Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023



ΜΙΑ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΑΜΩΝΑ (OLATZAK – ΟΛΑΤΖΑΚ) ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ, ΣΤΑ ΕΡΗΜΑ ΠΙΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ ΤΟΥ, ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΙΑ, ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΣΤΡΑ, ΠΟΥ ΣΤΕΦΑΝΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΚΟΡΥΦΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΤΟΥ

Ο Πλαταμώνας (μέχρι το 1926, Όλατζακ - OLATZAK) είναι ορεινό χωριό του Δήμου Νέστου, της περιφερειακής ενότητας Καβάλας, στην περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Κατά την απογραφή του 2011, είχε 78 κατοίκους, σήμερα, όμως, δυστυχώς, οι μόνιμοι κάτοικοί του δεν ξεπερνούν τους 20! Βρίσκεται σε υψόμετρο 640 μέτρων, στα όρη Λεκάνης.

Ο Πλαταμώνας, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε περίπου 1.000 κατοίκους, που ήταν όλοι Μουσουλμάνοι. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, εγκαταστάθηκαν εδώ 94 οικογένειες προσφύγων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, είχε 385 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός του αυξήθηκε στους 494 κατοίκους, στην απογραφή του 1940, (οι πιο πάνω πληροφορίες προέρχονται από την Wikipedia). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το δημοτικό σχολείο του είχε 160 μαθητές και μαθήτριες, ενώ σ’ αυτόν λειτουργούσε, την ίδια εποχή, κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας!

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηρισμό της περιοχής του Πλαταμώνα είναι τα τρία πανάρχαια, «θρακικά», όπως συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται, κάστρα, που στεφανώνουν τις γύρω ψηλές κορυφές των βουνών της Λεκάνης. Όπως ανέφερα σε πρόσφατη ανάρτησή μου, για το μεγάλο, αρχαίο κάστρο, που βρίσκεται ανάμεσα στην Παλαιά (Eski koy) και τη Νέα Κώμη του Δήμου Νέστου, στην δυτική απόληξη του ορεινού όγκου της Ροδόπης, που λέγεται αλλιώς «όρη Λεκάνης», μεταξύ του ποταμού Νέστου, των αρχαίων Φιλίππων και της Καβάλας, εμφανίζεται μια σειρά άνω των πενήντα (50) οχυρωμένων θέσεων, οι οποίες συνήθως καλούνται «θρακικές», γιατί η κατασκευή τους αποδίδεται στα αρχαία, θρακικά φύλα, που κατοικούσαν στην ορεινή αυτή περιοχή, ακόμη και μετά την Μακεδονική και αργότερα την ρωμαϊκή κατάκτησή της.

Στη σημερινή περιήγησή μου, λοιπόν, ξεκινώ από τον Πλαταμώνα και περνώντας ανάμεσα από τα αναρίθμητα, παρατημένα από δεκαετίες περιβόλια του και τις όμορφες, αλλά στεγνέ ς πια κρήνες του, φθάνω στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, που είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια κάποιου Μουσουλμανικού ιερού κτίσματος, συνεχίζω να διασχίζω τα περιβόλια του άλλοτε πλούσιου και πολυάνθρωπου χωριού, φθάνω και περπατώ στο μικρό, αλλά ισχυρό, αρχαίο κάστρο, που βρίσκεται βόρεια και πάνω ακριβώς από το χωριό και καταλήγω στην γειτονική προς το κάστρο μεγάλη δολίνη (ασβεστολιθική κοιλότητα), που είναι κι αυτή περιτειχισμένη, άγνωστο από ποιους και για ποιον λόγο.

















































Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

 

ΔΥΟ ΠΑΛΑΙΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ, ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ Μ’ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΦΗ, (ΔΙΟΤΙ, ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΧΘΗΚΑΝ, ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΑΚΟΜΗ ΓΡΑΠΤΗ ΓΛΩΣΣΑ) ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΕΣ, ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΡΗΣΗ, ΣΕ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ «ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ Β’» ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Στο αρχαιολογικό μουσείο των Φιλίππων βρίσκονται δύο ελληνοβουλγαρικές επιγραφές, οι οποίες, σε κάθε επίσκεψή μου εκεί, μου προκαλούσαν μεγάλη περιέργεια. Θέλησα, έτσι, να ψάξω και να βρω σχετικές δημοσιεύσεις και ήμουν ιδιαίτερα ευτυχής, που βρήκα αυτές που παραθέτω στη συνέχεια, γιατί φωτίζουν πλήρως το περιεχόμενο των δύο επιγραφών και αποδεικνύουν την μεγάλη σπουδαιότητά τους, για την ιστορία του τόπου όπου ζω.

Α) Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ FRANCIS DVORNIK

1. Ξεκινώ με την πρώτη και πιο λεπτομερή δημοσίευση των δύο επιγραφών: Έγινε από τον Francis Dvornik (14 Αυγούστου 1893, Chomýž – 4 Νοεμβρίου 1975, Chomýž), που ήταν Τσέχος, καθολικός ιερέας και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ειδικούς του εικοστού αιώνα στη σλαβική και βυζαντινή ιστορία, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, στο Collège de France και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

2.1. Ο Dvornik Francis δημοσίευσε, στο Bulletin de Correspondance Hellenique, (τόμο 52 - έτος 1928 - σελίδες 125-147), το κείμενο, τμήματα του οποίου αναρτώ σήμερα, με πρωτότυπο τίτλο «DEUX INSCRIPTIONS GRÉCO-BULGARES DE PHILIPPES».

2.2. Το κείμενο του Dvornik ξεκινά ως εξής:

«Οι εργασίες που εκτελούνται, εδώ και αρκετά χρόνια, από την Γαλλική Σχολή των Αθηνών, στους αρχαίους Φιλίππους, λαμβάνουν χώρα κυρίως στην τοποθεσία που ονομάζεται Ντιρεκλέρ (σημ. μεταφραστή: Εννοεί την Βασιλική Β’). Μεταξύ των ευρημάτων, είναι και δύο επιγραφές, σ’ ελληνικό αλφάβητο, οι οποίες σχετίζονται με τους Βουλγάρους. Σύμφωνα με την αναφορά των ανασκαφέων, M. M. J. Charbonneaux και F. Chapouthier, οι πλάκες, πάνω στις οποίες αυτές είναι χαραγμένες, αποτελούσαν μέρος του μαρμάρινου στυλοβάτη, που στήριζε τους κίονες, οι οποίοι χώριζαν το κεντρικό κλίτος (του ναού), από την κάτω δεξιά πλευρά. Αυτός ο στυλοβάτης, που ήλθε στο φως τον Μάιο του 1923, υπέφερε πολύ από τους καιρούς και ίσως, επίσης κι από τους περιστασιακούς ανασκαφείς (αρχαιοκαπήλους;). Πολλές πλάκες έλειπαν ή ήταν πεταμένες άτακτα και σπασμένες. Μια από αυτές τις τελευταίες είχε πάνω της την πρώτη επιγραφή μας. Το 1924 βρέθηκαν, απέναντι από το νοτιοδυτικό κίονα, τρεις νέες πλάκες, in situ: Δύο απ’ αυτές είχαν στην επιφάνειά τους (στην μπροστινή όψη τους) μεγάλες, στεγανοποιημένες λεκάνες, με αγωγούς χύτευσης και στην μία διακρινόταν μια δεύτερη επιγραφή, μ’ εμφάνιση ανάλογη προς αυτήν της πρώτης, απρόσεκτα σκαλισμένη, σε μιαν εποχή που οι στεγανοποιήσεις δεν χρησίμευαν πια.

Δημοσιεύουμε σήμερα αυτά τα δύο κείμενα, τα οποία, όπως προκύπτει, αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των Βουλγάρων και της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά τον 9ο αιώνα».

