάλο βαθμό, μια οδός πολιτισμού. Η θέση τους πάνω σ' αυτή την οδό μπορεί από μόνη της να εξηγήσει το ότι οι ρωμαϊκοί θεσμοί, οι ρωμαϊκές λατρείες, η λατινική γλώσσα εκεί παρέμειναν επί μακρόν ζώσες, παρ’ όλη τη δράση που πρέπει ν' ασκούσαν πάνω στους αποίκους οι τοπικές συνήθειες και οι θρησκευτικές ιδέες της Θράκης, δια μέσου των αυτοχθόνων πληθυσμών με τους οποίους αυτοί ερχόταν σ' επαφή καθημερινά, καθώς και παρ’ όλες τις ελληνικές κι ανατολικές επιρροές τις οποίες αυτοί είχαν δεχθεί ευθέως, εξ αιτίας των εύκολων και συχνών σχέσεών τους με την απέναντι ακτή της Μ. Ασίας.

Η Εγνατία Οδός ήταν ο λόγος και το εργαλείο του τεράστιου εκλατινισμού της Μακεδονίας, τον οποίο αποδεικνύουν πλήθος αποδεικτικών στοιχείων. Για τη Ρώμη ήταν σημαντικό (ζωτικό) να κρατάει γερά και να ελέγχει αυτή την επαρχία, που ήταν τοποθετημένη πάνω στον δρόμο προς την Ασία και η οποία μπορούσε να γίνει, υποταγμένη ή εχθρική, είτε μια άνετη και γρήγορη λεωφόρος, είτε ένα σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο μεταξύ της Ιταλίας και των ανατολικών κτήσεών της.

Εύφορη αλλά ερημωμένη, στο κατώφλι της αυτοκρατορίας, εξαιτίας μιας μακράς σειράς πολέμων και λεηλασιών, η Μακεδονία πρόσφερε στον αποικισμό μεγαλειώδεις δυνατότητες. Ιδρύοντας σ' αυτήν αποικίες από Ιταλούς και απομάχους από το στρατό αποίκους, κατασκευάζοντας σ' αυτήν κοινότητες ανθρώπων, παρέχοντας στις πόλεις προνόμια, ο Αύγουστος έδωσε μιαν αποφασιστική ώθηση στη μετανάστευση. Οι Ρωμαίοι εισέρρεαν σ' αυτά τα χώματα αδέσποτοι. Επάνδρωσαν και πάλι τους αρχαίους οικισμούς. Εγκαταστάθηκαν επίσης στην ύπαιθρο, συγκεντρωμένοι σε μικρές ομάδες κι ασχολούμενοι εν γένει με την αγροκαλλιέργεια. Αρκετά πολυάριθμοι ώστε να διατηρήσουν τη γλώσσα και τις συνήθειές τους, αντιστεκόταν στην αφομοίωση και συχνά ασκούσαν πάνω στους παλιούς (ντόπιους) κατοίκους μιαν αισθητή και διαρκή επίδραση. Eίδαμε ποιες είναι στους Φιλίππους οι μαρτυρίες της δραστηριότητάς τους και μελετήσαμε τα μνημεία που μας άφησαν. Στ' ανατολικά σύνορα της επαρχίας οι Φίλιπποι διατηρούσαν, όμοια με το Δυρράχιο, που το κατοικούσαν την ίδια εποχή, όπως και τους Φιλίππους Ιταλοί άποικοι, τον χαρακτήρα μιας ρωμαϊκής πόλης. Και οφειλόταν στην Εγνατία Οδό που τις ένωνε, επεκτεινόμενη μέχρι το Μπρίντεζι από το τόσο πολυσύχναστο πέρασμα της Αδριατικής, το γεγονός ότι αυτές οι δύο πόλεις εξακολουθούσαν κι η μια κι η άλλη να μένουν στραμμένες προς την Ιταλία.

Επί μακρόν η εν λόγω οδός χρησίμευσε σαν όχημα αυτής της ειρηνικής διείσδυσης κι αυτό που αυτή ήταν επί Αυγούστου για την Μακεδονία, έγινε επί Τραϊανού για τη Θράκη. Η φροντίδα του Τραϊανού για την επισκευή της Εγνατίας Οδού κατά μήκος όλης της περιοχής της Μακεδονίας ερμηνευόταν απόλυτα, όπως ήδη είπαμε, από την ανάγκη του εφοδιασμού αυτής της οδού με ό,τι χρειαζόταν, ενόψει της προοπτικής των μακρινών εκστρατειών που αυτός σχεδίαζε Αλλά μπορούμε για το ίδιο ζήτημα να δώσουμε κι άλλες ερμηνείες. Γνωρίζουμε την προσπάθεια που κατέβαλε για τη Θράκη ο Τραϊανός, για να ολοκληρώσει τ' αποτελέσματα των δακικών πολέμων: Αναδιοργάνωσε αυτή την επαρχία (69), έφτιαξε εκεί καινούργιες πόλεις και φρόντισε για την ανάπτυξη αυτών που ήδη υπήρχαν (70). Πολλές απ' αυτές εξυπηρετούσαν την δια της Εγνατίας Οδού συγκοινωνία, η οποία οδηγούσε επίσης στην Πέρινθο, έδρα του επάρχου (επαρχιακού διοικητού) (71). Αυτή η οδός αποτελούσε ακόμη και τον συντομότερο δρόμο για την μετάβαση από την Ρώμη προς τη Βιθυνία, όπου ο Τραϊανός έστειλε τον Πλίνιο το Νεότερο, στα 111, υπό την ιδιότητα του Αυτοκρατορικού απεσταλμένου (legatus, πρεσβευτής). Η επισκευή λοιπόν της Εγνατίας Οδού έμελλε να υπηρετήσει σ' αυτές τις περιοχές, όπου φανερωνόταν έτσι η φροντίδα του (Τραϊανού), τα ρωμαϊκά συμφέροντα και την πολιτική του τελευταίου.

Αλλά καθ' ον χρόνο περνούσε ταχύτατα από τους Φιλίππους αυτός ο ισχυρός εκπολιτιστής από τη Ρώμη, η αποικία για τον ίδιο λόγο ερχόταν επίσης σ' επαφή και με τις ανατολικές ιδέες οι οποίες ελκυόταν από την Ρώμη προς την οποία πορευόταν, με αντίστροφη πορεία, ακολουθώντας αυτή την λεωφόρο. Άμεσα συνδεδεμένη με την Μικρά Ασία δια της θαλασσίας οδού από την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος προς τη Νεάπολη, αυτή (η οδός) διατηρούσε άμεση επαφή με τον ελληνισμό: τα ελληνικά στους Φιλίππους εξακολουθούσαν να γίνονται κατανοητά και να ομιλούνται παράλληλα με τα λατινικά, (που ήταν η επίσημη γλώσσα). Ανάμεσα στα μνημεία που ανήγειραν οι άποικοι κατά τον 2ο αιώνα (μ.Χ.) και σ' αυτά που κάλυπταν τη Μικρά Ασία την ίδια εποχή, υπήρχε μια ολοφάνερη ομοιότητα (72). Και οι νιόφερτες από την Ανατολή δοξασίες (θρησκευτικές πεποιθήσεις) προτιμούνταν ιδιαίτερα από εκείνους που ακόμη τηρούσαν, σύμφωνα με την παράδοση, τα πλαίσια της ρωμαϊκής θρησκείας (73).

Μπορούμε συνεπώς να πούμε, χωρίς να υπάρχει φόβος μεγαλοποίησης, πως ολόκληρη η ιστορία των Φιλίππων κατά την Ρωμαϊκή εποχή ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με τη θέση της πάνω στην Εγνατία Οδό. Εξ αιτίας του ότι βρισκόταν πάνω σ' αυτή την οδό επικοινωνίας, το 42 π.Χ. οι Φίλιππποι έγιναν αποικία. Σαν ρωμαϊκή αποικία, η σημασία τους, ο βασικός τους χαρακτήρας, καθώς και η οικονομική τους ευμάρεια εξαρτιόταν από τις συναλλαγές που γινόταν ανάμεσα στη Ρώμη και στην Ανατολή μέσω αυτής της οδικής αρτηρίας. Αλλ' η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως διέρρηξε αυτή την ισορροπία από την οποία οι Φίλιπποι ζούσαν. Έκτοτε, η Ρώμη έπαψε νάναι πόλος για τη λεκάνη του Αιγαίου πελάγους. Η Εγνατία Οδός έχασε την έννοια και τη σημασία της, εκμηδενίζοντας, προς όφελος του Βυζαντίου, τη ρωμαϊκή επιρροή στους Φιλίππους κι η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας μεταμόρφωσε την πόλη. Οι ελληνο – ανατολικές δυνάμεις που εκδηλωνόταν σ' αυτήν (την πόλη) ήδη από καιρό κατόρθωσαν να δρούν εφεξής χωρίς αντίλογο. Η αρχιτεκτονική εξελίχθηκε αποφασιστικά προς νέες φόρμες, τις οποίες ήδη ορισμένα κτίρια προϊδέαζαν. Η λατινική γλώσσα εξαφανίστηκε μπροστά στην ελληνική, της οποίας η χρήση είχε ήδη από έναν αιώνα νωρίτερα αρχίσει να γενικεύεται και μέσα στον θριαμβεύοντα Χριστιανισμό, του οποίου αυτή η πόλη κρατούσε την τριακοσιετή αρχαία παράδοση, οι Φίλιπποι βρήκαν λόγο νέας ύπαρξής τους. Από εκείνη τη στιγμή, η ρωμαϊκή αποικία παραχωρούσε τη θέση της σε μια βυζαντινή πόλη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Αρκεί να μνημονεύσουμε, υπό τύπον παραδειγμάτων, τις εκστρατείες του Μαρδονίου και του Ξέρξη ενάντια στην Dλλάδα (δείτε Ηροδ. VI, 43-45. VII, 33 επόμ. VIII, 113- 120. Αισχύλου Πέρσαι, 480-514), αυτή του Βρασίδα ενάντια στην Αμφίπολη (δείτε Θουκυδίδη, IV, 78-108), αυτές του Φιλίππου ενάντια στη Θράκη και του Αλεξάνδρου κατά της Ασίας (δείτε Αρριανού Ανάβασις, Ι, 11, 3-6. Διοδώρου, ΧVII, 17,1. Πλουτάρχου Αλέξανδρος, 15).

2. Δείτε Αριστοτέλους, De mirab. ausc., 104: ... είναί δέ καί τινα τόπον εν τοις ανά μέσον διαστήμασιν, εις όν αγοράς κοινής γινομένης, πωλείσθαι παρά μεν των εκ του Πόντου εμπόρων αναβαινόντων τα Λέσβια και Χία και Θάσια, παρά δε των εκ του Αδρίου τους Κερκυραϊκούς αμφορείς.

3. Στράβωνος Γεωγραφικά, VII, 7,4, C 322 και 323. VII 7,8, Ψ 327. fragm. 10 και 13, C 329. fragm. 21, C 330. Πολυβίου Ιστορίαι, XXXIV, 12, 2 έως και 6.

4. Στράβωνος, Γεωγραφικά, VII, 7, 4, C. 322-323 (= Πολυβ. Ιστορίαι, XXXIV, 12, 2, α): εκ δε της Απολλωνίας εις Μακεδονίαν η Εγνατία εστίν οδός προς έω, βεβηματισμένη κατά μίλιον και κατεστηλωμένη μέχρι Κυψέλων και Εβρου ποταμού. Μιλίων δ' εστί πεντακοσίων τριάκοντα πέντε ... κ.τ.λ.

5. Δείτε κυρίως, για την μάχη των Φαρσάλων, Καίσαρος, Bell. civ. III, 79, 2. Γι' αυτή των Φιλίππων, Aππιανού, Βell. civ., IV, 87-88, UU 368 - 371. 101 - 105,  426-438, 107, 447. 108, 453. V, 41- Δίωνος Κασσίου, Ιστορία Ρωμ. XLVII, 35, 1-5. 37, 2-3. XLVIII, 2,4. Πλουτάρχου Βρούτος, 38 και πιο πάνω, σελ. 191 επόμ, κεφ. 6ο. 6. Κανένα από τα μιλλιάρια που αναφέρονται από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, VII, 7, 4, C, 322) δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Αλλά δύο μιλλιάρια με τ' όνομα του Τραϊανού, που μαρτυρούν μιαν επισκευή της οδού (που έγινε) εκείνη την εποχή, ανακαλύφθηκαν, το ένα στ' ανατολικά της Θεσσαλονίκης, το άλλο στο Καλαμπάκι, κοντά στους Φιλίππους. Ένα μιλλιάριο στ' όνομα του Αδριανού, που ξαναχρησιμοποιήθηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ., ανακαλύφθηκε δυτικά της Θεσ/νίκης. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Μάρκου Αυρηλίου και του Λούκιου Βέρου ανακαλύφθηκε στα Βοδενά. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Σεπτιμίου Σεβήρου και του Καρακάλλα ανακαλύφθηκε στην Καβάλα. Τρία μιλλιάρια με τ' όνομα του Καρακάλλα ανακαλύφθηκαν στην Οχρίδα, στη Στρούγκα και στην Προβίστα. Ένα μιλλιάριο με τα ονόματα του Κωνσταντίνου Χλωρού και του Γαλερίου, ξαναχρησιμοποιηθέν τον 4ο αιώνα μ.Χ., ανακαλύφθηκε στη Ρόσνα. Και δεν υπολογίζουμε σ' αυτή τη λίστα άλλα μιλλιάρια που μερικές φορές αποδόθηκαν στην Εγνατία Οδό, άδικα όμως και χωρίς επαρκείς αποδείξεις.

7. Στράβωνος Γεωγρ., VII, 7, 4, C 322-323 (=Πολυβ. Ιστορ. ΧΧΧΙV, 12, 2 α έως 8).

8. Αυτή η διακλάδωση υφίστατο πιθανόν από της κατασκευής της οδού, διότι ο Πολύβιος και ο Στράβων την σημειώνουν (Στράβ. Γεωγρ., VII, 7,4, C. 323. 7,8, C. 327. Πολυβ. Ιστορ. ΧΧΧΙV, 12, 5-6).

9. Πρόκειται αναμφίβολα για το αποτέλεσμα λάθους το ότι η Θεσ/νίκη μοιάζει (φαίνεται) ενίοτε να θεωρείται ως το σημείο κατάληξης της Εγνατίας Οδού (Στράβωνος Γεωγρ. VII, fragm. 10 και 13,, C. 330), εφόσον η ύπαρξη αυτής της οδού μέχρι τον Έβρο μαρτυρείται από την εποχή του Στράβωνος και ίσως κι απ' αυτή του Πολυβίου, (Στράβ. Γεωγρ. VII, 7,4, C. 322-323. Πολυβ.Ιστορ. XXXIV, 12, 2 α κι επόμ. δείτε πιο πάνω, σελ. 489, σημ. 4).

10. Η Εγνατία Οδός συνεχιζόταν αναμφίβολα πολύ παλιά και πέραν του Έβρου κι αν είναι αληθές οτι ο Στράβων προσδιορίζει πρώτος ως πέρας αυτής τα Κύψελα (Στράβ. Γεωγρ. VII, 7, 4, C.322), αυτός αλλού αναφέρει, σύμφωνα με τον Πολύβιο, την προέκτασή της μέχρι το Βυζάντιο, σαν εκείνο το δρομολόγιο που συνήθως ακολουθείτο από τα στρατεύματα που πήγαιναν προς την Ασία ή επέστρεφαν απ' αυτήν (δείτε για παράδειγμα, Liv. XXXVIII, 4041. Αππιανού, Bell. Civ., IV, 87-88,  370- 371 και 101, 426 και πιο πάνω, σελ. 487, σημ. 1, ότι η Εγνατία Οδός ενωνόταν, πέραν του Έβρου, με το πέρασμα του Ελλησπόντου (δείτε επίσης Itin. Anton. Έκδοση Wesseling, σελ. 333).

11. Στράβωνος Γεωγρ. VΙ, 3, 7, C 282, Πλινίου Φυσική Ιστορία, ΙΙΙ, ΙΙ (16), 101. Τακίτου, Αnn., III, 1. 12. Stat. Silv., II, 2, 12: Appia longarum regina viarum.

13. Στράβωνος Γεωγραφικά, VI, 3, 8, C 283. Πλινίου, Φυσική Ιστορία, ΙΙ, (16), 101. Για το Δυρράχιο (Επίδαμνο), κεφαλή της Εγνατίας οδού, δείτε επίσης Στράβωνος Γεωγραφικά, VII, 7,4, C 323 (= Πολυβ. Ιστορία, XXXIV, 12, 5-6).

14. Πλινίου, Φυσική Ιστορία, ΙΙΙ, 11 (16), 100. Ο Αυλών συνδεόταν με την Απολλωνία, της οποίας το ποτάμιο λιμάνι αναμφίβολα δεν χρησιμοποιούνταν πια.

15. Αυτή η οδός λαμπρύνθηκε προπάντων από τα ταξίδια του αποστόλου Παύλου, ο οποίος πολλές φορές την χρησιμοποίησε, (δείτε Πράξεις των Αποστόλων, XVI, 11. XX, 5-6. 11 Kορινθ., ΙΙ, 12-13). 16. Η Θράκη δεν μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία παρά μόνο από τον Κλαύδιο, στα 46 μ.Χ., μετά από ένα και πλέον αιώνα αγώνων που χωρίς παύση ξανάρχιζαν κι οι οποίοι κρατούσαν την περιοχή σε μια συνεχή αναταραχή και η διοίκησή της δεν ανατέθηκε σε αυτοκρατορικό απεσταλμένο της συγκλητικής τάξεως παρά μόνον από τον Τραϊανό. Είναι πιθανόν ότι οι δυσκολίες που είχε συναντήσει στα 188 π.Χ. ο ανθύπατος Cn. Manlius Vulso για να την διασχίσει δεν είχαν ακόμη καθόλου εξαφανιστεί στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Επιβιβαζόμενος όμως κάποιος στη Νεάπολη σε πλοίο, απέφευγε τελείως την περιοχή αυτή.

17. Δείτε τώρα, σύμφωνα με τις ενδείξεις που παρέχουν τα Οδοιπορικά, τις αποστάσεις τις μετρηθείσες σε μίλλια επί της Εγνατίας Οδού, μεταξύ του Στρυμόνος και του Νέστου, (τα Οδοιπορικά, ή Itineraria στην λατινική γλώσσα, είναι ρωμαϊκά γραπτά κείμενα των πρώτων αιώνων μετά Χριστόν, που διέσωσαν μέχρι τις μέρες μας την πορεία των μεγάλων ρωμαϊκών οδών και τις πόλεις και σταθμούς που βρισκόταν πάνω σ' αυτές): α) Σύμφωνα με το Οδοιπορικό του Αντωνίνου (Itinerarium Antonini):_ Aπό Στρυμόνα προς Νέστο: Αμφίπολις - Φίλιπποι 33 ρωμαϊκά μίλλια, Φίλιπποι - Νεάπολις (η σημερινή Καβάλα) 12 ρωμ. μίλλια, Νεάπολις - Ακόντισμα (σημερ. Νέα Καρβάλη), 9 ρωμ. μίλλια, Ακόντισμα - Τόπειρος, (σημερ. Παράδεισος), 17 ρωμ. μίλλια. _β) Σύμφωνα με το Itinerarium Ηieros:_Aπό Nέστο προς Στρυμόνα: Epyrum (μάλλον πρόκειται για την Τόπειρο) - Σταθμός Purdis (άγνωστη η θέση του), 8 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Purdis -Σταθμός Hercontroma (πρόκειται μάλλον για το Ακόντισμα) 9 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Hercontroma - Σταθμός Νεαπόλεως 9 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Νεαπόλεως - Φίλιπποι 10 ρωμ. μίλλια, Πόλις Φιλίππων - Σταθμός Ad Duodecimum (σημαίνει στη λατινική γλώσσα, "στα δώδεκα"), 12 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Ad Duodecimum - Σταθμός Δομήρου 7 ρωμ. μίλλια, Σταθμός Δομήρου - Αμφίπολις 13 ρωμ. μίλλια. γ) Σύμφωνα με τον Πευτιγγεριανό Πίνακα: Από Στρυμόνα προς Νέστο: Αμφίπολις - Φίλιπποι 33 ρωμ. μίλλια, Φίλιπποι - Σταθμός FONS co (fons = πηγή στα λατινικά και co = ένα ρωμαϊκό μίλλι: πρόκειται για ρωμαϊκό σταθμό της Εγνατίας κοντά στη σημερινή Διασταύρωση Αμυγδαλεώνος, όπου υπήρχε πηγάδι νερού), Σταθμός FONS co - Νεάπολις, (εδώ τίθεται η απόσταση της Νεαπόλεως από την Αμφίπολη, μέσω της Εγνατίας οδού), 43 ρωμ. μίλλια, Νεάπολις - Ακόντισμα 18 ρωμ. μίλλια και Ακόντισμα - Τόπειρος 13 ρωμ. μίλλια.

