Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

 



ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ – ΤΟ ΣΑΡΗ ΣΑΜΠΑΝ

(Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΜΟΥ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ)

Α) ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μια πανάρχαια, στρατιωτική κι εμπορική οδός, που ένωνε κι εξακολουθεί να ενώνει την Ανατολή με τη Δύση, διασχίζει την περιοχή του Νέστου. Πάνω στο ίχνος αυτής της οδού, που στην κλασική κι ελληνιστική αρχαιότητα διερχόταν από την καρδιά της Θράκης, χαράχτηκε, από τον ρωμαίο Εγνάτιο, η περίφημη Εγνατία Οδός, η οποία διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στα ιστορικά δρώμενα της βαλκανικής χερσονήσου, μέχρι την οθωμανική κατάκτηση, οπότε, η ίδια, εν πολλοίς, οδός αποτέλεσε βασικό, στρατιωτικό, οδικό άξονα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και συγκεκριμένα τον αριστερό (δυτικό) βραχίονά της (sol kol). [Εικόνα 1].

Ανάμεσα στους αναρίθμητους εμπόρους, στρατιωτικούς, περιηγητές και απλούς ανθρώπους, που βάδισαν πάνω στα χνάρια της πανάρχαιας, οδικής αρτηρίας, περιλαμβάνονται και ορισμένοι, των οποίων οι αφηγήσεις, σχετικά με τη διέλευσή τους από την περιοχή του Νέστου, κυρίως λόγω του ότι έχουν γραφεί σε ξένες γλώσσες, δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα ευρύτερα γνωστές.

Συνάμα, πέρα από τα (πάμπολλα) κείμενα, που έχουν, κατά καιρούς, δημοσιευτεί, από Έλληνες και ξένους επιστήμονες, (ιστορικούς, αρχαιολόγους κλπ.), υπάρχουν και κάποιες δημοσιεύσεις ή εκδόσεις, κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες ή, αλλιώς, κλεισμένες σε δυσπρόσιτα αρχεία και βιβλιοθήκες, που είναι επίσης άγνωστες στους περισσότερους Έλληνες.

Στο παρόν πόνημά μου, ο υπογράφων, χωρίς να φιλοδοξώ να λάβω τον τιμητικό τίτλο του ιστορικού, άφησα στην άκρη όλα εκείνα τα ιστορικά στοιχεία, που αφορούν το Νέστο και την γύρω περιοχή και είναι γνωστά σε πολλούς από τους κατοίκους της, γιατί έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα κι έχουν σχολιαστεί από Έλληνες και ξένους, ειδικούς επιστήμονες, (ιστορικούς, αρχαιολόγους κλπ.) και επέλεξα να παρουσιάσω τις ακόλουθες, λίγες, αλλ’ άγνωστες, όπως πιστεύω, σελίδες της οθωμανικής περιόδου της ιστορίας του Νέστου, τις οποίες ο ίδιος βρήκα και μετέφρασα, μέσα από χρόνια αναδίφησης σε βιβλιοθήκες, πραγματικές και διαδικτυακές.

Β) ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

Ξεκινώ από τους περιηγητές, με πρώτο τον Mustafa Ben Abdalla Hadschi Chalfa[1], ο οποίος, τον 17ο αιώνα, ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και κατευθυνόμενος προς την Θεσσαλονίκη, αφού πέρασε από την Γενιτζέ Καρασού (σημερινή Γενισέα), περιέγραψε τη συνέχεια του ταξιδιού του ως εξής: «…Διασχίζει κανείς τον ποταμό Καρασού (Νέστο) και πηγαίνει κατόπιν προς την Καβάλα. Ο ποταμός Νέστος φουσκώνει το χειμώνα και στη συνέχεια την άνοιξη, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διασχίσει με άλογο. Γι’ αυτό έχει κατασκευαστεί πάνω του μια ξύλινη γέφυρα, κάτω από την οποία μπορούν να διέρχονται πλοιάρια. Το βουνό Καρασού (;) εκτείνεται στη δυτική πλευρά της ομώνυμης τοποθεσίας και τα περισσότερα ζώα της γύρω περιοχής πηγαινοέρχονται εδώ για βοσκή. [Εικόνα 2].

Ο J. J. TROMELIN[2], Γάλλος στρατιωτικός, ευρισκόμενος στην υπηρεσία του Ναπολέοντα, περιόδευσε σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Τουρκία, το έτος 1807, καταγράφοντας κυρίως τα στρατιωτικά έργα, τις οχυρές θέσεις, τις στρατιωτικές δυνάμεις και το οδικό δίκτυο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου, που ήταν υποταγμένες στο Σουλτάνο. Ο λόγος της σύνταξης του οδοιπορικού ήταν η σκέψη που είχε κάνει ο Ναπολέων, να εισβάλλει στη βαλκανική χερσόνησο και να καταλύσει την οθωμανική κυριαρχία, κάτι, όμως, που τελικά δεν έγινε. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος αυτού του οδοιπορικού, με τίτλο «Τμήμα Μακεδονίας και Άνω Αλβανίας» και στο κεφάλαιο με τίτλο «Οδός από την Καβάλα μέχρι τη Γενισέα, 7,5 ώρες», ο Tromelin, αφού περιγράφει την έξοδό του από την Καβάλα, την πορεία του προς ανατολάς και τη διέλευσή του από το τσιφλίκι του Τσαρπεντί (σημερινή Λεύκη), που το αναφέρει ως τον τελευταίο σταθμό (φυλάκιο) του διοικητή (τσορμπατζή) της Καβάλας, σε μια παράγραφο υπό τον τίτλο «Τούρκοι Κουρντ σαλί (ή Κίρτζαλι) και Σαλάφ σαλί», λέει τα εξής: «Φεύγοντας από το τσιφλίκι του Τσαρπεντί, που είναι κτισμένο στο άκρο ενός ακρωτηρίου, όπου τα βουνά χαμηλώνουν, αφήνοντας, ανάμεσα στα ίδια και στη θάλασσα, μια μεγάλη, αμμουδερή πεδιάδα, διασχίζουμε αυτή την πεδιάδα προς τα ανατολικά, αφήνοντας τα έλη στα δεξιά μας. Ο δρόμος, ενίοτε πετρώδης στους πρόποδες των βουνών, είναι παντού πολύ καλός και οδηγεί στο χωριουδάκι του Καρά Σουχό, σε μικρή απόσταση από το Νέστο, ο οποίος ονομάζεται επίσης Καρά-σου από τους Τούρκους και Μίστο από τους Έλληνες. Βλέπει κανείς ένα μεγάλο αριθμό χωριών μέσα στα βουνά, στα αριστερά του δρόμου. Τα πιο σημαντικά κατοικούνται από Τούρκους Κιρτζαλήδες και Σαλαφίσαλήδες, δυο πληθυσμιακές ομάδες ελάχιστα διακριτές μεταξύ τους, που μεταφέρθηκαν, όπως και οι Γιουρούκοι, από τη Μικρά Ασία, ήδη από την εποχή της κατάκτησης. Είναι όλοι τους εμίρηδες (;;;) και ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνού και τη βαμβακονηματουργία. Έχουν τη φήμη γενναίων ανθρώπων. Είναι οπλισμένοι μ’ ένα μακρύ και πολύ βαρύ, επαναληπτικό τουφέκι (carampine). Βγαίνοντας από το χωριό Καρά σουχό, φθάνουμε σύντομα στο ποτάμι. Αυτό δεν είναι πολύ βαθύ, οι όχθες του είναι αμμώδεις και λίγο υπερυψωμένες. Έχει πλάτος περίπου 600 βημάτων, ενώ το θέρος δεν καλύπτει παρά το μέσον της κοίτης του και το διασχίζει κάποιος εύκολα…..» [Εικόνα 3].

Ο Edward Daniel Clarke, (1769-1822)[3], άγγλος μεταλλειολόγος και ταξιδευτής, που πέρασε από την περιοχή του Νέστου στις αρχές του έτους 1802, κατευθυνόμενος από τη Θεσσαλονίκη προς την Κωνσταντινούπολη, μόλις εξήλθε από την πόλη της Καβάλας, αφηγείται ότι ανέβηκε ένα κομμάτι του Παγγαίου όρους, που σήμερα ονομάζεται Παγγαία, από ένα λιθόστρωτο μονοπάτι και είχε θαυμάσια θέα του κόλπου της Νεαπόλεως. Αφού κατέβηκε στην παραλία, όπου σήμερα βρίσκεται η Νέα Καρβάλη, ενώ τότε εκεί βρισκόταν το τσιφλίκι του Τσαρπαντή ή Τσιρπαντή, διέσχισε αυτό το τελευταίο και στη συνέχεια περιέγραψε ως εξής την κάθοδό του στην πεδιάδα του Νέστου: «..Από το σημείο αυτό το ταξίδι μας απλώθηκε προς μια επιμήκη και βαρετή πεδιάδα, γεμάτη από έλη. Στα δεξιά μας είχαμε τη θάλασσα, το όρος Άθω, τη Σαμοθράκη, την Θάσο και μερικά μικρότερα νησιά και στ’ αριστερά μας την υψηλή οροσειρά της Ροδόπης, που αποτελούσε και το όριο της πεδιάδας, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Συναντήσαμε αρκετές ομάδες ταξιδευτών Τατάρων (Tahtars), που είναι οι ταχυδρόμοι της Τουρκίας, οι οποίοι εκτελούσαν τη συνηθισμένη αποστολή τους. Μερικοί απ’ αυτούς σταμάτησαν για να μιλήσουν στον Tchohodar (αστυνομικό, υπεύθυνο για την ασφάλειά μας), στον οποίο είπαν ότι είχαν όλοι τους καθυστερήσει, εξ αιτίας της ταραγμένης κατάστασης του κράτους, αλλά κυρίως εξ αιτίας μερικών συγκρούσεων, που έλαβαν χώρα σε μια τοποθεσία καλούμενη Fairy, στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Του είπαν, επίσης, ότι η διέλευση από εκεί ήταν για κάποιο, χρονικό διάστημα αδύνατη, ως συνέπεια αυτών των δυσκολιών, όμως, ήδη, είχε και πάλι καταστεί δυνατή. Αφού διασχίσαμε αυτή την ερημωμένη (ακατοίκητη) πεδιάδα, δυόμιση περίπου ώρες μετά το Τσαρπαντή διασχίσαμε το ορμητικό ρεύμα του ποταμού Καρασού, πάνω σε μια φορτηγίδα μ’ επίπεδη καρίνα. Ο ποταμός ήταν πολύ αγριεμένος, εξ αιτίας των πρόσφατων βροχών. Τα θολά νερά του έμοιαζαν με ρεύμα υγρής λάσπης. Αυτός ο ποταμός είναι ο Νέστος των αρχαίων (Ελλήνων)». [Εικόνα 4].

Ο Γάλλος λόγιος και διπλωμάτης Esprit Marie Cousinery (1747-1833)[4], σε ταξίδι του στη Μακεδονία, τις εντυπώσεις από το οποίο εξέδωσε το 1831, ανέφερε τα εξής: «Βγαίνοντας από την πόλη (της Καβάλας), διασχίσαμε τον χείμαρρο ο οποίος, όπως πιστεύω, είναι αυτός που ο Ηρόδοτος ονομάζει «Λύσσος». Κινηθήκαμε αριστερά από τα όρη του Συμβόλου. Σε λιγότερο από τρεις ώρες, διασχίσαμε τα εδάφη που εκτείνονται μέχρι το σημείο, στο οποίο ο Βρούτος και ο Κάσσιος παρέκαμψαν τη στρατιά την οποία ο Norbanus είχε στρατοπεδευμένη μέσα στα στενά των Σαππαίων, που σήμερα λέγονται «Ντερβένι της Καβάλας».

Στα δεξιά μας είχαμε την πεδιάδα του Σαρίς-αμπάν. Αυτή σχηματίζει μια προέκταση πάνω στη θάλασσα, απέναντι από το νησί της Θάσου. Αυτή η πεδιάδα εκτείνεται μέχρι τις εκβολές του Μέστου, οι οποίες απέχουν οκτώ λεύγες από την Καβάλα. Αποτελείται από έλη, τα οποία συντηρεί ο Λύσσος. Όμως, σε απόσταση δύο λευγών, το έδαφος ανυψώνεται και καλύπτεται από ελαιόδενδρα. Η γη γίνεται ολοένα και πιο παραγωγική και σ’ αυτήν φυτεύουν κάθε είδους σιτηρά, ο δε καπνός αποτελεί ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της. Σ’ όλη αυτή την πεδιάδα, οι Τούρκοι, κάθε κατηγορίας, είναι ανακατεμένοι με τους Έλληνες.

Μετά τη διάβαση του Συμβόλου, βαδίσαμε κατά μήκος των υψηλών βουνών της Ροδόπης, που εκτείνονται μέχρι τον Μέστο, σ’ ένα βάθος πέντε λευγών. Ο σύντροφός μου μου υποδείκνυε να παρατηρώ, εδώ κι εκεί, χωριά κτισμένα σε κορυφές, τα οποία έμοιαζαν απρόσιτα. Αντικρίσαμε, εν τέλει, τον ποταμό, τον οποίο διασχίσαμε με πορθμείο, στο πιο πλατύ σημείο του, εκεί όπου αυτός αρχίζει ν’ απλώνεται μέσα στην πεδιάδα και να κυλάει από αυτήν μέχρι τη θάλασσα, πάνω σ’ ένα πετρώδες υπόβαθρο.

Αφήσαμε στα δεξιά μας τα ερείπια της Τοπείρου, τα οποία δεν πήγαμε να ερευνήσουμε, λόγω της ελάχιστης ασφάλειας που αυτός ο τόπος παρέχει στους ταξιδευτές…» [Εικόνα 5].

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης[5], το έτος 1859 περιγράφει την διέλευσή του από την πεδιάδα του Νέστου ως εξής: (Παραθέτω την αφήγησή του, από το σημείο εκείνο, που ο περιηγητής αφήνει πίσω του το τσιφλίκι του Τσιρπαντή - σημερινή Λεύκη Καβάλας - το οποίο τελείωνε στα ερείπια του Ακοντίσματος): «Η μικρή οδός αφήνει το χωριό Τσιρπαντή, εισέρχεται στην πεδιάδα του Νέστου και την διασχίζει, αφήνοντας στα δεξιά του τις αλυκές που εφοδιάζουν (με αλάτι) ολόκληρη την επαρχία. Σε τρεις ώρες από την Καβάλα, η οδός διαιρείται και παίρνει βόρεια κατεύθυνση. Σε μια ώρα αυτή (η οδός) φθάνει στο Καγιά Βουρνού, που βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Ροδόπη και αποτελείται από εξήντα ελληνικές και τουρκικές οικίες. Από αυτό το χωριό ξεκινούν οι διαφορετικές, μικρές οδοί, που οδηγούν σε μικρούς συνοικισμούς, κατοικούμενους από έναν ημιάγριο πληθυσμό της Ροδόπης και βρίσκονται σε υψόμετρο 300 έως 1.000 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Θάλεγε κανείς ότι είναι αετοφωλιές, πάνω στους απότομους βράχους. Μέχρι το σημείο αυτό η οδός είναι ενιαία, πλατιά και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αμάξια. [Εικόνα 6].