2.3. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ

Ο Dvornik, σχολιάζοντας φιλολογικά τα γράμματα της πρώτης επιγραφής και συμπληρώνοντας τα φθαρμένα μέρη της, (τα σχόλιά του, φυσικά, δεν ενδιαφέρουν και γι’ αυτό τα παραλείπω), καταλήγει στην απόδοση του περιεχομένου της επιγραφής, ως εξής:

«[-+- Τών πολ(λ)ών Βουλγά-

[ρων ό] εκ θεού άρχον ό Π-

[ρε]σιάνος \ άπέστιλεν ·

[Ήσ] βουλον τον καυγά-

[ν]ον δόσας αυτόν φοσά-

τα- κ(αί) τον Ήτζιργογουβοιλ-

αν κ(αί) τον- Καναβοιλακο-

λοβρόν. Κ(αί) ό καυχάνος

επί τους Σμολεάνους».

2.4. Μετά την παράθεση της επιγραφής, όπως την «διάβασε» ο Dvornik Francis, αυτός συνεχίζει:

«M’ αυτό τον τρόπο αποκατεστημένη η επιγραφή, επιτρέπει την οριστική επίλυση μερικών προβλημάτων, που έθεταν οι Βούλγαροι ιστορικοί. Κατ’ αρχάς, αυτή μας δίνει το όνομα του Βουλγάρου πρίγκιπα Presiam και του αξιωματούχου του, του Ισβούλου. Μαθαίνουμε, επίσης και το όνομα ενός ακόμη Βουλγάρου αξιωματούχου, του Ήτζιργου.

Η επιγραφή, συνεπώς, ανάγεται στον 9ο αιώνα, στην βασιλεία του Βουλγάρου πρίγκιπα Presiam. Σύμφωνα με τον Ζλατάρσκι, ο πρίγκιπας αυτός βασίλεψε από το 836 έως το 852….

Ο τίτλος «ο εκ Θεού άρχων», με τον οποίο η επιγραφή μας τιμά τον Πρέσιαμ, δεν σημαίνει, απαραίτητα, ότι πρόκειται εδώ για κάποιον Χριστιανό ηγέτη. Ο Marquart ήδη θεωρούσε αυτό τον τίτλο ως μετάφραση αντίστοιχου, τουρκικού (τίτλου): «Αυτός που έγινε Χαν μέσω του ουρανού».

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι αυτός ο τίτλος είχε δοθεί επίσης και στον προκάτοχο του Presiam, τον Malamir, καθώς και στον Κρούμο, σε δύο επιγραφές που περιήλθαν σε γνώση μας και όπου επίσης τίθεται ζήτημα για τον Ίσβουλο….

Ο Zlatarski, απορρίπτοντας την ερμηνεία του Marquart, πιστεύει ότι ο τίτλος αυτός δινόταν στους Βουλγάρους πρίγκιπες, από την βυζαντινή διπλωματία.

Ο Uspenskiji αποδίδει αυτόν τον τίτλο σε χριστιανικές επιρροές,
οι οποίες έγιναν αισθητές στη Βουλγαρία, ιδιαίτερα από τη βασιλεία του
Malamir και μετά.

Ωστόσο, στις τουρκικές επιγραφές που βρέθηκαν στη Μογγολία και τη Σιβηρία, βρίσκει κανείς παρόμοιους τίτλους. Οι Τούρκοι Χαγάνοι (Χαν, ηγέτες) «μοιάζουν με τον ουρανό», «έχουν σταλεί από τον ουρανό», «ήρθαν από τον ουρανό» κ.λ.π. Η γνώμη του Marquart φαίνεται, λοιπόν, να επιβεβαιώνεται, από τις μογγολικές και σιβηρικές επιγραφές. Πρόκειται, εν προκειμένω, για έναν τίτλο, που οι Βούλγαροι έδιναν ήδη στους ηγέτες τους, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην αρχική τους κοιτίδα, πριν φτάσουν στην Ευρώπη. Οι χαράκτες, οι οποίοι πιθανότατα εργάζονταν υπό τις διαταγές των Βουλγάρων, δεν έκαναν τίποτε άλλο, από το να μεταφράζουν, απλώς, έναν παλιό τίτλο του Βουλγάρου Χαγάνου.

Ο Ισβούλος, για τον οποίο μιλάει η επιγραφή μας, δεν είναι κάποιο άγνωστο πρόσωπο. Βρίσκουμε το όνομά του σε δύο άλλες επιγραφές,
της εποχής του Μαλαμίρ. Επομένως, αυτός, κατά την διάρκεια της βασιλείας του Μαλαμίρ και του Πρεσιάμ, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Εκείνο, λοιπόν, που είπε γι’ αυτόν (τον Ισβούλο) ο νεαρός Βούλγαρος μελετητής, M. Nikov, φαίνεται να είναι σωστό: Ο Ισβούλος ανήκε σε κάποια παλιά, βουλγαρική οικογένεια και ήταν ένας από τους έμπιστους του Ομουρτάγ, μπορεί, επίσης και του Κρούμου, ένας από εκείνους τους παλιούς, Μογγόλους αριστοκράτες, που συνήθιζαν να διατηρούν παραδοσιακή, παγανιστική πολιτική και να εργάζονται για το μεγαλείο της Βουλγαρίας.

Πιθανόν, για τον λόγο αυτόν, ο Ομουρτάγ, κατά τη στιγμή του θανάτου του, του εμπιστεύθηκε την αντιβασιλεία, για όσο, χρονικό διάστημα θα διαρκούσε η παιδική ηλικία του νεότερου γιου του, Μαλαμίρ. Τα δύο αδέλφια του Μαλαμίρ,
Enravota (Nravota, Vojin) και Zvinitsa, φαίνεται να είχαν απομακρυνθεί από την διαδοχή, λόγω της συμπάθειάς τους προς τον Χριστιανισμό.

Ο Ισβούλος παρέμεινε πιστός στην παλιά, παγανιστική παράδοση. Διατήρησε το υψηλό αξίωμά του, ακόμη και (κατά την βασιλεία) του διαδόχου του
Mâlamir, του νεαρού Presiam, γιου του Zvinitsa. Οι τρεις επιγραφές
πιστοποιούν (μαρτυρούν) την δραστηριότητά του ως αντιβασιλέως. Αναμείχθηκε
στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, υπό τον Μαλαμίρ. Κατασκεύασε ένα υδραγωγείο, προκειμένου να εφοδιάσει με νερό την πρωτεύουσα Aboba-Pliskov (Pliska, Πλίσκοβα, Πλίσκα) και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανοικοδόμηση αυτής της πόλης, η οποία καταστράφηκε από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά των Βουλγάρων και του Χαγάνου Κρούμου. Η δική μας επιγραφή δείχνει τον Ισβούλο, επικεφαλής του βουλγαρικού στρατού, να βαδίζει εναντίον του φύλου των Σμολεάνων (Σμολιάνων).

Το αξίωμα του καυχάνου, με το οποίο αυτός εμφανίζεται, αποτελεί έναν
από τους υψηλότερους, βουλγαρικούς τίτλους: Ο συγκεκριμένος τίτλος αναφέρεται στα έργα των βυζαντινών ιστορικών. Φαίνεται ότι (αυτόν τον τίτλο) τον έφερε πάντοτε μία μόνο προσωπικότητα, ο καγκελάριος ή ο εκπρόσωπος του ίδιου του πρίγκιπα.

Ας εξετάσουμε τώρα το όνομα Ήτζιργουβοιλάς. Αποτελείται από την λέξη «Ήτζίργου», που μοιάζει ν’ αναφέρεται σε κάποιο κύριο όνομα και την λέξη «βοιλάς», που υποδηλώνει την κοινωνική θέση. Βοιλάς, Βοήλας (βοηλάς), βουήλας είναι τίτλος της υψηλής, βουλγαρικής αριστοκρατίας. Το σλαβικό όνομα boljar, boljarin από αυτόν (τον τίτλο) προέρχεται.