18. "Imperator Caesar M. Aurelius Antoninus, Pius, Felix, Augustus, Parthicus Maximus, Britannicus Maximus, Germanicus Maximus, Pontifex maximus, tribunicia potestate XX, imperator III, consul IIII, proconsul, restituit, milia passuum VII.." που σημαίνει, "Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, Ευσεβής, Ευτυχής, Αύγουστος, Μέγας Παρθικός, Μέγας Βρεταννικός, Μέγας Γερμανικός, μέγας Αρχιερεύς, εν ονόματι της εξουσίας του Δήμου, αυτοκράτωρ, ύπατος, ανθύπατος το τοποθέτησε, στάδια (πρόκειται για μονάδα μήκους) επτά..." Αυτή η επιγραφή .χαράχθηκε ανάμεσα στις 10 Δεκεμβρίου του 216 και 8 Απριλίου του 217. Η απόσταση (στην οποία αναφέρεται), και της οποίας ο προσδιορισμός είναι ίσως ημιτελής (ελλιπής), είχε όπως φαίνεται μετρηθεί  με αφετηρία την Αμφίπολη.

19. Η δεύτερη αψίδα, όπως φεύγουμε από την αριστερή όχθη, είναι μεγαλύτερη και υψηλότερη από τις τέσσερις άλλες. Πάνω στη δεξιά όχθη, μια έκτη αψίδα, διαφορετικά προσανατολισμένη αλλ' αναμφίβολα κι αυτή επίσης αρχαία, υπερπηδά ένα μικρό βραχίονα του χειμάρρου. Η κοίτη αυτού του τελευταίου μπροστά έχει μετατοπιστεί από τις εργασίες που είναι τώρα σε εξέλιξη κι η ρωμαϊκή γέφυρα δεν θα χρησιμοποιείται πια και θάναι του λοιπού δυνατή ευχερής η εξέταση της κατασκευής της.

20. Imperator Caesar divi Nervae filius, Nerva Traianus Augustus, Germanicus, Dacicus, Pontifex maximus, tribunicia potestate XVI, imperator VI, consul VI, Pater Patriae, viam a Dyrrachio usque Acontisma per provinciam Macedoniam longa intermissione neglectam restituendam curavit, a Dyrrachio milia passuum ... που σημαίνει: "Ο Αυτοκράτωρ και Καίσαρ, υιός του θείου Νέρβα, Νέρβας Τραϊανός Αύγουστος, Γερμανικός, Δακικός, Μέγας Αρχιερεύς, εν ονόματι της εξουσίας του Δήμου, αυτοκράτωρ, ύπατος, Πατήρ της Πατρίδος, φρόντισε για την επισκευή της οδού από το Δυρράχιο μέχρι το Ακόντισμα, δια μέσου της επαρχίας Μακεδονίας (ενν. διερχομένης), η οποία για μακρό χρονικό διάστημα ήταν παραμελημένη, από το Δυρράχιο σταδίους ... " Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 9ης Δεκεμβρίου του 112 μ.Χ. Η απόδοση του μιλλιαρίου στην Εγνατία Οδό επιβεβαιώθηκε από τα ονόματα των τοποθεσιών ανάμεσα στις οποίες πραγματοποιήθηκε η επισκευή που είχε διαταχθεί από τον Τραϊανό, το Δυρράχιο και το Ακόντισμα, πόλεις που και οι δυο είναι γνωστές σαν σταθμοί αυτής της οδού. Αν και ο προσδιορισμός της αποστάσεως έχει εξαφανιστεί, μπορούμε να δεχτούμε, δεδομένου του τόπου της ανεύρεσής της, ότι η πέτρινη αυτή στήλη δεν είχε μετακινηθεί μέχρι τις μέρες μας.

21. Οι εκτιμήσεις αυτής της ίδιας απόστασης, σύμφωνα με τον Αππιανό περίπου 70 στάδιοι (Αππιανού, Εμφ. Πόλ. ΙV, 106, 446) και σύμφωνα με τον Γαλιανό περίπου 120 στάδιοι (Γαλ. Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως, βιβλ. ΙΧ, κεφ. 2, έκδ. Kuhn, t. XII, σελ. 172), είναι η μία μικρότερη και η άλλη μεγαλύτερη από την πραγματική.

22. Πάνω στην οδό (που οδηγεί) από Καβάλα προς Δράμα, τα ερείπια των Φιλίππων βρίσκονται στο 16ο χιλιόμετρο. Η σύμπτωση όλων αυτών των ενδείξεων θ' αρκούσε ήδη να δείξει το σφάλμα που διέπραξε ο Fr. Tafel, τοποθετώντας τη Νεάπολη στην παραλία του λιμένος Dλευθερών (Viae Egnatiae pars orientalis, σελ. 14. δείτε πιο πάνω, σελ. 105 επ.)

23. O O. Cuntz έδειξε οτι το σημείο     = 1000, ακατανόητο στον αντιγραφέα, είχε αντικατασταθεί επτά φορές στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, από τα γράμματα co, πάνω από τα οποία μπήκε σε τρεις περιπτώσεις μια οριζόντια γραμμή. Σε συνέχεια αυτής της διαπίστωσης και μετά τα συνδυασμένα δεδομένα των Οδοιπορικών (Ιtineraires), ο Cuntz τοποθέτησε τον σταθμό Fons co που μας ενδιαφέρει ένα μίλλι από τη Νεάπολη (Καβάλα) και ένδεκα από τους Φιλίππους.

24. Ομοίως και ο Fr. Tafel παραδεχόταν (δείτε πιο πάνω) ότι ο σταθμός Fons έπρεπε να βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με τους Φιλίππους. Ο Ο. Cuntz δεν έχει επαρκή ερείσματα, το δείξαμε, για να εναντιωθεί και στη μία και στην άλλη (γνώμη) (δείτε Jahresh, II, 1899, σελ. 86 και σημ. 22).

25. ...viam a Dyrrac(hio) usq(ue) Neapoli(m) per provinciam Macedo-/niam longa inter/missione neglect(am)/ restituendam cu/ravit - (δείτε την μετάφραση στη σημείωση υπ' αύξ. αριθ. 20). Αυτό το μιλλιάριο, χρονολογούμενο στην εποχή του Τραϊανού, ανήκε σίγουρα στην Εγνατία Οδό, όπως αποδεικνύουν τα ονόματα των τοποθεσιών που αναφέρει η επιγραφή (του).

26. Imp(erator) Caes(ar) L. Septi/mius Severus, Pius, /Pe<p>rtinacis (sic), Ayg(ustus), A(rabicus), |Adiab(enicus), Part(hicus) Max(imus), Pont(ifex) /max(imus), imp(erator) XI, trib(unicia) pot(estate) V[...;] / co(n)s(ul) II, P(ater) Pa(triae) και Imp(erator) C[aes(ar) L. Sept(imi)] / Severi, Pi(i), Pert(inacis) που σημαίνει: "Αυτοκράτωρ Καίσαρ Λ. Σεπτίμιος Σεβήρος, Ευσεβής, Ισχυρός, Αύγουστος, Αραβικός, Αδιαβενικός, Μέγας Παρθικός, μέγας Αρχιερεύς, αυτοκράτωρ, δυνάμει της εξουσίας του Δήμου... Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε ανάμεσα στο καλοκαίρι του 198 και στις 9 Δεκεμβρίου του 201.

27. Αυτή η τοποθεσία περιγράφηκε από τον Αμμιανό - Μαρκελλίνο. Το όνομά της εμφανίζεται, παρεφθαρμένο ενίοτε, στα Οδοιπορικά του Αντωνίνου και του Μπορντώ στην Ιερουσαλήμ, στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, στις γεωγραφικές εργασίες του Ιεροκλή, του Ανωνύμου της Ραβέννας και του Guido. Η επιγραφή (πάντως) ενός μιλλιαρίου της Εγνατίας Οδού που ανακαλύφθηκε κοντά στο Καλαμπάκι, περιέχει την αρχαιότερη αναφορά (του ονόματος αυτού).

28. Και μάλιστα πάνω στη δεξιά όχθη (του ποταμού), αν πιστέψει κανείς τον Πλίνιο, ο οποίος, με αφετηρία του τον Στρυμόνα, απαριθμεί ως εξής τις τοποθεσίες που είναι δίπλα στην ακτή του Αιγαίου Πελάγους (Πλιν. Φυσική Ιστορία, IV, 11 (18), 42): cujus in ora a Strymone Apollonia, Oesyma, Neapolis, Datos; intus Philippi colonia -absunt a Dyrrachio CCCXXV -, Scotusa, Topiros civitas; Mesti amnis ostium, mons Pangaeus.." που σημαίνει: " στην ακτή από τον Στρυμόνα (βρίσκονται) η Απολλωνία, η Οισύμη, η Νεάπολις, η Δάτος. Στα ενδότερα η αποικία των Φιλίππων - απέχουν από το Δυρράχιο 325 (ρωμ.) μίλλια -, η Σκοτούσα, η πόλις Τόπειρος. Εκβολή ποταμού Νέστου, όρος Παγγαίον.

29. Αυτό το υδάτινο ρεύμα φέρει, στους σύγχρονους χάρτες, το όνομα του Αγγίτη, το οποίο o Ηρόδοτος (VII, 113) είχε δώσει στον σπουδαιότερο χείμμαρο μέσα στον οποίο αυτό (το ρεύμα) χύνεται και ο οποίος φέρνει στον Στρυμόνα τα νερά του έλους. Αλλά οι αρχαίοι πίστευαν πως η κυριότερη πηγή αυτού του χειμάρρου βρισκόταν στο Μπουνάρ - μπασί, κοντά στους Φιλίππους, (δείτε Αππιανού, Εμφ. Πόλ., IV, 106, 446. Heuzey-Daumet, Mission archeologique de Macedoine, σελ. 106.....) Ο L. Heuzey ονόμαζε (αυτό το υδάτινο ρεύμα) Μαχαρίτσα. Αυτό πηγάζει από ένα σπήλαιο γειτονικό προς την Προσωτσάνη όπου φτάνουν, από μιαν υπόγεια κοίτη, τα νερά της λεκάνης του Κάτω Νευροκοπίου (Ζίρνοβο) (δείτε E. M. Cousinery, Voyage dans la Macedoine, τόμος ΙΙ, σελ. 45-48) και συγκεντρώνει μέσω ενός παραποτάμου (και τα νερά) της κοιλάδας της Κιρλίκοβα.

30. Το άνοιγμα της κάθε αψίδας είναι 5,27 μέτρα. το πλάτος της γέφυρας κάτω από τον θόλο, 3,17 μέτρα.

31. Vitalis C. Lavi Fausti servus, idem f(ilius), verna domi natus, hic situs est. Vixit annos XVI, institor tabernas Aprianas, ab populo acceptus idem ab dibus ereptus. Rogo vos, viatores, si quid minus dedi me(n)sura, ut patri meo adicere ignoscatis. Rogo per superos et inferos ut patrem et matre(m) commentatos habeatis. Et vale. (Που σημαίνει: Εδώ βρίσκεται του Βιταλίου Γ. Λαβίου Φαύστου ο δούλος και γιος (δηλ., που ήταν σαν γιος), που έζησε και γεννήθηκε στο σπίτι (αυτό. Έζησε 16 χρόνια, μεταπράτης στις ταβέρνες του Άπρι, ήταν αποδεκτός (αγαπητός) από τον κόσμο, απαλλασσόμενος ο ίδιος από τους πλουσίους. Σας παρακαλώ, οδοιπόροι, αν κάτι λιγότερο έδωσα στο μέτρημα, ν' αξιώσετε από τον πατέρα μου την καταβολή του. Σας ζητώ, στ' όνομα των θεών του πάνω και του κάτω κόσμου, να έχετε τον πατέρα και την μητέρα ευτυχείς. Και υγιαίνετε) - Οι ταβέρνες για τις οποίες πρόκειται εδώ ήταν από κείνα τα πανδοχεία με τις μεγάλες καμινάδες σαν κι αυτά που συναντούσε κανείς συχνά στους σταθμούς των οδών της αυτοκρατορίας κι οι οποίες μερικές φορές έδιναν τ' όνομά τους στους τόπους (οικισμούς) που γεννιούνταν γύρω τους... Στα 61 μ.Χ. ο Νέρων είχε ιδρύσει κατά μήκος των στρατιωτικών οδών της Θράκης (... tabernas et praetoria per vias militares fieri jussit..., που σημαίνει: Διέταξε να ιδρυθούν στις στρατιωτικές οδούς, ταβέρνες και στρατόπεδα...) - Ο P. Perdrizet ορθά ερμήνευσε τη μνεία "στην πόλη Απρι" που έφερε η δική μας (ταβέρνα), από τη θέση αυτού του οικισμού, αποικίας του Κλαυδίου, κειμένης πάνω στην προέκταση της Εγνατίας Οδού, χάρη στην οποία αυτός (ο οικισμός) διατηρούσε με τους Φιλίππους σχέσεις επιβεβαιωθείσες από την επιγραφική (επιστήμη). Αυτός έδειξε επίσης την πολύ ακριβή νομική έννοια που είχε η συμβουλή που εκφραζόταν στο δεύτερο μέρος της επιγραφής και με την οποία ο αποθανών εξέφραζε την ελπίδα ότι θ' ασκηθούν κατά του πατρός και κυρίου του, C. Lavius, διώξεις δια της actio institoria (που ήταν ένα μέσο δικαστικής προστασίας που υπάρχει μέχρι σήμερα, ονομάζεται "αγωγή κατά του προστήσαντος" και μ' αυτήν ο ζημιωθείς από πράξη ή παράλειψη υπαλλήλου ή εργάτη, ζητά αποζημίωση από τον εργοδότη (αφεντικό) του) - Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποξήρανσης κι άλλα αρχαία λείψανα ανακαλύφθηκαν στη γύρω περιοχή: Δύο θραύσματα επιγραφών, της μιας ελληνικής, προγενέστερης της ρωμαϊκής αποίκισης, της άλλης λατινικής, επιτύμβιας, αρκετά μεταγενέστερης εποχής. Ενας μπρούντζινος αστρονομικός δίσκος που φέρει μια μεγάλη λατινική επιγραφή. Τμήματα ιωνικής αρχιτεκτονικής μικρών διαστάσεων. Τέλος ένας μεγάλος αριθμός πέτρινων σφαιρών που φέρουν σφραγίδες.

32. 12 ρωμαϊκά μίλλια μας κάνουν 17.742 μέτρα και η απόσταση σ' ευθεία γραμμή, από τους Φιλίππους μέχρι τη μικρή γέφυρα του Κούροβο είναι 17,5 χιλιόμετρα.

33. Πρέπει ν' αποφύγει κανείς να συγκρίνει το όνομα του σταθμού του Δομήρου που με τόση ακρίβεια εντοπίζεται στα βόρεια του Παγγαίου, μ' αυτό της παιονικής πόλης Δοβήρου, που αναφέρεται από διάφορους συγγραφείς (Θουκ., ΙΙ, 98, 1. Στράβωνα Γεωγρ. VII, fragm. 36. Πτολ. Γεωγρ., ΙΙΙ, 12, 23. Ιεροκλή, έκδοση Wesseling, σελ. 639. Στεφ. Βυζαντ. δείτε λέξη. Κωνστ. Πορφυρογ., De them., ΙΙ, 49), την οποία όλοι συμφωνούν ότι βρισκόταν πολύ μακριά από εκεί, στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης.

34. Ο οδοδείκτης αυτός φέρει πάνω του πολλές επιγραφές, από τις οποίες η παλαιότερη χρονολογείται από το 337 ως το 340, οι οποίες μαρτυρούν τις διαδοχικές επισκευές της οδού, της οποίας (ασφαλώς) θα σώζονται στη Ροδόπη κάποια ίχνη (ερείπια).

35. Η αμαξιτή οδός που στις μέρες μας συνδέει τις Σέρρες με τη Σόφια ακολουθεί, σχεδόν επακριβώς, την πορεία αυτής της οδού. 36. Κ. Miller, Itineraria romana, Strecke 85, στ. 583 - 585 και εικ. 163, στ. 522. Ο συγγραφέας υποθέτει οτι το νότιο παρακλάδι (της οδού) ξεκινούσε από την Αμφίπολη κι όχι από τους Φιλίππους κι ότι αυτό έφθανε στο Ντεμίρ – χισάρ (Σιδηρόκαστρο) από τη δεξιά όχθη του Στρυμόνα. Στο βόρειο παρακλάδι αυτός προσθέτει ένα σταθμό, τις Σέρρες, με μιαν απόσταση 10 μιλλίων, τον οποίο λέγει πως οι αντιγραφείς (του Πευτιγγεριανού Πίνακα) έχουν παραλείψει. Είναι φανερό ότι μετατοπίζοντας τις οδούς που φαίνονται πάνω στον χάρτη, επιμηκύνοντάς τες κατά βούληση, παρεμβάλλοντας σ' αυτές νέους σταθμούς, μπορούμε να κάνουμε τον Πευτιγγεριανό Πίνακα να λέει ό,τι θέλουμε. Εμείς (όμως) θεωρούμε ως καλύτερη μέθοδο το ν' αναζητήσουμε να κατανοήσουμε αυτό τον Πίνακα χωρίς να τον αλλάξουμε στο παραμικρό. Εξ άλλου η ταύτιση της Ηρακλείας της Σιντικής με το Ντεμίρ –χισάρ (Σιδηρόκαστρο) δεν στηρίζεται πουθενά και το γεγονός ότι ο Miller εσφαλμένα θεώρησε ότι η Εγνατία Οδός περνούσε νοτίως του όρους (Παγγαίου) και του έλους οφείλεται στο γεγονός ότι αυτός μπέρδεψε τα ονόματα των δύο μικρών κωμοπόλεων του Παγγαίου, της Προβίστας στα βόρεια (σημ. μεταφρ: σήμερα στο Νομό Σερρών) και του Πραβίου ή Πραβίστας στα νοτιοανατολικά. Απορούμε που τα επιχειρήματα που αντιπρότεινε ο P. Perdrizet (BCH, XIX, 1895, σελ. 111 επ., XXIV, 1909, σελ. 546) δεν τα συγκράτησε ο S. Casson (Macedonia, Thrace and Illyria, σελ. 26) ο οποίος διέπραξε με τη σειρά του το ίδιο λάθος.

37. Η απόσταση από τους Φιλίππους ως την Ηράκλεια τη Σιντική ήταν, σύμφωνα με τον Πευτιγγεριανό Πίνακα, από τη βόρεια οδό 55 μίλλια, από τη νότια 52 μίλλια ή αντίστοιχα, 81,32 χιλιόμετρα και 76,88 χιλιόμετρα, καθ' ον χρόνο η απόσταση από τους Φιλίππους μέχρι το Ντεμίρ - χισάρ (Σιδηρόκαστρο), μετρούμενη σ' ευθεία γραμμή πάνω από το έλος και τα βουνά είναι ήδη 80 χιλιόμετρα. Ομοίως, η απόσταση που χώριζε, επί της βορείας οδού, την Ηράκλεια από τον Δαραβέσκο, τον οποίο όλοι συμφωνούν ότι ταυτίζεται με τη Δράμα ήταν, σύμφωνα με τον Πίνακα 43 μίλλια, ήτοι 63,57 χιλιόμετρα, τη στιγμή που αυτή η απόσταση από τη Δράμα ως το Σιδηρόκαστρο, μετρούμενη δια της σιδηροδρομικής γραμμής είναι 98 χιλιόμετρα. Από κάθε άποψη βλέπουμε ότι πρέπει να τοποθετήσουμε την Ηράκλεια τη Σιντική, ταυτόχρονα, και πιο νότια και πιο κοντά προς τους Φιλίππους.