Σε πέντε ώρες από την Καβάλα φθάνει κάποιος στα χάνια του Σαρή Σαμπάν. Από το σημείο αυτό μέχρι το Νέστο απαιτούνται μόνο τρία τέταρτα της ώρας. Ο ποταμός, του οποίου η κοίτη είναι πλατιά και βαθιά, κυλάει μαγικά και σχηματίζει χίλιους μαιάνδρους μέσα στην πεδιάδα, την οποία μεταμορφώνει έντονα. Διαιρείται σε πολλούς βραχίονες, ενώ μερικές φορές πλημμυρίζει τις όχθες του και τους γειτονικούς αγρούς, σε μια απόσταση 2.000 – 3.000 μέτρων. Η γη, την οποία αρδεύει ο ποταμός, διατηρεί, ως αναμνηστικό της εισβολής του, ελώδεις λιμνούλες, στις οποίες άνθρωποι και ζώα συναντούν μερικές φορές τον θάνατο.

Το πλάτος του Νέστου, στο σημείο που τον διασχίζουμε, είναι 165 μέτρα. Αυτό είναι το μικρότερο πλάτος του. Καθώς αυτός κυλάει προς την θάλασσα, οι όχθες του απομακρύνονται. Στις εκβολές του έχει πλάτος πάνω από 1.000 μέτρα.

Το βάθος του ποικίλλει, από δύο έως έξι μέτρα και η ταχύτητά του, υπολογιζόμενη στο μέσον του ρεύματός του, είναι 2,50 μέτρα το δευτερόλεπτο.

Το χειμώνα, το πλάτος αυτού του ποταμού ποικίλλει, από 300 έως 3.000 μέτρα. Οι επαναλαμβανόμενες πλημμύρες του δυσκολεύουν τις αγροτικές εργασίες κι αποκαρδιώνουν τους καλλιεργητές.

Το πέρασμα το οποίο θα περιγράψουμε είναι αυτό που χρησιμοποιείται κατά τον χειμώνα. Το καλοκαίρι, η οδός περνάει από το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, όπου διασχίζει κάποιος το Νέστο με πορθμείο. Πρόκειται για μια άτεχνη βάρκα, η οποία χρησιμοποιείται σαν πορθμείο. Εμείς στοιβαζόμαστε σ’ αυτήν, ανάκατα, με τα άλογά μας, τους ανθρώπους μας, έναν τσιγγάνο και δυο νεαρές τσιγγάνες, των οποίων η χτυπητή ομοιότητα μας πείθει ότι πρόκειται γι’ αδελφές. Στο μέσον της πορείας μας, ένα από τα άλογά μας αφηνιάζει. Ο τρόμος κυριεύει τους καβάσηδες (υπηρέτες) μας, που δεν ξέρουν κολύμπι και τα δύο νεαρά κορίτσια μοιάζουν κι αυτά να δυσκολεύονται.

Σουμπαχάνισκε! φωνάζει το ένα (που θα πει: Ο Θεός να μας βοηθήσει).

Παναγιά μου! Φωνάζει το άλλο, επικαλούμενο το όνομα της Αγίας Παρθένου.

Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η διαφορά στις προσευχές τους, την ώρα του κινδύνου; Πληροφορούμαστε, βγαίνοντας από την βάρκα, ότι η μια ονομάζεται Εσμά και η άλλη Αγγελική….»

Στα τέλη της δεκαετίας του 1840-1850, ο Γάλλος αξιωματούχος A. Viquesnel [6], στον 2ο τόμο του έργου του, o ο τίτλος του οποίου παρατίθεται στην υποσημείωση και στο κεφάλαιο με τίτλο: « Οδός από την Καβάλα στο Ισμιλάν, κοντά στις πηγές του Άρδα», αναφέρει τα εξής: «Από την Καβάλα στην Γενιτζέ Καρασού (Γενισέα). Χρειάζεται κάποιος δέκα και μισή ώρες, για να καλύψει αυτή την απόσταση με ιππήλατη άμαξα και οκτώμισι ώρες, για να την καλύψει με άλογο με σέλα: Εμείς διανύσαμε την απόσταση αυτή σε οκτώ ώρες και δέκα λεπτά, ως εξής: Μέχρι τα Χάνια (εννοεί τη σημερινή Χρυσούπολη), 4 ώρες και 10 λεπτά, με καλό, συνηθισμένο ρυθμό. Μέχρι τη Γενιτζέ (Γενησέα), 4 ώρες με ρυθμό γρήγορο. Ως εκ τούτου, στην πραγματικότητα η απόσταση της διαδρομής, από τα Χάνια μέχρι τη Γενιτζέ, είναι λίγο μεγαλύτερη αυτής από τα Χάνια μέχρι την Καβάλα και πρέπει να την υπολογίζει κανείς σε τεσσεράμισι ώρες, για ένα άλογο με σέλα.

Βγαίνοντας από την Καβάλα, διασχίζει κανείς την χαμηλή κορυφή ενός αντερείσματος, πλευρίζει έναν χείμαρρο, διασχίζει την κορυφή δύο άλλων αντερεισμάτων, χωρισμένων από μια ρεματιά, της οποίας το κάτω μέρος βρέχεται από τη θάλασσα. Υπάρχει μια φρουρά στην κορυφή του τρίτου αντερείσματος. Αυτή η διαδρομή διαρκεί 45 λεπτά.

Ο χείμαρρος εξακολουθεί να βρίσκεται στ’ αριστερά, για 5-10 λεπτά. Ακολουθεί ένα μικρό ρυάκι και λίγο πιο πέρα βρίσκεται το τσιφλίκι του Τσιρπαντή (σημ. Λεύκη). Η διαδρομή διαρκεί 1 ώρα και 5 λεπτά.

Το πέρασμα του ρέματος του «Χατζί-σου», το οποίο αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στους καζάδες του Σαρή Σαμπάν και της Καβάλας, γίνεται σε 8 λεπτά. (Σημ. δική μου: Πρόκειται για ρέμα που βρίσκεται κοντά στα ερείπια του Ακοντίσματος)

(Σε άλλο σημείο του πονήματός του, ο Viquesnel αναφέρει ότι η μικρή περιοχή του Σαρή Σαμπάν αρχίζει δυο λεύγες στ’ ανατολικά της Καβάλας. Το όριο ανάμεσα στις δύο περιοχές το χαράζει το ρεύμα του μικρού χειμάρρου του Χατζί-σου. Η περιοχή του Σαρή Σαμπάν χωρίζεται από την περιοχή της Γενιτζέ από τον Καρασού. Οι τελευταίες ράχες των νότιων αντερεισμάτων του Μπόζνταγ σχηματίζουν το βόρειο όριο της περιοχής).

Λίγο μετά το πέρασμα του Χατζί - σου, ο συγγραφέας αφήνει την ακροθαλασσιά. Μετά από 40 λεπτά συναντά μια φρουρά στην πεδιάδα, στους πρόποδες των βουνών στ’ αριστερά.

Στα δεξιά του εκτείνεται μια πεδιάδα, σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και εν μέρει καλυμμένη με λακκούβες, που έχουν όμως αλμυρό νερό. Περνάει από το Καγιά μπουνάρ, (Πετροπηγή), που βρίσκεται μέσα σε μια ρεματιά, ένα τέταρτο της λεύγας στ’ αριστερά του. Έχουν περάσει άλλα 30 λεπτά, αφότου συνάντησε την φρουρά.

Στη συνέχεια, ο Viquesnel αφήνει το Ερετλί Μαχαλεζί (Ερατεινό), που βρίσκεται 20 λεπτά στα δεξιά του και το Καρατζά κουγιούν (Πέρνη), που βρίσκεται μισή ώρα στ’ αριστερά, στους πρόποδες του βουνού, μέσα σε χρονικό διάστημα 15 λεπτών.

Σε άλλα 20 λεπτά αφήνει το Ντοριανλή (Γραβούνα), που βρίσκεται αριστερά του, σε απόσταση τριών τετάρτων της λεύγας, (1 ναυτική λεύγα = 5.556 μέτρα, 1 αμερικανική λεύγα = 4.828,04 μέτρα) και μετά από 27 λεπτά συναντά ένα λόφο, πάνω σ’ ένα βραχίονα που σχηματίζει ο Καρασού, σε μικρή απόσταση από τα Χάνια. Φθάνοντας στα Χάνια, βλέπει: α) το Καρατζά Κουγιούν, σε απόσταση μιας ώρας προς τα δυτικά, 28 μοίρες βόρεια, β) το Ντοριανλή, σε απόσταση μιας ώρας μέσα στην πεδιάδα, γ) το Καραντζαλάρ (Ζαρκαδιά), σε απόσταση μιας και μισής ώρας προς τα δυτικά, 44 μοίρες βόρεια. δ) το Μποϊνού Κιζιλί (Γέροντα), σε απόσταση μιας και μισής ώρας προς τα βόρεια, 26 μοίρες δυτικά, ε) το Κουρού ντερέ (Παλαιό Ξεριά), σε απόσταση μιας και μισής ώρας, στ) το Τσιομπανλή (Αβραμηλιά), σε απόσταση μιας ώρας και ενός τετάρτου της ώρας προς τα βόρεια, 20 μοίρες ανατολικά. και ζ) το Μπέϊτζελι (Δρυμούσα), σε απόσταση 5 λεπτών στα δεξιά. Η είσοδος των στενών, από τα οποία εξέρχεται ο Καρασού, κρυμμένη από τον λοφίσκο του Τσιομπανλή, φαίνεται να βρίσκεται 20 μοίρες βόρεια και 25 μοίρες ανατολικά. Όλα αυτά τα χωριά βρίσκονται είτε στο μέσο της πλαγιάς, είτε στην κορυφή του βουνού. Τα Χάνια απέχουν από τα στενά του Νέστου 20 λεπτά.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η επισήμανση του συγγραφέα, ότι το χωριό Μπέϊτζελι ανήκε στον καζά της Γενιτζέ, διότι παλιότερα, (80 περίπου χρόνια πριν τη δική του διέλευση, δηλαδή περί το 1790), ο Καρασού περνούσε ανάμεσα στα Χάνια και στο Μπέϊτζελι και αποτελούσε το όριο ανάμεσα στους καζάδες του Σαρή Σαμπάν και της Γενιτζέ.

Τέλος, ο Viquesnel διασχίζει, μέσα σε 20 λεπτά, τον Καρασού, στο σημείο εκείνο, που ο τελευταίος χωρίζεται σε δύο βραχίονες.

Ο Αντώνιος Μηλιαράκης[7] αναφέρει, πλησιάζοντας στην Καβάλα: «..η θέα εκτείνεται εις τον κόλπον της Κοντέσσας (κόλπον Πιερίας), εις την νήσον Θάσον, πορρωτέρω δε προς ανατολάς εις τας κορυφάς των ορέων της Σαμοθράκης και προς δυσμάς εις τον Άθω. Εντεύθεν δε καθοράται και η πόλις Καβάλα. (Ενταύθα σημειούμεν και την ύπαρξιν δύο λιμενίσκων ή όρμων εις την άκραν του Σαρισλαβάν. Ο μεν είναι το Κεραμουτί, απέναντι της νήσου Θάσου, ο δε το Κουμ Μπουρνού, εγγύτερος τη Καβάλα). [Εικόνα 7].

Γ) ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Παραθέτω, στη συνέχεια, μερικά, άγνωστα, ιστορικά στοιχεία, σχετικά με την διοίκηση της υπό εξέταση περιοχής, ξεκινώντας από ένα σουλτανικό φιρμάνι, που εκδόθηκε στις 24-06-1770[8] κι έχει το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Eναρετώτατε των μουσουλμάνων ιεροδικαστών, άριστε των διοικητών των μονοθεϊστών, πηγή αρετής και γνώσεως, ιεροδίκα Λαρίσσης, αυξηθήτω η αρετή σου. Καυχήματα των ιεροδικών, πηγαί αρετής και λόγου, ιεροδίκαι των καζάδων της αριστεράς πλευράς της Ρούμελης, Γκιουμουλτζίνας, Γενιτζέ Κάρα-σου, Σαρή Σαμπάν, Αχή Τσελεμπή, Πραβίστης, Δράμας, Νευροκοπίου, Μελενίκου, Ιίετριτσίου, Ζίχνης, Σερρών, Εδέσσης, Γεννιτσών, Σαρή Γκιόλ, Βέ­ροιας, Σερβίων, Ελάσσονος και Δοϊράνης, αυξηθήτω η αρετή σας. Καύχημα τών κλεινών, μουμπασίρη δια την κατωτέρω αναφερομένην υπόθεσιν, άρχιερακοτρόφε Μεχμέτ, αυξηθήτω το κλέος σου. Καυχήματα τω ν ομοίων σας, σερδάρηδες, γέροντες των γενιτσαρικών εστιών, αγιάν του βιλαετίου και εργα­ζόμενοι, αυξηθήτω η ικανότης σας.