Έρχομαι τώρα στο όνομα του τελευταίου αξιωματούχου ΚΑΝΑΒΟΙΛΑΣ. Μπορούμε κι εδώ να διακρίνουμε ένα ανάλογο φαινόμενο: Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για σύνθεση του κυρίου ονόματος ΚΑΝΑΣ και του τίτλου του boljar.

Οι Σμολιάνοι, κατά των οποίων στρέφονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις
της επιγραφής μας, ήταν μια σλαβική φυλή, που ήταν στρατοπεδευμένη στα
βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάστασή τους στην περιοχή αυτή
αποδεικνύεται επαρκώς από μεταγενέστερα έγγραφα. Η επιγραφή μας είναι το πρώτο έγγραφο, μέχρι σήμερα, (1928), που αποδεικνύει την ύπαρξή τους. Αργότερα, θα συναντήσουμε το όνομα των Σμολιάνων, στον κατάλογο των επισκοπών, που δημοσιεύθηκε μ’ επιμέλεια του αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού Αγνοούμε τον χρόνο ίδρυσης αυτής της επισκοπής, είναι (όμως) επιτρεπτό να σκεφτούμε τον Φώτιο και την εποχή (σύγκλησης) της Συνόδου του, γιατί τότε ιδρύθηκαν και αρκετές, άλλες επισκοπές.

Τα υπόλοιπα δεδομένα (στοιχεία) για τους Σμολεάνους (Σμολιάνους) ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο. Πρόκειται πρώτα για το διάταγμα του Ιωάννη Βέρρη, (που ήταν) βασιλικός νοτάριος «των οικειακών στρατευμάτων» (σημ. μεταφραστή: Έτσι ακριβώς είναι γραμμένο στο γαλλικό κείμενο), Σμολένων αναγραφεύς, του έτους 1079 και για δύο χρυσόβούλλα του 1083, «περί της αθωώσεως του θέματος των
Σμολένων». Ο Νικήτας Χωνιάτης επίσης αναφέρεται σ’ αυτούς δύο φορές, στην ιστορία του για τον Αλέξιο, ο οποίος, το 1199, υπέταξε το θέμα των Σμολένων (δείτε Νικήτα Χωνιάτη, εκδόσεις Βόννης, σελ. 680). Ακολούθως, όταν περιγράφει τα γεγονότα του έτους 1201. Η τελευταία μνεία μιας θέσης των Σμολιάνων (Σμολεάνων;) - τοποθεσία του σφολενού – γίνεται σε μια δωρεά
του Σέρβου τσάρου Dushan (το έτος 1345).

Από αυτές τις πενιχρές πληροφορίες, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Σμολιάνοι ζούσαν στα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, όχι μακριά από τους Φιλίππους. Σχετικά με την ακριβή θέση του οικισμού τους, περιοριζόμαστε σε εικασίες. Συνήθως τοποθετείται από το Μέσο και τον Άνω Νέστο έως τον Άνω Άρδα.

Δεδομένου ότι οι επιγραφές βρέθηκαν στους Φιλίππους και χαράχθηκαν στους λίθους της αρχαίας βασιλικής, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι Φίλιπποι βρίσκονταν τότε στην κατοχή των Βουλγάρων, χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα, με τα δεδομένα που έχουμε στην διάθεσή μας, να καθορίσουμε με ακρίβεια το σύνορο μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Πρέπει να ήταν ο περίφημος Κρούμος εκείνος που αφαίρεσε αυτή την πόλη από τα χέρια των Βυζαντινών, κατά την εκστρατεία του, το έτος 812. Είναι δύσκολο να πούμε, σε ποια εποχή την πήραν πίσω οι Βυζαντινοί, αλλά είναι βέβαιο ότι υπό τον Λέοντα τον Σοφό — στο τέλος του 9ου ή αρχές του 10ου αι. — βρίσκουμε τους Φιλίππους να υπάγονται στο βυζαντινό πατριαρχείο και να έχουν γίνει έδρα μητρόπολης.

Μένει να φανεί, ποιες είναι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, για τις οποίες μιλάει η επιγραφή μας. Οι βυζαντινοί ιστορικοί φαίνεται ν’ αγνοούν οποιαδήποτε εκστρατεία, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Presiam, γιατί μας διαβεβαιώνουν ότι, από την εποχή του Ομουρτάγ, ειρήνη επικράτησε, για τριάντα χρόνια, μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.

Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι την ίδια εκείνη εποχή οι βυζαντινοί Σλάβοι δεν έμειναν ήσυχοι. Στην διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842), ενόσω το Βυζάντιο εξαντλούσε όλη του την δραστηριότητα (ενεργητικότητα) στον αγώνα του κατά της αραβικής εισβολής στην Μικρά Ασία, οι Σλάβοι στην Ελλάδα και την Πελοπόννησο προσπάθησαν ν’ ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Η λεπτομερής περιγραφή της αποστασίας τους μας έγινε γνωστή από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Μήπως θα πρέπει να συνδέσουμε με αυτό το γεγονός, τις επιχειρήσεις του βουλγαρικού στρατού, στις οποίες αναφέρεται το έγγραφό μας;

Άλλες ενδείξεις επιτρέπουν περαιτέρω διευκρινίσεις. Στο Χρονικό του Γεωργίου του Μοναχού, ένα μάλλον αινιγματικό απόσπασμα αναφέρεται στις επιχειρήσεις που πραγματοποίησε ο βουλγαρικός στρατός κατά της Θεσσαλονίκης. Ο χρονικογράφος αναφέρει την αναχώρηση πολυάριθμων Ελλήνων, που κρατούνταν από τους Βουλγάρους και ήταν στρατοπεδευμένοι στις όχθες του Δούναβη. Αυτή η αναχώρηση είχε καταστεί δυνατό να επιτευχθεί, χάρις στον αυτοκράτορα Θεόφιλο, που είχε στείλει πλοία, κατόπιν αιτήματος των αρχηγών (των κρατουμένων), που λέγονταν Τσάντσης και Κορδούλης. Οι κρατούμενοι, για να φύγουν, θα πρέπει να διάλεξαν τον χρόνο, κατά τον οποίο ο Βούλγαρος ηγεμόνας εκστράτευε προς τη Θεσσαλονίκη. (Georgius-Mon., κεφ. 8, 9, έκδ. Βόννης,σελ. 818 και επόμ. : έποίησαν ούν βουλήν ο λαός συν γυναιξίν και τέκνοις, εξελθείν εν Ρωμανία. 'Εξελθόντος δε του Μιχαήλ Βουλγάρου εν Θεσσαλονίκη, ήρξαντο διαπεράν συν ταις υποστάσεσιν αυτών).

Ο συσχετισμός, για να πούμε την αλήθεια, παρουσιάζει δυσκολίες: Ο πρίγκιπας, εν προκειμένω, ονομάζεται Μιχαήλ. Ολοφάνερο λάθος: Γύρω στο 837, ο Presiam, πατέρας του Μιχαήλ βασίλευε στην Βουλγαρία. Αυτή η αναγκαία διόρθωση δεν μας εμποδίζει καθόλου ν’ αναγνωρίσουμε την ταυτότητα της βασιλικής εκστρατείας κατά της Θεσσαλονίκης και των επιχειρήσεων που περιγράφει το κείμενό μας.

Αυτή η υπόθεση υποστηρίζεται, επίσης, κι από ένα έγγραφο, το οποίο οι Βούλγαροι και οι βυζαντινοί ιστορικοί έχουν, κακώς, υποτιμήσει, τον Βίο του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου. Διαπιστώνουμε, σ’ αυτόν (τον Βίο), ότι, εκείνη την εποχή, οι Σλάβοι ήταν αναστατωμένοι, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης: ο βιογράφος μιλάει για μια αιματηρή εξέγερση – «στάσις ου μικρά του της εκείνης Σκλαβινίας
έξάρχοντος γέγονε, και πολλή χύσις αιμάτων ποταμηδέν επερρύει και
πυρίκαυστος ή περίχωρος εκείνη γέγονε και σκοτοδεινίας μεστή» (σημ. μεταφραστή, αυτό το τελευταίο χωρίο είναι γραμμένο στα ελληνικά, στο γαλλικό κείμενο του Dvornik). Δεν μοιάζει απίθανο, οι Βούλγαροι να ήθελαν να επωφεληθούν από την αναταραχή, ανάμεσα σ’ αυτές τις σλαβικές φυλές, για να επεκτείνουν την εξουσία επάνω τους.