38. Το γεγονός ότι η Ηράκλεια η Σιντική βρισκόταν πάνω στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα προκύπτει καθαρά από το γεγονός ότι ο Τίτος Λίβιος και ο Διόδωρος μνημονεύουν αυτή τη πόλη ανάμεσα στις περιοχές που προσαρτήθηκαν στην έκταση την περιλαμβανόμενη ανάμεσα στον κάτω ρου του Στρυμόνα και σ' αυτόν του Νέστου, για να σχηματίσουν την πρώτη περιφέρεια ("μερίδα") της Μακεδονίας, (Λιβ., ΧLV, 29: ... accessurum huic parti ... trans Strymonem autem vergentia ad occasum, Bisalticam omnem cum Heraclea, quam Sinticem appellant (που σημαίνει: ... προσαρτηθείσα σ' αυτή την μερίδα (δηλαδή την περιφέρεια) ... πέραν του Στρυμόνος μεν βλέπουσα προς δυσμάς, ολόκληρη η Βισαλτία μετά της Ηρακλείας, την οποία ονομάζουν Σιντική) – Διοδώρου ΧΧΧΙ, 8, 7, ap. Georg. Syncell. Chronografia, σελ. 267 επ.: .. πρός δυσμάς δε τού Στρυμόνος Βισαλτία πάσα μετά της εν τη Σιντική Ηρακλείας) - Γι' αυτό ο Στράβων την τοποθετεί στα όρια της Βισαλτίας (Στράβωνος Γεωγραφία, VII, 331, fragm. 36: υπέρ δέ της Αμφιπόλεως Βισάλται καί μέχρι πόλεως Ηρακλείας, έχοντες αυλώνα εύκαρπον, όν διαρρεί ο Στρυμών .. επί δε άρκτους ιόντι από Ηρακλείας και τα στενά δι' ων ο Στρυμών φέρεται, δεξιόν έχοντι τον ποταμόν ..., που σημαίνει: πάνω από την Αμφίπολη βρίσκονται οι Βισάλται, μέχρι την πόλη Ηράκλεια, οι οποίοι κατέχουν μιαν εύφορη κοιλάδα που την διασχίζει ο Στρυμόνας... αυτός δε που έρχεται προς τα βόρεια και μέσα από τα στενά από τα οποία περνάει ο Στρυμόνας, έχει τον ποταμό στα δεξιά του). Γι' αυτό ο Πλίνιος την περιλαμβάνει στις πόλεις και τους λαούς της Μακεδονίας (Πλιν. Φυσ. Ιστορία, ΙV, 10 (17), 35: Scotusaei liberi, Heraclea Sintica ... που σημαίνει: οι ελεύθεροι Σκοτουσαίοι, η Ηράκλεια η Σιντική..), ούτως ώστε για τον ίδιο αυτή η χώρα (εννοεί την Μακεδονία) τελειώνει στον Στρυμόνα (του ίδιου, 38: dein Macedoniae terminus amnis Strymon (που σημαίνει, εντεύθεν όριο πάσης της Μακεδονίας ο Στρυμών) -Δείτε Λιβίου, ΧLII, 51 (Ηeraclea ex Sintis) - Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 27 (πόλεις Σιντικής: Τρίστωλος...., Παρθικόπολις..., Ηράκλεια Σιντική...) - Ιεροκλέους, έκδοση Wesseling, σελ. 639 (...Παρθικόπολις, Ηράκλεια Στρυμνού, Σέρραι...) - Στεφάνου Βυζαντίου δείτε λέξη Ηράκλεια . (... κγ' Μακεδονίας, Αμύντου του Φιλίππου κτίσμα). Και για τους Σιντούς και την χώρα τους δείτε, Θουκυδίδη, ΙΙ, 98, 1.  Στεφάνου Βυζαντίου στη λέξη Σιντία. Όμως κάποιο κείμενο του Καίσαρος όπου συναντάται το όνομα της Ηρακλείας της Σιντικής αναφέρεται αποδεδειγμένα σε μιαν άλλη Ηράκλεια, αυτή των Λυγκηστών (Καίσαρος Εμφύλιος Πόλεμος, III, 79,3: ... Heracliam /(Senticam), quae est subjecta Candaviae, δηλαδή: την Ηράκλεια την Σιντική, η οποία είναι υποτελής στην Κανταβία, (που ήταν μια περιοχή της Ιλλυρίας).

39. Πευτιγγεριανός Πίναξ, segm. VIII, 2. Ο K. Miller δεν παρατήρησε (στο: Itineraria romana, στ. 522) ότι ο ποταμός που είναι σχεδιασμένος εδώ δεν μπρούσε νάναι άλλος από το Στρυμόνα, καθόσον κανένα άλλο υδάτινο ρεύμα τέτοιας σπουδαιότητας που να έρχεται (κι) από το βορρά δεν χύνεται στη θάλασσα ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Αμφίπολη. Θα μπορούσε κανείς να σκεφθεί τον Βαρδάρη, αλλά (τότε) η (υδάτινη) πορεία την οποία αναπαριστούσε ο πίνακας θάταν ακόμη πιο δύσκολο να ερμηνευθεί: Κι αυτός ο ποταμός, όπως κι ο Νέστος, δεν αναφέρεται στον χάρτη. Το σφάλμα του Πίνακα είναι εδώ αποδεδειγμένο και δεν διστάζουμε να το διορθώσουμε.

40. Στράβωνος Γεωγραφία, VΙΙ, 331, fragm. 36: "εντός δε του Στρυμόνος προς αυτώ μεν τω ποταμώ η Σκοτούσσα εστι .." - Πλινίου Φυσική Ιστορία ΙV, 11 (18), 42 (Scotusa) - Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 28: "Οδομαντικής και Ηδωνίδος, Σκοτούσσα ..."41. Πτολεμαίου Γεωγραφία, ΙΙΙ, 12, 32: "Βισαλτίας: Άρρωλος ..., Ευπορία... -  Στεφάνου Βυζαντίου, λέξη Ευπορία: "πόλις Μακεδονίας, ήν Αλέξανδρος ταχέως νικήσας έκτισε και ωνόμασε δια το εύπορον".

42. W. M. Leake, Travels in Northern Greece, (Ταξίδια στη Βόρειο Ελλάδα), τόμος ΙΙΙ, σελ. 225 -229. Δείτε C. Muller, στον Πτολεμαίο, ΙΙΙ, 12, 27 και 32, σελ. 510 και 513 επ., Th. Desdevises du Dezert, Geographie ancienne de la Macedoine, σελ. 389. Η αφθονία των νομισμάτων που ανακαλύπτονται στους αγρούς, τόσο του Ζερβοχωρίου όσο και της Νιγρίτας, πρέπει να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι αυτές οι τοποθεσίες διαδέχθηκαν αρχαίες πόλεις. καμιά υλική απόδειξη, είναι γεγονός δεν μας δόθηκε για την υποστήριξη της ταύτισης του Ζερβοχωρίου με την Ηράκλεια τη Σιντική. αλλ' οι λόγοι γεωγραφικής τάξεως που προβλήθηκαν από τον W. M. Leake προς υποστήριξη αυτής διατηρούν όλη την αξία τους και δεν έχουν ανασκευασθεί από εκείνους οι οποίοι, χωρίς να την λάβουν υπόψη τους, αναζήτησαν αλλού τη θέση αυτής της πόλης. Στη Νιγρίτα ή στην περιοχή της θα βρισκόταν η Παρθικόπολις που μνημονεύουν ο Πτολεμαίος (Γεωγρ., ΙΙΙ, 12, 27) και ο Ιεροκλής (έκδ. Wesseling, σελ. 639), από την οποία καταγόταν πολλοί πρεσβύται που τους κατονομάζει ο Φλέγων από τις Τράλλεις (FHG, τόμος ΙΙΙ, σελ. 609 = Jacoby, F. Gr. Hist., τόμ. 2 B, σελ. 1187, αριθμοί 48, 51, 52, 53, όπου η ανάγνωσις "Παροικόπολις", "Παροικοπολίτης" παρέμεινε, παρά τις ορθές παρατηρήσεις του Wesseling, στον Ιεροκλή, σελ. 639, του C. Muller στον Πτολεμαίο, ΙΙΙ, 12, 27, σελ. 509 και του P. Perdrizet στο BCH, XXIV, 1900, σελ. 309 επ., σημ. 1).

43. Εξ αιτίας της αναλογίας των δύο ονομάτων και της αποστάσεως που αναφέρεται πάνω στον Πίνακα μεταξύ του Δαραβέσκου και των Φιλίππων, η ταύτιση του Δαραβέσκου με τη Δράμα δεν συζητείται καθόλου (δείτε C. Muller, στον Πτολ., ΙΙΙ, 12, 27, σελ. 510). Όμως η τοποθέτηση στη Δράμα του Δραβήσκου, όπου οι Αθηναίοι έπαθαν στα 465 π.Χ. μια φημισμένη καταστροφή, συναντάει τεράστιες αντιρρήσεις Ο Κ. J. Beloch, που το ανέφερε, πρότεινε να τροποποιηθούν τα δεδομένα του Πευτιγγεριανού Πίνακα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο Δαραβέσκος να μπορέσει να τοποθετηθεί κοντά στον Στρυμόνα και στη Μύρκινο (Griechische Geschichte, 2η έκδ., τόμος ΙΙ, 1, σελ. 148, σημ. 1). Αυτή η υπόθεση (όμως) δεν συμβιβάζεται με τ' αποτελέσματα της έρευνάς μας πάνω στο οδικό δίκτυο της περιοχής των Φιλίππων, και θα δεχθούμε μαζί με τον P. Perdrizet (Klio, X, 1910, σελ. 17), την ύπαρξη σ' αυτή την περιοχή, δύο διαφορετικών τοποθεσιών με παρόμοια ονόματα, τη μια, την Δραβησκό του 5ου αιώνα π.Χ.  στο Σδραβίκι (δηλαδή τον σημερινό Δραβήσκο Σερρών) και την άλλη, τον Δαραβέσκο της ρωμαϊκής εποχής, στη Δράμα.

44. Η εγγύτητα του ποταμού αποδεικνύεται επίσης από το όνομα "Ηράκλεια Στρύμνου" που φέρει αυτή η πόλη στο κείμενο του Ιεροκλή (έκδ. Wesseling, σελ. 639), όπως κι από τον τίτλο "επί Στρυμόνι" που έχουν τα νομίσματά της.

45. Δείτε Κ. Miller, Itineraria romana, στ. 583 επ. Αυτός ο συγγραφεύς θεωρεί, εσφαλμένα ότι αυτή η ταύτιση θα μας οδηγούσε στην Εγνατία Οδό. Αυτή (η οδός) όμως περνούσε, όπως είδαμε όχι από το Πράβι, αλλά από τα βόρεια του Παγγαίου_ (Η υπογράμμιση είναι του μεταφραστή).

46. Πρέπει να δεχθούμε ότι είναι πιθανό πως ο Στρυμών ήταν πιο εύκολα διαβατός λίγο πιο κάτω από την Αμφίπολη, μπροστά στο τεράστιο λιοντάρι που στεκόταν τότε πάνω από την δεξιά του όχθη και στο σημείο ακριβώς όπου το ρεύμα του ποταμού αργότερα ανακόπηκε από ένα μεγάλο ανάχωμα, (δείτε Α. Κεραμόπουλος, Εφ. αρχ., 1932, σελ.  1. για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας κατασκευής του αναχώματος, οι επιγραφές και τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν εκεί ξαναχρησιμοποιημένα δίνουν ένα terminus post quem = καταληκτικό χρονικό σημείο αρκετά βέβαιο). Η Ευπορία πρέπει να βρισκόταν εκεί κοντά, πάνω στη δεξιά όχθη, όπου έχουν παρατηρηθεί αρχαία λείψανα (δείτε P. Perdrizet, BCH, XVIII, 1894, σελ. 432).

47. Αναχωρώντας από τη Νεάπολη, ο Ανώνυμος της Ραβέννης απαριθμεί τους σταθμούς αυτής της ίδιας οδού, αφού έχει ήδη κατονομάσει τις πόλεις που είναι κλιμακωτά τοποθετημένες πάνω στην Εγνατία Οδό (Ανωνύμου Ραβέννης ΙV, 9, σελ. 195, 16 έως 196: Τrillon (σημείωση μεταφραστού: το όνομα του Ρωμαϊκού σταθμού που υπήρχε εδώ όπου σήμερα βρίσκεται το Πράβι μας), item Greron, Arason, Euporia, Eraclia Xantica...) αυτή η μαρτυρία επιβεβαιώνει σ' αυτό το σημείο, την αποδεικτική αξία του Πευτιγγεριανού Πίνακος, καθώς και την ερμηνεία που του δίνουμε.

48. Μπορούμε να το δείξουμε αυτό καθαρά παραθέτοντας έναν πίνακα συγκριτικό αυτών των οδών σύμφωνα με τον Πευτιγγερ. Πίνακα και σύμφωνα μ' έναν πρόσφατο (σημερινό) χάρτη.

Philippis (Φίλιπποι) -  Daravescos (Δράμα) XII = 17,8 μίλλια, σήμερα 19 χιλιόμετρα,

Δράμα – Strymon(εννοεί τη διάβαση του Αγγίτη κοντά στην Προσωτσάνη) VIII μίλλια = 11,8 χιλιόμετρα

Διάβαση Αγγίτη - Sarxa (Νέα Ζίχνη) XIII μίλλια, = 19,2 χιλιόμετρα, σήμερα 18,5 χιλιόμετρα,

Νέα Ζίχνη - Scotusa XVIII μίλλια = 26,6 χιλιόμετρα     διάβαση

Στρυμόνος  18

Heraclea Santica IIII  = 5,9      Ζερβοχώρι          10

 

ΙΙ. Philippis                       Φίλιπποι

   Τrinlo        X     = 14,8     Πράβι             12

   Graero        XVII  = 25,1     Oρφανό            30

   Euporea       VIII  = 11,8     διάβαση

Στρυμόνος 10

Ηeraclea Santica XVII  = 25,1     Ζερβοχώρι         23

49. Αυτό αναμφίβολα ήταν το λάθος που έκανε τον P. Perdrizet να πει οτι η Εγνατία Οδός δεν παριστανόταν πάνω στον Χάρτη σ' αυτό το σημείο (Klio, X, 1910, σελ. 17). Η ερμηνεία αυτού του ντοκουμέντου που εμείς προτείνουμε έχει το πλεονέκτημα ότι την ξαναβρίσκουμε (την Εγνατία) στον χάρτη αυτόν, στην αληθινή της θέση, ενώ δίνουμε μιαν ικανοποιητική εξήγηση και για τις πορείες των δύο άλλων οδών.

50. Δίωνος Κασσίου, Ρωμαϊκή Ιστορία, LI, 4, 6.

51. Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει κατηγορηματικά ότι το Δυρράχιο και οι Φίλιπποι δεν ήταν οι μόνες μακεδονικές πόλεις που δέχθηκαν, το 30 π.Χ. έναν αριθμό ιταλών αποίκων. Και μπορεί να πιστέψει κανείς πως οι πόλεις που αυτός υπονοεί, χωρίς να τις κατονομάζει, ήταν οι λοιπές αποικίες που είχε ιδρύσει ο Οκταβιανός στην Μακεδονία: Η Πέλλα, το Δίον, η Κασσάνδρεια και η Φυλλίς, από τις οποίες οι τρεις πρώτες έφεραν, όπως κι οι Φίλιπποι, τα επίθετα Iulia Augusta. Είναι αλήθεια οτι οι Φίλιπποι και η Κασσάνδρεια είχαν ήδη λάβει νωρίτερα τον τίτλο των αποικιών, αλλ' ο Οκταβιανός τις αναδιοργάνωσε εξ ολοκλήρου και, φερόμενος σαν αληθινός ιδρυτής τους, τις προίκισε με προνόμια και μ' ένα καινούργιο όνομα.

52. Σουετωνίου, Τιβέριος, 14. Δίωνος Κασσίου Ρωμαϊκή Ιστορία, LIV, 9, 6.

53. P. Collart, Une refection de la Via Egnatia sous Trajan (= Μια επισκευή της Εγνατίας Οδού υπό τον Τραϊανό) , BCH, LIX, 1935, σελ. 395 έως 415.

54. P. Collart, BCH, LXI, 1937: Imp(eratori) Hadri[a]no/ Olympio / et Iunoni Con/iugali Sabina[e] (που σημαίνει: (Αφιερωμένη) στον Αυτοκράτορα Ολύμπιο Αδριανό και στην θεϊκή (Ηρα) Σύζυγό (του) Σαβίνα). Ο τίτλος του Ολυμπίου δόθηκε στον Αδριανό το φθινόπωρο του έτους 129 μ.Χ., επ' ευκαιρία της εορτής των εγκαινίων του Ολυμπιείου.

55. P. Lemerle, BCH, LVIII, 1934, σελ. 454 επ., αριθ. 2: Imp(eratori) Caesari, / divi Traiani / Parthici fil(io), / divi Nervae / nepoti, Traiano / Hadriano Aug(usto), / Pontifici max(imo), / tribunic(ia) pot(estate) XV, / co(n)s(uli) III, P(atri) P(atriae), / publice dec(reto) dec(uriorum), (που σημαίνει: (Αφιερωμένη) στον Αυτοκράτορα, Καίσαρα, γιό του θείου, Παρθικού Τραϊανού, εγγονό του θείου Νέρβα, στον Τραϊανό Αδριανό Αύγουστο, Μέγα αρχιερέα, εξ ονόματος της εξουσίας του Δήμου, ύπατο, Πατέρα της Πατρίδος, δια δημοσίου ψηφίσματος των βουλευτών).

56. Την απόδειξη των περιοδειών που έκανε ο Αδριανός στη Μακεδονία και τη Θράκη μας την παρέχουν τα νομίσματα που φέρουν την επιγραφή ADVENTVI AVG. MACEDONIAE S. C. ή ADVENTVI AVG. THRACIAE S. C. Αλλά η χρονολογία αυτών των περιοδειών συζητιέται πολύ: O I. Durr τις τοποθετεί στα 124-125 και τη γνώμη του αυτή ακολούθησε κι ο Ο. Schulz και, λιγότερο κατηγορηματικά, ο W. Weber, ενώ ο von Rohden, δεχόμενος κατά γράμμα, για εκείνη την εποχή, την τόσο συνοπτική αναφορά της Vita (Ael. Spart., Hadrian, XIII, 1: post haec per Asiam et insulas ad Achaiam navigavit...) (που σημαίνει, "μετά ταύτα δια μέσου της Ασίας και των νησιών (εννοεί του Αιγαίου) έπλευσε προς την Αχαϊα (εννοεί την Ελλάδα), συνδέει τις περιοδείες με το δεύτερο ταξίδι στη Μοισία και τη Δακία, στα 132, χρονολογία που την δέχθηκε επίσης κι ο L. Homo αλλά την απέρριψε ο W. Henderson, o οποίος, διαχωρίζοντας τις δύο περιοδείες την μια από την άλλη, συνέδεσε εύκολα την επίσκεψη στη Θράκη μ' αυτήν της Τρωάδος, (την γενομένη) κατά τη διάρκεια του πρώτου μεγάλου ταξιδιού του Αδριανού και αυτή της Μακεδονίας με το ένα από τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Η υπόθεση η σχετική μ' ένα μακρύ χερσαίο ταξίδι μέχρι το Δυρράχιο, ακολουθώντας την Εγνατία Οδό, υπόθεση προταθείσα από τον I. Durr, που την δέχθηκε ο P. Perdrizet, γενικά δεν επικράτησε. Στις ενδείξεις που την επιβεβαίωναν, μπορούμε να επισυνάψουμε σήμερα το μιλλιάριο που βρέθηκε κοντά στη Θεσσαλονίκη. Αντιθέτως (από την άλλη), τα δύο αναθήματα των Φιλίππων, το ένα μεταγενέστερο του φθινοπώρου του 129, το άλλο της 10ης Δεκεμβρίου του 130 μ.Χ. θα ταίριαζαν καλύτερα με το ενδεχόμενο ενός αυτοκρατορικού ταξιδιού το 132. Πρέπει εντούτοις να επιμείνουμε και πάλι στο ότι τέτοια στοιχεία έχουν μικρό κύρος στο ν' αποδείξουν την παρουσία του Αδριανού μέσα σε μια πόλη και πολύ περισσότερο να την χρονολογήσουν κιόλας.

57. Αυτό το ταξίδι έλαβε χώρα μεταξύ της 24ης Μαϊου και της 23ης Αυγούστου του 166.