Άμα τη άφίξει του παρόντος αυτοκρατορικού φιρμανίου Μου έστω γνωστόν ότι κατά το τρέχον σωτήριον έτος καθίσταται επιτακτική και απαραίτητος η υπεράσπισις των οχυρών του Ισλαμισμού φρουρίων της Πελοποννήσου, Χαλκίδος, Μεθώνης και Κορώνης και Ναυαρίνου κατά των προσβολών του εχθρού και, επειδή το καθήκον τούτο επιβάλλεται εις άπαντας τους πιστούς μουσουλμάνους, εντέλλεσθε όπως άποστείλητε δια την υπεράσπισιν του φρουρίου Χαλκίδος χιλίους άνδρας, διά το φρούριον Μεθώνης τετρακόσιους, διά την Κορώνην τετρακόσιους και δια το φρούριον Ναυα­ρίνου διακοσίους, ήτοι εν συνόλω δύο χιλιάδας πεζούς στρατιώτας γενι­τσάρους των ανακτόρων Μου. Επειδή δε πρός τούτο απαιτούνται αρχισημαιοφόροι, ίνα άναπετάσσουν τας σημαίας των, εχορηγήθησαν εις τον εκ Γκιουμουλτζίνης....) αγάν μία σημαία, εις τον εκ Γενιτσέ Καρασού αγιάν Χαλίλ αγάν άλλη, εις τον εκ Σαρή Σαμπάν Χασάν αγάν άλλη, εις τον έκ Δράμας σερδάρην Χατζή Αχμέτ αγάν επίσης μία, εις τον εκ Νευροκοπίου Σεϊτ Χατζή Αλή αγάν άλλη, εις τους εκ Μελενίκου καί Πετριτσίου...) αγά­δες μία, εις τον εξ Αχή Τσελεμπή αγάν άλλη, εις τον εκ ΙΙραβίστης Ιμάμογλου Χατζή Χασάν αγάν, τέως σερδάρην, άλλη, εις τον εκ Ζίχνης αγάν άλλη, εις τον εκ Σερρών συνταξιούχον χασεκήν Χατζή Αχμέτ αγάν άλλη, εις τον εξ Εδέσσης αγάν άλλη, είς τόν εκ Γεννιτσων αγάν άλλη, εις τον εκ Σαρή Γκιόλ Τούρκ Μουσταφά αγάν μία, εις τον εκ Βεροίας Χατζή Μεχμέτ αγάν επίσης μία, εις τους εκ των καζάδων Σερβίων καιί Ελάσσο­νος αγάδες μία, εις τον εκ Λαρίσσης αγάν άλλη, ήτοι εέν συνόλω δέκα επτά καινουργείς σημαίαι, τας οποίας θέλουν αναπετάσσει οι αρχισημαιοφόροι ούτοι, ηγούμενοι των αποσταλησομένων ανδρών. Όθεν δέον να επιστρατεύσητε εκ των εις τους καζάδές σας κατοικούντων γενιτσάρων «τσαλίκ» δύο χιλιάδας μαχίμους και γενναίους άνδρας καί να αποστείλητε αυτούς μεέ πλήρη οπλισμόν το ταχύτερον εις τούς αναφερομένους τόπους μερίμνη του διορισθέν­τος συνοδού των αρχιερακοτρόφου χωρίς να παρεκκλίνουν ούτοι ουδέ κατά βήμα από την πορείαν των, διά να υπηρετήσουν, όπου ετάχθησαν. Νυν συ, αρχιερακοτρόφε, αφού παραδώσης εις τους ανωτέρω αναφερομένους αγάδες τας δέκα επτά καινουργείς σημαίας, να συγκέντρωσης εκ τωών τσαλίκ γενιτσάρων των καζάδων τούτων δύο χιλιάδας μαχίμους και γενναίους άνδρας και να οδηγήσης αυτούς το ταχύτερον εις τους τόπους του προορισμού των. Σεις, δε, αρχισημαιοφόροι, αναχωρούντες μεθ' όλων των ανδρών σας το συντομώτερον από τους τόπους σας, και συντομεύοντες την πορείαν, να αφιχθήτε εις τα φρούρια, τα α οποία πρόκειται να υπεραπισθήτε, και να προσφέρητε τας υπηρεσίας σας αποφεύγοντες να διέλθητε εξ άλλων τόπων άνευ αδείας......Εγράφη τέλη Σαφέρ 1184 (24-06-1770) εν τη έδρα Κωνσταντινουπόλεως¨. [Εικόνα 8].

Σ’ ένα άλλο, σουλτανικό φιρμάνι, που εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1821[9], αναφέρονται τα εξής: «Προς τον σοφολογιώτατον και πανιερώτατον ιεροδικαστήν Λαρίσσης, τους ιερολογιωτάτους Ιεροδικαστάς τωών καζάδων Γκιουμουλτζίνας, του παρά τον Νέστον Γενιτζέ, Σαρή Σιαμπάν, Αλή Τσελεμπή, Πραβίου, Δράμας, Νευροκοπίου, Μελενίκου, Πετριτσίου, Ζίχνης, Σερρών, Εδέσσης, Γενιτσών, Βαρδαρίου, Καϊλαρίων, Βέροιας, Σερβίων, Έλασσώνος και Δοϊράνης και πάντας τους ισχυρούς και προκρίτους των καζάδων τούτων. Άμα ως φθάση το παρόν υψηλόν μου αυτοκρατορικόν φερμάνιον, έστω προς γνώσιν υμών ότι καθ' α πληροφορείται το αυτοκρατορικόν μου διβάνιον, ένεκα της παρατηρουμένης ανταρσίας και του αναβρασμού των απίστων της Πελοποννήσου, (εννοεί την ελληνική επανάσταση), η θέσις των φρουρίων της Χαλκίδος, Μεθώνης, Ναυαρίνου και Κορώνης κατέστη προβληματική και ότι εμπνέει εις άκρον ανησυχίας ενταύθα. Τούτου ένεκα διετάχθη ο ενδοξότατος αρχηγός των γενιτσάρων όπως λάβη τα κατάλληλα μέτρα. Ούτος υπέβαλεν εις το σεβαστόν μου διβάνιον πρότασιν, όπως καταρτισθή πάραυτα δύναμις εκ δύο χιλιάδων γενιτσά­ρων της τάξεως τσαλίκ, υπό τας διαταγάς του δεδοκιμασμένης ικανό­τητος συνταγματάρχου των γενιτσάρων Ζουρνατζή Μπασή Μεχμέτ αγά και κατανεμηθή αυτή εις τα εν λόγω φρούρια αναλόγως της ενδεικνυομένης ανάγκης. Κατ' ακολουθίαν προς την πρότασιν ταύτην του ενδοξότατου αγά των γενιτσάρων, εκδίδομεν το παρόν υψηλόν αυτοκρατορικόν φερμάνιον και διατάσσομεν όπως ο εν λόγω συνταγματάρχης των γενιτσάρων, αναχωρών πάραυτα εντεύθεν, μεταβή εις τους ως άνω καζάδες και στρατολόγηση όσον τάχιστα ανάλογον αριθμόν γενιτσάρων, (πρόκειται περί έφεδρων καθαρώς τουρκικής καταγωγής και όχι γενιτσάρων προερχομένων από έξισλαμιζόμενα χριστιανόπαιδα), τελείως εφωδιασμένων και εξωπλισμένων, της τάξεως «τσαλίκ» εξ έκαστης περιφερείας, αφ’ ου δε συμπλήρωση εν όλω το ποσόν των δύο χιλιάδων ανδρών, σπεύση άνευ χρονοτριβής να ενισχύση διά χιλίων ανδρών την φρουράν Χαλκίδος, διά τετρακοσίων την φρουράν Μεθώνης, δι’ έτερων τετρακοσίων την φρουράν Κορώνης και δια των υπολειπομένων διακοσίων την φρουράν του Ναυαρίνου. Ωσαύτως παραγγέλλομεν και διατάσσομεν όπως δια τους στρατολογηθησομένους τούτους άνδρας καταρτισθούν και εγκαινιασθούν δέκα επτά νέαι σημαίαι, αίτινες θέλουν παραδοθή εις τους κάτωθι αναφερομένους, τους οποίους διορίζομεν σημαιοφόρους. Διά την περιφέρειαν Γκιουμουλτζίνας μία, υπό τον εκείθεν καταγόμενον (τελείως δυσανάγνωστον), Γενιτζέ παρά τον Νέστον υπό τον εκείθεν καταγόμενον Χαλήλ αγά, Σαρή Σιαμπάν υπό τόν εκείθεν καταγόμενον Χασάν αγά Ίντζέ Κιοϊλού…..»[Εικόνα 9]. 

Σε Κώδικα του Αρχείου Θεσσαλονίκης, των «ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 1695-1912»[10] και στη σελίδα 177 βρίσκεται καταχωρημένη την ακόλουθη σύμβαση, που συνάφθηκε το Νοέμβριο του 1859: «Συμβόλαιον μεταξύ του τουρκικού δημοσίου αφ’ ενός και των εμπόρων Σερρών Ιωάννου Δαλίδου (ή Βαλλίδου) και Κωνσταντίνου Σταυροβίτση, δια του οποίου οι δύο συμβαλλόμενοι Έλληνες επιχειρηματίαι ανέλαβον να καθαρίσουν και να καταστήσουν πλωτούς τους ποταμούς Νέστον (Καρασού) και Αξιόν (Βαρδάρ) και δι’ αυτών να διεξάγουν την ποταμοπλοϊαν επί 30 έτη δι’ ιδίων πλοίων…. Μέσα σε ενάμισι έτος από την υπογραφή της συμβάσεως συμφωνήθηκε ν’ αρχίσει η ποταμοπλοϊα επί του Νέστου και μετά τριετία επί του Αξιού. Οι συμβαλλόμενοι επιχειρηματίες, αν το επιθυμούσαν, είχαν το δικαίωμα να καταρτίσουν εταιρεία εκμεταλλεύσεως, χωρίς όμως το δικαίωμα μεταβιβάσεως σε τρίτους. Χρονολ. 13 Σεβάλ 1275 (1860).

Στο φύλλο της 10-10-1907 της «JOURNAL DE SALONIQUE», γαλλόφωνης εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης[11] περιλήφθηκε η ακόλουθη «Ανακοίνωση»: «Πληροφορούμε το κοινό ότι όσοι επιθυμούν ν’ αναλάβουν τις εργασίες και τα τεχνικά έργα κατασκευής δρόμων που κατονομάζονται στη συνέχεια, καλούνται ν’ απευθυνθούν στο Τμήμα Δημόσιων Έργων, προκειμένου να ζητήσουν και να λάβουν τους όρους και τις προϋποθέσεις διαφόρων έργων. Μεταξύ αυτών των έργων, που περιγράφονταν στην εφημερίδα, περιλαμβανόταν και η κατασκευή και τα τεχνικά έργα του δρόμου από Καβάλα μέχρι Σαρί Σαμπάν, προϋπολογισμού 321.775 πιάστρων». [Εικόνα 10].

Στη γαλλική εφημερίδα Le Journal της 30/10/1914[12] υπάρχει το εξής άρθρο, με τίτλο « ΟΙ ΑΡΓΥΡΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΩΝ ΜΟΝΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»:

«Σύμφωνα με τα νέα που λάβαμε από την Θεσσαλονίκη, οι αργυροί γάμοι του βασιλιά και της βασίλισσας της Ελλάδος γιορτάστηκαν με τον πιο μεγάλο ενθουσιασμό σε ολόκληρη την Μακεδονία.

Στις πιο σημαντικές πόλεις της, την Καραφέριε, τη Νιγρίτα, το Σαρίσαμπάν, τη Νάουσα και την Φλώρινα, οι κάτοικοι ενώθηκαν με τις Αρχές, για να δώσουν μεγαλύτερη λάμψη στις γιορτές και η επίκληση του ονόματος των βασιλέων γινόταν με χειροκροτήματα κι ενθουσιασμό.

Αναφέρεται ιδιαίτερα η θερμή συμμετοχή των Ισραηλιτών και των μουσουλμάνων κατοίκων στον γενικό ενθουσιασμό….». [Εικόνα 11].

Στην Ανακοίνωση του Colin Heywood, με τίτλο «Η ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ: ΟΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΒΡΑΧΙΟΝΑ, ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ»[13], ο συγγραφέας, στηριζόμενος σε οθωμανικά αρχεία, αναφέρει ότι επιθυμεί ν’ αναλύσει και να περιγράψει το οθωμανικό σύστημα ulak/menzilhane της αποκαλούμενης sol kol, δηλ. «οδού του αριστερού βραχίονα» ή της «αριστερής πτέρυγας» ή «του αριστερού κλάδου» του συστήματος, όπως είναι ορθό ν’ αποδοθεί, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, καθ’ ο μέρος η οδός αυτού του συστήματος επικάλυπτε την κλασική Εγνατία οδό, η οποία, κατά την οθωμανική περίοδο, είχε αρκετές χρήσεις (ρόλους). Αποτελούσε, κατ’ αρχάς, τον κύριο άξονα της οθωμανικής διείσδυσης κι εγκατάστασης, καθώς και των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Οθωμανών, κατά την περίοδο της κατάκτησης κι αργότερα, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου, στα μέσα του 17ου αιώνα. Συνάμα, αυτή λειτουργούσε και ως εμπορική οδός, εξυπηρετώντας τις εμπορικές συναλλαγές, από τη μια του θαλάσσιου κόσμου του Αιγαίου και της Αδριατικής κι από την άλλη της ηπειρωτικής, βαλκανικής ενδοχώρας. Πρακτικά, αυτή αποτελούσε τον αγωγό των κινήσεων εξισλαμισμού, τόσο των ορθοδόξων όσο και των ετεροδόξων ή αιρετικών. Τελικά, που είναι και το πιο σημαντικό, αυτή η οδός συνέχιζε να είναι αυτό που ήταν και στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο: Ένα βασικό εξάρτημα (συστατικό) του αυτοκρατορικού συστήματος επικοινωνιών. Το οθωμανικό σύστημα του ulak (ταχυδρομικός σταθμός) και του mezilhane (σταθμός ανάπαυσης), όπως το ρωμαϊκό paraveredus πριν απ’ αυτό, μετέφερε, σε μιαν εποχή προ-ηλεκτρονική και προ-τηλεγραφική, τις αυτοκρατορικές εντολές, τις δημόσιες ή μυστικές οδηγίες από το κέντρο στις επαρχιακές αρχές και την αλληλογραφία που αφορούσε πληροφορίες και οικονομικές αναφορές, αιτήσεις και αιτήματα, προς την αντίθεση κατεύθυνση. 

Η οδός sol kol ξεκινούσε από τη Ραιδεστό (Tekfur Tagi), είχε νοτιοδυτική κατεύθυνση, ακολουθώντας, σε μήκος 60 χιλιομέτρων, πορεία μέσα στην ενδοχώρα της Θράκης, διάρκειας 12 ωρών, μέχρι τα Μάλγαρα, από εκεί, προς τα δυτικά, για περίπου 20 χιλιόμετρα (ή 5 ώρες) μέχρι την Κεσσάνη, ακολούθως, όπως και σήμερα, διασταυρωνόταν με την κάθετη, από βορρά προς νότο, οδό που συνέδεε την Καλλίπολη με την Αδριανούπολη. Ανάμεσα στην Κεσσάνη και στον επόμενο, γνωστό σταθμό ανάπαυσης, τις Φέρρες, (8 ώρες, περ. 45 χιλιόμετρα), η οδός αρχικά κατευθυνόταν βόρεια, προς τα Ίπσαλα, (25 χιλιόμετρα από Κεσάνη) και ακολούθως στρεφόταν ελαφρώς προς νότο και διέσχιζε το ρεύμα του Έβρου ποταμού, περίπου ανάμεσα στα Ίπσαλα και τις Φέρρες…..

Δυτικά της Κομοτηνής η οδός, κατά τους 17ο και 18ο αιώνες στρεφόταν προς τα νοτιοδυτικά, άλλαζε κατεύθυνση προς νότο, για να εισέλθει στην παράκτια πεδιάδα του Νέστου (Καρά σου), καλύπτοντας, σε 7 ώρες, τα περίπου 40 χιλιόμετρα μέχρι τη Γενισέα (Yenice-i-kara-sou), αυτό το παλαιό κέντρο της τουρκικής εγκατάστασης κι εποικισμού στη Δυτική Θράκη. Ακολουθώντας, στη συνέχεια, η οδός μια αυστηρά νοτιοδυτική πορεία, διέσχιζε το Νέστο περίπου 20 χιλιόμετρα από τις εκβολές του κι έφθανε στον επόμενο ταχυδρομικό σταθμό, το Σαρή σαμπάν, μετά από πορεία 6 ωρών ή 20 περίπου χιλιομέτρων από τη Γενισέα…. Αυτός ο ενδιαφέρων, ταχυδρομικός σταθμός βρισκόταν στο κάτω τμήμα της πεδιάδας του Νέστου. Κατά την αναμόρφωση των σταθμών της οδού, που έλαβε χώρα το έτος 1691, σ’ αυτό τον σταθμό αναλογούσαν τρία ταχυδρομικά άλογα, που κόστιζαν (στο κράτος) 16.206 ακτσέδες το καθένα κατ’ έτος ή και τα τρία 48.618 ακτσέδες. Την υποχρέωση κάλυψης των ετήσιων εξόδων του ταχυδρομικού σταθμού την είχαν τουλάχιστον επτά χωριά των περιχώρων του Σαρή σαμπάν, υπαγόμενα στους καζάδες της Καβάλας και του Μπερεκετλή (Δάττου), ορισμένα από τα οποία ήταν βακουφικά. Αυτά τα χωριά συγκέντρωναν συνολικά 21.000 ακτσέδες από τα ετήσια έξοδα του σταθμού, ενώ τα υπόλοιπα καλύπτονταν από φόρους του καζά της Γενισέας.