Μια άλλη λεπτομέρεια του ίδιου αυτού Βίου μαρτυρεί ότι ο αυτοκράτορας
δεν είχε παραμείνει ανενεργός, απέναντι σ’ αυτά τα γεγονότα. Ο βιογράφος μιλάει για έναν Καίσαρα που, μ’ εντολή του αυτοκράτορα, πήγε, με στρατό, στην Χριστούπολη. Ένας επώνυμος αξιωματούχος, που τον έλεγαν Γεώργιο, ο οποίος ταξίδευε από τη Θεσσαλονίκη προς την Κωνσταντινούπολη, συνελήφθη δύο φορές από τους πράκτορες του Καίσαρα και δεν απελευθερώθηκε, παρά μόνο με την προσευχή του μαθητή του Αγίου Αναστασίου, στον οποίο ο Γρηγόριος είχε εμπιστευθεί τον Γεώργιο (Dvornik, La Vie de St Grégoire le Décapolite, σελ. 37 και επόμ., 62, 6).

Έδειξα ότι ο εν λόγω Καίσαρας δεν ήταν άλλος από τον Αλέξη Moσελέ, του οποίου η ύπαρξη δεν είναι πολύ γνωστή. Και οι δύο διαφορετικές εκδόσεις (εκδοχές, αποδόσεις) που έχουμε (σημ. μεταφρ. Εδώ, ο Dvornik παραπέμπει σε κάποιους, βυζαντινούς ιστορικούς), συμφωνούν τουλάχιστον ως προς το αποτέλεσμα: Ο Αλέξης Μοσελέ στάλθηκε από τον αυτοκράτορα στη Σικελία. Κατηγορηθείς από τους εχθρούς του, κατά την απουσία του, αυτός ανακαλείται και ολοκληρώνει τον βίο σ’ ένα μοναστήρι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι ο Αλέξης δεν μπόρεσε ν’ αναλάβει την αποστολή, για την οποία μιλάει ο βιογράφος του Γρηγορίου Δεκαπολίτου, παρά μόνο πριν από την αναχώρησή του για την Σικελία. Είναι λοιπόν εκείνη η εποχή, στην οποία πρέπει να τοποθετήσουμε την παραμονή του στην Χριστούπολη, επικεφαλής μιας στρατιάς, δηλαδή μεταξύ του 831 και του 838· Ο γάμος του με τη Μαρία, κόρη του Θεόφιλου, χρονολογείται γύρω στο 830. Τότε ακριβώς ο Αλέξης βρίσκεται στο απόγειο του κύρους του. Η χρονολογία 837 είναι απολύτως συμβατή, με την ανάθεση σ’ αυτόν μιας εμπιστευτικής αποστολής.

Η επιγραφή μας γίνεται, έτσι, μια πολύτιμη μαρτυρία η οποία, από την βουλγαρική πλευρά, συμπληρώνει το βυζαντινό έγγραφο. Πρόκειται γι’ αυτές, τις βουλγαρικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και για τις αναταράξεις (διαμάχες) μεταξύ των Σλάβων, στα περίχωρα αυτής της πόλης, οι οποίες προκάλεσαν την αποστολή, από τον αυτοκράτορα, ενός απεσταλμένου στη Χριστούπολη. Η πόλη βρισκόταν αρκετά κοντά στους Φιλίππους και στην περιοχή των Σμολιάνων. Εάν πρέπει, όπως πιστεύουμε, τα δύο αυτά έγγραφα να συνδυαστούν, προκύπτει ότι ο καίσαρας όφειλε να παρακολουθεί τις κινήσεις του στρατού του Ισβούλου και να παρέμβει, σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό έγινε, αναμφίβολα, προκειμένου ν’ αποτρέψει τους Βουλγάρους, από το να προωθηθούν μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος και ν’ αποκόψουν τις επικοινωνίες, μεταξύ της πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης.

Πρέπει να πιστέψουμε ότι ο στρατός του Καίσαρα έκανε καλά την δουλειά του,
εφόσον ο δημόσιος υπάλληλος Γιώργος, ερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη δύο φορές, ως ύποπτος.

Είναι λυπηρό που η επιγραφή, όντας ελλιπής, δεν μας δίνει καμιά λεπτομέρεια, σχετικά με την έκβαση των επιχειρήσεων. Αλλά, δεδομένου ότι το συμβάν άφησε ελάχιστα ίχνη στη βυζαντινή ιστοριογραφία, είναι προφανές ότι αυτό είχε μικρή σημασία.

Πιθανολογείται ότι ο στρατός του Αλέξη Μοσελέ δεν είχε καν την ευκαιρία να παρέμβει, ότι οι Βούλγαροι, γνωρίζοντας την παρουσία του στη Χριστούπολη, φρόντισαν να μην πατήσουν εκεί. Οι Βυζαντινοί, από τη μεριά τους, δεν τολμούσαν να έρθουν σε σύγκρουση με τους Βουλγάρους. Ο Θεόφιλος, απορροφημένος από τον αραβικό κίνδυνο, δεν ήθελε να δημιουργήσει ο ίδιος δυσκολίες στον εαυτό του, στο σλαβικό μέτωπο. Αποστρέφοντας τα μάτια του από την Μακεδονία, έκρινε ότι έπρεπε να επικεντρώσει όλες τις προσπάθειές του στη Μικρά Ασία, όπου, ήδη από το 837, λάμβαναν χώρα εχθροπραξίες, που ξεκίνησαν από την είσοδο των Βυζαντινών στην Ζάπετρα, σε ανταπόδοση της καταστροφής του Αμορίου από τον Μουτασίμ.

Μπορούμε επομένως να συνδυάσουμε την αφήγηση (εξιστόρηση) αυτής της στρατιωτικής αποστολής, με τη σχεδόν ομόφωνη διαβεβαίωση των Βυζαντινών ιστορικών, ότι, από τον Ομουρτάγ και μετά, ειρήνη επικράτησε για τριάντα χρόνια, ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Η ειρήνη εκείνη έπρεπε ν’ ανανεώνεται κάθε δέκα χρόνια. Πριν την ανανέωση, καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προσπαθούσε να εκφοβίσει τον αντισυμβαλλόμενό του και ν’ αποκτήσει ορισμένα πλεονεκτήματα. Η ειρήνη συνάφθηκε στα 815-816).

Οι Βυζαντινοί δεν αντιτάχθηκαν στις βλέψεις των Βουλγάρων σε βάρος των Σμολιάνων και, ίσως επίσης, και σε βάρος ορισμένων, άλλων, σλαβικών φυλών των περιχώρων της Θεσσαλονίκης, αλλά με την προϋπόθεση ότι θ’ άφηναν απείραχτη (σε ειρήνη) την υπόλοιπη Αυτοκρατορία. Ο αυτοκράτορας, εξ άλλου, απαίτησε, επίσης, όπως, σύμφωνα με το πνεύμα των διατάξεων της ειρήνης, όσοι ήταν κρατούμενοι των Βουλγάρων, να επιστρέψουν στην (Βυζαντινή) επικράτεια.

Φαίνεται, έτσι, ότι η βουλγαρική επέκταση κατευθύνθηκε μάλλον προς τα δυτικά, προς τη λίμνη της Οχρίδας).