58. Γαληνού, Περί της των απλών φαρμάκων κράσεως και δυνάμεως, ΙΧ, 2, έκδ. Kuhn,, σελ. 172: "... ως γαρ από της Ιταλίας διαβαλών εις την Μακεδονίαν και σχεδόν όλην αυτήν οδοιπορήσας εν Φιλίπποις εγενόμην, ήπερ εστίν όμορος τη Θράκη πόλις, εντεύθεν επί την πλησίον θάλατταν είκοσιν επί τοις εκατόν απέχουσαν στάδια κατελθών, έπλευσα πρότερον μεν εις Θάσον, εγγύς που διακοσίους σταδίους, εκείθεν δέ εις Λήμνον επτακοσίους, είτ' αύθις από Λήμνου τους ίσους επτακοσίους εις Αλεξάνδρειαν Τρωάδα". Ο Γαληνός περνάει λοιπόν από τη Λήμνο, αντί να κατευθυνθεί απευθείας από τη Νεάπολη στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδος ακολουθώντας τον συνήθη θαλάσσιο δρόμο, για να συνεχίσει ένα σχέδιο που είχε κάνει πέντε έτη νωρίτερα, καθ' ον χρόνο κατευθυνόταν από την Πέργαμο στη Ρώμη. Είχε περάσει τότε από τη Λήμνο για πρώτη φορά, με σκοπό να επισκεφθεί εκεί την πόλη Ηφαιστεία, αλλά δεν είχε μπορέσει τότε να την δει, μια και το πλοίο του δεν αγκυροβόλησε παρά μόνο στη Μύρινα. Ετσι είχε υποσχεθεί να επιστρέψει εκεί με την πρώτη ευκαιρία (δείτε Γαληνού, όπου παραπάνω, σελ. 171 επ.)

59. "Αγαθή Τύχη. / Αυτοκράτορι Καίσαρι / Λ. Σεπτιμίω Σεουήρω, / Ευσεβεί, Περτίνακι, / Σεβαστώ, Αραβικώ, / Αδιαβηνικώ, Παρθικώ / Μεγίστω και Μ. Αυρηλίω /Αντωνείνω Σεβαστώ, / [και Ποπλίω ;] Σεπτιμίω / [Γέτα] Καίσαρι η Αμφιπολειτών πόλις". Αυτή η επιγραφή χαράχθηκε ανάμεσα στο 198 και το 210. Οι ενδείξεις που παρέχει το κείμενο δεν επιτρέπουν να την προσδιορίσουμε επακριβώς εκ των προτέρων, αλλά είχε ήδη γίνει σκέψη να συνδεθεί (αυτή η επιγραφή) με την επιστροφή του Σεπτιμίου Σεβήρου το 202 (δείτε BCH, XLVII, 1923, σελ. 83). Το όνομα του Γέτα σ' αυτήν σφυρηλατήθηκε αργότερα.

60. Όπως υπογράμμισε δίκαια ο B. W. Henderson για τον Αδριανό (Τhe life and principale of the emperor Hadrien, σελ. 283 επ. και 293 επ.), σπάνιες είναι οι τιμητικές επιγραφές που επιτρέπουν να συμπεράνουμε την παρουσία του αυτοκράτορα στον τόπο ανεύρεσής τους. Αλλ' αν το μεγαλύτερο μέρος αυτών δεν μπορεί να βεβαιώσει μια αυτοκρατορική επίσκεψη, τουλάχιστον αυτές αφήνουν ανοιχτό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το παράδειγμα του ταξιδιού του Καρακάλλα, το 214, δείχνει ότι οι αυτοκράτορες άλλαζαν μερικές φορές, τη τελευταία στιγμή, το δρομολόγιο που είχε αρχικά προβλεφθεί και ετοιμαστεί.

61. Αυτό το κεφάλι είδε στη Δράμα το 1705 ο Paul Lucas (Voyage du sieur Paul Lucas fait par ordre du Roy dans la Grece, Asie Mineure, la Macedoine et l' Afrique ..., Paris, 1712, τ. Ι, σελ. 252 επ.) κι έναν αιώνα αργότερα ο Ε-Μ. Cousinery (Voyage dans la Macedoine, τ. ΙΙ, σελ. 12 επ.). Βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.

62. Α. Κεραμόπουλος, Εφημερίς αρχαιολογική, 1932, σελ. Ι επ. και εικ. 1 (δείτε Rev. arch., 1934, σελ. 39, σημ. 4): [...κ]α(ί) μέγισ[τον] / και θειότατον /αυτοκράτορα Καίσα/ρα Μ. Αυρήλιον Αντω/νείνον Σεβαστόν, του με/γίστου και θειοτάτου αυτο/κράτορος Λ. Σεπτιμίου Σε/ουήρου, Ευσεβούς, Περτίνα/κος σεβαστού, Αραβικού, Α[δ]ια/βηνικού υιόν, θεού Μ. Αντων[εί]/νου, Ευσεβούς, Γερμανικού, Σαρμα/τικού υιωνόν, θεού Αντωνείνου / Ευσεβούς έκγονον, θεού Αδρια/νού Παρθικού και θεού Νερουά / απόγονον, η πόλις.

63. O D. van Berchem εξέθεσε ότι το Οδοιπορικό του Αντωνίνου ήταν μια συλλογή καταλόγων με mansiones (= σταθμούς), καθένας από τους οποίους (καταλόγους) έπαιρνε την μορφή αυτοκρατορικού διατάγματος, για κάποιαν ιδιαίτερη περίσταση. Κατ' αυτό τον τρόπο προετοίμαζαν λεπτομερώς, κατά τον 3ο αιώνα (μ.Χ.), κάθε μετακίνηση στρατευμάτων, καθορίζοντας εκ των προτέρων τα βήματα (σταθμούς) του ταξιδιού και φροντίζοντας εκ των προτέρων για τον ομαλό ανεφοδιασμό τους. Όλα τα περιγραφέντα οδοιπορικά έχουν λοιπόν πραγματικά εκτελεστεί και το πιο φημισμένο ανάμεσά τους, το οποίο οδηγούσε από την Ρώμη στην Αίγυπτο (Itinerarium Antonini, Οδοιπορικό του Αντωνίνου, έκδ. Wesseling, σελ. 123 επ.) είναι αυτό ακριβώς που μας ενδιαφέρει. Αυτός (ο αυτοκράτωρ) είναι που έδωσε και τ' όνομά του στη συλλογή: (Αυτή η τελευταία), συνταχθείσα για τον Καρακάλλα το 214, ανταποκρίνεται στις βασικές του γραμμές προς το ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει τότε αυτός ο αυτοκράτωρ. Παρατηρούμε εν τούτοις κάποιες ασυμφωνίες. Και στον κάτω Δούναβη, ιδιαίτερα, η οδός την οποία ακολούθησε ο Καρακάλλας απομακρύνθηκε από το αρχικό σχέδιο που είχε καθορίσει το Οδοιπορικό. Κατ' αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι αγνοήθηκε (εγκαταλείφθηκε) η Φιλιππούπολη, μολονότι είχε οργανώσει με μεγάλες δαπάνες γι' αυτή την περίπτωση αλεξανδρινούς αγώνες, οι οποίοι μνημονεύθηκαν από τα νομίσματα που κόπηκαν με την εικόνα του Καρακάλλα (δείτε Mionnet, Description de medailles antiques grecques et romaines, τόμος Ι, σελ. 417 επ., αρ. 349- 353. και Δίωνος Κασσίου, Ρωμ. Ιστορ., LXXVII, 9).

64. Το αυτοκρατορικό διάταγμα που καθόριζε εκ των προτέρων τις λεπτομέρειες των σταθμών ενός ταξιδιού κοινοποιούνταν στους διοικητές των επαρχιών τους επιφορτισμένους να προνοήσουν για τον επισιτισμό των στρατευμάτων. Οι οδοί τότε επισκευαζόταν κι ο ανεφοδιασμός εξασφαλιζόταν. Ετσι και το σχεδιασθέν οδοιπορικό ήταν γνωστό. Κι όταν επρόκειτο για κάποιον αυτοπράτορα, οι πόλεις που βρισκόταν στο δρόμο του μπορούσαν να προετοιμαστούν να τον υποδεχτούν.

65. Τα σχετικά μ' αυτό το ταξίδι στοιχεία συγκεντρώθηκαν από τον Κ. Honn, Quellenuntersuchungen zu den Vitten des Heliogabalus und des Severus Anexander, Λειψία και Βερολίνο, 1911, σελ. 64 επ. - δείτε επίσης Groebe, στου Pauly-Wissowa, RE, λήμμα Aurelius, 221, στ. 2535 επ. Μπορούμε κάλλιστα να προσθέσουμε σ' αυτά και το στοιχείο (ντοκουμέντο) των δύο περιγραφών της Εγνατίας Οδού που μας έδωσε το Οδοιπορικό του Αντωνίνου, των οποίων το σημείο εκκίνησης είναι το Δυρράχιο (Itin. Anton., έκδ. Wesseling, σελ. 317-323). Το πέρασμα του Αλεξάνδρου Σεβήρου στο Δυρράχιο το υποδεικνύει μια επιγραφή που αποδίδει σ' αυτόν τον αυτοκράτορα την επισκευή μιας οδού και ενός υδραγωγείου. Εξ αιτίας του τόπου ανεύρεσης της επιγραφής, ο L. Heuzey απέδειξε ότι αυτή η οδός δεν μπορεί να ήταν η Εγνατία, (Heuzey-Daumet, Mission archeologique de Macedoine, σελ. 387 επ.)

66. P. Collart, BCH, LXI, 1937: M. Aur(elio) Carino, / nobiliss(imo) Caes(ari), / filio Imp(eratoris) Caes(aris) M. Aur(elii) Cari, P(ii), F(elicis), / Invicti, Aug(usti), / Aur(elius) Nestor, v(ir) p(erfectissimus), / praes(es) prov(inciae) / Maced(oniae), dev(otus) / num(ini) maiest(ati)q(ue)ius (που σημαίνει: Στον Μάρκο Αυρήλιο Καρίνο, ευγενέστατο Καίσαρα, γιό του Αυτοκράτορος Καίσαρος Μάρκου Αυρηλίου Κάρου, τον Πράο, τον Ευτυχή, τον Ανίκητο, τον Αύγουστο (= Σεβαστό), ο Αυρήλιος Νέστωρ (ανέθηκε), άνδρας τελειότατος, προστάτης (έπαρχος) της επαρχίας Μακεδονίας, αφοσιωμένος, εξ ονόματος και δια της εξουσίας εκείνου (ενν. του Αυτοκράτορος). Εξ αιτίας της μικρής διάρκειας της βασιλείας του Carus, αυτή η επιγραφή μπορεί να χρολογηθεί με απόλυτη ακρίβεια.

67. Δείτε Fr. Tafel. Via Egnatia, Prolegomena, σελ. vi. O. Seeck, Gescichte des Untergangs der antiken Welt, 4η έκδ., τ. Ι, σελ. 175 - 183. Υπάρχουν εν τούτοις λόγοι να πιστέψει κανείς ότι ο Κωνσταντίνος είχε επισκεφθεί τους Φιλίππους μετά το φθινόπωρο του 314 (δείτε Anon. Valens., V, 17. και H. Schiller, Gescichte der romischen Kaiserzeit, τ. ΙΙ, σελ. 197), αλλά φαίνεται πιο πιθανό ότι αυτή η υπόθεση προήλθε από κάποια σύγχιση κι ότι επρόκειτο εν προκειμένω για την Φιλιππούπολη, (την οποία επισκέφθηκε ο Κωνσταντίνος) κι όχι για τους Φιλίππους, (δείτε O. Seeck, όπου παραπάνω).

68. P. Collart, BCH, LVI, 1932, σελ. 209 επ., αριθμ. 7. [... Imp(eratorem)] Caes(arem) Fl(avium) C[onstantinum ;..) / ... Max(imum) Victo(rem...] /[...c]onditorem.. / [..c]oloniae Phili[ppensium...], που σημαίνει: Αυτοκράτορα Καίσαρα Φλάβιο Κωνσταντίνο, Μέγιστο Νικητή, οικιστή της αποικίας των Φιλλιπησίων. Ακριβώς μετά απ' αυτήν την δεύτερη εκστρατεία του ενάντια στον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος πήρε τον τίτλο του Victor (= νικητής, νικηφόρος), τον οποίο φέρει στην προκείμενη περίπτωση Σήμερα γίνεται αποδεκτό ότι ο Κωνσταντίνος επικράτησε απόλυτα το 324.

69. Η διοίκηση της Θράκης, που μέχρι τότε ήταν επιτροπική επαρχία (δηλαδή τελούσε υπό την εξουσία επιτρόπου, επάρχου), ανατέθηκε εφεξής σ' έναν legatus Aug(usti) pr(o) pr(aetore) από τη συγκλητική τάξη.

70. Η Τραϊανούπολις, η Πλωτινόπολις, η Νικόπολις του Νέστου, η Μαρκιανούπολις είχαν ανεγερθεί στη Θράκη από τον Τραϊανό. Η Σερδική, η Βέροια, η Αγχίαλος, κι άλλες πόλεις ακόμη, βελτιώθηκαν (αναπτύχθηκαν).

71. Έφθανε κανείς πιο άνετα στην Τραϊανούπολη, την Πλωτινούπολη και τη Νικόπολη του Νέστου, ακολουθώντας  την Εγνατία οδό. Η Τραϊανούπολη ήταν επίσης και σταθμός αυτής της οδού. (Δείτε Itin. Anton. και Itin. Hieros, έκδ. Wesseling, σελ. 322, 332 και 602). Η Πέρινθος (μετέπειτα, Ραιδεστός) βρισκόταν πάνω στην προέκταση αυτής της οδού πέραν του Έβρου, προς το Βυζάντιο, (δείτε στα ίδια (Itin.), σελ. 323 και Κ. Miller, Itineraria romana, στ. 527).

72. Δεν θα μπορούσε κανείς να μην εκπλαγεί, συγκρίνοντας το διακοσμητικό στύλ των οικοδομημάτων που κατασκευάστηκαν στους Φιλίππους κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. καθώς επίσης και το σχέδιο ορισμένων από αυτά, από τα οποία το πιο χαρακτηριστικό είναι το θέατρο, από τις ομοιότητες που αυτά παρουσιάζουν με τα σύγχρονά τους οικοδομήματα στη Μ. Ασία, (δείτε για παράδειγμα, Forschungen in Ephesos και Lanckoronski, Les villes de la Pamphylie et de la Pisidie, assim).

73. Η τέχνη των πέτρινων αναθημάτων (αφιερωμάτων), που υιοθετήθηκε εν γένει στους Φιλίππους κι από τους αποίκους κι από τους αυτόχθονες, ως έκφραση της λαϊκής ευλάβειας, είχε αυτή καθεαυτή ανατολική προέλευση.

 

 

ΜΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ:

Η «αρχαία» ή «Κάτω» οδός, (σε αντιδιαστολή με την «Άνω οδό», που περνούσε βορείως του Παγγαίου), ήταν εκείνη που, αφήνοντας τους Φιλίππους, περιτριγύριζε γύρω από τη νότια πλευρά του έλους και συναντούσε στα δέκα μίλια (από τους Φιλίππους) τον σταθμό Trinlo, που μπορούμε να τοποθετήσουμε στην περιοχή του Πραβίου. Ύστερα διέσχιζε την Πιερία κοιλάδα σ' όλο το μήκος της, νοτίως του Παγγαίου, για να φθάσει, μετά από άλλα δεκαεπτά μίλια στον (ρωμαϊκό σταθμό) Graero ή Φάγρη, δίπλα στο Ορφανό (σημερινό Ορφάνι). Από εκεί αυτή έφθανε μετά από ακόμη οκτώ μίλια στο πέρασμα του Στρυμόνα, την Ευπορία, αναμφίβολα ολότελα γειτονική προς την Αμφίπολη και μετά από ένα τελευταίο διάστημα δεκαεπτά μιλίων πέραν του ποταμού, αυτή (η οδός) έφθανε, δια μέσου της Βισαλτίας, στην Ηράκλεια τη Σιντική (σημερινό Ζερβοχώρι Σερρών). Η οδός αυτή, δια της οποίας είχε διέλθει ο Ξέρξης με το στράτευμά του, όταν είχε εκστρατεύσει κατά των Ελλήνων, αφεθείσα στους Ελληνιστικούς χρόνους στη φθορά και στην εγκατάλειψη, επισκευάστηκε τη ρωμαϊκή εποχή και ήταν πολύ σημαντική για τις επικοινωνίες μεταξύ των πόλεων και των οικισμών από όπου διερχόταν, παρά την κατασκευή της Εγνατίας Οδού, γι’ αυτό κι απεικονίστηκε στον Πευτιγγεριανό Πίνακα, ένα χάρτη του 3ου μετά Χριστόν αιώνος.

Τετάρτη 8 Απριλίου 2015

ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ (ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΣΑΡΚΙΟΪ) ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

Το Σαββατοκύριακο από 17-19 Δεκεμβρίου του 2010 ο ακούραστος ερευνητής της ιστορίας της Ανατολικής Θράκης και σημερινός Πρόεδρος της Θρακικής Εστίας Καβάλας, Νίκος Τσουμπάκης, γύρισε από τις αλησμόνητες πατρίδες μεταφέροντας ένα πολύτιμο δώρο στις αποσκευές του. Τις φωτογραφίες δύο επιγραφών, που τις κράτησε με αγάπη στα σπλάχνα της η θρακική γη και οι οποίες αποκαλύφθηκαν πρόσφατα στην Περίσταση των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, (σημερινό Sarkoy – Σάρκιοϊ της Τουρκίας), κατά την κατασκευή δημοτικών έργων.
Πριν όμως από την περιγραφή των δύο επιγραφών, θα ήταν σκόπιμο να λεχθούν λίγα λόγια γι’ αυτή την αλησμόνητη, ελληνική πατρίδα των παραλίων της Προποντίδας. Η Περίσταση ήταν μια κωμόπολη από ένα σύμπλεγμα ελληνικών κυρίως χωριών, που ονομάζονταν συνοπτικά «Γανόχωρα». Βρίσκεται σε απόσταση 45 χιλιομέτρων βορειοανατολικά από την Καλλίπολη και 53 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά από τη Ραιδεστό, στην ευρωπαϊκή ακτή της Προποντίδας κι είναι κτισμένη σε ωραία, κατάφυτη τοποθεσία, στους πρόποδες του όρους Κουρού – νταγ.
Η Περίσταση έχει μια μακραίωνη ιστορία, με την ίδρυσή της ν’ ανάγεται στους Ίωνες των παραλίων της Μικράς Ασίας, των οποίων υπήρξε αποικία, σύμφωνα με τον Στράβωνα, (1ος αιώνας μ.Χ.), ίσως όμως και παλιότερα, αφού μια τοπική παράδοση αποδίδει το αρχαίο όνομά της, «Τειρίστασις» ή «Τιρίστασις» στον Τήρηνα, βασιλιά των Οδρυσσών Θρακών, που βασίλεψε από τον Έβρο μέχρι τα παράλια της Προποντίδας από το 515 ως το 455 π.Χ. Ήδη πριν το 500 π.Χ. την μνημόνευσε ο Σκύρακος ο Καρυανδεύς, ενώ στη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β’ καταλήφθηκε απ’ αυτόν. Στα χέρια των Οθωμανών περιήλθε το 1356, όταν την κατέκτησε ο Γαζή Σουλεϊμάν και την ονόμασε αρχικά Sehirkoy και αργότερα Sarkoy, όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα.
Η σημερινή Περίσταση βρίσκεται σε παραλιακή θέση, ενώ η αρχαία βρισκόταν 500 μέτρα βορειότερα, στον σημερινό λόφο «Σαρή Μπαϊρ».
Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών στα 1922 η Περίσταση ήταν μια ελληνική, κατά το μέγιστο μέρος της, κωμόπολη,  χωρισμένη σε 4 συνοικίες, του Άϊ Γιάννη, της Παναγίας, του Άϊ Νικόλα και του Τζαμιού, από τις οποίες οι τρεις πρώτες, που ήταν οι ελληνικές, ήταν χτισμένες κοντά στη θάλασσα και μόνο η τέταρτη, που κατοικούνταν από μουσουλμάνους, ήταν κτισμένη μακριά της.
Οι ναοί της Περίστασης ήταν αυτοί που έδωσαν τα ονόματα στις τρεις συνοικίες της κι είχαν ανεγερθεί όλοι στη δεκαετία 1830-1840.
Η κωμόπολη  δοκιμάστηκε επανειλημμένα από πυρκαγιές, οι πιο πρόσφατες από τις οποίες συνέβησαν την 1η Αυγούστου του 1860, την 15η Ιουλίου του 1896, την 25η Ιανουαρίου του 1876 και κύρια το 1917, (αφού είχε προηγηθεί ο καταστροφικός σεισμός του Ιουλίου του 1912, που είχε καταστρέψει το μέγιστο μέρος όλων των Γανοχώρων, συμπεριλαμβανομένων και τω ναών τους). Έτσι, η κωμόπολη δεν προλάβαινε να μετρά τις πληγές της, μέχρις ότου της έλαχε η μεγαλύτερη πληγή, αυτή της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1922 και της αναγκαστικής μετοίκησης των Ελλήνων κατοίκων της στην Ελλάδα.
Μετά από την απαραίτητη αυτή εισαγωγή επανερχόμαστε στις επιγραφές μας, η πρώτη από τις οποία είναι γραμμένη με κεφαλαία, ελληνικά γράμματα, στην στενή, εμπρόσθια επιφάνεια μιας πολύ μεγάλης, μαρμάρινης πλάκας, η οποία, πριν την Καταστροφή, αποτελούσε, προφανώς τον ανώφλιο λίθο της κεντρικής εισόδου ενός από τους Ναούς της Περιστάσεως, κατά τρόπον ώστε ο εισερχόμενος στο Ναό να διαβάζει την επιγραφή, που έχει το εξής περιεχόμενο:
ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΘΗ ΠΑΡΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΝΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ 1918 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 20
Κύριο ζήτημα προς διερεύνηση είναι, ποιος ήταν ο αρχιερεύς Νεόφυτος ο Περιστασινός, δηλαδή ο καταγόμενος από την Περίσταση, ο οποίος, στις 20 Νοεμβρίου του 1918 έτους εγκαινίασε το Ναό στον οποίο βρισκόταν η επιγραφή.
Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αρχιερέας είχε αυτό τον τίτλο κατά το έτος 1918, οπότε εγκαινίασε τον άγνωστο Ναό της Περιστάσεως, και, συνάμα, αποκαλείται «Περιστασινός», μας οδηγεί, μετά από έρευνα, στο πρόσωπο του Νεοφύτου Λαμπαδαρίου, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Στέρνα, χωριό των Γανοχώρων γειτονικό προς την Περίσταση και μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του στην ιδιαίτερη πατρίδα του φοίτησε στη μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Εθνικού μας Πανεπιστημίου. Την 1η Μαρτίου του 1912 ο Νεόφυτος εκλέχτηκε βοηθός του μητροπολίτη Δέρκων κι έλαβε τότε τον τίτλο του επισκόπου Τρωάδος, τον οποίο διατήρησε μέχρι τον θάνατό του, στις 9 Μαρτίου του 1924.
Το δεύτερο ζήτημα προς διερεύνηση, που προκύπτει από τη μελέτη της επιγραφής, είναι, ποιος ήταν ο Ναός στην Περίσταση, τον οποίο εγκαινίασε ο επίσκοπος Τρωάδος Νεόφυτος. Επρόκειτο, μήπως, για έναν από τους τρεις κύριους Ναούς της, ο οποίος, ενδεχομένως, είχε ανεγερθεί μετά την κατάρρευση προηγούμενου ναού, στο μεγάλο σεισμό των Γανοχώρων, που είχε συμβεί στις 27 Ιουλίου του 1912 ή, ακόμη πιθανότερα, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του έτους 1917, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Περιστάσεως; Μήπως ήταν κάποιος από τους δύο μικρότερους ναούς της Παναγίας του Κύκκου και του Αγίου Ιωάννη του Μικρού; Ο υπογράφων δεν έχει έτοιμη κάποια ασφαλή απάντηση, όπως δεν έχει τέτοια απάντηση και στο ερώτημα, γιατί το Ναό αυτόν εγκαινίασε ο ανωτέρω επίσκοπος και όχι ο τότε Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Σωφρόνιος Σταμούλης (1917-1923) ή έστω, γιατί στην κτητορική επιγραφή που μελετούμε δεν αναγράφηκε το όνομα του τελευταίου.
Πόσους ιστορικούς προβληματισμούς δεν γεννά, αλήθεια, ένα απλό θραύσμα μιας επιγραφής και πόσα κίνητρα δεν παρέχει στην ιστορική έρευνα!
Η δεύτερη από τις επιγραφές είναι μια ωραία επιγραφή, γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα, στην αρχαία, αττική διάλεκτο και σε ποιητικό ύφος, πάνω στην εμπρόσθια, πλατιά επιφάνεια ενός πολύ ωραίου κομματιού από μάρμαρο, που κοσμείται από μια ανάγλυφη, μητροπολιτική μίτρα κι έχει το εξής περιεχόμενο:
 