Η στελέχωση του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή σαμπάν με τρία ταχυδρομικά άλογα ήταν ανεπαρκής. Στη νέα αναδιοργάνωση του συστήματος επικοινωνιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που έγινε στις 31-07-1696, αυτά τα ταχυδρομικά άλογα του σταθμού αυξήθηκαν σε εννέα (9). Στα 1700 ο σταθμός είχε έξι (6) άλογα, στα 1704 ξαναείχε εννέα (9) άλογα, στα 1712 είχε δέκα (10) και στα 1713 ένδεκα (11). Το 1712, τα ετήσια έξοδα λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού ανέρχονταν, πλέον, σε 210.925 ακτσέδες, πράγμα που σημαίνει ότι τα έξοδα αυτά τετραπλασιάστηκαν, μέσα σε μια 25ετία. Με δεδομένη την πτώση της ονομαστικής αξίας του ακτσέ κατά την ίδια περίοδο, η μεγάλη αύξηση των δαπανών λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή σαμπάν δείχνει ότι υπήρχε συνεχής αύξηση της ταχυδρομικής κίνησης στην περιοχή αυτή, η οποία επέφερε μια σημαντική οικονομική επιβάρυνση, τόσο τοπικά, όσο και σε κρατικό επίπεδο. [Εικόνα 12].

Στα παραπάνω, που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη Ανακοίνωση, εγώ προσθέτω το αυτονόητο συμπέρασμα, που εξάγεται απ’ αυτή την τεράστια, μέσα σε λίγα χρόνια, αύξηση των δαπανών λειτουργίας του ταχυδρομικού σταθμού του Σαρή Σαμπάν: Η μεγάλη αυτή αύξηση των δαπανών υποδηλώνει την αλματώδη, οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, που οφειλόταν στην ευφορία του εδάφους της, υποδηλώνει την προφανώς μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της, υποδηλώνει, τέλος, την οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τη συγκεκριμένη, χρονική περίοδο.

Δ) ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΣΚΗ ΣΑΡΗΣΑΜΠΑΝ - ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ – Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ

Όσον αφορά, τώρα, το Σαρή Σαμπάν, τη θέση του και το ζήτημα της ερμηνείας του ονόματός του:

Ο Tromelin[14], ευρισκόμενος το έτος 1807 στο χωριουδάκι Καρά σουχό, δίπλα στον ποταμό Νέστο, βλέπει στα δεξιά του ποταμού, ανάμεσα σε δένδρα, το μεγάλο χωριό Σερί Σαμπό (δηλ. Σαρή Σαμπάν), του οποίου, όπως λέει ο ίδιος, οι κάτοικοι είναι ανυπότακτοι Τούρκοι κι Έλληνες κι έχουν πολύ κακή φήμη. Μας δίνει, επίσης, την σημαντική πληροφορία, ότι αυτό το χωριό βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, πάνω σε μια μακριά άκρη, που προχωρεί προς τη Θάσο!

Ο Esprit Marie Couzinery[15], το έτος 1831, στο περιηγητικό κείμενό του, γράφει το Σαρή – Σαμπάν ως «Σαρίς – αμπάν».

Επισημαίνω, όμως, ιδιαίτερα, τα ακόλουθα, που παραθέτει ο Βασίλειος Νικολαϊδης[16], στο έργο του «Les Turks et la Turquie contemporaine», που εκδόθηκε το έτος 1859, για το Σαρή Σαμπάν: «Σε πέντε ώρες από την Καβάλα φθάνει κάποιος στα χάνια του Σαρή Σαμπάν. Πρόκειται για μια συστάδα 8-10 οικιστικών εγκαταστάσεων, στις οποίες ο ταξιδιώτης βρίσκει πεταλωτές, σαμαράδες, παντοπώλες κι ένα κονάκι (πρόκειται για την κατοικία του κυβερνήτη της περιοχής του Σαρίσαμπάν). Ένα κάστρο που έχει το ίδιο όνομα το συναντά κάποιος σε απόσταση μισής ώρας νότια των χανιών». Και λίγο παρακάτω, λέει, όπως ήδη ανέφερα, πως υπήρχε διάβαση του Νέστου που χρησιμοποιούνταν κατά τον χειμώνα και άλλη διάβαση, που χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι και ότι αυτή η τελευταία βρισκόταν στο κάστρο του Σαρή Σαμπάν, απ’ όπου περνούσε κάποιος το Νέστο με πορθμείο.

Γίνεται σαφές, από την ξεκάθαρη περιγραφή του Νικολαϊδη, ότι το έτος 1859 η σημερινή μεν Χρυσούπολη ήταν ένας μικρός συνοικισμός, αποτελούμενος από 8-10 οικήματα (χάνια) κι από το (θερινό, όπως θα δούμε στη συνέχεια) κονάκι του οθωμανού κυβερνήτη, σε απόσταση δε μισής ώρας (με άλογο, πάντοτε) από τα χάνια υπήρχε το κάστρο του Σαρή Σαμπάν. Σαφώς, επίσης, προκύπτει, από την ίδια αφήγηση, ότι κοντά στα χάνια (σημερινή Χρυσούπολη) υπήρχε το χειμερινό πέρασμα του Νέστου, ενώ κοντά στο κάστρο του Σαρή Σαμπάν το θερινό πέρασμά του, που γινόταν με πορθμείο.

Περνώντας ο A. Viquesnel[17], στα τέλη της δεκαετίας 1840-1850, από την πεδιάδα του Νέστου, μιλά κι αυτός για τα Χάνια, που λέει ότι αποτελούνται από αρκετά χάνια, μερικές καλύβες κι ένα κονάκι, (παλάτι), στο οποίο διαμένει το καλοκαίρι ο μουδίρης του Σαρί Σαμπάν, από το γεγονός, όμως, ότι, ενώ αναφέρει τον κυβερνήτη του Σαρή Σαμπάν, δεν αποκαλεί τα Χάνια Σαρή Σαμπάν, φαίνεται καθαρά ότι το όνομα αυτό έφερε κάποιος άλλος συνοικισμός, ξέχωρος από τα Χάνια.

Ποια είναι, λοιπόν, η τοποθεσία, στην βρισκόταν το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, σε απόσταση μισής ώρας με άλογο και κοντά στη θάλασσα, πάνω σε μια μακριά άκρη, που προχωρεί προς τη Θάσο; Αφού λάβουμε υπόψη μας τις μεγάλες μεταβολές που είναι προφανές ότι επέφερε ο Νέστος στην μορφολογία της περιοχής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, θα πρέπει να τοποθετήσουμε το κάστρο του Σαρή Σαμπάν, (το οποίο, προφανώς αργότερα, αφού παρήκμασε, μετονομάσθηκε σε Εσκή Σαρή Σαμπάν, όταν τα Χάνια μετατράπηκαν, αντίθετα, σε ακμαίο οικισμό και πήραν αυτά το όνομα Σαρή Σαμπάν) κοντά στο σημερινό Ερατεινό, όπου υπάρχουν αρκετά ερείπια, ενώ, προφανώς, ανάμεσα σ’ αυτά θα υπάρχουν και ίχνη του κάστρου, (μια κι ένας πλούσιος οικισμός, στο μέσον μιας ανοιχτής πεδιάδας, δεν μπορούσε παρά να είναι οχυρωμένος), αλλά, όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα να έχει γίνει κάποια σχετική έρευνα.

Τελειώνοντας το κεφάλαιο αυτό, θ’ αναφερθώ και σ’ ένα κείμενο, σε τουρκική γλώσσα, που είναι αναρτημένο στο διαδίκτυο, υπό τον τίτλο «Sarisaban Tarihi»[18], με την φωτογραφία ενός ερειπωμένου κτίσματος, που βρίσκεται, σύμφωνα με την ανάρτηση, στη σημερινή Χρυσούπολη, κάτω από την οποία αναγράφεται «ένα τούρκικο σπίτι που διασώζεται μέχρι τις μέρες μας στην Χρυσούπολη». Το κείμενο αυτό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μεταφράσει από την τουρκική γλώσσα η δ. Μάρθα Παυλίδου, την οποία κι ευχαριστώ, σας το αναφέρω γιατί, μεταξύ άλλων, περιέχει μια ενδιαφέρουσα άποψη, σχετικά με την έννοια του ονόματος του Σαρίσαμπάν. Λέει, λοιπόν, αυτό το κείμενο: «Η Χρυσούπολη απέχει 5 χιλιόμετρα από τον δρόμο Καβάλα- Ξάνθη. Η Χρυσούπολη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1375- 1376…. Το γραφείο του διοικητή, που υπάρχει μέχρι και σήμερα, χτίστηκε το 1880. Υπάρχουν ποικίλες αναφορές για το όνομα της Χρυσούπολης. Σύμφωνα με έναν από τους θρύλους, ονομάζεται Sarışaban (Sarı= κίτρινο (χρυσό) şaban= 8ος σεληνιακός μήνας), λόγω των γόνιμων πεδιάδων, με την πλούσια, «χρυσή» συγκομιδή. Η περιοχή της Χρυσούπολης λέγεται ότι ήταν εύφορη και ότι εκεί υπήρχε το χρυσό ή κίτρινο άροτρο. Βέβαια το sari - κίτρινο δεν ήταν το απαλό και καθαρό χρώμα που ξέρουμε, λόγω του ότι πάντα υπήρχε πρόβλημα ελονοσίας στην περιοχή. Η λέξη «κίτρινο» χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως και μεταξύ των Ελλήνων, λόγω της τουρκικής επιρροής. Επίθετα όπως: Σαρίδης, Σαρίογλού, Σαρισάββας, Σαριγιάννης, Σαριγιώργος, Σαρικώστας κ.λπ. ήταν διαδεδομένα. Γενικά, η έννοια που συνδέεται με αυτά τα επώνυμα είναι αυτή της «λάσπης» ή αναφέρεται σε σωματική αδυναμία ή ασθένεια, (λόγω της ελονοσίας, ειδικά στις πεδιάδες). Δινόταν σε ανθρώπους, με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. [Εικόνα 13].

Ε) ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ - ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Ο Tromelin[19], διερχόμενος από την περιοχή του Νέστου το έτος 1807, λέει ότι οι Τούρκοι κάτοικοι των πολλών χωριών που είναι κτισμένα στ’ αριστερά της πορείας του, ασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια καπνού και τη βαμβακονηματουργία.

Ο Esprit Marie Couzinery[20], στο ταξίδι του στην Μακεδονία, που έλαβε χώρα οπωσδήποτε προτού εκδώσει το σύγγραμμά του, το έτος 1831, επισημαίνει ότι η πεδιάδα του Σαρίς – αμπάν, σε απόσταση μεν δύο λευγών από την Καβάλα καλύπτεται από ελαιόδενδρα, στη συνέχεια δε αυτή γίνεται ολοένα και περισσότερο παραγωγική, καλλιεργούμενη με κάθε είδους σιτηρά και με τον καπνό ν’ αποτελεί ένα από τα πιο βασικά προϊόντα της.

Ο Βασίλειος Νικολαϊδης[21], στο έργο του «Les Turks et la Turquie contemporaine», που εκδόθηκε το έτος 1859, αναφέρει πως η πεδιάδα του Νέστου, η πιο εύφορη, ίσως, περιοχή της Θράκης σε σιτηρά, ρύζι, βαμβάκια και κυρίως καπνά, προσφέρει στα μάτια ένα θαυμάσιο τοπίο, το οποίο διακόπτουν συστάδες δένδρων, καλλιεργημένοι αγροί και ρυάκια νερού. Τα κλήματα δένονται στις φλαμουριές και βλέπει κανείς εδώ ένα δείγμα των αμπελώνων αυτής της χώρας. Αναφερόμενος, επίσης, σ’ ένα μύλο με έξι μυλόπετρες, που του έδειξαν, λέει χαρακτηριστικά ότι αυτός «κινείται με τα νερά του Νέστου και αποδίδει, όπως μας λένε, ετήσιο εισόδημα 40.000 (γαλλικών) φράγκων».

Ο A. Viquesnel[22] περιγράφει ότι το έτος 1868 στην περιοχή του Σαρή Σαμπάν είδε να καλλιεργούνται καπνός και καλαμπόκι. Για τη σημαντική, όμως, για την οικονομία του τόπου, καπνοκαλλιέργεια, αφήνω τον ίδιο να συνεχίσει: «Τα χωριά που καλλιεργούν τον καπνό, τον ονομαζόμενο «Καρσίγιακα» ή «Σαρίσαμπάν», είναι κατανεμημένα στους πρόποδες των γυμνών βουνών, τα οποία εκτείνονται μέχρι το στενό φαράγγι, το οποίο χρησιμοποιεί ο Καρασού, για να ξεχυθεί προς τη θάλασσα. Το ύψος τους ποικίλλει από 10 με 15 μέτρα (από την επιφάνεια της θάλασσας). Η πεδιάδα του Δέλτα είναι εν μέρει ακαλλιέργητη, ελώδης και εν μέρει καλλιεργείται με δημητριακά ή είναι καλυμμένη με συστάδες δάσους… Τα καπνοχώραφα αυτής της περιοχής, τα οποία είδα σε απόσταση 1.000 έως 2.000 μέτρων, έχουν κοκκινωπή απόχρωση…… Η μέση παραγωγή καπνού, προοριζόμενου για εξαγωγή, υπολογισμένη στα τέσσερα τελευταία χρόνια, (εννοεί τα έτη 1844 – 1847), ανήλθε στην περιοχή του Σαρί Σαμπάν σε 217.919 οκάδες, που ισούνται με 272.398 κιλά και καλλιεργούνται σε έκταση 129 εκταρίων». [Εικόνα 14].

Όσον αφορά την τιμή αυτού του εξαγώγιμου, πεδινού καπνού, των ποικιλιών «κιουμπέκ» και «κενεβίρ», συσκευασμένου σε δέματα των 5-15 οκάδων, ο συγγραφέας αναφέρει ότι αυτή ανήλθε σε 3-4,5 πιάστρες η οκά, κατά τα έτη 1845 και 1846, ενώ η υπόλοιπη παραγωγή (προφανώς, κατώτερης ποιότητας), ανήλθε σε 2-2,5 πιάστρες.