Τα κείμενα, με τα οποία ασχολούμαστε, σηματοδοτούσαν τότε το σημείο εκκίνησης αυτής (της προς Δυσμάς) επέκτασης. Αυτή (η επέκταση) κατηύθυνε τις βλέψεις των Βουλγάρων, προς τις σλαβικές φυλές που εξαρτιόνταν, λίγο πολύ, από την Αυτοκρατορία. Αργότερα, στα τελευταία χρόνια (της βασιλείας) του Θεόφιλου, η βουλγαρική επέκταση έφθασε μέχρι τις φυλές που ήταν συσπειρωμένες γύρω από τους Σέρβους, (οι οποίες ήταν) πιο συμπαγείς και καλύτερα οργανωμένες. Έτσι, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων.

Αν αυτά τα δεδομένα είναι σωστά, μπορούμε, στο τέλος αυτού του λεπτομερούς σχολίου, που δεν έχει ακόμη ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, να επιχειρήσουμε μια μετάφραση της επιγραφής των Φιλίππων, η οποία έχει γίνει σαφέστερη:

Μετάφραση:

Ο ηγέτης, με την χάρη του Θεού, πολυάριθμων Βουλγάρων, ο Πρέσιαμ, έστειλε σε στρατιωτική αποστολή τον Ισβούλο, τον χαν του (τίτλος ηγέτη), αφού του εμπιστεύθηκε στρατεύματα, (καθώς και) τον άρχοντα Ζέρκο και τον άρχοντα Κανάς, ως στρατηγό. Και ο χαν, βαδίζοντας κατά των Σμολιάνων ....»



2.5. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΓΡΑΦΗ

Η δεύτερη επιγραφή, που αποσπάστηκε (αποκαλύφθηκε) το 1924 και ήταν ομοίως χαραγμένη σε μια πλάκα από στυλοβάτη, ήταν εντελώς άγνωστη. Αυτή είναι λίγο καλύτερα διατηρημένη από την πρώτη και φαίνεται να περιέχει το τέλος ενός κειμένου, του οποίου η αρχή λείπει.

Στο σημείο αυτό, ο Dvornik, αφού επισημαίνει τοις δυσκολίες ανάγνωσης της μισοκατεστραμμένης επιγραφής, γράφει:

«Ιδού, πώς πρέπει να διαβάσουμε:

H ή [τι]ς τήν άλήθηαν γ -

υρεύη, ό Θ(εό)ς θεόρι κ(αί) ή τις ψ-

εύδετε, ό Θ(εό)ς θεόρι * τους

χριστιανούς oί Βουλγάρι-

ς πολλά αγαθά επύισα[ν]

κ(αί) οί χριστιανοί ελησμόν-

ησαν, άλλά ό θ(εό)ς θεόρι.

Η μετάφραση δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία:

Αν κάποιος γυρεύει την αλήθεια, ο Θεός βλέπει και αν κάποιος λέει ψέματα, ο Θεός βλέπει. Οι Βούλγαροι έχουν κάνει πολλά καλά στους Χριστιανούς και οι Χριστιανοί το ξέχασαν, αλλά Θεός παρακολουθεί.

Τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται οι επιγραφές δεν είναι δυστυχώς καθαρά: Η αντίθεση μεταξύ Χριστιανών και Βουλγάρων φαίνεται να δείχνει ότι η επιγραφή χρονολογείται σε μια εποχή, στην οποία οι Βούλγαροι ήταν ακόμα παγανιστές. Αλλά τίποτε δεν μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε το θραύσμα με πιο ακριβή τρόπο. Οι Βούλγαροι εδώ κατηγορούν τους Χριστιανούς, δηλαδή τους Βυζαντινούς, γιατί ξέχασαν τις υπηρεσίες που τους είχαν προσφέρει. Δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για προσφορά υπηρεσιών – ούτε καν για καλές σχέσεις - μεταξύ Βουλγάρων και Βυζαντινών, πριν την βασιλεία του Ομουρτάγ. Μέχρι τότε, οι σχέσεις ήταν πολύ τεταμένες. Ο Ομουρτάγ, όμως, βοήθησε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ ΙΙ να αντιμετωπίσει (καταστείλει) την εξέγερση του Σλάβου Θωμά (823) και συνήψε με τους Βυζαντινούς μια ειρήνη διάρκειας 30 ετών.

Μήπως η καταγγελία, που προκύπτει από στο κείμενό μας, είχε ως κίνητρο κάποια αθέτηση της συμφωνίας, εκ μέρους των Βυζαντινών; Πού μπορούμε να βρούμε, στις βυζαντινές πηγές, κάποιο γεγονός, που να τηνερμηνεύει (εξηγεί); Ήταν η βοήθεια που ο Θεόφιλος προσέφερε, όπως είδαμε, για την επιστροφή των αιχμαλώτων; Η βουλγαρική εκστρατεία κατά των Σμολιάνων θα ήταν, σ’ αυτή την περίπτωση, η απάντηση στην βυζαντινή προδοσία. Οι Βούλγαροι, νικητές, θα εξέφραζαν, μ’ αυτόν τον τρόπο, (ενν. με την επιγραφή), την χαρά τους, γιατί η προδοσία των αντιπάλων τους έλαβε την δίκαιη τιμωρία, από το χέρι του Θεού. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε, αλλά φαίνεται ότι το περιεχόμενο, καλύτερα απ’ ότι η γραφή (ορθογραφία), συσχετίζει τα δύο κείμενά μας. Και τα δυο αναφέρονται στο ίδιο γεγονός…

Λεπτομέρειες του υλικού τους μας επιτρέπουν να πάμε πιο μακριά και δείχνουν να υποστηρίζουν την υπόθεση, ότι εδώ πρόκειται για δύο θραύσματα μιας και της αυτής επιγραφής. Τα δύο κείμενα, το είπαμε παραπάνω, είναι χαραγμένα επάνω στο στυλοβάτη, που υποστήριζε την κιονοστοιχία της αρχαίας βασιλικής. Η ακριβής θέση των δύο λίθων, που έχουν πάνω τους τις επιγραφές, υποδεικνύεται από σχέδιο, που έγινε, κατά τον χρόνο των ανασκαφών, από τον M. Ghapouthier. Η πρώτη πλάκα δεν ήταν πια στην αρχική της θέση, γεγονός που εξηγεί, γιατί αυτή είναι περισσότερο κατεστραμμένη. Από τους συνεχόμενους προς αυτήν πλάκες δεν έφθασαν σε μας παρά μόνο λίγα θραύσματα, που μας κάνουν να σκεφτούμε ότι το κείμενο συνεχιζόταν, αλλά η πλάκα, που φέρει πάνω της την δεύτερη επιγραφή, είναι σίγουρα στη θέση της, συνδεόμενη με το νοτιοανατολικό πυλώνα. Όλα, λοιπόν, μας οδηγούν στο να πιστέψουμε ότι μία και μόνη επιγραφή ήταν γραμμένη, πάνω σε περισσότερες πλάκες του (ίδιου) στυλοβάτη και ότι εμείς δεν έχουμε στην κατοχή μας, παρά μόνο την αρχή και το τέλος της.