Τί ωθ’ έστηκας τεθηκώς, ερεύνων, ήδέ μεταλλών,
Τύμβος εμμί, ώ ξείνε Ιωακείμ του Αρχιθύτου,
Πρώτω μεν θώκω Βοδινών Συνοδική εγκρίσει
Δευτέρου δ’ είτα Ικονίου, γαίης λυκαονίης.

Πρόκειται, προφανώς, για τον επιτύμβιο λίθο του τάφου του προσώπου στο οποίο αναφέρεται και η απόδοσή της στη νεοελληνική γλώσσα είναι η ακόλουθη, σ’ ελεύθερη μετάφραση, για την οποία ευχαριστώ τον φίλο αρχαιολόγο Νίκο Ζήκο:

Τι λοιπόν στάθηκες εδώ, σαστισμένος, ερευνώντας και ψάχνοντας διεξοδικά;
Ο τάφος είμαι, ξένε, του Ιωακείμ του Αρχιθύτου (Αρχιερέως),
Πρώτα των Βοδενών (Εδέσσης) με έγκριση της Συνόδου
και μετά του Ικονίου, που βρίσκεται στη γη της Λυκαονίας.

Εδώ έχουμε ένα ακόμη τέκνο της Περίστασης, τον Ιωακείμ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1832 εκλέχτηκε μητροπολίτης Βοδενών (Έδεσσας) και την 8η Ιανουαρίου του 1840 προήχθη στη μητρόπολη Ικονίου, την οποία ποίμανε μέχρι τα μέσα του έτους 1846, οπότε παύθηκε κι επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του, (21 Νοεμβρίου 1854).
Ιδιαίτερα εύηχη, αλλά κι εύστοχα επιλεγμένη είναι η λέξη «Αρχιθύτης» στην δεύτερη αυτή επιγραφή. Θύτης είναι μεν ο θυσιάζων, ο θυσιαστής και η λέξη με αυτή την έννοια είναι γνωστή από την αρχαία, ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία, (όπως από τον Αππιανό, Ιβηρικά 85, τον Ηρωδιανό κ.’α.), καθώς και από αρχαίες επιγραφές. Η λέξη Αρχιθύτης χρησιμοποιείται, όμως, εδώ, με την εκκλησιαστική έννοια του ορθόδοξου Αρχιερέως, ο οποίος τελεί στο ιερό θυσιαστήριο τη θυσία του Υιού και Λόγου του Θεού. Έτσι, σ’ ένα τόπο όπου επί πολλούς αιώνες οι Αρχιθύται των αρχαίων θεών θυσίαζαν στα είδωλα, ο Αρχιθύτης της ορθόδοξης, χριστιανικής θρησκείας θύει, πλέον, στο μόνο, αληθινό θεό. Πόσο ωραία, αλήθεια, κοσμεί τη επιτύμβια στήλη του Ιωακείμ η συμβολικά χρησιμοποιούμενη αρχαία, αυτή, ελληνική λέξη σ’ ένα ποιητικό τετράστιχο που μας χάρισε η γη της αλησμόνητης πατρίδας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλσαμίδη Πασχάλη, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και περιστάσεως από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1924, έκδοση 1996 – Θεσσαλονίκη.
Γεδεών Μανουήλ, Μνήμη Γανοχώρων, έκδοση 1913 - Κωνσταντινούπολη.
H. LiddelR. Scott, Μέγα Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, λέξη «θύτης».
ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

ΗΜΕΡΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ   ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ – 17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941.
(Το κείμενό μου αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα 'ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ" της Καβάλας, τον Οκτώβριο του 2014).

Την εθνική ανάταση και την απέραντη χαρά, που εδώ και δυο μήνες φέρνουν στις ψυχές όλων των Ελλήνων, όπου γης, τα υπέροχα έργα τέχνης που καθημερινά αποκαλύπτει η αρχαιολογική σκαπάνη, στον μεγάλο, μακεδονικό τύμβο της Μεσολακκιάς Σερρών, έρχομαι να διακόψω για λίγο σήμερα, με το μικρό αυτό πόνημά μου, γιατί πιστεύω πως η ευκαιρία που έδωσε το σπουδαίο αυτό μνημείο σ’ όλους μας, να σκύψουμε πάνω από την ιστορία και τη μυθολογία του τόπου μας, δεν πρέπει να κατευθύνεται επιλεκτικά μόνο στις ευτυχείς ή στις ένδοξες στιγμές αυτής της ιστορίας, αλλά να κοιτάζει, με το ίδιο ενδιαφέρον, και τις μελανότερες σελίδες της, για να διδάσκεται απ’ αυτές και να προφυλάσσει τις μελλοντικές γενιές από τις κακοτοπιές. Και μια τέτοια, μελανή σελίδα γράφτηκε σε δύο χωριά, γειτονικά προς την Αμφίπολη, τα Άνω και Κάτω Κερδύλλια, το Σάββατο, 17 Οκτωβρίου του 1941, όταν οι ναζί, Γερμανοί κατακτητές της χώρας μας τέλεσαν εκεί ένα από τα φρικτότερα εγκλήματά τους, την εκτέλεση όλων των ανδρών των δύο χωριών, από την ηλικία των 15 μέχρι και αυτή των 65 ετών, καθώς και αρκετών ξένων, που τυχαία βρίσκονταν στα χωριά.

Αφορμή για την τέλεση αυτού του ειδεχθούς εγκλήματος από τους βάρβαρους κατακτητές, στάθηκε η οργάνωση, στο όρος Κερδύλλιο, στις παρυφές του οποίου βρίσκονταν τα δύο ομώνυμα χωριά, των πρώτων αντιστασιακών πυρήνων του λαού μας, από τους οποίους ο σπουδαιότερος ήταν η οργανωμένη, αντάρτικη ομάδα με τ’ όνομα «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ» και αρχηγό τον έφεδρο λοχία Στέργιο Μουδιώτη, από την Ευκαρπία Σερρών και στην συνέχεια τον δάσκαλο Θανάση Γκένιο, γνωστό με το ψευδώνυμο «Λασσάνης», από την Ηράκλεια Σερρών, η οποία έφθασε ν’ αριθμεί 75 μέλη. Η ομάδα αυτή, σε συνεργασία με μια δεύτερη, αντάρτικη ομάδα, με τ’ όνομα «ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ», που είχε οργανωθεί στην περιοχή του Κιλκίς κι είχε αρχηγό τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Χρήστο Μόσχο, από την Άθυτο Χαλκιδικής, επιτέθηκαν, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941, στο Αστυνομικό Τμήμα της Ευκαρπίας Σερρών και απέσπασαν τον οπλισμό που ήταν εκεί αποθηκευμένος.
Οι ενέργειες και οι δραστηριότητες των αντάρτικων ομάδων του Κερδυλλίου όρους εξαγρίωσαν τους Γερμανούς, (υπό την κατοχή των οποίων βρισκόταν, από την είσοδό τους στο ελληνικό έδαφος, η πέραν του Στρυμόνα ποταμού Ελλάδα, ενώ η εδώθε του ποταμού Ανατολική Μακεδονία και Θράκης βρέθηκε υπό την κατοχή ακόμη πιο αιμοβόρων κατακτητών, των Βουλγάρων εθνικιστών), οι οποίοι, ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου του 1941 πύκνωσαν τις «επισκέψεις» στους στα δύο μαρτυρικά χωριά, απειλώντας, συλλαμβάνοντας υπόπτους και προσπαθώντας να κάμψουν το πατριωτικό φρόνημα του πληθυσμού.
Την Κυριακή, 12 Οκτωβρίου του 1941, οι Γερμανοί βρέθηκαν στα Άνω Κερδύλλια, προμηνύοντας, ήδη από τότε, (χωρίς, όμως, τότε, κανείς να μπορεί να το φανταστεί), την τραγική κατάληξη των συχνών, πλέον, «επισκέψεών» τους. Ο επικεφαλής τους Γερμανός αξιωματικός, στον χώρο των αλωνιών, μίλησε σκληρά προς τους κατοίκους. Τους ζήτησε να παραδώσουν τους αντάρτες που έκρυβαν, διαφορετικά απείλησε ότι θα τους σκοτώσει και θα κάψει τα δύο χωριά. Έβαλε, μάλιστα, τον διερμηνέα του να διαβάσει μια κατάσταση ονομάτων, που αφορούσαν αντάρτες, συνεργάτες και τροφοδότες των ανταρτών, διέταξε τους στρατιώτες του κι έκαψαν σπίτια ανταρτών ή συνεργατών τους στα Άνω Κερδύλλια και ορισμένους από αυτούς που είχαν αναγνωσθεί τα ονόματα και βρίσκονταν στο χωριό, τους συνέλαβε και τους οδήγησε στο Σταυρό Χαλκιδικής, όπου είχε την έδρα της η μονάδα του.

Τα χαράματα της Παρασκευής, 16ης Οκτωβρίου του 1941, δύο λόχοι του 220ου Τάγματος Σκαπανέων της Βέρμαχτ, με δύναμη 250 ανδρών, που ήταν υπό τις διαταγές των λοχαγών Βέντλερ και Σραίνερ, μετακινήθηκαν με στρατιωτικά οχήματα από τον Σταυρό προς τα Κερδύλλια. Θέλοντας να αιφνιδιάσουν τους κατοίκους των δύο μαρτυρικών χωριών και να μην τους επιτρέψουν να διαφύγουν προς το Κερδύλλιο όρος, άφησαν τα στρατιωτικά οχήματά μακριά από τους οικισμούς και βάδισαν με τα πόδια, κυκλώνοντας τα δύο χωριά σε τρεις ζώνες, με τρόπο που να μην επιτρέπει τη διαφυγή κανενός. Στη συνέχεια, με φωνές και χτυπήματα στις πόρτες ξύπνησαν όλους τους κατοίκους και τους οδήγησαν στ’ αλώνια. Χώρισαν τα γυναικόπαιδα και με σπρωξιές και βρισιές τα εξώθησαν προς τις γύρω χαράδρες, με κατεύθυνση προς το χωριό Καστρί κι ανέθεσαν σε 2-3 στρατιώτες να τα φρουρούν, ξεχώρισαν τρία παιδιά σε κάθε χωριό, που είχαν ηλικία 14 ετών, ξεχώρισαν επίσης και 17 υπερήλικες γέροντες στα Άνω Κερδύλλια και 7 στα Κάτω Κερδύλλια, που τους έκλεισαν στα κοινοτικά καταστήματα και όλους τους υπόλοιπους άνδρες και παιδιά, που είχαν γεννηθεί από το 1882 μέχρι το 1925, με δεμένα τα χέρια, στα μεν Άνω Κερδύλλια τους οδήγησαν στο αλώνι του Κολυφού, στα δε Κάτω Κερδύλλια τους οδήγησαν στις Περιστεριές, όπου ξεφόρτωσαν κι εκείνους που είχαν κρατούμενους στο Σταυρό από τις 12 Οκτωβρίου και μετά. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό του ότι η κατηγορία σε βάρος των κατοίκων των δύο χωριών ήταν προσχηματική, το γεγονός ότι ανάμεσα στους άνδρες που ετοίμασαν για εκτέλεση, οι Γερμανοί περιέλαβαν και αρκετούς άνδρες από άλλα χωριά, που τυχαία βρίσκονταν στα Κερδύλλια και δεν μπορούσε, φυσικά, ν’ αποδειχθεί ότι είχαν σχέση με τις αντάρτικες ομάδες!

Στις 9 η ώρα το πρωί της 17ης Οκτωβρίου του 1941 μια φωτοβολίδα έδωσε το σύνθημα της διπλής σφαγής, που έγινε ταυτόχρονα στους δύο τόπους εκτέλεσης, αφού προηγούμενα οι μελλοθάνατοι υποχρεώθηκαν να σκάψουν τους δύο ομαδικούς τάφους, μέσα στους οποίους επρόκειτο να θαφτούν σε λίγο οι ίδιοι! Τα πολυβόλα πρώτα κι η χαριστική βολή στη συνέχεια σκόρπισαν τον θάνατο, την καταστροφή και την ερήμωση. Διακόσιοι πέντε (205) άνδρες και των δύο χωριών και είκοσι τέσσερις (24) άνδρες από άλλους τόπους έχασαν τη ζωή τους, οι πρώτοι και ασύγκριτα περισσότεροι μπροστά στα μάτια των δικών τους ανθρώπων. Και σαν να μην έφθασε αυτό, οι «φιλόζωοι» Γερμανοί κατακτητές άνοιξαν τις αυλές των σπιτιών των δύο χωριών κι άφησαν να διαφύγουν τα οικόσιτα ζώα κι αφού πριν τη σφαγή είχαν «επιτρέψει» στα γυναικόπαιδα να μπουν σ’ αυτά και να πάρουν ότι κινητά μπορούσαν να σηκώσουν, στη συνέχεια έκαψαν όλα ανεξαίρετα τα σπίτια, (114 στα Άνω Κερδύλλια και 65 στα Κάτω Κερδύλλια), αφήνοντας άθικτες μόνο τις εκκλησίες, (ήταν, βλέπετε, χριστιανοί!), ενώ υποχρέωσαν τους υπερήλικες κρατούμενους να θάψουν πρόχειρα όλους τους εκτελεσμένους συγγενείς και συγχωριανούς τους!
  
Από τους 205 άνδρες που εκτελέστηκαν στα δύο χωριά, οι 132 εκτελέστηκαν στα Άνω Κερδύλλια και οι 73 στα Κάτω Κερδύλλια. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονταν 6 παιδιά κάτω των 16 ετών, 8 παιδιά 17 ετών και 11 παιδιά 18 ετών, ενώ ενδεικτικό της τρομερής σφαγής και των αβάσταχτων συνεπειών της για όσους (γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους) είχαν την ατυχία να επιζήσουν, ήταν το γεγονός ότι κάθε οικογένεια σχεδόν θρηνούσε αρκετούς νεκρούς, όπως, λ.χ., η οικογένεια Αλβανού (5 νεκρούς), η οικογένεια Βάντη (4 νεκρούς), η οικογένεια Κατσιού (5 νεκρούς), η οικογένεια Κουτλούδη (4 νεκρούς), η οικογένεια Λιόλιου (5 νεκρούς) κλπ.


Από τους 24, εξ άλλου, ξένους, που είχαν την ατυχία να βρεθούν στα δύο χωριά τη μέρα της σφαγής κι εκτελέστηκαν κι αυτοί, 1 καταγόταν από το Αηδονοχώρι Σερρών, 1 από τα Δωμάτια Καβάλας, 2 από την Ευκαρπία Σερρών, 1 από τη Θεσσαλονίκη, 1 από την Καβάλα, 5 από την Κάρυανη Καβάλας, 2 από το Κοκκινόχωμα Καβάλας, 2 από τη Μεσολακκιά Σερρών, 1 από τη Μεγάλη Παναγία Χαλκιδικής, 4 από τον προφήτη Ηλία Κοζάνης, 1 από το Σιτοχώρι Σερρών, 1 από τα Στεφανινά Θεσσαλονίκης και δύο ήταν άγνωστης καταγωγής.


Το «επίσημο ανακοινωθέν» της σφαγής δημοσιεύτηκε από τους κατακτητές στις 2 Νοεμβρίου του 1941, στη ναζιστική εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», που εκδιδόταν από συνεργάτες των Ναζί στη Θεσσαλονίκη: «Εις τα βουνά δυτικώς του Στρυμόνος δρα από εβδομάδων μια κουμμουνιστική συμμορία, απαρτιζομένη από κατοίκους των πέριξ χωρίων και επιδιδομένη εις την ληστείαν των πλουσίων χωρικών της περιοχής, όπως προσποριστεί χρηματικά μέσα, εις την σύλληψιν Ελλήνων αστυνομικών, προς αφαίρεση όπλων των και δι’ αυτών τον φόνον Γερμανών στρατιωτών… Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου εδολοφονήθησαν εις θέσιν Λαχανά 2 Γερμανοί στρατιώται και προ ημερών εγένετο απόπειρα εναντίον του γερμανικού στρατού, με αποτέλεσμα τον φόνο δύο Γερμανών ναυτών και τον βαρύ τραυματισμόν ενός άλλου εις Καλόκαστρον. Εν συνεχεία, δια των παρά του γερμανικού στρατού ληφθέντων μέτρων κατεστράφησαν, παρ’ αυτού τα χωρία Άνω και Κάτω Κερδυλλίων, οι κάτοικοι των οποίων αποδεδειγμένως ανήκον εις την εν λόγω συμμορίαν, τροφοδοτούντες και υποστηρίζοντες ταύτην παντοιοτρόπως».