Χρήσιμος, τέλος, είναι κι ο ακόλουθος πίνακας, τον οποίο παραθέτει ο συγγραφέας, με την επισήμανση ότι πρόκειται για καπνό της ποικιλίας «μπασμά», συσκευασμένου σε μπάλες βάρους, κατά μέσο όρο, 42,5 οκάδων:

Συγκομιδή καπνού της πεδιάδας του Σαρί Σαμπάν στα έτη 1844 1845 1846 1847

Καρατζά Κογιούν – 1 ώρα από τα Χάνια 900 1.000 1.000 1.200

Καρατζίαλαρ – 1 ώρα από τα Χάνια 700 600 700 800

Καγιά μπουνάρ – 2 ώρες από τα Χάνια 600 500 550 650

Μπουγιούκ Κεζέρ – 1,5 ώρα από τα Χάνια 350 300 200 250

Μπαϊρακλή 250 300 250 300

Ουζούν Κουγιού 250 300 300 350

Ντερενλή – 1 ώρα από τα Χάνια (στην πεδιάδα) 250 200 300 350

Ντογράν 400 500 450 550

Κουρούντερέ 1,5 ώρα από τα Χάνια 500 400 300 350

Μπεκτεμίς – 1 ώρα από τα Χάνια 250 300 250 300

Καρά Κετιρλί 180 150 190 200

Τσιομπανλή – 1 ώρα από τα Χάνια 180 200 190 200

Ιντζιές – 1 ώρα από τα Χάνια 130 150 160 180

ΣΥΝΟΛΑ 4.990 4.850 4.890 5.780 οκάδες.

Η επίσημη εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας, (Journal officiel de la République française. Lois et décrets[23], γράφει, στις 12-02-1873, ότι το λιμάνι της Καβάλας είχε γίνει μεν γνωστό στον εμπορικό κόσμο μόλις 25 χρόνια πριν, όταν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, ως ένα από τα κύρια σημεία διάθεσης (εξόδου) των προϊόντων της Μακεδονίας, ωφελήθηκε όμως ιδιαίτερα, αφότου άρχισε να καλλιεργείται στην περιοχή ο καπνός, ο οποίος διετίθετο στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Ιταλία και την Αυστρία, στις Ηγεμονίες του Δούναβη και στην Αγγλία, χώρες που κατανάλωναν μεγάλο μέρος της παραγωγής αυτού του προϊόντος. «Παρόλο που αυτό το προϊόν παράγεται στο ίδιο έδαφος, έχει πολλές ποικιλίες. Οι Γερμανοί κι οι Αυστριακοί προτιμούν ιδιαίτερα τις ποικιλίες που καλλιεργούνται στις περιοχές της Δράμας και του Σαρί σαμπάν. Στην τελευταία, το έτος 1873 παράχθηκαν 1.900.000 λίβρες καπνού, (1 λίβρα = 450 περίπου γραμμάρια), 70.000 περισσότερες από την προηγούμενη χρονιά. Η ίδια περιοχή παράγει, επίσης, 500.000 λίβρες καπνού που καλλιεργείται σε λόφους και πεδιάδες κι ονομάζεται γκιουμπέκ. Πρόκειται για καπνό που πωλείται σε πολύ καλή τιμή στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και σ’ ολόκληρη γενικά την Τουρκία. Έχει χρυσαφένιο χρώμα και η τιμή του ποικίλλει από 3 έως 7 sh. (;;) η λίβρα. 50.000 λίβρες αυτής της ποικιλίας πωλούνται στην Αυστρία, 60.000 στην Ρωσία και 11.000 στις Ηγεμονίες του Δούναβη.

Στο Δελτίο στατιστικής και συγκριτικής νομοθεσίας, του Υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας[24], αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα:

Η Μακεδονία είναι το πραγματικό κέντρο της καλλιέργειας του καπνού στην Ευρωπαϊκή Τουρκία: Οι πλούσιες λεκάνες του Καρασού, του Βαρδάρη και του Στρούμα είναι αυτές που παράγουν εξαιρετικά και αρωματικά καπνά, τα οποία αγαπά πολύ ολόκληρος ο κόσμος. Τα προϊόντα αυτά είναι γνωστά με τα ονόματα της Δράμας, της Πράβιστας, του Ντεμιρλί, της Γενιτζέ και του Σαρίσαμπάν και διακρίνονται σε πεδινά και ορεινά καπνά. Τα καπνά της πεδιάδας χαίρουν πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης και περιλαμβάνουν τις παραγωγές των ποικιλιών Κίρ και Περσιστάν στην περιοχή της Δράμας, το σύνολο της παραγωγής του Σαρί σαμπάν, ένα μέρος αυτής της Γενιτζέ και της Πράβιστα και, κυρίως, τα καπνά της ποικιλίας Γκιουμπέκ ή Γκιουμπέ, τα οποία μπορεί κάποιος να ονομάσει «σπουδαίες παραγωγές της Ανατολής».

Τα καπνά της ποικιλίας Γκιουμπέκ διατίθενται στο εμπόριο σε μικρές δέσμες (μπάλες) που λέγονται μποχτσάδες και είναι ιδιαίτερα φροντισμένες, μέσου βάρους 15 οκάδων (20 κιλών) και αφού περιγράφεται η εμφάνιση των φύλλων τους, αναφέρεται ότι η τιμή τους κυμαίνεται από 12 έως 16 φράγκα το κιλό, για να φθάσει σε κάποιες περιπτώσεις τα 20 φράγκα.

Άλλες ποικιλίες διατίθενται στο εμπόριο σε μπάλες (δέματα) των 55 κιλών, οι οποίες είναι συσκευασμένες κι από τις τέσσερις πλευρές τους με ύφασμα φτιαγμένο από κατσικίσιο μαλλί και προσαρμόζονται (στηρίζονται) η μια πάνω στην άλλη, δεμένα με σχοινιά από το ίδιο υλικό. Η τιμή τους ποικίλλει, από 40 έως 600 φράγκα ανά 100 κιλά, ανάλογα με την περιοχή.

Η συνολική παραγωγή της Μακεδονίας ανέρχεται περίπου σε 5.000.000 κιλά, από τα οποία τα 1.500.000 κιλά από την περιοχή της Δράμας, 900.000 κιλά από το Σαρίσαμπάν, 2.000.000 κιλά από την περιοχή της Γενιτζέ και τα υπόλοιπα από την περιοχή της Πράβιστα. Η συνολική ποσότητα καπνών της ποικιλίας Γκιουμπέκ που παράγεται ετησίως δεν ξεπερνά ποτέ τα 500.000 κιλά.

Αυτά είναι τα καπνά που παρέχουν (στο κράτος) τους πιο σημαντικούς δασμούς, είτε εξάγονται στις άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας, είτε σε ξένα κράτη: Η Ρωσία, η Ρουμανία, η Αυστρία, η Αγγλία, η Ιταλία και η Γαλλία παίρνουν από αυτά τα καπνά σημαντικές ποσότητες, οι οποίες δεν είναι λιγότερες από 3.000.000 κιλά ετησίως. Τα λιμάνια φόρτωσής τους είναι αυτά του Πόρτο Λάγος, της Καβάλλας και της Θεσσαλονίκης.

Στο κείμενο που βρήκα αναρτημένο στο διαδίκτυο, σε τουρκική γλώσσα, υπό τον τίτλο «Sarisaban Tarihi[25]», του οποίου απόσπασμα σας διάβασα πιο μπροστά, επισημαίνω τον θρύλο, ότι το όνομά του το έλαβε το Sarışaban από τις τουρκικές λέξεις Sarı = κίτρινο (χρυσό) και şaban= 8ος σεληνιακός μήνας, λόγω των γόνιμων πεδιάδων του, με την πλούσια, «χρυσή» συγκομιδή. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι «υπολογίζεται πως υπάρχουν 183.000 στρέμματα γης κατάλληλης για τη γεωργία στον καζά. Η σοδειά ήταν άφθονη και το έδαφος γόνιμο. Το πεπόνι και το καρπούζι ήταν διάσημα. Επίσης άρχισε να αυξάνεται η δημοτικότητα του καπνού στην περιοχή, επειδή ήταν νόστιμος και εύγευστος». Και ναι μεν, δεν υπάρχει χρονολόγηση αυτού του κειμένου, οπωσδήποτε, όμως, όσα εκτίθενται σ’ αυτό πρέπει ν’ ανάγονται στα τέλη του 19ου ή το πολύ στις αρχές του 20ού αιώνα, μια και ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε αρχίσει ν’ αυξάνεται η δημοτικότητα του καπνού της υπό εξέταση περιοχής!

Στο φύλλο της 14-08-1910 της «JOURNAL DE SALONIQUE», γαλλόφωνης εφημερίδας της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης[26], περιλήφθηκε η ακόλουθη καταχώριση:

«Στις 14 Αυγούστου του 1910, ημέρα Κυριακή, άνοιξε τις πύλες του στην πόλη της Δράμας, υπό την προεδρία του Μουτεσαρίφη του Σαντζακιού της Δράμας, Ταχσίν μπέη, το πρώτο συνέδριο των καπνοπαραγωγών του Σαντζακιού. Τη σπουδαιότητα του συνεδρίου αποδεικνύει το γεγονός ότι ο ίδιος ο διευθυντής της εφημερίδας, Δαούτ Λεβή, επισκέφθηκε την Δράμα κι έστειλε ο ίδιος τις ανταποκρίσεις του για το εν λόγω συνέδριο, από τις οποίες σας μεταφέρω, περιληπτικά, τα εξής: Η πόλη της Δράμας, στη διάρκεια του συνεδρίου, παρουσίασε ζωηρή κίνηση, εξ αιτίας του ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατοίκων του Σαντζακίου έφθασε στην Δράμα, με αποτέλεσμα, τα λίγα ξενοδοχεία της πόλης να μη μπορούν να δεχθούν όλο αυτό το πλήθος και ν’ αναγκαστούν οι κάτοικοι της πόλης, που διακρίνονταν για την φιλοξενία τους, να φιλοξενήσουν τους επισκέπτες στα σπίτια τους. Η διοργάνωση του συνεδρίου, το οποίο ήταν το πρώτο συνέδριο για θέματα καθαρά αγροτικά και οικονομικά, οργάνωσε ο ακούραστος μουτεσαρίφης της Δράμας, Ταχσίν μπέης, βλέποντας πως η ευδαιμονία της περιοχής του εξαρτιόταν από την αγροτική καλλιέργεια και κύρια απ’ αυτήν του καπνού και θέλοντας να βοηθήσει στην βελτίωση των συνθηκών ζωής των αγροτών της περιοχής ευθύνης του. Σκοπός, επίσης του συνεδρίου ήταν η ενημέρωση των αγροτών, σχετικά με τους τρόπους βελτίωσης της καπνοπαραγωγής, χωρίς να πέσει η ποιότητα του παραγόμενου καπνού, που ήταν φημισμένο σ’ όλο τον κόσμο και σάρωνε τα διεθνή βραβεία.

Στο συνέδριο πήραν μέρος αντιπρόσωποι από τις περιοχές καλλιέργειας καπνού όλων των βιλαετιών της ευρωπαϊκής Τουρκίας και συγκεκριμένα αυτών της Θεσσαλονίκης, του Κοσσόβου, του Μοναστηρίου και της Αδριανούπολης. Ήδη την προηγούμενη της έναρξής του ημέρα είχαν φθάσει στη Δράμα περί τους 90 συνέδρους, εκ των οποίων 5 ήταν από τον καζά της Δράμας, 3 από αυτόν του Κοτσικαβάλ, 2 από της Προσωτσάνης, 4 από αυτόν της Γκιουμουλτζίνας, 12 από του Εσκετζέ, 6 από τον καζά της Καβάλας, 10 απ’ αυτόν της Ζίχνας, 2 από αυτόν του Τεκέτς, 3 από τον καζά της Ραδοβίστας, 3 από τον καζά Μελενίκου, 7 από αυτόν του Σαρίσαμπάν, 2 από αυτόν της Τζούμα, 9 των Σερρών, 3 της Πράβιστα, 12 του Νευροκοπίου, 2 του Μπαϊρακλή και 3 του Ντεμίρ Χισάρ. Πολλοί απ’ αυτούς τους συνέδρους προσήλθαν, αποφασισμένοι να πάρουν το λόγο και να πουν την άποψή τους για τα πλεονεκτήματα της εντατικής καλλιέργειας του καπνού.

Την ημέρα του συνεδρίου, αυτό άρχισε τις εργασίες του στη μία και μισή ώρα Τουρκίας. Η αίθουσα του συνεδρίου ήταν ωραία διακοσμημένη και οι σύνεδροι προσήλθαν, υπό τους ήχους ωραίας μουσικής. Πρώτος [πήρε τον λόγο ο Μουτεσαρίφης, ο οποίος εξέθεσε τους οικονομικούς σκοπούς του συνεδρίου και τη κοινωνική του εμβέλεια.

Δεύτερος πήρε τον λόγο ο βουλευτής της Δράμας, Ριζά μπέης, ο οποίος εξέθεσε την φροντίδα της επαναστατικής κυβέρνησης (των Νεοτούρκων) για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη συνέχεια υπέβαλαν ερωτήσεις 4 αντιπρόσωποι των καζάδων και 8 απλοί καλλιεργητές.

Το συνέδριο ολοκληρώθηκε με ψηφοφορία, για την εκλογή του Γραφείου του συνεδρίου, στην οποία ο βουλευτής της Δράμας, Ριζά μπέης, έλαβε 33 ψήφους κι εκλέχτηκε πρόεδρος, ο μουτεσαρίφης, Ταχσίν μπέης, με 31 ψήφους, εκλέχτηκε αντιπρόεδρος και ο σπουδαίος Μεχμέτ Αλή μπέης, με 32 ψήφους, εκλέχτηκε δεύτερος αντιπρόεδρος. [Εικόνα 8].

ΣΤ) ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

Ο Kemal H. Karpat[27] αναφέρει ότι το έτος 1831 η περιοχή του Σαρί Σαμπάν είχε συνολικό πληθυσμό 5.171 κατοίκων, από τους οποίους οι 4.986 ήταν μουσουλμάνοι, οι 131 χριστιανοί και οι 54 τσιγγάνοι, ενώ το 1881-1882 είχε συνολικό πληθυσμό 16.935 κατοίκων, από τους οποίους οι 8.241 ήταν γυναίκες και οι 8.694 άνδρες. Όσον αφορά το θρήσκευμα, οι 8.183 γυναίκες ήταν μουσουλμάνες και οι 58 Ελληνίδες χριστιανές, ενώ οι μεν 8.277 άνδρες ήταν μουσουλμάνοι και οι 235 Έλληνες χριστιανοί. Άλλοι 182 άνδρες ήταν βουλγαρικής καταγωγής.

Στον «ΠΙΝΑΚΑ ΓΕΝΙΚΟΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΟΥΡΚΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ[28]», που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1902, αναφέρεται ότι στο Σαρί Σαμπάν υπήρχε ένα ελληνικό σχολείο, με έναν δάσκαλο και 8 μαθητές, το δε ετήσιο κόστος συντήρησης του σχολείου ανερχόταν σε 140 γαλλικά φράγκα.

Στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟ 1908[29], υπάρχει πίνακας, υπό τον τίτλο «ΣΧΟΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ, ΡΟΥΜΟΥΝΙΚΑ, ΣΕΡΒΙΚΑ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ. 1908, σύμφωνα με τον οποίο, στον καζά του Σαρί Σαμπάν υπήρχαν το 1908 δύο (2) ελληνικά σχολεία, με δύο (2) δασκάλους και τριάντα δύο (32) μαθητές.

Ο Ανδρέας Αρβανίτης[30] λέει τα εξής:

«Σαρί Σαμπάν (Σαππαίοι). Χωρίον, βορειοανατολικώς της Καβάλλας και επί της δεξιάς όχθης του Νέστου ποταμού κείμενον και απέχον 4 ώρας από της Καβάλλας και 10 ώρας της Δράμας, μετά 300 Ελληνομακεδόνων και 30 Οθωμανών. Πρωτεύουσα της Υποδιοικήσεως. Οι κάτοικοι της Επαρχίας ταύτης καταγίνονται εις την καπνοφυτείαν, παράγοντες εξαίρετον καπνόν. Η Υποδιοίκησις Σαρί Σαμπάν περιλαμβάνει 20.400 Οθωμανούς και 500 Έλληνας.

Στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΜΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ, ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1911[31], υπό τον τίτλο «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΙΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ», αναφέρεται ότι στο Σαντζάκι Δράμας υπαγόταν, μεταξύ άλλων και ο καζάς του Σαρήσαμπάν, με πρωτεύουσα την ομώνυμη κωμόπολη, που είχε 650 ορθοδόξους Έλληνες και 16.000 μουσουλμάνους κατοίκους.

Ο Στέφανος Παπαδόπουλος[32], στο έργο του «Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, υπό τον τίτλο «ΚΑΖΑΣ ΣΑΡΗΣΑΜΠΑΝ»:

1. Αναφέρει ότι ο καζάς αυτός, πού αποτελούσε το νοτιοανατολικό τμήμα του σαντζακιού της Δράμας, κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους. Σε σύνολο πληθυσμού (πριν από το 1912) 20.083 κατοίκων, κατανεμημένων σε 59 χωριά, υπήρχαν μόνο 120 βούλγαροι και 400 Έλληνες, ανά 200 στο Σαρισαμπάν καί στο Καγιά Μπουνάρ (Δουκάλιο). Το δεύτερο μάλιστα χωριό είχε μόνο Έλληνες κατοίκους. Στα δυο αυτά χωριά λειτουργούσαν και δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, με άγνωστο όμως αριθμό μαθητών.

2. Στους αριθμητικούς πίνακες σχολείων, διδακτικού προσωπικού και μαθητών, που παραθέτει, όσον αφορά τον καζά του Σαρισαμπάν, κάνει λόγο για 2 κοινά σχολεία (γραμματοδιδασκαλεία), που είχαν 2 δασκάλους και 40 μαθητές.

3. Αναφέρει, τέλος, ότι δεν υπήρχαν καθόλου Σύλλογοι (λ.χ. φιλεκπαιδευτικοί κλπ.)

Ζ) ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όσα περιέλαβα στο μικρό αυτό πόνημα, αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της ξενόγλωσσης, κύρια, βιβλιογραφίας, η οποία αφορά την οθωμανική περίοδο της ιστορίας του Δήμου Νέστου, μεγάλο μέρος της οποίας μπορεί κάποιος να βρει σήμερα στις αναρίθμητες, ψηφιακές βιβλιοθήκες του διαδικτύου. Ως μοναδικό σκοπό είχε αυτή η παρουσίαση, ν’ αποτελέσει το έναυσμα, το κίνητρο για μια βαθύτερη έρευνα αυτής της ιστορικής περιόδου του τόπου μας, από ειδικούς επιστήμονες κι ερευνητές, γεγονός που θ’ αποτελέσει και τη μόνη, ηθικής φύσεως ικανοποίηση για μένα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

[1] Mustafa Ben Abdalla Hadschi Chalfa, «RUMELI UND BOSNA, geographisch beschrieben», (Έκδοση από τον Joseph von Hammer, Wien 1814).

[2] J. J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage fait dans la Turquie d’ Europe, d'après les ordres de Son Excellence le général en chef Marmont, duc de Raguse 1807 (Deuxieme et derniere partie)». Στο Revue des etudes Napoleoniennes, Les origins de l’ Europe nouvelle, (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France)

[3] Clarke, «Travels in various countries of Europe, Asia anf Africa, Part the second, Greece Egypt and the Hole Land – section the third», (London 1818)».

[4] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine, contenant des recherches sur l’ histoire, la geographie et les antiquites de ce pays», (Paris, 1831).

[5] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine. Itineraire et compte rendu des voyages dans les provinces ottomans, avec cartes detaillees, t. 2me» (Paris, 1859)

[6] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe. Description physique et geologique de la Thrace, t. 2me» (Paris, 1868) (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France)

[7] Αντωνίου Μηλιαράκη, «Οδοιπορικά Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, κατά τον Emile Isabert», (Εν Αθήναις, 1878)
[8] ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, «Β’. Αρχείον Βεροίας – Ναούσης 1598-1886, (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1952).

[9] ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΑΡΧΕΙΟΝ ΒΕΡΟΙΑΣ, «ΕΚΛΟΓΑΙ», (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1942)

[10] ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, «Α’. Αρχείον Θεσσαλονίκης, 1695-1912, (έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1952).
[11] «Journal de Salonique : publication bi-hebdomadaire, politique, commerciale et littéraire», φύλλο της 10-10-1907. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[12] «Le Journal», (Γαλλική εφημερίδα, φύλλο της 30-10-1914), (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[13] Colin Heywood, «THE VIA EGNATIA IN THE OTTOMAN PERIOD: THE MENZILHANES OF THE SOL KOL IN THE LATE 17th CENTURY», Πρακτικά Συμποσίου, που διοργανώθηκε στο Ρέθυμνο, από 09 έως 11 Ιανουαρίου του 1994, με τίτλο «HALCYON DAYS IN CRETE II» και θέμα «THE VIA EGNATIA UNDER OTTOMAN RULE – 1380-1699», από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας.

[14] J. J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage …. (Deuxieme et derniere partie)».

[15] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine».

[16] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine».

[17] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe».

[18] Tarihi (Baki Sarisakal). Κείμενο στο διαδίκτυο.

[19] J. TROMELIN, «Itineraire d’ un voyage …. (Deuxieme et derniere partie)».

[20] Esprit Marie Cousinery, «Voyage dans la Macedoine».

[21] Νικολαϊδη Βασιλείου (B. Nicolaidy) «Les Turks et la Turquie contemporaine».

[22] A. Viquesnel, «Voyage dans la Turquie d’ Europe».

[23] «Journal officiel de la République française. Lois et décrets», Τεύχος της 12ης-02-1873. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[24] Ministère des finances. «Bulletin de statistique et de législation compare». (1877-07). (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[25] Tarihi (Baki Sarisakal). Κείμενο στο διαδίκτυο.

[26] “Journal de Salonique : publication bi-hebdomadaire, politique, commerciale et littéraire», φύλλο της 10-10-1907. (Πηγή: gallica.bnf.fr/Bibliothèque nationale de France).

[27] Kemal H. Karpat, «OTTOMAN POPULATION, 1830-1914, DEMOGRAPHIC AND SOCIAL CARACTERISTICS».

[28] «Πίναξ Γενικός των εν τη Ευρωπαϊκή Τουρκία ελληνικών σχολείων», (Κωνσταντινούπολις, 1902).

[29] Μακεδονικόν Ημερολόγιον Παμμακεδονικού Συλλόγου», έτους 1908.

[30] Ανδρέου Αρβανίτου, «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ». Έκδοση 1908.

[31] «Μακεδονικόν Ημερολόγιον Παμμακεδονικού Συλλόγου», έτους 1911.

[32] Στέφανος Παπαδόπουλος, «Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας». (Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 1970)


ΕΙΚΟΝΕΣ, ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 

 















Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

 


ΤΟ ΜΗΛΙΟ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
(Παλιότερα Melenköy, σήμερα Güzelköy)


ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ


Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Ο Ευστράτιος Ι. Δράκος, στο σύγγραμμά του, που εκδόθηκε το έτος 1892, ανέφερε ότι «υπό 260 ελληνικών οικογενειών και 30 οθωμανικών το χωρίον σύγκειται, περίφημον δε ως έδρα και πατρίς του προ της παλιγγενεσίας τελευταίου Τούρκου τιμαριούχου των Γανοχώρων».
Σε τεύχος του έτους 1907, του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια», που εκδιδόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναφερόταν ότι «βορείως της Κερασιάς είναι ο Μηλιός εκ 300 ως έγγιστα οικιών».
Αργότερα, πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων της κοινότητας έχουμε από απογραφές του ελληνικού πληθυσμού των εκκλησιαστικών επαρχιών Γάνου και Χώρας και Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τις κατά τόπους ελληνικές προξενικές αρχές, τα αποτελέσματα των οποίων υποβλήθηκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την απογραφή του 1911, στο Μηλιό κατοικούσαν 1.330 (675 άνδρες και 655 γυναίκες) Έλληνες και 134 Τούρκοι.
Από την καταγραφή των Γανοχώρων, που πραγματοποιήθηκε μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1912, γνωρίζουμε ότι κατοικούσαν 1.470 κάτοικοι.
Το επόμενο έτος, οπό μία νέα απογραφή πληροφορούμαστε τον πληθυσμό της υποδιοικήσεως Μυριοφύτου. Στην κοινότητα καταγράφονται 193 (άνδρες 91 και 102 γυναίκες) Έλληνες και 152 (67 άνδρες και 85 γυναίκες) Τούρκοι• συνολικά 345 κάτοικοι.
Κατά το έτος 1917 πραγματοποιήθηκε εθνολογική καταγραφή του άρρενος πληθυσμού των υποδιοικήσεων Μυριοφύτου και Περιστάσεως. Στην κοινότητα καταγράφονται 699 (350 κάτω και 349 άνω των 25 ετών) Έλληνες και 62 (33 κάτω και 29 άνω των 25 ετών) Τούρκοι.
Σύμφωνα με την απογραφή που πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1920, στο Μηλιό συναντούμε 235 (111 άνδρες και 124 γυναίκες) Έλληνες και 200 (96 άνδρες και 104 γυναίκες) Τούρκοι• συνολικά 435 άτομα.
Ο Μ. Μαραβελάκης και ο Α. Βακαλόπουλος αναφέρουν ότι λίγο πριν τον εκπατρισμό των κατοίκων (1922) της κοινότητας στο Μηλιό ζούσαν περίπου 300 ελληνικές και 100 τουρκικές οικογένειες.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις που υπέβαλαν, οι επιζώντες και εγκατασταθέντες στη Θεσσαλονίκη, προς τη Διεύθυνση Ανταλλαγής το 1926 ήσαν 321 οικογένειες.
Ήδη, όμως, από το έτος 1908 είχε αρχίσει η πληθυσμιακή αιμορραγία του Μηλιού. Πολλοί νέοι Μηλιώτες, για ν’ αποφύγουν την στράτευση στον Τουρκικό στρατό (αμελέ ταμπουρού = τάγματα εργασίας), που με την ανακήρυξη του Συντάγματος των Νεοτούρκων είχε καθιερωθεί, για όλες τις μη Μουσουλμανικές εθνότητες της Αυτοκρατορίας, έφυγαν κατά δεκάδες στην Αμερική, όπου απετέλεσαν τον πυρήνα των Γανοχωριτών, που εγκαταστάθηκαν εκεί. Τους ακολούθησαν κι' άλλοι, κατά τον διωγμό του 1915, έτσι ώστε κάθε οικογένεια, σχεδόν, να έχει 1-2 ξενιτεμένους της εκεί.
Ακολούθησε ο μεγάλος σεισμός της νύκτας της 27ης Ιουλίου του 1912, που είχε ως επίκεντρο την Προποντίδα, τις πλαγιές του Ιερού Όρους, ανάμεσα στα χωριά Γάνος, Χώρα, Πλάτανο, Μηλιό και Καλαμίτσι και είχε διάρκεια περίπου 16 δευτερολέπτων. Από το σεισμό αυτόν το Μηλιό καταστράφηκε ολοσχερώς. Την περίοδο αυτή ζούσαν 1.470 κάτοικοι, οι οποίοι στεγάζονταν σε 240 οικίες, από τις οποίες καταστράφηκαν οι 173, ενώ 30 κάηκαν από την πυρκαγιά που ξέσπασε μετά το σεισμό. Οι νεκροί ανήλθαν σε 111, οι τραυματίες σε 78, από τους οποίους 10 ήσαν βαριά τραυματισμένοι, ενώ κάτω από ερείπια εγκλωβίστηκαν 11 άτομα. Την επομένη του σεισμού, οι κάτοικοι αντίκρισαν το μέγεθος της καταστροφής• όλη η περιουσία τους καταστράφηκε. Οι περισσότεροι δεν είχαν πού να μείνουν και τα-κτοποιήθηκαν σε παράγκες. Αμέσως μετά τη θεομηνία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να ενισχύσει οικονομικά και υλικά τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν. Σύστησε, μετά από σχετική, κυβερνητική άδεια, ερανικές επιτροπές, για τη διενέργεια εράνων, με σκοπό την άμεση βοήθεια των σεισμοπλήκτων και την παροχή των πρώτων, απαραίτητων βοηθειών. Στη συνέχεια φρόντισε να τακτοποιηθούν οι σεισμόπληκτοι σε παραπήγματα. Σημαντική ήταν η βοήθεια που παρείχε, με αγγελίες και παραινέσεις για βοήθεια προς τους σεισμόπληκτους, το επίσημο όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Εκκλησιαστική Αλήθεια, στην πρόσκληση του οποίου ανταποκρίθηκαν πολλοί χριστιανοί. Ακόμη για να βοηθήσουν τους σεισμόπληκτους, είχαν διοργανωθεί γυναικείες ομάδες στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες πουλούσαν λουλούδια στους δρόμους της. Οι τραυματίες μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου νοσηλεύονταν δωρεάν σε διάφορα νοσοκομεία. Την όλη ευθύνη και το συντονισμό του έργου της αποκαταστάσεως των σεισμοπαθών είχε αναλάβει η Μεγάλη Κεντρική Πατριαρχική Επιτροπή, με επικεφαλής τον μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ (1907 - 1923), η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε με επιτυχία το έργο της.
Την καταστροφή εκείνη θρήνησαν οι Μηλιώτες με το τετράστιχο: «Μηλιό μου πούν' τα σπίτια σου, πούν' η εκκλησιά σου, με τον δικό σου τον καϋμό κλαίω την συμφορά μου».
Μετά το σεισμό ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι (1912 - 1913) και η κατάληψη της περιοχής από τους Βουλγάρους και στη συνέχεια ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος (1914 - 1918). Το 1914 στο Μηλιό ζούσαν 250 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες καλλιεργούσαν 1.200 στρέμματα αμπελώνων και 1.800 στρέμματα αγρών. Σύμφωνα με μία άλλη εκτίμηση της Πατριαρχικής Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των Μετατοπισθέντων, Ελληνικών Πληθυσμών, στο Μηλιό κατοικούσαν 1.500 Έλληνες και υπήρχαν 100 οικίες, 50 ζεύγη βοών και 350 αγελάδες. Το ίδιο έτος και οι 1.500 Έλληνες κάτοικοι του Μηλιού εκτοπίστηκαν αναγκαστικά από το χωριό τους και απ’ αυτούς οι 504, (ή αλλιώς, 144 οικογένειες), κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Στο χωριό η τουρκική κυβέρνηση εγκατέστησε Τούρκους πρόσφυγες. Από μία πράξη που καταγράφεται σε κώδικα της επαρχίας Γάνου και Χώρας πληροφορούμαστε ότι οι κάτοικοι είχαν παραδώσει στην κοινότητα Γάνου τις εικόνες, τα άμφια και τα βιβλία του ναού του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Την 24η Σεπτεμβρίου του 1914 συνήλθαν οι εκκλησιαστικοί επίτροποι του Γάνου και της Χώρας και οι πρώτοι, ύστερα από απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα παρέδωσαν στην επιτροπή του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χώρας για φύλαξη. Στη συνέχεια υπογράφτηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) σύμφωνα με την οποία παραχωρούνταν σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση του Μηλιού από τον ελληνικό στρατό οι μισές οικογένειες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, (ενώ από τους άλλους μισούς, άλλοι έμειναν στην Θεσσαλονίκη οριστικά και άλλοι έφυγαν για την Αμερική, για να συναντήσουν τους εκεί συγγενείς τους). Όσοι γύρισαν στο χωριό βρήκαν κατεστραμμένες τις οικίες τους, τα 160 παραπήγματά τους και δεν βρήκαν κανένα από τα 50 ζεύγη βοών και τις 350 αγελάδες τους. Η Πατριαρχική Κεντρική Επιτροπή βοήθησε τους παλιννοστήσαντες Μηλιώτες οικονομικά, χορηγώντας δάνεια. Οι συνθήκες διαβίωσης ήσαν, όμως, πολύ δύσκολες, αλλά οι κάτοικοι του κάτω από άθλιες συνθήκες άρχισαν να κτίζουν, να επιδιορθώνουν τις οικίες τους και να οραματίζονται μία νέα ζωή.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), τα πολιτικά γεγονότα επηρέασαν οριστικά την τύχη των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν να παραχωρήσουν την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία με το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, που υπογράφτηκε την 11η Οκτωβρίου του 1922. Μετά την υπογραφή του οι κάτοικοι της αναγκάστηκαν να φύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Μηλιού εγκαταστάθηκε στους Φιλίππους και στο Ζυγό Καβάλας• το υπόλοιπο τμήμα κατευθύνθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που διασκορπίστηκαν σε διάφορες πόλεις και χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Αυτοί που ζούσαν στους Φιλίππους και στο Ζυγό ως το 1941, οι μεν παλαιότεροι εξέλιπαν λόγω ηλικίας, οι δε νεώτεροι με τη Βουλγαρική κατοχή αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη, όπου και παρέμειναν μόνιμα πλέον. Στη θέση των Ελλήνων στο Μηλιό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες Τούρκοι από την Ελλάδα και την Αλβανία.