Η επιγραφή, κατόπιν τούτου, αποκτά μεγάλη αξία, για την ιστορία της βασιλικής. Η επιγραφή αυτή, χαραγμένη γύρω στο 837, πάνω σ΄ έναν στυλοβάτη, που παρέμεινε στη θέση του, μαρτυρά ότι, εκείνη την εποχή, η παλιά Βασιλική ήταν ερειπωμένη. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο, η λάξευση της επιγραφής να είναι πολύ μεταγενέστερη της καταστροφής (της Βασιλικής). Δεν θα ήταν λογικό να δεχθούμε ότι ο στρατός του Κρούμου ήταν εκείνος που κατέστρεψε το οικοδόμημα (της Βασιλικής), στην διάρκεια της εκστρατείας του, στα 812/813;

Αυτή η βασιλική, έτσι ερειπωμένη, κάποια μέρα, εν τούτοις, ξανακατασκευάστηκε. Είναι αποδεδειγμένο ότι, κατά την βασιλεία του Λέοντος Σοφού, στις αρχές του δέκατου αιώνα, οι Φιλίπποι αποτελούσαν έδρα μιας επισκοπής. Αυτή η μητρόπολη έπρεπε να έχει τον δικό της ναό. Ίσως να μη μπόρεσαν τότε (οι κάτοικοι των Φιλίππων) ν’ αντεπεξέλθουν στα έξοδα μιας πλήρους αποκατάστασης (της αρχαίας Βασιλικής). Υποχρεεώθηκαν, (κατόπιν τούτου), να περιοριστούν σε μια, αναλογικά πιο μέτρια (κατώτερη) ανοικοδόμηση, στο μέσο του κεντρικού κλίτους του ναού (της εννοεί: Βασιλικής) και απέναντι από την θύρα του νάρθηκα, ενός μικρού παρεκκλησιού, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της θρησκευτικής λατρείας.

Μπορούμε, λοιπόν, να δούμε, πώς τα κείμενά μας φωτίζουν, με ζωντάνια και ενίοτε με ακρίβεια, ένα από τα επεισόδια του αγώνα μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων, Χριστιανών και Βουλγάρων, στην διάρκεια του ένατου αιώνα».



Β) Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ GEZA FEHER

Συνεχίζω, με μια δεύτερη δημοσίευση, σχετική με τις δύο ελληνοβουλγαρικές επιγραφές των Φιλίππων, που έγινε από τον Géza Feher, Ούγγρο αρχαιολόγο, (1890–1955), επίσης στο Bulletin de Correspondance Hellenique, (τόμο 59 - έτος 1935 - σελίδες 165-174), με πρωτότυπο τίτλο «Α PROPOS DES INSCRIPTIONS PROTOBULGARES DE LA BASILIQUE DE PHILIPPES», (ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ):

Ο Feher, αναφερόμενος, ακολούθως, στην πρώτη από τις δύο επιγραφές, μετά από μια σειρά επιχειρημάτων και σκέψεων, προτείνει, η πρώτη αυτή επιγραφή να συμπληρωθεί στην αρχή και να διαβαστεί τελικά ως εξής:

+ Το]ν πολών βουγά-

ρo[ν ο] εκ θεού άρχον ό Π-

ερσιάνος άπέστιλεν

Ι [σ]βούλον τον καυγά-

νον δόσας αύτόν φοσά-

τα κ(έ) τον Ήτζιργουβοιλ-

άν κ(ε) τον Καναβοιλά Κο-

λόβρον κ(ε) ό καυχάνος

επί τους Σμολεάνους

«Ο Χαν, με τη χάρη του Θεού, του πολυπληθούς, βουλγαρικού λαού, ο Περσιάνος, έστειλε τον καυχάνο Ισβούλο, δίνοντάς του στρατεύματα, και (οι αξιωματούχοι) Ιτσίργουβοϊλάς και ο Καναβοϊλάς Κολόβρος. και ο καυχάνος εναντίον των Σμολιάνων...»

Όσον αφορά την δεύτερη επιγραφή, ο Feher προτείνει την εξής ανάγνωση:

ν. "Η [τη]ς τήν άλήθηαν γ-

υρεύη, ο Θ(εό)ς θεορί κ(έ) ή της ψ-

εύδετε, ο Θ(εό)ς θεορί τούς

χριστηανούς οή Βούλγαρι-

ς πολα αγαθά έπύισαν,

κ(έ) οι χριστηανοί έλησμόν-

ησαν, άλλά ό Θ(εός) θεορί.

«Αν κάποιος αναζητά την αλήθεια, ο Θεός βλέπει. και αν κάποιος

ψεύδεται, ο Θεός βλέπει. Οι Βούλγαροι έκαναν πολλά καλά στους

Χριστιανούς, αλλά οι Χριστιανοί (τα) ξέχασαν. αλλά ο Θεός βλέπει».

Και ο Feher καταλήγει: «Έχουμε λοιπόν την πρώτη και την τελευταία από μια σειρά πέντε ενεπίγραφων πλακών, οι οποίες, προφανώς, έφεραν (περιείχαν) ένα μόνο κείμενο: Αυτό αρχίζει, πολύ ομαλά, με τον τίτλο του Χαν και τελειώνει, με τρόπο εξ ίσου ικανοποιητικό, με ηθικές παρατηρήσεις. Το γεγονός ότι ο χαν Περσιάν, μετά την κατάληψη των Φιλίππων, έβαλε να χαράξουν την επιγραφή πάνω στον στυλοβάτη της Βασιλικής, δείχνει ότι δεν κατέστρεψε αυτή την τελευταία, αλλά ότι, αντίθετα, αυτή συνέχιζε να εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες του πληθυσμού: θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτός είχε την ιδέα να τοποθετήσει, ανάμεσα στα ερείπια, το μνημείο, που έμελλε να θυμίζει σε όλους τη νίκη του και το μάθημα που έδωσε στους αχάριστους.

Οι Βυζαντινοί είχαν, πράγματι, ξεχάσει τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους Βουλγάρους και γι' αυτό ο Πρεσιάν τους είχε τιμωρήσει, αρπάζοντας μέρος της Μακεδονίας, τη γη των Σμολιάνων. (Περί των Σμολιάνων, βλ. J. Ivanov, Balgarski starini iz Makedonija, Σόφια, 1931, σελ. 7-9. Η επισκοπή ο Σμολαίνων ήταν μια από τις επτά επισκοπές της μητρόπολης των Φιλίππων και ο Ivanov την τοποθετεί μεταξύ Καβάλας και Καισαρόπολης, στις περιοχές της Πράβιστα και της Καβάλας. Το διοικητικό και στρατιωτικό θέμα των Σμολαίνων ήταν πιο εκτεταμένο).



Γ) Η ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Γ. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ, ΓΙΑ ΤΟ ΣΛΑΒΙΚΟ ΦΥΛΟ ΤΩΝ ΣΜΟΛΙΑΝΩΝ Ή ΣΜΟΛΕΑΝΩΝ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΜΑΣ

Για το σλαβικό φύλο των Σμολένων ή Σμολεάνων, πολλά και ενδιαφέροντα περιέχονται στην εργασία του καθηγητή Γ.Ι. Θεοχαρίδη «ΜΟΡΟΥΝΑΤΣ, ΤΟ ΔΗΘΕΝ ΣΛΑΒΙΚΟΝ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ», που δημοσιεύτηκε στα ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ 6 (1964), σελ. 75 επόμ.. Από την εργασία αυτή σταχυολογώ τα παρακάτω:



Θέμα Σμολένων αναφέρεται, από το έτος 1079, στο πρακτικό του Ιωάννου Βέστη του Καταφλορών, για την μονή της Λαύρας. (Act. Lavra 32,1: «Ιωάννης Βέστης βασιλικός νοτάριος των οικειακών στρατευμάτων και αναγραφεύς Σμολένων συν τη νέα διοικήσει Θεσσαλονίκης και Σερρών ο Καταφλορών... έρευναν ποιούμενος των επεχόντων προ ημών πρακτορικών πράξεων, λέγω δη Ιωάννου ασηκρήτου του Ασβεστά και γεγονότος κριτού και αναγραφέως Βολερού Στρυμόνος και Θεσσαλο­νίκης προς δε και Ανδρονίκου..και Λέοντος…αναγραψάμεθα κ.τ.λ...».

Αυτό, όπως παρατηρεί ο Στίλπων Κυριακίδης, (Βυζαντιναί Μελέται I-V. Θεσσαλονίκη 1933 - 1939. Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τόμ. 3. Θεσσαλονίκη 1939, σ. 56 αριθ. 10), υπήρχε σε χρόνους αρκετά παλαιοτέρους του 1079, όπως δείχνει η μνεία παλαιοτέρων πράξεων υπαλλή­λων του θέματος, στο ανωτέρω πρακτικό του Καταφλορών.