 Η Ελληνική Πολιτεία, πενήντα (50) περίπου χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα και μετά από αναρίθμητες πιέσεις και διαβήματα, εδέησε ν’ αναγνωρίσει τα Κερδύλλια, μαζί με άλλα 28 χωριά, ως μαρτυρικά, με το Προεδρικό Διάταγμα 399/7-12-1988.

Σήμερα τα δύο χωριά είναι εγκαταλειμμένα. Μετά την σφαγή και την πυρπόληση δεν ξανακατοικήθηκαν, γιατί, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα γεννήθηκαν, από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος, τα Νέα Κερδύλλια. Μόνο στους τρομερούς τόπους των δύο εκτελέσεων έχουν στηθεί, από τις γυναίκες των δύο χωριών, δύο απέριττα μνημεία, που φιλοξενούν και τα οστά των αδικοσκοτωμένων, ενώ ανάμεσα στα δύο μνημεία έχει στηθεί ένα μεγάλο, αλλά σεμνό και καλαίσθητο μνημείο, με τα ονοματεπώνυμα όλων των πεσόντων, που ατενίζει το Παγγαίο και τον ποταμό Στρυμόνα.

Εβδομήντα (70) χρόνια μετά την ήττα της, η ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού, που τόσο αίμα και τόσο πόνο κόστισε στην ανθρωπότητα, αρχίζει και πάλι να σηκώνει το ανάστημά της, σ’ όλη την Ευρώπη και βέβαια και στη χώρα μας. Άνθρωποι που αγνοούν την ιστορία, .άνθρωποι που δεν μπήκαν στον κόπο να επισκεφθούν τους τόπους εκτέλεσης στα Άνω και Κάτω Κερδύλλια, για να νιώσουν, όπως ένιωσα κι εγώ, ακόμη και σήμερα να πλανιέται εκεί η παγωμάρα του θανάτου, ελκύονται από τα κηρύγματα των ναζιστικών τεράτων και γίνονται θαυμαστές τους, περιφρονώντας και προσβάλλοντας βάναυσα τη μνήμη των εκατοντάδων χιλιάδων αδικοσκοτωμένων Ελλήνων, που το μόνο έγκλημά τους ήταν ότι ήταν Έλληνες!

Η μόνη ασπίδα προστασίας από το μόλυσμα του φασισμού παραμένει, λοιπόν, η ιστορική μνήμη του λαού μας, που πρέπει να την διατηρήσουμε σαν «άφλεκτη βάτο». Γι αυτό προτρέπω όλους τους συμπατριώτες μου, που καθημερινά επισκέπτονται το μεγαλειώδες μνημείο της Μεσολακκιάς, απ’ όπου κι αν έρχονται, να κάνουν μια μικρή παράκαμψη στη διαδρομή τους, να φθάσουν, ταπεινοί προσκυνητές, στ’ απέριττα μνημεία των δύο ερειπωμένων, μαρτυρικών χωριών και να υποσχεθούν στους νεκρούς άνδρες, πως δεν θα επιτρέψουν ποτέ ν ανδρωθεί στην πατρίδα μας ο φασισμός!

(Τις πληροφορίες για να συντάξω το παρόν πόνημα τις πήρα κυρίως από το εξαίρετο έργο «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ», του Γεωργίου Κ. Κυρμέλη, καθώς κι από αναρτήσεις στο διαδίκτυο).

ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘ. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
 

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

ΛΙΓΑ ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. (ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ)


 Α) ΙΣΤΟΡΙΑ

 Στην Ανατολική Θράκη, την πανάρχαια γη των προγόνων μας, περίοπτη θέση καταλάμβαναν, ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα, οι πόλεις και οι οχυρές θέσεις των θρακικών παραλίων της Προποντίδας. Ειδικά στην περιοχή του Ιερού Όρους, υπήρχαν οι αρχαίες πόλεις Τειρίστασις (ή Περίστασις), Ηράκλεια (η μετέπειτα Ηρακλείτσα), η Γάνος (αργότερα ο Γάνος), αι Γανίαι και το Νέο τείχος, κτισμένες σε επίλεκτα σημεία της θρακικής παραλίας, είτε από γηγενείς Θράκες, είτε από Έλληνες αποίκους, (όπως λ.χ. η Γάνος, την οποία ίδρυσε ο οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας ο Μεγαρεύς).

Το Ιερό Όρος αποτελεί εκτεταμένη, χαμηλή σχετικά οροσειρά, η οποία ξεκινά από το ύψος περίπου των χωριών Σιμιτλή και Κουμβάου και φθάνει μέχρι τη χερσόνησο της Καλλιπόλεως, καλύπτοντας το αντίστοιχο τμήμα της θρα­κικής παραλίας της Προποντίδας. Είναι πολύ δασωμένο και στ’ απέραντα δάση του ευδοκιμούν ποικιλίες δένδρων οικο­δομήσιμης και καύσιμης ξυλείας, ενώ σε ορισμένα σημεία της παραλίας της Προποντίδας, μεταξύ Αυδημίου και Κουμβάου, καταλήγει σε απόκρημνες και πετρώ­δεις πλαγιές, αδιάβατες ακόμα και σήμερα, που ήταν γνωστές με το όνομα «Βαρδαλάκος».

 Δύο από τις κορυφές του είναι ψηλότερες. Η μια, με υψόμετρο 877 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια του Γάνου και λέγεται «Πύργος», η δε άλλη, με υψόμετρο 689 μέτρα, βρίσκεται στα βόρεια της Περιστάσεως και της Ηρακλείτσας και λέγεται "Αγιος Ηλίας» ("Αη-Λιας).

 Η θέα από την κορυφή του Πύργου είναι τόσο υπέροχη, ώστε συναρπάζει τον θεατή. Προς τ’ ανατολικά, νότια και νο­τιοδυτικά φαίνεται η θάλασσα της Προποντίδας, από το Βόσπορο μέχρι τον Ελλήσποντο και κατ' ευθείαν απέναντι τα Μικρασιατικά παράλια, με τα Μαρμαρόνησα και στο βάθος τα μεγαλοπρεπή όρη του Ολύμπου και της Ίδης της Βιθυνίας. Προς τα δυτικά και βόρεια, ολόκληρη η Θράκη μέχρι τη Ροδόπη και τις νότιες παραφυάδες του Αίνου, με τις πόλεις Αδριανούπολη και Σαράντα Εκκλησίες και ακόμα ανατολικώτερα η οροσει­ρά της Στράντζας.

 Στη βυζαντινή περιοδο η περιοχή των Γανοχώρων παρουσίασε μεγάλη ακμή, γιατί βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, ενώ ιδιαίτερα γνωστή έγινε όταν στις δασωμένες πλαγιές του Ιερού Όρους, ιδιαίτερα πάνω από το Γάνο, ιδρύθηκε, κατά τον 11ο αιώνα, ονομαστό, μοναστικό κέντρο, με πλήθος μοναστηριών, όπου μόνασαν σπουδαίες μορφές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, όπως ο ιδρυτής της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης.

Αυτή η ευμάρεια των Γανοχώρων δεν σήμαινε, όμως, ότι ήταν απαλλαγμένα από συμφορές. Οι για αιώνες επιδρομές διάφορων, βαρβαρικών λαών, που κατέβαιναν από τη βόρεια Βαλκανική και ιδιαίτερα οι συνεχείς επιθέσεις και λεηλασίες της Θράκης από τους Βουλγάρους δεν άφηναν αθικτα τα Γανόχωρα. Η χαριστική βολή, όμως, ήλθε όταν το έτος 1354 καταλήφθηκε από το Σουλεϋμάν, γιο του οθωμανού σουλτάνου Ορχάν, η Καλλίπολη, την κατάληψη της οποίας ακολούθησαν τα γειτονικά Γανόχωρα, τα οποία, έτσι, είχαν την ατυχία να είναι τα πρώτα εδάφη της Ευρώπης, τα οποία περιήλθαν υπό την οθωμανική κυριαρχία.

 Η κατάληψη της Θράκης γενικότερα και των Γανοχώρων ειδικότερα, με τις σφαγές και την υποδούλωση των κατοίκων, τις λεηλασίες και τις αναγκαστικές μετοικεσίες, κύρια δε τον βίαιο εξισλαμισμό των Χριστιανών κατοίκων, οδήγησε στην ερήμωση της Θράκης, καθώς και των ευρισκόμενων στην θρακική παραλία της Προποντίδας βυζαντινών φρουρίων, μετά όμως την κατάκτηση, αργά – αργά το Ιερό Όρος και τα παράλιά του εποικίστηκαν και πάλι από Έλληνες Θρακιώτες, που ίδρυσαν, αρχίζοντας από το δυτικό, Ιερό Όρος, μια σειρά κωμοπόλεων και χωριών, με αμιγώς ελληνική σύσταση και χαρακτήρα, τα οποία αργότερα ονομάστηκαν Γανόχωρα, από τα ονόματα των δύο αρχαιοτέρων και σημαντικοτέρων απ’ αυτά, του Γάνου και της Χώρας. Οι δύο μάλιστα αυτοί γεωγραφικοί όροι έγιναν τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους, ώστε να μη νοείται ό ένας διάφορος από τον άλλον. Στην πράξη, Γανόχωρα σήμαινε Ιερό Όρος και Ιερό Όρος σήμαινε Γανόχωρα.

 Στα τέλη του 19ου αιώνα τα Γανόχωρα αποτελούσαν ένα σύνο­λο 21 ακραιφνώς ελληνικών κωμοπόλεων και χωριών, με συνολικό πληθυσμό 32.000 περίπου ψυχών, από τα όποια τα πέντε κυριώτερα, Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο, Περίσταση και Στέρνα, ήταν πραγματικές κωμοπόλεις, με πληθυ­σμό ο οποίος, πριν από τους διωγμούς του 1914, έφθανε, κατά τα τότε στοι­χεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τις 4000, 4500, 5000, 5000 και 3000, αντίστοιχα. Αποτελούσαν δύο εκκλησιαστικές επαρχίες, τη Μητρόπολη Γάνου και Χώρας, που περιλάμβανε τις κοινότητες, Γάνου, Χώρας, Αυδημίου, Νεο­χωρίου, Μηλιού, Κερασιάς, Ιντζέκιοΐ, Κασταμπόλεως, Σεντουκίου και Παλαμουτίου και την Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που ιδρύθηκε το έτος 1909 και περιλάμβανε τις Κοι­νότητες Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Ηρακλείτσας, Πλατάνου, Στέρνας, Λούπιδας, Καλαμιτσίου, Καλοδένδρου, Λιμνίσκης και Νεοχωρίου, με τελευταίους Μητροπολίτες, τον σεβασμιώτατο Τιμόθεο Λαμνή (Λέσβιο την καταγωγή) η πρώτη και τον Σωφρόνιο Σταμούλη (Σηλυβριανό την καταγωγή) η δεύ­τερη.

 Ο πληθυσμός των κωμοπόλεων και χωριών αυτών, γνησιώτατα ελλη­νικός, (από τις 32.000 κατοίκους των αρχών του 20ού αιώνα, οι 30.500 ήταν Έλληνες), με σιδερένια, εθνική συνείδηση και ακμαία σχολεία, ζούσε σχεδόν ελεύθερος ως το 1913, οπότε άρχισε ο φρικτός εκείνος διωγμός των Ελλήνων της Ανατ. Θράκης, που κράτησε ως την κήρυξη του Α' παγκοσμίου πολέμου και συνεχίσθηκε σ' όλη σχεδόν την διάρκειά του. Ήταν ένας πληθυσμός με πλήρη επίγνωση των εθνικών του υποχρεώσεων, εμφορούμενος από το όραμα της εθνικής αποκατάστασής του. Ήταν τόσο έντονη η υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στις δύο εκεί­νες εκκλησιαστικές επαρχίες, ώστε μετά την κήρυξη του τουρκικού Συντάγματος του 1908, Καϊμακάμηδες (Έπαρχοι) διορίζονταν Έλληνες.

 Μια από τις ακμαίες, ελληνικές κοινότητες των Γανοχώρων της Προποντίδας ήταν και η Ηρακλείτσα, για την οποία ο Ευστράτιος Δράκος, στο σύγραμμα που εξέδωσε το έτος 1892 στην Αθήνα με τίτλο «ΤΑ ΘΡΑΚΙΚΑ – Διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου», αναφέρει, με την γλώσσα εκείνης της εποχής, τα εξής: «»Πάνυ ευάερος και χαρίεσσα νυν είναι η παραθαλασσία Ηρακλείτσα, κειμένη νοτίως πως και ώραν μακράν του Μυριοφύτου..»

 Στη θέση της Ηρακλείτσας υπήρχε κατά την αρχαιότητα μια ισχυρή, παράλια κώμη, η Ηράκλεια, την οποία αναφέρει ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς στο έργο του «Περίπλους», ως εξής: «Μετά δε την Χερρόνησόν εστι Θράκια τείχη τάδε. Πρώτον Λευκή Ακτή, Τειρίστασις, Ηράκλεια, Γάνος, Γανίαι, Νέον Τείχος, Πέρινθος πόλις και λιμήν…» Το όνομά της εκείνη η αρχαία κώμη το έλαβε από τον Ηρακλή, όπως αποδείχθηκε από μια επιγραφή που βρέθηκε κατά τη θεμελίωση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, στα τέλη του 19ου αιώνα, η οποία έγραφε «ΙΕΡΟΝ ΗΡΑ», υπονοώντας τον Ηρακλή. Ίχνη από τα αρχαία τείχη της υπήρχαν, μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ το ακρωτήριό της, μαζί με το απέναντι, στη μικρασιατική ακτή, ευρισκόμενο ακρωτήρο της αρχαίας ελληνικής πόλεως Πριάπου, σχημάτιζαν τα χείλη του Ελλησπόντου.

Σ΄ένα Μηναίο, που εξέδωσε κάποιος Ανδρέας Σπινέλλος, «μονετάριος της εκλαμπρωτάτης αρχής των Ενετών», με αφορμή την περιγραφή κάποιας κατακλυσμιαίας βροχής που έπληξε το Μυριόφυτο, την Περίσταση και την Ηρακλείτσα την 7η Οκτωβρίου του 1684, αναφερόταν ότι τότε η Ηρακλείτσα «πόλις ην μεγάλη».

 Οι Έλληνες κάτοικοι της Ηρακλείτσας ανέρχονταν κατά το έτος 1873 σε 1.500, σύμφωνα με την Επετηρίδα του Θρακικού, Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, το 1890 αριθμούσαν περί τις 250 οικογένειες και, σύμφωνα με τον Ευστράτιο Δράκο, περί τα 1.850 άτομα κι ασχολούνταν με τη γεωργία, την αμπελουργία και την σηροτροφία, ενώ πολλοί είχαν ξενητευθεί, στην Κωνσταντινούπολη και το εξωτερικό, όπου απέκτησαν οικονική επιφάνεια αλλά κι εκεί ποτέ δεν λησμόνησαν την πατρίδα τους, την οποία συνεχώς και παντοιοτρόπως βοηθούσαν. Στην Ηρακλείτσα λειτουργούσε με­γάλο εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού, της εμπορικής επιχείρησης των αδελφών Πασχαλίδη, που είχε την έδρα της στην Προύσα. Τα προϊόντα της ήταν ξακουστά σ' όλη την Ανατολή κι εξάγονταν έως την Περσία και το Τουρκιστάν.

 Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ηρακλείτσα δεν υπήρχαν Τούρκοι, εκτός από έναν υπάλληλο που εισέπραττε τους φόρους. Η κοινότητα ήταν πλήρως αυτοδιοικούμενη, μια και τη διοίκησή της ασκούσε η δημογεροντία, μ’ εκτελεστικό όργανο τον λεγόμενο Δήμαρχο ή Μουχτάρη ή Τσορμπατζή, ο οποίος και προέδρευε στις συνεδριάσεις της.

 Οι Ηρακλειτσιανοί διέθεταν Κώδικα, που φυλασσόταν στην εκκλησία κι ήταν θεωρημένος από την Μητρόπολη, του οποίου το κύρος αναγνώριζαν και τα οθωμανικά Δικαστήρια. Σ’ αυτόν καταχωρούνταν οι κάθε είδους δικαιοπραξίες κι επίσημες πράξεις, όπως διαθήκες, προικοσύμφωνα, δωρεές, πωλητήρια κλπ. Ο Κώδικας αυτός έφθασε μεν μέχρι την Καβάλα, μαζί με ολόκληρη την κινητή περιουσία της κοινότητας, συσκευασμενη σε κιβώτια που περιείχαν τις εικόνες των ναών, βιβλία εκκλησιαστικά και ιερά άμφια, λάβαρα και φανούς της εκκλησίας, βιβλία της βιβλιοθήκης του σχολείου, καμπάνες της εκκλησίας και των σχολείων και άλλα, χάθηκε όμως μόλις έφθασε, μαζί με ολόκληρ το κιβώτιο που τον περιείχε, στον περίβολο του ιερού ναού του Αγίου Ιωάννη, όπου είχαν τοποθετηθεί τα κιβώτια.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ηρακλείτσα παρουσίαζε μεγάλη πρόοδο, αφού η οικονομία της ήταν ανθηρή, όλη όμως αυτή η πρόοδος σταμάτησε τα ξημερώματα της 27ης Ιουλίου του 1912 (με το παλιό ημερολόγιο), οπότε ένας ισχυρότατος σεισμός, έντασης 7,6 ρίχτερ, προερχόμενος από το διερχόμενο από την Προποντίδα ρήγμα της Ανατολίας και τον οποίο ακολούθησαν, μετά από 8 ώρες ένας μετασεισμός των 6,2 ρίχτερ και μετά ένα μήνα ένας ακόμη των 6,7 ρίχτερ, σώριασαν σ’ ερείπια τα όμορφα Γανόχωρα κι έσπειραν το θάνατο, την καταστροφή και τη δυστυχία σ’ αυτά. Ο σεισμός, που τον ακολούθησαν εκτεταμένες πυγκαγιές, κατέστρεψε γύρω από την Προποντίδα 310 πόλεις και χωριά, προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε 272 οικισμούς, είχε 2.826 νεκρούς και 7.353 τραυματίες, ενώ άφησε 83.600 άστεγους.

 Ειδικά στην Ηρακλείτσα κατέρρευσε το μεγαλύτερο μέρος των κτισμάτων κι έχασαν τη ζωή τους 37 κάτοικοι, ενώ τραυματίστηκαν περίπου 200. Επίσης, η γυναικεία Ιερά Μονή των επτά Μακκαβαίων και της μητρός τους Σολομονής ερειπώθηκε από το σεισμό και παρέμεινε μισοκατεστραμμένη μέχρι το έτος 1922, ενώ μέχρι τότε στη θέση της παρέμεινε λειτουργικό μόνο ένα παρεκκλήσι της. Πολλοί, όμως, κάτοικοι της Ηρακλείτσας κατοικούσαν μόνιμα στην Κων/πολη και σε πόλεις του εξωτερικού, ορισμένοι δε απ’ αυτούς κατείχαν και υψηλές θέσεις στα γράμματα, το εμπόριο, την εκκλησία και γενικά στη οικονομική και πνευματική κίνηση, ενώ υπήρχαν και αρκετοί τεχνίτες οικοδόμοι και ξυλουργοί, που κατοικούσαν στην Ηρακλείτσα, αλλά εργάζονταν κι αυτοί στην Κωνσταντινούπολη και στην υπόλοιπη Θράκη. Όλοι αυτοί προσέτρεξαν για την περίθαλψη των σεισμοπλήκτων του χωριού τους, σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (ο ίδιος ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ επισκέφθηκε τότε τα Γανόχωρα), στέλνοντας τρόφιμα, ρουχισμό, γιατρούς και νοσοκόμους, γεωλόγους, καθώς και ξυλεία για την ανοικοδόμηση των οικιών των φτωχών οικογενειών, καθώς και των εκπαιδευτηρίων που είχαν καταστραφεί. Τότε φάνηκε το υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των ομογενών προς την αγαπημένη πατρίδα τους.

 Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας και ολόκληρης της Θράκης υπέστησαν πολλά δεινά, μεταξύ των οποίων ήταν η συστηματική προσπάθεια των νεοτούρκων να εξοντώσουν ή να εκδιώξουν βίαια από τις πανάρχαιες εστίες τους όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, αφού κανένας τους δεν συναινούσε να εκτουρκιστεί. Αυτό προσπάθησαν να το πετύχουν οι νεότουρκοι με την αποστολή των ανδρών στα «αμελέ ταμπουρού» ή τάγματα εργασίας, τον εκτοπισμό των γυναικοπαίδων και των γερόντων στη Μικρά Ασία με σκοπ΄τη συστηματική εξόντωσή τους από τις κακουχίες, με φόνους, βιασμούς γυναικών, καταπίεση και τρομοκρατία, αλλά και με την υψηλή φορολογία και τον εμπορικό αποκλεισμό των ελληνικών οικονομικών μονάδων, δεινά τα οποία αυξάνονταν από τη δράση Βούλγαρων κομιτατζήδων, που διέτρεχαν όλη την Θράκη και καταπίεζαν τους Έλληνες κατοίκους της με τρόπο όχι καλύτερο από εκείνο των Τούρκων. Εκείνη την περίοδο (1914) εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους στα Γανόχωρα 7.018 Γανοχωρίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι 773 από τους 1.442 κατοίκους που είχε τότε η Ηρακλείτσα. Οι πιο πάνω Ηρακλειτσιανοί εκτοπίστηκαν στη Λεύκη της Νίκαιας. Πράγματι, από επιστολή των προκρίτων της Ηρακλείτσας προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου του 1915, πληροφορούμαστε ότι οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να μεταναστεύσουν στη Λεύκη της Νίκαιας. Στην αρχή της επιστολής οι πρόκριτοι εξέφραζαν τις ευχαριστίες τους προς την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προς την Επιτροπή των προσφύγων, για την οικονομική βοήθεια των 15 λιρών που τους απέστειλε, ενώ στη συνέχεια ζητούσαν «πάλιν να φροντίση περί ημών και μη αφήση να χαθούν τόσαι υπάρξεις ένεκα πείνης και γυμνό­τητος. Χριστιανοί εκποίησαν μέχρι τούδε παν ότι είχον προς διατροφήν των». Πράγματι, οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, κατά την περίοδο της παραμονής τους στη Λεύκη, αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. Αυτό το διαπιστώνουμε μέσα κι από άλλες επι­στολές των κατοίκων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αυτή που έφερε ημερομηνία 23 Νοεμβρίου του 1915. Ο μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Φιλόθεος (1908-1916) αναφέρει, σχετικά με την κατάσταση των προσφύγων, τα εξής·. «Η εσχάτη απόγνωσις και απελπισία, ήτις κατέβαλε τους δυστυχείς και ταλαιπώρους Χριστιανούς των χωρίων Ηρακλείτσης καί Λούπιδας της ταπεινής επαρχίας μου, τους εν ελεεινή και οικτρά καταστάσει ευρισκο­μένους εν τη ξένη, εξαναγκάζει αυτούς και πάλιν και πολλάκις ίνα μεθ' αιμασσούσης καρδίας διεκτραγωδήσωσι τα δεινοπαθήματα αυτών, τα εκ της δυστυχίας καί της μαστίζουσης αυτούς πείνης απορρέοντα, και εξαντλήσωνται την φιλόστοργον μέριμνα της Μη­τρός Εκκλησίας». Από την επιστολή αυτή γνωρίζουμε τη δρα­ματική κατάσταση των προσφύγων κατοίκων της Ηρακλείτσας, καθώς επίσης και το ότι ο μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως Φιλόθεος, προφανώς λόγω των ταραχών, εγκατέλειψε τότε την έδρα του και διέ­μενε στο Φανάρι.

 Οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Λεύκη, προσπάθησαν ν’ αντιμετωπίσουν τα οικονομικά τους προβλήματα· όρισαν μάλιστα το 1915 αντιπροσώπους, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν λύσεις στη δύσκολη ζωή των προ­σφύγων στη Λεύκη. Οι πρόσφυγες στερούνταν και τα απα­ραίτητα προς το ζην και κατόρθωσαν να επιβιώσουν χάρη στην υπο­μονή τους και τη βοήθεια του Οικουμενικού θρόνου. Η προσφυγιά τους διήρκεσε έως το Νοέμβριο του 1918, οπότε οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας εγκατέλειψαν τη Λεύκη και μέσω των κωμοπόλεων Αντά Παζάρ και Χαϊντάρ Πασά επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Όμως, από τους 773 εκτοπισθέντες, μόνο οι 395 επέστρεψαν στο χωριό τους, όπου ήλθαν αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από τις κακουχίες. Αλλά και για όσους επέζησαν, ο πόλεμος είχε καταστρέψει τις περιουσίες τους. Τη δραματική κατάστασή τους απεικονίζει εναργώς έα πρακτικό, που συν­τάχθηκε από τη δημογεροντία Ηρακλείτσας την 21η Απριλίου του 1919 και από το οποίο προκύπτει ότι από τις 305 οικίες που υπήρχαν στην Ηρακλείτσα πριν την αναχώρηση των κατοίκων για τη Λεύκη, οι 105 είχαν καταστραφεί και μόνο οι 80 ήταν κατοικήσιμες. Στις υπόλοιπες 120 έπρεπε να γίνουν σημαντικές επισκευές. Από τα 1.000 στρέμματα αμπελώνων είχαν καταστραφεί τα 950· από τα 750 στρέμματα μουριών τα 720. Συνολικά, από τα 10.200 στρέμματα καλλιεργήσιμων αγρών που υπήρχαν στην κοινότητα, τα 10.000 είχαν γίνει άγονα. Επίσης, από τα 35 ζεύγη βοών που εγκατέλειψαν πίσω τους, βρέθηκαν μόνο τα 4. Στον αγώνα τους, όμως, για την αποκατάσταση των ζημιών, οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας δεν ήταν μόνοι· είχαν την ηθική και υλική υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημαντική ήταν και η βοήθεια που δόθηκε το 1919 στους άπορους αμπελουργούς, από την Κεντρική Επιτροπή Μετατοπισθέντων Ελλη­νικών Πληθυσμών, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη.

 Έτσι, σταδιακά και παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Ηρακλείτσας, άρχισαν ν’ ανακάμπτουν. Οι εκλεγμένοι δημο­γέροντες δραστηριοποιήθηκαν και προσπάθησαν να δώσουν λύσεις, στα οικονομικά κυρίως, προβλήματα. Ήδη την 21 Απριλίου του 1919, σ’ επιστολή τους προς το μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως Σωφρόνιο Σταμούλη, οι δημογέροντες της Ηρακλείτσας εξέ­θεσαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και ζήτησαν τη συμπαράστασή του. Σ' άλλη επιστολή τους, με ημερομηνία 28 Ιουλίου του 1919, οι δημογέροντες προσπάθησαν να βοηθήσουν τους άπορους αμπελουργούς.

Τον Ιούνιο του 1920 ο ελληνικός στρατός, έχοντας επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, απελευθέρωσε τη Δυτική Θρά­κη και κατευθύνθηκε προς την Ανατολική, όπου, ήδη από τον Απρίλιο του 1920, είχε εκδηλωθεί στασιαστικό κίνημα κατά του σουλτάνου, εκ μέρους του διοικητή του Α’ τουρκικού σώματος, Τζαφέρ Ταγιάρ. Σύντομα (τον Ιούλιο του 1920) οι ελληνικές δυνάμεις υποχρέωσαν τον Ταγιάρ να συνθηκολογή­σει και αμέσως κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ μέχρι το τέλος Ιουλίου επεκτάθηκαν σ’ ολό­κληρη την Ανατολική Θράκη, εκτός από μια μικρή περιοχή ανατολικά της γραμμής Μήδειας-Τσατάλτζας και τη Θρακική χερσόνησο. Ακολούθησε η έλευση του τότε Έλληνα μονάρχη, Αλεξάνδρου, στη Ραιδεστό, τις Σαράντα Εκκλησιές και στην Αδριανούπολη και στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφτηκε η συνθήκη των Σεβρών, η οποία παραχώρησε στην Ελλάδα ολόκληρη την Δυτική Θράκη και την Ανατολική με την Καλλίπολη μέχρι την Τσατάλτζα (γραμμή Ποδήματος-Στράντζας-Ηράκλειας). Στις 9 Αυγούστου του 1920 ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον ύπατο αρμοστή της Ελλάδας στην Θράκη, Αντ. Σαχτούρη, με το οποίο του ζητούσε να λάβει αμέσως ουσιαστικά μέτρα, για την αναδιοργάνωση των νέων, ελληνικών εδαφών και την εφαρμογή ενός σχεδίου που θα ενέπνεε εμπιστοσύνη σε όλες τις εθνότητες, θα εξα­σφάλιζε την ισονομία και την ισοπολιτεία, θα επέβαλε την λήθη στα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί και θα συνέβαλε στην άμεση επιστροφή των εκτοπισμένων, ελληνικών πληθυσμών. Σταδιακά άρχισε, έτσι, η εγκατάσταση των ελληνικών, διοικητικών αρχών στην Θράκη και οι Τούρκοι προϊστάμενοι των υπηρεσιών της Αδριανουπόλεως και των διοικήσεων Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών και Καλλιπόλεως παρέδωσαν τις διοικήσεις τους στους Έλληνες με τακτικά πρωτόκολλα.

 Η ελληνική διοίκηση στην Ανατολική και στη Δυτική Θράκη οργανώθηκε με αργά, αλλά σταθερά βήματα. Γενικός διοικητής των δύο επαρχιών ορίσθηκε αρχικά ο ύπατος αρμο­στής Αντ. Σαχτούρης. Με τον νόμο 2492 της 10ης Σεπτεμβρίου 1920 ενσωματώθηκε και τυπικά στο ελληνικό κράτος η κατεχό­μενη στρατιωτικά Ανατολική και Δυτική Θράκη και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος.

 Η Ανατολική Θράκη διαιρέθηκε σε 4 νομούς και 23 υποδιοικήσεις. Αργότερα, μετά την διοικητική ένωση και της Δυτικής Θράκης, η Θράκη χωρίσθηκε σε 6 νομούς (Αδριανουπόλεως, Καλλιπόλεως, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, 'Εβρου και Ροδόπης). Οι πρωτεύουσες των νομών και των υποδιοικήσεων πήραν ελληνικές ονομασίες όπως π.χ. Νίκη (Χάφσα), Μακρά Γέφυρα (Ουζούν-Κιοπρού), Περίσταση (Σάρκιοϊ) κλπ., ενώ παράλληλα με την εσωτερική οργάνωση των κοινοτήτων της Ανα­τολικής Θράκης η ελληνική διοίκηση κατέβαλλε τεράστιες προσπάθειες για την οργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών.

 Από τις 16-09-1920 μέχρι τις 25-10-1920 επέστρεψαν στις εστίες τους, στην Ανατολική Θράκη, 62.000 πρόσφυγες, ανάμεσα στους οποίους και πολλοί Ηρακλειτσιανοί, που προστέθηκαν στους άλλοτε εκτοπισμένους στη Λεύκη της Νίκαιας, οι οποίοι είχαν επιστρέψει νωρίτερα. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης του χωριού τους και της οικονομίας του ενισχύθηκε από τις προσπάθειες της ελληνικής Διοίκησης Θράκης, η οποία με αποτελεσματικούς τρόπους προσπάθησε να θέσει και πάλι σε λειτουργία την οικονομία της Ανατολικής Θράκης, όπως π.χ. παρέχοντας δάνεια, όπως ήταν αυτά που παρείχε σε 200 από τις 314 συνολικά προσφυγικές οικογένειες της επαρχίας Περιστάσεως, ύψους 40.530 τουρκικών λιρών, ενισχύοντας και στηρίζοντας την ίδρυση Γεωργικών, Πιστωτικών Συνεταιρισμών, όπως ήταν αυτός που ιδρύθηκε στην Ηρακλείτσα τον Οκτώβριο του 1920, με 23 ιδρυτικά μέλη και κεφάλαιο 4.600 τουρκικών λιρών κλπ.

Λίγο, όμως, πολύ λίγο χάρηκαν κι οι Ηρακλειτσιανοί, όπως και οι υπόλοιποι Ανατολικοθρακιώτες, την ελευθερία τους και την ενσωμάτωσή τους στον εθνικό κορμό. Όλες οι προσπάθειές τους γι’ ανασυγκρό­τηση του χωριού τους έμειναν ημιτελείς, αφού ήλθε αναπάντεχα ο χαλασμός του Αυγούστου του 1922 στη Μικρά Ασία, που παρέσυρε στο χαμό και την καταστροφή και την Ανατολική Θράκη. Όπως όλοι οι Ανατολικοθρακιώτες, έτσι κι αυτοί πήραν τον δρόμο της εξορίας, εγκαταλείποντας, οριστικά αυτή τη φορά, τις πατρο­γονικές τους εστίες. Άφησαν το αγαπημένο χωριό τους, τα σπίτια και τα καταστήματά τους, τους αγρούς και τα βοσκοτόπια τους, τα σχολεία, τις εκκλησίες και τα ιστορικά μοναστήρια τους, τα νεκροταφεία με τους τάφους των γονέων, αδελ­φών και συγγενών τους, για να καταφύγουν, πρόσφυγες πια, με ατμόπλοια που τους παρέλαβαν από την Περίσταση, στην Καβάλα και να ιδρύσουν εδώ τη νέα πατρίδα τους, στην οποία έδωσαν το όνομα της αλησμόνητης πατρίδας τους στη Θράκη, ενώ ένα μέρος τους εγκαταστάθηκε στην Κάρυανη Καβάλας.

 Η αναχώρηση των Ηρακλειτσιανών, όπως και των λοιπών Ανατολικοθρακιωτών, από τη γενέθλια γη δεν έγινε ήρεμα, αλλά μέσα σε κλίμα έντονου πανικού, ο οποίος κατέλαβε όλους τους Θρακιώτες το φθινόπωρο του 1922, αμέσως μετά την απόφαση για την εκκένωση της Θράκης, με το επαίσχυντο Πρωτόκολλο των Μουδανιών, μετά την υπογραφή του οποίου ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε μέσα σε 15 μέρες να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη και ν' αποσυρθεί δυτικά του Έβρου. Συμμαχικές δυνάμεις ανέλαβαν να μεταβιβάσουν τις πολιτι­κές εξουσίες στις τουρκικές αρχές, 30 μέρες μετά την εκκένωση της Ανα­τολικής Θράκης από τους κατοίκους της. Τότε ο πανικός των ντόπιων και των προσφυγικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης έγινε απέραντος κι ανεξέλεγκτος. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 ο αναπληρωτής του γενικού διοικητή Θράκης Κ. Γεραγάς ανέλαβε επίσημα να συντονίσει το άχαρο έργο του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης κι έστειλε τηλεγρά­φημα στις ελληνικές πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές αρχές, με το οποίο τους υποδείκνυε τους έλεγε ότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανα­τολική Θράκη θ' αρχίσει την 1η Οκτωβρίου, μέχρι την 7η Οκτωβρίου αυτά θα έχουν αποσυρθεί από τις περιφέρειες των Υποδιοικήσεων 40 Εκκλησιών, Αρκαδιουπόλεως, Μυριοφύτου, Περιστάσεως, Αρτισκού, Μαλγάρων, Κεσσάνης, Μακράς Γέφυρας, Νί­κης, Δρογγυλίου και την 15η Οκτωβρίου θα είναι συγκεντρωμένα στη δυτική όχθη του ποταμού 'Εβρου. Στη συνέχεια έδινε οδηγίες για τα σημεία προς τα οποία έπρεπε να κατευθυνθούν οι κάτοικοι των περιφερειών της Ανατολικής Θράκης, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Ειδικά όσον αφορά τα Γανόχωρα, το τηλεγράφημα έλεγε ότι οι κάτοικοι της περιφέρειας Μυριοφύτου θα μεταφέρονταν ατμοπλοϊκώς από τα λιμάνια του λιμένας Μυριοφύ­του ή της Περιστάσεως, όσοι μπορούσαν να κατέβουν στην Περίσταση. Οι κάτοικοι της Περιστάσεως θ' αναχωρούσαν ατμοπλοϊκώς από το λιμάνι τους. Υποδείκνυε, τέλος, στις αρχές της Ανατολικής Θράκης, το εθνικό καθήκον που είχαν, ν’ αντιμετωπίσουν την κατάσταση με ψυχραιμία και να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να προλάβουν τον πανικό και τις τυχόν υπερβασίες εκ μέρους κακοποιών στοιχείων.

Β) Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

 Στην Ηρακλείτσα, από το έτος 1872 έως και το 1883 υπήρχε ένα πολυτάξιο αρρεναγωγείο, τετραετούς φοιτήσεως, που είχε 130 μαθητές κι ένα δάσκαλο, ενώ το 1892 αυτό είχε 110 μαθητές και δύο δασκάλους, το είχε δε ιδρύσει κατά το έτος 1854 ο από την Ηρακλείτσα καταγόμενος, μετέπειτα μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος, ενώ υπήρχε σ’ αυτό κι αξιόλογη βιβλιοθήκη, με 170 σημαντικούς τόμους, τους οποίους είχε δωρίσει ο Ηρακλειτσιανός μοχανός Ιλαρίων. Υπήρχε επίσης στην Ηρακλείτσα κι ένα τετρατάξιο παρθεναγωγείο, με 90 μαθήτριες και μία δασκάλα, το οποίο στεγαζόταν σε ωραίο κτίριο, που είχε ανεγερθεί κατά το έτος 1891 με δαπάνες της εδρεύουσας στην Κωνσταντινούπολη φιλεκπαιδευτικής αδελφότητας «Η Ελπίς», η οποίαμ και το συντηρούσε. Οι τελευταίες τάξεις του αρρεναγωγείου ήταν ισότιμες με τα σχολαρχεία.

 Το 1902 στην Ηρακλείτσα λειτουργούσαν μία δημοτική σχολή με 125 μαθητές κι ένα δάσκαλο κι ένα παρθεναγωγείο με 90 μαθήτριες με και μία δασκάλα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων ανερχόταν σε 1.400 φράγκα.

 Το 1905 στην κοινότητα λειτουργούσαν μία δημοτική σχολή με 200 μαθητές και δυο δασκάλους κι ένα παρθεναγωγείο με 70 μαθήτριες και δυο δασκάλες. Η ετήσια δαπάνη για τη λειτουρ­γία των σχολών ανερχόταν στο ποσό των 2.760 φράγκων.

 Το αρρεναγωγείο, με το πέρασμα του χρόνου, υπέστη σημα­ντικές ζημιές. Κατά το έτος 1910 οι μαθητές, λόγω της κατά­στασης, παρακολουθούσαν τα μαθήματα θέτοντας σε κίνδυνο τη σω­ματική τους ακεραιότητα. Η ανάγκη συντήρησης του σχολείου ήταν άμεση και την ανέλαβε η Αδελφότητα Ηρακλείτσας «Άγιος Γεώρ­γιος»· Στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της, που πραγματοποιήθηκε την 11η Φεβρου­αρίου του 1911 για το σκοπό αυτό, υστέρα από πρόταση του προ­έδρου της αδελφότητας, Βαλάση Βαλασάκη, αποφασίσθηκε η έναρξη των εργασιών: «εν πρώτοις την επιδιόρθωσιν της ενταύθα Σχολής των αρρένων καί κατόπιν τον σχηματισμόν αποθεματικού κεφαλαίου πρός αγοράν προσοδοφόρου κτήματος προς συντήρησιν των ενταύθα εκπαιδευτηρίων».

 Ίδια περίπου παρέμεινε η εκπαιδευτική κατάσταση στην κοινότητα και την επόμενη διετία. Στο ανακαινισμένο σχολικό κτίριο, που λειτουργούσε ως πεντατάξια σχολή αρρένων, παρακολου­θούσαν τα μαθήματα,, κατά το έτος 1911, 120 μαθητές, στους οποίους δίδασκε ένας δάσκαλος· υπήρχε και η τετρατάξια σχολή θηλέων με 90 μαθήτριες και μία δασκάλα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του αρρεναγωγείου ανερχόταν στο ποσό των 8.720 γροσιών ενώ ο αντίστοιχος του παρθεναγωγείου στο ποσό των 4.360 γροσιών.