Η ΦΥΣΗ – ΤΟ ΚΛΙΜΑ – ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ


Το Μηλιό είχε άφθονα πόσιμα νερά, πού ερχόταν από πηγές του βουνού, αλλά ήταν ιδιωτικά διαφόρων αρχόντων, των οποίων τα ονόματα έφεραν οι διάφορες βρύσες του χωριού, όπως ο «Τσεσμές του Λογοθέτη» στην πλατεία της εκκλησίας.
Οι αvάγλυφες επιγραφές στις βρύσες αυτές, που ανάγονταν στην Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή, σωζόταν μέχρι τέλους.
Το καλοκαίρι στο Μηλιό ήταν δροσερό, αλλά ό χειμώνας δριμύτατος και με άφθονα χιόνια, που απέκοπταν τις επικοινωνίες μεταξύ των σπιτιών, σε τρόπο ώστε αναγκαζόταν οι χωρικοί να ανοίγουν δρόμους με τα φτιάρια.
Η κύρια απασχόληση των κατοίκων του Μηλιού ήταν η γεωργία, η σηροτροφία και ιδιαίτερα η αμπελουργία, από τα σταφύλια της οποίας οι Μηλιώτες παρασκεύαζαν άφθονα εξαγώγιμα κρασιά. Πολλές ποσότητες επιτραπέζιων λευκών σταφυλιών τα μετέφεραν και τα πωλούσαν στα πίσω από το Ιερό Όρος χωριά, όπου τα αντάλλαζαν με διάφορα, οικιακά παρασκευάσματα και σιτάρι.
Πολλοί Μηλιώτες εργαζόταν στον Γάνο και στη Χώρα, «τσιράκια» διαφόρων μαγαζιών κι άλλοι στα κεραμοποιεία της Χώρας σαν εργάτες. Κάθε πρωΐ κατηφόριζαν προς τις δύο αυτές κώμες και το βράδυ ανηφόριζαν για το Μηλιό, αλλά την Κυριακή, όλοι τους, εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες, ντυμένοι τα γιορτινά τους, πήγαιναν στην εκκλησία και μετά την απόλυση, οι μεν άνδρες καθότανε στα γύρω της πλατείας καφενεία, οι δε γυναίκες πηγαίνανε στα σπίτια, για να ετοιμάσουν το κυριακάτικο τραπέζι.
Πολλοί, τέλος, ασχολούνταν με το πλανόδιο εμπόριο, με τα πέρα από το Ιερό Όρος καμποχώρια, όπου ήταν γνωστοί με το παρατσούκλι «Γιαλελήδες ή Γιαλετζήδες», δηλαδή άνθρωποι του γιαλού. Άλλοι μετέφεραν εγχώρια προϊόντα στην Ραιδεστό, όπου επίσης τ' αντάλλαζαν με διάφορα είδη παντοπωλείου και οικιακής χρήσης.


ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΟΙΚΟΙ


Τα ήθη και έθιμα του Μηλιού δεν διέφεραν από εκείνα του Γάνου, της Χώρας και του Μυριοφύτου. Η επικοινωνία με τις κωμοπόλεις αυτές ήταν τόσο πυκνή, ώστε το Μηλιό εθεωρείτο σαν μακρινή συνοικία τους, η δε επιμιξία με αυτές ήταν κι αυτή τόσο πυκνή, ώστε όλες σχεδόν οι οικογένειες του Μηλιού να έχουν σ' αυτές συμπεθέρους.
Κατά την περίοδο της ελευθερίας της ανατολικής Θράκης, πολλοί Μηλιώτες κατατάχθηκαν στον Ελληνικό Στρατό κι έλαβαν μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία. Μνημονεύονται οι Λαμπαδαρίδης Δημοσθένης και Γκότρας Θεόδωρος, που έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά, ο λοχίας Λαμπαδαρίδης Ραφαήλ, που τιμήθηκε με το Αριστείο Ανδρείας, ο επιλοχίας Κόσμογλου Κοσμάς, ο Λαμπαδάριος Δημοσθένης, ο Παπουτσής Ιωάννης, ο Δεδέκης Κων/τίνος κ.ά. Από τους ανωτέρω, ο Λαμπαδαρίδης Δημοσθένης, εγκατασταθείς, μετά τον εκπατρισμό του 1922, στον Ζυγό Καβάλας, διετέλεσε επί σειράν ετών Πρόεδρος της Κοινότητος.
Μνημονεύονται, στη συνέχεια, αρκετές από τις εξέχουσες οικογένειες του Μηλιού, που έζησαν σ' αυτό στα μέχρι του 1914 χρόνια, μερικές από τις οποίες ξαναγύρισαν, μετά την απελευθέρωση κι έμειναν ως τον εκπατρισμό του 1922: του Ιωάννη Λογοθέτη, του Αθανασίου Αθανασούλη, Ιωάννου Δρόσου, Κων/νου Βάτκα (Βατοπούλου), Ραφαήλ Λαμπαδαρίδη, Αντ. Γιαννάκη, Αναγνώστου Μαυρονίδη, Βαρσαμή Ζουλίδη, Δαμιανού Ποτάλα, Φουντοκλέτου, Δημ. Γκόντρα, Καμπαράνη, Δημ. Ψίλη, Μαστρογιάννη, Κοτρώνη, Γεωργ. Μυριάπη, Ίωάν. Γκούντα, Νικ. Γκιουζέλλου, Δημ. Γάκη και Κυριάκου Παπαδοπούλου.
Από αυτές, ο Αθαν. Αθανασούλης, γνωστός ως Θανασούλιας, διετέλεσε τελευταίος Πρόεδρος του χωριού στην περίοδο της ελευθερίας, 1920 -1922. Και ο Γανοχωρίτης ψάλτης, που κατέπληξε το εκκλησίασμα του Ναού της Κων/πόλεως, ήταν Μηλιώτης και ονομαζόταν Παναγιώτης, γιος του Ιερέα Παπακυριάκου, που υπηρετούσε στην εκκλησία του Μηλιού.
Σήμερα το Μηλιό είναι σχεδόν όπως το άφησαν οι Έλληνες κάτοικοί του, τον Οκτώβριο του 1922. Κατεδαφίστηκαν ορισμένες ελληνικές οικίες, όπως και τουρκικές που υπέστησαν τη φθορά του χρόνου και στη θέση τους κτίστηκαν νέες. Ο μεγάλος ιστορικός πλάτανος, όπως αναφέρουμε παραπάνω, που βρισκόταν κοντά στο ιερό του ναού, σώζεται, ενώ στη θέση του ναού ανοικοδομήθηκε τέμενος με μεγάλο μιναρέ. Το κοινοτικό σχολείο δεν υπάρχει, καθώς και το ελληνικό νεκροταφείο- κατεδαφίστηκαν επίσης και τα παρεκκλήσια. Εντυπωσιακή είναι μία επιγραφή, που είναι τοποθετημένη στον εξωτερικό τοίχο μιας οικίας, που απέχει μικρή απόσταση από το τέμενος, δυτικά του χωριού, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό και φέρει τους εξής χαρακτήρες «Δ. Α. Ψ. ΝΕ-25 Μ. 5. 1922». Σώζονται ορισμένες κρήνες, που ρέουν διαυγές ύδωρ και το Ξηρόρεμα. Η Τούρκικη συνοικία παραμένει και αυτή, όπως ήταν με το ταπεινό τζαμί της και ελάχιστες αλλαγές. Το μονοπάτι της Χώρας έγινε αυτοκινητόδρομος, ενώ το μονοπάτι του Γάνου έγινε δρόμος χαλικόστρωτος.
Οι σημερινοί κάτοικοι του Μηλιού φέρονται φιλόξενοι στους Έλληνες επισκέπτες, τους οποίους αγαπούν ιδιαίτερα. Με προθυμία τούς ξεναγούν στο χωριό και τους δείχνουν ότι απέμεινε από τους προγόνους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. ΤΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, του Αγγέλου Γερμίδη, (Θεσσαλονίκη, 1976).
2. ΤΟ ΜΗΛΙΟ, μονογραφία του Πασχάλη Βαλσαμίδη, (Αθήνα, 2001).
3. ΘΡΑΚΙΚΑ, ΗΤΟΙ ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ, ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ, ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΑΘΥΡΩΝ, ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ, ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΜΑΔΥΤΟΥ, του Ευστρατίου Δράκου, (Αθήνα, 1892).
4. ΜΝΗΜΗ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ, του Μανουήλ Γεδεών, (Κωνσταντινούπολη, 1913).
5. ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, της Σμαρώς Κζούνια, (Θεσσαλονίκη, 2005).
6. Περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, τόμος ΚΖ’ (έτους 1907), σελίδα 455.
7. Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΥΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ, του Σταματίου Β. Ψάλτη, (1919).
8. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ (1913-1918), της Βασιλικής Τσακόγλου, (Θεσσαλονίκη, 2010).
















ΤΟ ΜΗΛΙΟ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
(Παλιότερα Melenköy, σήμερα Güzelköy)


(Το κείμενό μου βασίζεται κυρίως α) στο εξαίρετο πόνημα του υποστρατήγου εν αποστρατεία Αγγέλου Γερμίδη, το οποίο εκδόθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1976, με τίτλο «ΤΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ» και β) στην επίσης ωραία μονογραφία με τίτλο «ΤΟ ΜΗΛΙΟ», του Πασχάλη Βαλσαμίδη, Κωνσταντινουπολίτη, που διδάσκει σήμερα την τουρκική γλώσσα και την ιστορία της τουρκικής λογοτεχνίας, στο τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, όπως συμπληρώνεται με στοιχεία από άλλους ιστορικούς συγγραφείς, που αναφέρονται, όπως και τα συγγράμματά τους, στην βιβλιογραφία που παραθέτω στο τέλος - Οι φωτογραφίες μου είναι τραβηγμένες το 1994).