Το 1083 ο Πακουριανός, που για κάποιο διάστημα είχε την οικονομική και άλλη διοίκηση του θέματος αυτού, αναφέρει τίτλους χρυσοβούλλων και άλλων εγγράφων σχετικών προς το θέμα Σμολένων. (Τυπικόν Πακουριανού, σ. 54 κε. (Κ υ ρ ι α κ., Βυζ. Μελ. σ. 61): «Χρυσοβούλ λιον περί της αθωώσεως του Θέματος των Σμολένων... Αι αποδείξεις περί του εισκομισθέντος λογαρίου περί της απαιτήσεως του θέματος Σμολένων»).

Το 1198, στο χρυσόβουλλο του Αλεξίου του Γ' για τους Βενετούς και το 1204 στο έγγραφο της διανομής του βυζαντινού κράτους, μεταξύ των σταυροφόρων της 4ης Σταυροφορίας, θέμα Σμολένων δεν μνημονεύεται. (Νικήτ. Χωνιάτ., Bonn. σ. 680 : «...και προς τό όρος τό Πάγγαιον καί επ' Άβδηρα παρατείνουσιν. Αμέλει και το Θέμα των Σμολένων υπεποιήσατο». Και ο Κώδιξ Β του Χωνιάτου: «...αλλά και το θέμα των Σμολαίνων προσέπεσε και υπετάγη αυτώ, και τα περί τον Πάνακα ποταμόν πλησιάζοντα χωρία..». Βλ. και σ. 708: τα της αποστασίας του Σπυριδωνάκη, όστις: «..την αρχήν των Σμολένων χειρίζειν λαχών κ.τ.λ.» Εφραίμ, Bonn. στ. 6602: «κλίμα Σμολένων»).

Ο Νικήτας Χωνιάτης, αφηγούμενος τα της αποστασίας του Βουλγάρου Ιβάγκο περί το 1200, μνημονεύει του θέματος Σμολένων.

Τέλος, σε όλους τους καταλόγους επισκοπών της μητροπόλεως Φιλίππων, κατά τους χρόνους των Μακεδόνων και Κομνηνών αυτοκρατόρων, από του 9ου μέχρι του 13ου αιώνος, μνημονεύεται επισκοπή Σμολένων. Η δε ευρεθείσα στους Φιλίππους, σ’ ελληνική γλώσσα γραμμένη, πρωτο­βουλγαρική επιγραφή του Βουλγάρου άρχοντα Περσιάνου του 9ου αίώνα, ουδεμία αμφιβολία αφήνει για την ύπαρξη σλαβικής φυλής Σμολεάνων, που βρισκόταν στην υπηρεσία των Βυζαντινών.



Το μέγα ζήτημα είναι, πού πρέπει να τοποθετηθούν αυτοί οι Σμολεάνοι και το θέμα Σμολένων. Ό Dvornik τοποθετεί αυτούς ΒΑ της Θεσσαλονίκης και όχι μακριά από τους Φιλίππους, αποκρούοντας την γνώμη του Detchev, ότι αυτοί βρίσκονταν γύρω από τον κάτω ρουν του Νέστου ποταμού. Την γνώ­μη του Detchev φαίνεται δεχόμενος και ο Ζακυθηνός. Ό Lemerle τοποθετεί αυτούς στην ορεινή περιοχή βορείως της πεδιάδας των Φι­λίππων και μεταξύ του άνω ρου του Αγγίτη προς δυσμάς και του μέσου ρου του Νέστου προς ανατολάς. Τέλος ό Κυριακίδης, ο οποίος άλλοτε τοποθετούσε τους Σμολεάνους αλλού, τοποθετεί σήμερα αυτούς, οριστικά, «εις τα ορεινά της Ροδόπης και δη βορείως και ελαφρώς προς ανατολάς της Ξάνθης, βορειοδυτικώς δε του Νέστου». (Βυζ. Μελ. σ. 58: «..ή επί του Παγγαίου, πράγμα αντικείμενον προς την έκτασιν του θέματος του Στρυμόνος, ή κάλλιον βορείως του Πάνακος εις την ορεινήν περιοχήν, την βορείως της Δράμας και περί το Ζίρνοβον και το Νευροκόπιον, ή τέλος βορειοανα­τολικώς των Φιλίππων, εις την ανατολικώς της Δράμας και του Δοξάτου ορεινήν περιοχήν του Νέστου. Όλα όμως αυτά αντιφάσκουν προς την ιδιότητα του θέματος και δη έχοντος πόλεις πολλάς ερυμνοτάτας..»).

Και συμπληρώνει ο Στίλπων Κυριακίδης: «Ο Dvornik είχε σημειώσει ήδη ένα τοπωνύμιο Smiljan περί τις πηγές του Άρδα. Διαπίστωσα αργότερα ότι και στο φύλλο Ξάνθης του ελληνικού, επιτελικού χάρτου 1:100.000 του 1927 ση­μειώνεται όχι απλώς τοπωνύμιο, αλλά χωριό Ίσμιλάν, του οποίου το όνομα οι Βούλγαροι μετέφερα αργότερα στο βορειότερα ευρισκόμενο χωριό Πασμακλί, το οποίο και αποτέλεσε, επί τουρκοκρατίας, το κέντρο της ορεινής αυτής περιφέρειας, η οποία κατοικούνταν από σλαβόφωνους Μουσουλμά­νους, τους ονομαζόμενους Πομάκους».

Η από τον Κυριακίδη τοποθέτηση των Σμολεάνων στα δυτικά της οροσειράς της Ροδόπης, λύνει αυτομάτως την δυσκολία της συνυπάρξεως δύο θεμάτων στον ίδιο χώρο, την οποία δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν παλαιότερες τοποθετήσεις, γιατί τοποθετεί τους Σμολεάνους έξω από τα όρια των θεμάτων Στρυμόνος και Βολερού και εντός του πολυ­μερούς θέματος Φιλιππουπόλεως (= Αχριδώς - Μόρας και Βερόης), στο νότιο δε μέρος της περιοχής της Αχριδώς.

Το γεγονός, ότι οι Σμολεάνοι βρέθηκαν στον δρόμο του καυχάνου Ισβούλου, κατά την εισβολή των Βουλγάρων του 837, σύμφωνα με την αναφερθείσα επιγραφή των Φιλίππων, και το γεγονός, ότι η επισκοπή Σμολένων υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλίππων είχαν πείσει τον Lemerle ότι οι Σμολεάνοι βρίσκονταν πλησίον των Φιλίππων και επομένως το θέμα Σμολένων έπρεπε να τοποθετηθεί εντός των ορίων του θέματος Στρυμόνος.