 Κατά το σεισμό του 1912 και τα δύο κτίρια των εκπαιδευτηρίων κατέρρευσαν. Το επόμενο έτος, 1913, ανοικοδομήθηκαν εκ νέου, στον ίδιο χώρο, με δαπάνες των ομογενών της Κωνσταντινουπόλεως και του εξωτερικού, ξύλινα εκπαιδευτήρια, που κι αυτά μισοκαταστράφηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα, κατά την περίοδο του Α’ παγκοσμίου πολέμου και των Βαλκανικών Πολέμων κι έκτοτε δεν υπήρχε πια εκπαίδευση στην Ηρακλείτσα, ελλείψει σχολείων και δασκάλων για να τα επανδρώσουν. Άλλωστε, οι Ηρακλειτσιανοί αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν και να ζήσουν μια σειρά πικρά χρόνια στη Λεύκη της περιοχής της Νίκαιας· μόλις, όμως, επέστρεψαν από την τελευταία, φρόντισαν αμέσως, και παρά τα προ­βλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν, για τη λειτουργία των σχολείων τους. Έτσι, αμέσως ορίστηκαν εφοροεπίτροποι, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τα προβλήματα της παιδείας, όπως ήταν οι Διαμαν­τής Κωνσταντίνου, Αγ. Παρίσης, Θεοδόσιος Κυριάκου, Οδυσσέας Θεοφάνης, Παναγιώτης Ιωάννου και Κωνσταντίνος Παρίτσης. Από Τα πρώτα προβλήματα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει η εφοροεπιτροπή ήταν η έλλειψη σχολικής στέγης, αφού και το σχολείο είχε υποστεί σημαντικές ζημιές. Τη λύση έδωσε το 1918 ο ηγούμενος του μετοχίου της Μονής Ιβήρων Ηρακλείτσης π. Γεννάδιος, που παραχώρησε το μετόχι για να λειτουργήσει ως σχολή.

 Όταν, το 1919 εγκαταστάθηκε στη Θράκη ελληνική Διοίκηση και στην Ηρακλείτσα επέστρεψαν κι όσοι από τους κατοίκους της είχαν φύγει ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισκευάσθηκε και διαρρυθμίσθηκε προσωρινά το κοινοτικό κατάστημα, που χρησιμοποιήθηκε ως μικτό σχολείο της κοινότητας, στο οποίο, κατά το σχολικό έτος 1919-1920, λειτουργούσε μία τετρατάξια, μικτή, δημοτική σχολή, με 42 μαθητές και 25 μαθήτριες. Ο αριθμός των μαθητών ήταν πλέον μειωμένος, γιατί πολλοί κάτοικοι δεν είχαν επιστρέχει στην Ηρακλείτσα, αλλά είχαν αναζητήσει, με τις οικογένειές τους, καλύτερη τύχη σε άλλα μέρη. Επίσης, σημαντικός αριθμός νέων δεν παρακολουθούσε τα μαθήματα, ασχολούμενος με τις εργασίες των γονέων. Σε διάστημα δύο ετών τα πράγματα βελτιώ­θηκαν, αφού οι κάτοικοι κατόρθωσαν να οργανώσουν τη ζωή τους και να καλύψουν πολλά οικονομικά τους προβλήματα. Έτσι, κατά το 1922 η εκπαίδευση παρουσιάζεται βελτιωμένη. Υπήρχε μία τριτάξια, μικτή, δημοτική σχολή, με 96 μαθητές και 84 μαθήτριες (συνολικά 180 μαθητές) στους οποίους δίδασκαν ένας δάσκαλος και δύο δασκάλες. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως την ανταλ­λαγή των πληθυσμών (1923).

 Στα σχολεία της κοινότητας δίδαξαν κατά καιρούς γνωστοί δάσκαλοι, όπως ήταν οι: Οδυσσέας Ορφανίδης (1890), Αριστείδης Γεωργίου (1890), Ευρυδίκη Ορφανίδου (1890), Νικόλαος Παναγιωτόπουλος (1922), Ευφροσύνη Παναγιωτοπούλου (1922) και Μάλαμα Λαμύρου (1922).

 Γ) ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 Από εκκλησιαστική άποψη, σαν ενορία της Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, η Ηρακλείτσα είχε αρκετούς ναούς, παρεκκλήσια κι αγιάσματα. Ο ενοριακός ναός της τιμούνταν στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, για τον οποίο ο Ευστράτιος Δράκος, στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, το εκδοθέν κατά το έτος 1892, μας λέγει ότι ο ναός του είχε τη βυζαντινή εικόνα των Σαράντα Μαρτύρων, πάνω στην οποία ήταν γραμμένο ότι αυτή, κατά το έτος 1140, ανήκε σε κάποιον Μελχισεδέκ, καθώς και μια παλαιότατη εικόνα του Αγίου Δημητρίου, η οποία στα περιθώριά της, δηλαδή περιμετρικά, είχε εικόνες από τη ζωή των προφητών. Επίσης, στο ναό αυτόν φυλάσσονταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα αξιόλογα, εκκλησιαστικά χειρόγραφα.

 Το Ιβηρητικό μετόχι της Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, λειτούργησε κι αυτό ως ενοριακός ναός, προτού τη θέση του καταλάβει αυτός του Αγίου Γεωργίου. Από επιστολή του 1784 του μητροπολίτου Ηράκλειας Μεθοδίου προς τη μονή της Παναγίας της Ηρακλείτσας πληροφορούμαστε ότι ιδρυτής της μονής ήταν ο ιερομόναχος Ησαΐας. Αυτός φαίνεται μεταξύ των υπογραφών προηγουμένων Ιβηριτών Ιωάσαφ και Μητροφάνη ως «κτήτορας της αγίας αυτής μονής». Η μονή της Παναγίας προσαρτήθηκε στη μονή των Ιβήρων μεταξύ των ετών 1770-1780. Αμέσως μετά ακολούθησαν έριδες μεταξύ των μοναχών του μετοχίου. Τα προβλήματα σταμάτησαν το 1784, μετά από συμφωνία της μονής Ιβήρων, των μοναχών του μετοχίου, καθώς και των προκρίτων της Ηρακλείτσας. Συντάχθηκε, μάλιστα, συμφωνητικό μεταξύ των ενδιαφερομένων μελών, το οποίο επικυρώθηκε από τους μητροπολίτες Ηράκλειας Μεθόδιο, Γάνου και Χώρας Κύριλλο και τους επισκόπους Καλλιουπόλεως και Μαδύτου Γρηγόριο και Μυριοφύτου και Περιστάσεως Καλ­λίνικο. Από δυο πατριαρχικές επιστολές, τέλος, με ημερομηνίες 17 Ιουλίου του 1909 και 22 Ιανουαρίου του 1919, γνωρίζουμε ότι στη Ι. Μονή καθήκοντα προ­ηγουμένου εκτελούσαν το 1909 ο Γρηγόριος και από το 1916 έως το 1919 ο Γεννάδιος.

 Στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ιβηρητικό μετόχι, όπως πάντοτε ο Ευστράτιος Δράκος μας ενημερώνει, υπήρχε περικαλλής ναός, ανατεθειμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ο οποίος λειτουργούσε ως ασκληπιείο, αφού σ’ αυτόν έφερναν, απ’ όλες τις γύρω κωμοπόλεις και χωριά, τους κάθε είδους ασθενείς και δαιμονισμένους, για να θεραπευτούν.

 Στην Ηρακλείτσα υπήρχε, επίσης, ναός της αγίας Παρασκευής, που ήταν κτισμένος σε βάθος πολλών μέτρων, κατά μια παράδοση υπήρχε και ναός των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς επίσης, έξω από την κωμόπολη βρισκόταν η δίδυμη μονή των αγίων Χαραλάμπους και Γεωργίου, (όπου, στην ίδια οικοδομή, στεγάζονταν οι δυο ανωτέρω ναοί, χωρισμένοι με τοίχο), στους οποίους φυλασσόταν, πριν το 1912, τεμάχιο της κάρας του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο βρίσκεται ήδη στη Νέα Ηρακλείτσα. Στην πιο πάνω Μονή, εκτός από το δίδυμο ναό υπήρχαν γύρω κι άλλες οικοδομές, όπως κελιά, αποθήκες, μαγειρεία κλπ., καθώς και πιθάρια μεγάλων διαστάσεων, που όλα καταστράφηκαν κατά τον μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τα Γανόχωρα την 3η πρωϊνή ώρα της 27ης Ιουλίου του έτους 1912. Όσον αφορά, μάλιστα, αυτή πάντοτε τη μονή του Αγίου Γεωργίου, πληροφορούμαστε από τον Μανουήλ Γεδεών, που εξέδωσε το έτος 1913 το σύγγραμμά του με τίτλο «Μνήμη Γανοχώρων», ότι το έτος 1422, σύμφωνα με την παράδοση που υπήρχε στην περιοχή της Ηρακλείτσας, μετά την καταστροφή των Μονών της Θεοτόκου Κρυονερίτου και της Παχνιώτισσας, στο Εξαμίλιο, (θρακική κώμη κοντά στην Κωνσταντινούπολη), οι μοναχοί των δυο μονών βρήκαν καταφύγιο στη Μονή αυτή, στην οποία μετέφεραν και την περιουσία των καταληφθεισών Μονών τους. Μάλιστα, απόδειξη ότι αυτή η παράδοση είχε ιστορική βάση, αποτελεί το γεγονός ότι οι Ηρακλειτσιανοί τιμούσαν με μεγάλη ευλάβεια ένα μικρό αγίασμα με το όνομα «Παχνιώτισσα», ευρισκόμενο κάτω από το χωριό Καλαμίτσι, πολύ κοντά στην Ηρακλείτσα.

 Αγιάσματα και προσκυνήματα στην Ηρακλείτσα υπήρχαν πολλά, όπως της Ζωοδόχου Πηγής, των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Δημητρίου, του Προφήτη Ηλία, εκείνο όμως που ήταν φημισμένο μέχρι και την Κωνσταντινούπολη ήταν των αγίων επτά παίδων Μακκαβαίων κα της μητέρας τους, της Αγίας Σολομονής, που το αποκαλούσαν, χάριν συντομίας, «της Αγίας Μονής» και του οποίου το αγίασμα είχε την ιδιότητα να χαρίζει τέκνα στα άτεκνα ζευγάρια, τα οποία έρχονταν από όλη τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, με μεγάλη ευλάβεια, να το πιουν.

 Ειδικά όσον αφορά τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που σεμνύνει σήμερα τον ενοριακό, Ιερό Ναό της Νέας Ηρακλείτσας, αυτή το 1922 μεταφέρθηκε από Ιβηρίτες μοναχούς, από το ναό της στην Ηρακλείτσα στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, απ’ όπου, το έτος 1932, την παρέλαβε επιτροπή Ηρακλειτσιανών, αποτελούμενη από τους 1. Λεόντιο Πρασάκη, πρόεδρο της κοινότητας, 2. Κυριάκο Κυριακίδη, γραμματέα τότε της κοινότητας, 3. Αλέξανδρο Σιρόπουλο, εκκλησιαστικό επίτροπο και 4. Παναγιώτη Σάσσο, ιεροψάλτη, η οποία με πλοίο την μετέφερε στη Νέα Ηρακλείτσα. Προς τιμή της εικόνας αυτής γιορτάζει και πανηγυρίζει ο ναός της Νέας Ηρακλείτσας την 23η Αυγούστου, γιατί την ίδια ημερομηνία γιόρταζε και πανηγύριζε κι ο ναός της Θεοτόκου στην παλιά Ηρακλείτσα, όπου τελούνταν και τριήμερη πανήγυρη.

 Ακολουθεί μια σύντομη κι ενδεικτική αναφορά στους εκκλησιαστικούς άνδρες που γεννήθηκαν στην Ηρακλείτσα. Από εδώ καταγόταν ο μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος κι ο μητροπολίτης Πελαγονίας Παρθένιος, οι ηγούμενοι του μετοχίου της Μονής Ιβήρων Ησαϊας, Αγαθάγγελος, Αθανάσιος, Ιλαρίων, Ιωαννίκιος, Νεόφυτος, (ο κατόπιν μητροπολίτης Νευροκοπίου), Πορφύριος, Δαυίδ, Γεννάδιος, Γεράσιμος Κακαβέλας, Ευφρώνιος και άλλοι, ενώ Ιβηρίτες μοναχοί υπήρξαν ο Ιλαρίων, ο Κύριλλος, ο Συνέσιος, ο Δομέτιος, ο Ιωσήφ, ο Νικηφόρος, ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος και άλλοι.

 Ηρακλειτσιανοί κληρικοί και μάλιστα εφημέριοι του Ναού Αγίου Γεωργίου Ηρακλείτσας ήταν ο παπα Ιωακείμ, ο παπα Σωτήριος, ο Κωνσταντίνος Πάκκος, ο οποίος έφερε τον εκκλησιαστικό τίτλο «Οικονόμος», ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής, για πολλά χρόνια υπήρξε αρχιερατικός επίτροπος στη Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως και από το 1924-1927 διετέλεσε εφημέριος του Ναού Αγιου Γεωργίου Νέας Ηρακλείτσας, ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Πατάκιας, ο οποίος διετέλεσε κι εφημέριος σε κάποια ενορία στην Κωνσταντινούπολη κι ήταν κι αυτός άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ο Νεόφυτος Λεβεντόπουλος, ιεροδιδάσκαλος και φορέας του εκκλησιαστικού τίτλου του «σακκελαρίου», ο παπα – Διομήδης, ο ιερομόναχος Γεννάδιος Καραγρηγόρης, γνώστης της βυζαντινής Μουσικής, ο ιερομόναχος Μελχισεδέκ, ο αρχιμανδρίτης Αρτέμιος Ρεμπάκης και πολλοί άλλοι.

Δ) Η «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΣΗΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ»

 Ιδρύθηκε μάλλον το έτος 1909, γιατί στη συνεδρίαση της 18ης Δεκεμβρίου του 1909 ανακοινώθηκε στα μέλη της η αναγνώριση του ομώνυμου σωματείου από την τουρκική κυβέρνηση. Υπήρχε όμως, παλιό σωματείο, το οποίο διαλύθηκε και του οποίου το νέο ανελάμβανε να τακτοποιήσει τα έξοδα. Αυτό προκύπτει από τα πρακτικά της ίδιας εκείνης, πρώτης συνεδρίασης, στην οποία, μετά από πρόταση του προέδρου της αδελφότητας, εκλέχθηκαν ως αντιπρόσωποι οι Κωνσταντίνος Ανδρέου, Φώτιος Καζεπίδης, Γεώργιος Χρυσοκέφαλος και Κωνσταντίνος Δαμιανού.

 Ο σκοπός της αδελφότητας ήταν κοινω­φελής. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν εξυπηρετούσαν διάφορες ανάγκες της κοινότητας. Βασικός σκοπός της αδελφότητας ήταν η αύξηση των πόρων της με την αγορά προσοδοφόρων κτημάτων. Τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν από την εκμετάλλευσή τους θα χρησιμοποιούνταν για τη συντήρηση των εκπαιδευτηρίων της κοι­νότητας.

 Η θητεία του προέδρου και των μελών της αδελφότητας διαρ­κούσε ένα χρόνο. Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη συνέρχονταν σε γενική συνεδρίαση, κατά την οποία εκλεγόταν η νέα διοίκηση. Το προεδρείο αποτελούνταν από τον πρόεδρο, τον αντι­πρόεδρο, ένα γραμματέα, ένα ταμία, δυο εισπράκτορες και τέσσερεις συμβούλους.

 Η αδελφότητα έστελνε στα μέλη, τους φίλους και τους συνδρομητές της διπλώματα και τον κανονισμό της αδελφότητας.

 Από τη γενική συνέλευσή της, την 10η Ιανου­αρίου 1910, γνωρίζουμε για την επιδιόρθωση του ετοιμόρ­ροπου αρρεναγωγείου της κοινότητας.

 Η επέτειος της ίδρυσης της αδελφότητας, που συνοδεύονταν από εορτασμούς, ήταν η 30ή Ιανουαρίου. Στο διοικητικό συμβούλιο της 30ής Ιανουαρίου του 1911, όμως, αποφασίσθηκε να μετατεθεί ο εορ­τασμός την 1η Φεβρουαρίου, εορτή του αγίου Τρύφωνος. Την ημέρα αυτή τελούνταν από τον μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως αρτοκλασία και μνημονεύονταν τα ονόματα των μελών της αδελφότητας.

 Την 7η Φεβρουαρίου 1911 η διοίκηση της αδελφότητας απο­φάσισε να βρεί τρόπους για ν’ αυξήσει τους πόρους της. Για το σκοπό αυτό έστειλε επιστολές στους συμπατριώτες της, ακόμη και σ' αυτούς που ζούσαν στο εξωτερικό, ζητώντας την οικονομική βοήθειά τους. Πράγματι, οι ξενιτεμένοι κάτοικοι της Ηρακλείτσας σ' όλο τον κόσμο (Αμερική, Ιαπωνία, Αγγλία, Γαλλία, Αίγυπτο, Ελλάδα κ.α.) ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στο κάλεσμα της αδελφότητας και προσέ­φεραν σημαντικά ποσά.

 Οι δραστηριότητες της «Αδελφότητος Ηρακλείτσης ο Αγιος Γεώργιος» σταμάτησαν τα τέλη του 1912. Προφανώς η αδελφό­τητα, λόγω της έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων και της απαρχής των διωγμών των Ελλήνων της Θράκης, διαλύθηκε, όταν οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να μεταβούν στη Λεύκη της Νίκαιας, από όπου επέστρεψαν το 1918. Τα οικονομικά όμως προβλήματα που αντιμε­τώπιζαν, πλέον, δεν επέτρεψαν στην αδελφότητα να επαναδραστηριοποιηθεί ούτε μετά το 1918.

 Μια σειρά μικρά πετράδια στο στέμμα της Ανατολικής Θράκης υπήρξαν, αγαπητοί συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, τα Γανόχωρα. Μια σειρά μικρά πετράδια, με μια μακραίωνη ιστορία κι έναν προαιώνιο, ελληνικό πολιτισμό, το τέλος του οποίου επήλθε όταν, τον Οκτώβριο του 1922, ολοκληρώθηκε η μεγάλη έξοδος του θρακικού Ελληνισμού από τις εστίες του. Τότε έσβησε η Μεγάλη Ιδέα του γένους μας, τότε άρχισε κι ολοκληρώθηκε γρήγορα από τους Τούρκους ο αφελληνισμός του πανάρχαιου εκείνου κομματιού της ελληνικής γης. Σε μας απομένει, όμως, το μεγάλο χρέος, να διατηρήσουμε άσβεστη την ιστορική μνήμη μας, να παραδειγματιστούμε από τα λάθη μας κι από τις συμφερολοντολογικές συμπεριφορές των ξένων, κύρια των «συμμάχων» μας και να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε σαν κόρη οφθαλμού την ενότητα του λαού μας, ιδιαίτερα τώρα, που το Έθνος μας περνάει και πάλι δύσκολες στιγμές. Τέτοιες εκδηλώσεις, συνεπώς, σαν τη σημερινή, που επιτρέπουν στους παλιούς να θυμούνται και στους νέους να γνωρίζουν και να παραδειγματίζονται, αποτελούν την μεγαλύτερη εγγύηση για το ότι, όπως έλεγαν οι αδελφοί μας οι Πόντιοι, «η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».


Ε) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Η θρακική έξοδος (1918-1922).
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία της με΄ζονος Θράκης. Απ΄την πρώιμη Οθωμανοκρατία μέχρι τις μέρες μας.
Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. ΘΡΑΚΗ.
Βαλσαμίδης Πασχάλης, Η Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως από τα τέλη του 19ουαιώνος έως το 1924.
Γεδεών Μανουήλ. Μνήμη Γανοχώρων.
Γερμίδης Άγγελος, τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης.
Δράκος Ευστράτιος, Τα Θρακικά, ήτοι Διάλεξις περί των εκκλησιαστικών επαρχιών Σηλυβρίας, Γάνου και Χώρας, Μετρών και Αθύρων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως, Καλλιπόλεως και Μαδύτου».
Ζαφείρης Χρήστος, Μνήμης Οδοιπορία – Ανατολική Θράκη.
Κυριακίδης Κυριάκος, Η Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης.
Μαγκριώτης Ιωάννης. 1. Ο Ελληνισμός της Θράκης υπό την σουλτανικήν δουλείαν και 2. Ο διμέτωπος αγών του Ελληνισμού της Θράκης, (Αρχείον Θράκης, τόμος 34ος).
Μαμώνη Κυριακή, Σύλλογοι Θράκης και Ανατολικής Ρωμυλίας (1861-1922). Ιστορία και Δράση. (έκδοση Ι.Μ.Χ.Α.).
Παπαδάκη Βέρα, ο καταστρεπτικός σεισμός της νότιας Θράκης. (Συλλογές, Δεκέμβριο 1999).
Ψάλτης Στ. Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου, σελ. 164, (έκδοση Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων – Αθήναι 1919).
Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Θράκη, (Αρχείον του θρακικού, λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος 22ος).


ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ
 ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΣΤΕΡΗ 2 – 64100 ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