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ


Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ

Ένα από τα πιο όμορφα χωριά των Γανοχώρων της Ανατολικής Θράκης, (τα οποία κατοικούνταν από Έλληνες και ήταν κτισμένα κατά μήκος της θρακικής ακτής της Προποντίδας, στις πλαγιές και στους πρόποδες του Ιερού όρους), ήταν το Μηλιό, που άλλοτε ονομαζόταν Melenköy και σήμερα καλείται Güzelköy, (δηλ. Ομορφοχώρι). Βρίσκεται στο μέσο περίπου της αποστάσεως Γάνου και Χώρας και περί τα 4 χλμ. μακριά από την παραλία. Είναι κτισμένο αμφιθεατρικά, στις προς την θάλασσα πλαγιές του Ιερού Όρους και σε υψόμετρο 300 μέτρων.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, στην περιοχή γύρω από το χωριό σώζονταν πολλά ερείπια, γεγονός που αποδείκνυε ότι υπήρχε εκεί κάποια αρχαία, θρακική κώμη. Βορειότερα, επίσης, προς την γειτονική Καστάμπολι, σώζονταν ρωμαϊκά φρούρια και λιθόστρωτα τμήματα δρόμων.
Το όνομά του μάλλον προέρχεται από το ομώνυμο δένδρο, την μηλιά, που φυόταν στην περιοχή κι από το ξύλο της οποίας κατασκευάζονταν τα στεφάνια των βαρελιών του κρασιού.
Άλλωστε και τα γειτονικά Γανόχωρα, Πλάτανος και Κερασιά, από τα ομώνυμα δένδρα πήραν τα ονόματά τους. Μια άλλη άποψη, ότι το όνομά του προήλθε από τους πολλούς νερόμυλους της περιοχής δεν ευσταθεί, διότι δεν μπορεί να εξηγήσει την αντικατάσταση του γράμματος ύψιλον της λέξης μύλος από το γράμμα ήτα, με το οποίο γραφόταν πάντα το Μηλιό.
Κατά τον Άγγελο Γερμίδη, το όνομα Μηλιό φαίνεται να προέρχεται από παλαιότερο χωριό, που πιθανόν να υπήρχε στην τοποθεσία εκείνη, από τους βυζαντινούς ακόμα χρόνους, με το όνομα Μηλέα και στην οποία υπήρχε και φρούριο με το ίδιο όνομα, ενώ, κατά μια άλλη εκδοχή, αναφερομένη από τον εις Η.Π.Α. εγκατεστημένο Μηλιώτη, Βασ. Κοτρωνίδη, σ' ένα αναμνηστικό φυλλάδιο, που εξέδωσε το 1937 η ιδρυθείσα, από το 1907, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Αδελφότης Γανοχωριτών η «ΟΜΟΝΟΙΑ», για την 30ή επέτειο της ιδρύσεως της, το Μηλιό, στα πολύ παλιά χρόνια, βρισκόταν αρκετά νοτιοανατολικά, σε μια τοποθεσία που λεγόταν τελευταία «Παληοχώρι», όπου υπήρχαν υπολείμματα μνημείων, στα οποία είχαν βρεθεί αρχαία νομίσματα και άλλα αντικείμενα, στις ανασκαφές που είχαν γίνει κατά περιόδους, από τις συχνές όμως επιδρομές ληστοπειρατών, αναγκάσθηκαν οι κάτοικοι του αρχαίου εκείνου Μηλιού να μετακινηθούν βορειοδυτικότερα, περί τα 4 χλμ. και να ιδρύσουν το νέο χωριό τους πάνω σ' ένα ύψωμα, το οποίο, στα χρόνια εκείνα, ήταν απρόσιτο και προστατευόταν, από το μέρος της θάλασσας, από μεγάλη και βαθιά ρεματιά.
Ένα μονοπάτι, που ξεκινούσε από το «ποτάμι της Χώρας», λίγο πέρα από την ανατολική παρυφή της και περνούσε αριστερά από το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ανηφόριζε, ανάμεσα σε αμπέλια και χωράφια κι έφθανε σ' ένα πλάτωμα, απ' όπου πρόβαλε το χωριό, στα ριζά ενός τμήματος του Ιερού Όρους με τρεις κορυφές, που το έλεγαν «Τρίκορφα». Από το πλάτωμα εκείνο, το μονοπάτι κατηφόριζε κι αφού περνούσε το ξηρόρεμα του Άη Γιώργη, έμπαινε στον πλακόστρωτο δρόμο, που κατέληγε στην πλατεία του χωριού, όπου βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, δίπλα στο ιερό της οποίας υπήρχε ένα τεράστιο, αιωνόβιο πλατάνι, που, κατά την παράδοση, φυτεύτηκε όταν ιδρύθηκε το χωριό και γύρω - γύρω υπήρχαν διάφορα καταστήματα, που τα αποκαλούσαν «της εκκλησιάς τ' αργαστήρια».
Το χωριό φαίνεται να κτίσθηκε γύρω στα 1650, οπότε άρχισαν να βελτιώνονται οι συνθήκες της ζωής των Χριστιανών, που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά φαίνεται να είχε μια μόνο, μουσουλμανική συνοικία, στην οποία κατοικούσαν μονίμως oι μπέηδες τσιφλικιούχοι της περιοχής, κοντά στους οποίους ζούσαν, σαν δουλοπάροικοι, οι Έλληνες χωρικοί, όταν, όμως, αυτοί οι τελευταίοι απελευθερώθηκαν από τον ζυγό του δουλοπάροικου, άρχισαν να κτίζουν δικά τους σπίτια, δίπλα στην μουσουλμανική συνοικία, δημιουργώντας έτσι το δικό τους χωριό. Προτίμησαν την κοντινή, σχεδόν συνεχόμενη περιοχή, γιατί, αν και ελεύθεροι πια, εξακολουθούσαν να εργάζονται στα κτήματα των μπέηδων, με μισθό πλέον. Τα αρχικά καλύβια γρήγορα έγιναν πέτρινα σπίτια, το χωριό μεγάλωσε και οι δρόμοι στρώθηκαν με πέτρινες πλάκες (καλντερίμια). Κτίσθηκαν, έτσι, δυο ελληνικές συνοικίες, από τις δύο πλευρές του ξηρορέματος, που γεφυρώθηκαν με το γεφύρι, που κατασκευάστηκε το 1680, πάνω στο οποίο υπήρχε εντοιχισμένη πλάκα, στην οποία αναγραφόταν το έτος κατασκευής του, 1680. Το γεφύρι όμως αυτό γκρεμίστηκε πολλές φορές, από τα ορμητικά νερά του ξηρορέματος. Το 1768, οι κάτοικοι του χωριού, πάνω στα θεμέλια του παλιού γεφυριού, που είναι ορατά μέχρι σήμερα, ανοικοδόμησαν το γεφύρι που υπάρχει μέχρι σήμερα, στο οποίο εντοίχισαν πλάκα, που γράφει, στην ελληνική γλώσσα, «ΕΤΟΣ 1768 ΕΝ ΜΗΝΙ ΑΥΓΟΥΣΤΩ».
Κατά τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο του 1877 - 1878, οι Τούρκοι μπέηδες εγκατέλειψαν το χωριό κι έφυγαν στην Μικρά Ασία, οπότε οι Έλληνες συντοπίτες τους λεηλάτησαν τα κονάκια και τα πυρπόλησαν. Μετά την υπογραφή όμως της συνθήκης ειρήνης το 1878, οι μπέηδες αυτοί ξαναγύρισαν στο χωριό και στην θέα των ερειπωμένων κονακιών τους εξεμάνησαν και σκότωσαν αρκετούς Έλληνες συμπατριώτες τους. Κατόπιν αυτού, πολλοί Μηλιώτες μετακινήθηκαν προς την Χώρα και το Μυριόφυτο, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Την ίδια εκείνη εποχή, επειδή είχε αναπτυχθεί πολύ κι επειδή είχε πολλούς Τούρκους μπέηδες, έγινε έδρα καζά και αστ. σταθμού.


ΝΑΟΙ – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ - ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΑΓΙΑΣΜΑΤΑ
 
Όπως προανέφερα, ο ιερός ναός του χωριού ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, γιόρταζε στις 8 Μαΐου, με συμμετοχή πολλών προσκυνητών από τα γύρω χωριά, μέχρι το σεισμό του 1912 είχε δύο ιερείς, αλλά από το σεισμό εκείνο καταστράφηκε ολοσχερώς. Σήμερα στη θέση του υπάρχει το μουσουλμανικό τέμενος του χωριού, κοντά στο οποίο σώζεται ακόμη ο περίφημος πλάτανος του ναού.
Ο Μανουήλ Γεδεών διασώζει μία επιγραφή, που υπήρχε επάνω σε κρήνη και βρισκόταν κοντά στον ναό του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε το όνομα του ιερέως Γεωργίου, που υπηρετούσε στην κοινότητα κατά το έτος 1707, καθώς και την κατασκευή του υδραγωγείου από τον ίδιο ιερέα. Η επιγραφή έχει ως εξής:
ΕΦΕΡΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΗΔΟΡ ΚΕ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚΒΑΘΡΟΝΔΙΑΕΞΩ ΔΟΥ ΚΕ ΚΟΠΟΥ ΓΕΟΡΓΗ ΟΥ ΙΕΡΕΟΣ ΚΕ ΤΟΝ ΓΟΝΕ ON ΑΥΤΟΥ. ΕΤΟΣ 1707
Κοντά στο χωριό υπήρχε κάποιο μοναστήρι, του οποίου τα κτήματα, μετά τον θάνατο του τελευταίου ηγουμένου του, χωρίς οποιαδήποτε συνοδική απόφαση, προσκολλήθηκαν στα κτήματα της κοινότητας. Ίχνη αυτού του μοναστηριού ανακάλυψα το έτος 1988, δεξιά του δρόμου που οδηγεί από την Χώρα στο Μηλιό, περί τα δύο χιλιόμετρα πριν το χωριό.
Υπήρχαν, επίσης, τέσσερα εξωκκλήσια ή παρεκκλήσια, του Αγίου Γεωργίου, στο μονοπάτι που πήγαινε προς τον Γάνο, των Αγίων Θεοδώρων, στο μονοπάτι προς τα πίσω χωριά, (Καστάμπολη κλπ.), της Μεσηνής Παναγιάς, στο δρόμο Γάνου - Μηλιού, του Αγίου Σωτήρα (ή της Αγίας Σωτήρας, σύμφωνα με τον Πασχάλη Βαλσαμίδη), δυτικά του χωριού και η Αγία Μαρκέλλα, ακόμα δυτικότερα.
Τέλος, υπήρχαν και τα αγιάσματα, δηλαδή οι «ηγιασμένες πηγές»: α) Το αγίασμα του Ιωάννου Προδρόμου και βαπτιστού, μέσα στο ξηρόρεμα και δίπλα στο γεφύρι του, στο οποίο πιο μπροστά αναφέρθηκα και β) του Θεοδώρου του Στρατηλάτου, προς δυσμάς, πάνω από το βουνό, σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το χωριό. Εκεί υπήρχαν και ερείπια παλαιού ναού και ίσως σ’ αυτό το ναό οφείλεται η προφανής σύγχυση του Ευστρατίου Δράκου, ο οποίος, στο σύγγραμμά του με τίτλο «ΘΡΑΚΙΚΑ, ΗΤΟΙ ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ, ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ, ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΑΘΥΡΩΝ, ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ, ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΜΑΔΥΤΟΥ», που εκδόθηκε στην Αθήνα το έτος 1892, αναφέρει ότι ο ναός του χωριού ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Θεόδωρο Στρατηλάτη, αγνοώντας το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, που ήταν αυτός που μνημονεύεται από πλείστους ιστορικούς, περιηγητές αλλά και τους κατοίκους, ότι ήταν ο «κεντρικός», ούτως ειπείν, ναός του χωριού.


Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ – ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
 
Για την παιδεία της κοινότητας δεν έχουμε πληροφορίες, αναφε¬ρόμενες στον χρόνο ίδρυσης του σχολείου της. Πιθανόν τα γράμματα θα διδάσκονταν από τον ιερέα στο κελί του ή στο γυναικωνίτη, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.
Χαρακτηριστικές είναι οι εκθέσεις της Επετηρίδος του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, των ετών 1872 - 1873 και 1873 – 1874, που αναφέρονται στην επαρχία Γάνου και Χώρας.
Στην πρώτη έκθεση διαβάζουμε: «Έκ δέ της γείτονος της Σηλυβρίας επαρχίας "Γάνου και Χώρας" μανθάνομεν ότι υπάρχουσι δι' άπασαν την επαρχίαν δύο μόνον κεντρικά σχολεία εν Γάνω αμφότερα μετά μεγάλης δυσκολίας διατηρούμενα».
Η δεύτερη έκθεση σημειώνει τα εξής: «Περί της επαρχίας ταύτης ουδεμίαν έχομεν πληροφορίαν ουδέ παρά του αρχιερέως, ουδέ παρά των δημογερόντων. Απέχοντες ως εκ τούτου του να βασισθώμεν επί ιδιωτικών πληροφοριών, αίτινες πιθανόν να ώσιν εσφαλμένοι, ελπίζομεν ότι εις το μέλλον δεν θα οκνήσωσιν ουδ' ο αρχιερεύς ούδ' οι δημογέροντες όπως παράσχωσι τω Συλλόγω τας απαιτουμένας πληροφορίας και διευκολύνωσιν ούτω το έργον αυτού, έργον αφορών την διανοητικήν ανάπτυξιν των λαών ους ίθύνουσιν».
Από την παραπάνω έκθεση αντιλαμβανόμαστε ότι κατά τα έτη αυτά στο Μηλιό δεν λειτουργούσε σχολή.
Ο Ευστράτιος Ι. Δράκος, στο σύγγραμμά του , που εκδόθηκε στην Αθήνα το έτος 1892, αναφέρει ότι «το ομοεθνές σχολείον εκατόν παιδία περικλείει μετά διδασκάλου 32 λιρών έχοντος κατ’ έτος μισθόν».
Το 1901 λειτουργούσε μία δημοτική σχολή με 60 μαθητές και ένα διδάσκαλο, ενώ η ετήσια δαπάνη συντήρησης της ανερχόταν σε 300 χρυσά φράγκα.
Κατά το 1907, στον τόμο ΚΖ’ και στην σελίδα 455 του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια», που εκδιδόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διαβάζουμε ότι το χωριό «διατηρεί σχολήν μικτήν μετά μαθητών (εξ εκατέρου του φύλου)», δεν αναφέρεται, όμως, ο αριθμός των δασκάλων.
Το Μηλιό ανέδειξε τον ιεροδιδάσκαλο Φιλόθεο που πρόσφερε πολλά στα γράμματα και στο Γένος. Γεννήθηκε το 1770. Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος. Τα εγκύκλια γράμματα διδάχθηκε στην Πατριαρχική Ακαδημία, κατόπιν, γύρω στο 1794, σπούδασε στη Χίο και στη Σίφνο62 και είχε διδασκάλους τον, Πάτμιο στην καταγωγή, Μισαήλ και τον άγιο Αθανάσιο Πάριο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δίδαξε στην ιδιωτική σχολή του Μουχλιού (Αγιοταφι-κού Μετοχιού του Φαναριού) από το 1819 έως το 1836. Ο Φιλόθεος πέθανε στο Μηλιό τον Αύγουστο του 1837. Ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος, μετά το θάνατο του, άφησε με τη διαθήκη του το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε διάφορα καθιδρύματα.
Στα σχολεία του Μηλιού δίδαξαν, επίσης, οι διδάσκαλοι: Νικόλαος Καβαλιώτης (1892), Ελ. Μωραϊτόπουλος (1913), Καύκαλος, Ιωάννης Δρόσος και Αγγελής Πρωτοψαλτίδης ή Πρωτοψάλτης, ο οποίος καταγόταν από το Μηλιό, δίδαξε σ’ αυτό ως το 1914 και κατόπιν στα 1920 - 1922 και πέθανε στον Ζυγό Καβάλας, όπου είχε εγκατασταθεί μετά τον εκπατρισμό.


ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 1994.

Στις τρεις πρώτες φωτογραφίες, το Μηλιό, όπως φαίνεται για όποιον κατευθύνεται προς αυτό από την Χώρα.
Στην 4η και 5η φωτογραφία, με τους φιλόξενους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι, μ’ επικεφαλής τον πρόεδρο (μουχτάρη), μας κέρασαν και μας ξενάγησαν με προθυμία.
Στην 6η, 7η και 8η φωτογραφία η γέφυρα του ξηρορέματος, (στην 7η φωτογραφία η παρέα του 1994, φωτογραφημένη στην γέφυρα, με τους φιλόξενους κατοίκους του χωριού Στο κέντρο της παρέας, ο μουχτάρης, που μας κάλεσε και στον γάμο του παιδιού του)!
Στην 9η φωτογραφία, η ελληνική επιγραφή στην γέφυρα, με το έτος κατασκευής της: 1768.
Στην 10η φωτογραφία, ελληνική επιγραφή σε παλιά οικία.
Στην 11η και 12η φωτογραφία, μια κρήνη του χωριού.