Η τοποθέτηση, όμως, του θέματος Σμολένων εντός των ορίων του θέματος Στρυμόνος είναι αναγκασμένη να δεχθεί συνύπαρξη των δύο θεμάτων στον ίδιο χώρο, διότι τα δύο αυτά θέματα αναφέρονται στις πηγές συγχρόνως. Έτσι, θέμα Στρυμόνος αναφέρεται, από το 1042, στο τριμερές (θέμα) Βολερού - Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης και είναι πολύ παλαιότερο των χρόνων τούτων (βλ. Κυριακ., Βυζ. Μελ. σ. 52 αριθ. 2). Ιδρύθηκε, κατά μεν τον Κυριακίδη, μεταξύ των ετών 789 και 809, κατά δε τον Lemerle, μεταξύ των ετών 809 και 899). Θέμα Σμολένων αναφέρεται από του 1079 και είναι παλαιότερο των χρόνων τούτων. Αργότερα, το μεν 1083 αναφέρεται θέμα Σμολένων, το δε 1089 θέμα Στρυμόνος, στο τριμερές και πάλι (θέμα) Βολερού - Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης (βλ. Κυριακ., Βυζ. Μελ. σ. 59 αριθ. 11: Τυπ. Πακ., και σ. 67 αριθ. 12: Act. Zog. 35, 96). Από το 1042 λοιπόν μέχρι το 1089 αναφέρονται παραλλήλως τα δύο θέματα και εάν το θέμα Σμολένων τοποθετηθεί εντός των ορίων του θέματος Στρυμόνος, πρέπει να δεχθούμε συνύπαρξη των δύο θεμάτων στον ίδιο χώρο, πράγμα αδύνατο. Την πιο πάνω δυσκολία της συνύπαρξης των δύο θεμάτων στον ίδιο χώρο προσπαθεί να διαφύγει ο Lemerle, δεχόμενος, μεταξύ των ετών 1074 και 1079, απόσπαση της περιοχής των Σμολένων από το παλαιό θέμα Στρυμόνος, γενομένη στο πλαίσιο γενικότερων διοικητικών μεταβολών στην περιοχή του τριμερούς θέματος Βολερού - Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης, αι οποίες είχαν φορολογικούς σκοπούς και επέφεραν την χαλάρωση της ενότητας του τριμερούς θέματος. (Για το θέμα αυτό, ο Θεοχαρίδης παραθέτει την γνώμη του Στ. Κυριακίδη (Βυζ. Μελ. σ. 168): «Ως προς την απόσπασιν του θέματος Σμολένων από του θέματος Στρυμόνος ουδέν είναι γνωστόν, δεν είναι όμως απίθανον να είναι έργον του Βουλγαροκτόνου» και συμπληρώνει ο ίδιος: Υπέρ τούτου συνηγορεί το γεγονός, ότι η περί το Μελένικο και τα στενά του Ροϋπελ παλαιά περιοχή των Σμολένων, μετά την παράδοση αυτής στον Βουλγαροκτόνο και την εγκαθίδρυση, σ’ αυτήν, φρουράς, εμφανίζεται στο χρυσόβουλλο του ’Αλεξίου του Γ' το 1198 ως νέο θέμα Ζαγορίων).

Οι Σμολεάνοι όμως ήταν σλαβική φυλή στην υπηρεσία των Βυζαν­τινών και κατ' αυτών επέρχεται ο καυχάνος Ισβούλος, του Βουλγάρου άρχοντα Περσιάνου, το 837, στην επιγραφή των Φιλίππων, νικήσας προφανώς αυτούς και προχωρήσας μέχρι των Φιλίππων, ερχόμενος δε ασφαλώς από βορρά. Η μέχρι τους Φιλίππους μόνο προέλαση αυτού εξηγείται από την παρου­σία, στην Χριστούπολη, βυζαντινών στρατευμάτων, υπό τον Καίσαρα Αλέ­ξιον Μωσελέ, διαφορετικά ο σκοπός αυτού θα ήταν η Χριστούπολη και η έξοδος προς την θάλασσα. Οι Βυζαντινοί εγκαθιστούσαν αυτά τα φιλικά, σλαβικά φύλα σε κλεισούρες και διαβάσεις, προς απόκρουση επιδρομών, κατά την γνωστή δε μαρτυρία του Πορφυρογεννήτου, ήδη ο Ιουστινιανός ο Β' είχε εγκαταστήσει, το 688, Σλάβους στα όρη και τις διαβάθρες των κλεισουρών του Στρυμόνα. (Πορφυρογένν., De thematibus II, Bonn. σ. 50 : «Το δε θέμα του Στρυμόνος τη Μακεδονία συντέτακται και ουδαμού τούτου λόγος εστί περί θέματος, αλλ’ εις κλεισούρας τάξιν λελόγισται και Σκύθαι αυτό αντί Μακεδόνων διανέμονται Ιουστινιανού του Ρινοτμήτου εν τοις όρεσι του Στρυμόνος και ταις διαβάθραις των κλεισουρών τούτους εγκαταστήσαντος..»). Πολύ πιθανόν

Οι παλαιότεροι εκείνοι Σλάβοι πρέπει να ήταν Σμολεάνοι, που είχαν εγκατασταθεί στις κλεισούρες του Στρυμόνα, για την φρούρηση των στενών και την απόκρουση βουλγαρικών επιδρομών. Επομένως, δεν είναι παράδοξο ότι αυτοί βρέθηκαν στον δρόμο του καυχάνου Ισβούλου, μια και είναι γνωστό ότι η οδός της εισβολής των Βουλ­γάρων στην Μακεδονία και Δυτική Θράκη ήταν ανέκαθεν οι κοιλάδες του Στρυμόνα και του Νέστου.

Οι Σμολεάνοι, λοιπόν, κατ’ αρχάς δεν αποτελούσαν θέμα, αλλά απλή Κλεισούρα, υπό την διοίκηση Κλεισουράρχη και ήταν εγκατεστημένοι περί το Μελένικο και το Νευροκόπι, φυλάσσοντας τα Στενά της Κούλας και του Ρούπελ και την είσοδο στην κοιλάδα του Στρυμόνα. Ηττηθέντες το 837 από τους εισβαλόντες Βουλγάρους του καυχάνου Ισβούλου, συμπτύχθηκαν, αναμφίβολα, προς τα βυζαντινά στρατεύματα του Καίσαρα Μωσελέ, που βρίσκονταν στην Χριστούπολη. Στην περιοχή αυτή της Χριστουπόλεως παρέμειναν αυτοί, καθώς φαίνεται, επί αρκετά έτη. Τούτο, διότι η επισκοπή Σμολένων ιδρύθηκε, κατά τον Dvornik, επί της πατριαρχίας του Φωτίου, όταν αυτός, κατά τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων το 864, ανέπτυξε εξαιρετική δραστηριότητα, για την επίτευξη τούτου, ή μεταξύ των ετών 879 και 882, όταν ο Βασίλειος ο Α' κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να εκχριστανίσει ολόκληρο το κράτος. Για να υπάγεται δε η επισκοπή Σμολένων στην μητρόπολη των Φιλίππων, πρέπει να υποθέσουμε ότι, κατά την εποχή τουλάχιστον της ιδρύσεως της επισκοπής, οι Σμολεάνοι βρίσκονταν ακόμη στην περιοχή της Χριστουπόλεως και των Φιλίππων και κατόπιν μετακινήθηκαν πέραν του Νέστου προς την Ρο­δόπη, σχηματισθέντος θέματος Σμολένων από τον Βασίλειο τον Β', κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς ο όρος θέμα να έχει την έννοια της ευρείας εδαφικής εκτάσεως των παλαιοτέρων θεμάτων. Έτσι εξηγείται ίσως, γιατί η επισκοπή Σμολένων εξακολουθεί να υπάγεται στην μητρόπολη Φιλίππων, ενώ οι Σμολένοι καί το θέμα Σμολένων βρίσκονται αργότερα, από την εποχή, πιθανόν, του Βασιλείου του Β', πέραν του Νέστου, στην Ροδόπη, εκεί όπου βρίσκουμε, και σήμερα ακόμη, το τοπωνύμιο Ισμιλάν.

Η επισκοπή Σμολένων εξαφανίσθηκε, μαζί με το θέμα Σμολένων, πολύ πιθανόν λίγο πριν το 1204 και γι’ αυτό, θέμα Σμολένων δεν αναφέρεται στο χρυσόβουλλο του Αλεξίου του Γ' για τους Βενετούς, το 1198.

Τέλος, ο καθηγητής Θεοχαρίδης, στην ανασκόπησή του αναφέρει τα εξής:

Οι Σμολεάνοι Σλάβοι, ευρισκόμενοι στην υπηρεσία των Βυζαντινών, φύλασσαν, από το 688, τα στενά του Στρυμόνα. Ηττηθέντες, το 837, από τους εισβαλόντες Βουλγάρους, συμπτύχθηκαν προς τα βυζαντινά στρατεύματα, που βρίσκονταν στην Χριστούπολη. Στην περιοχή της Χριστουπόλεως και των Φιλίπ­πων παρέμειναν αυτοί επί αρκετά έτη, μέχρις ότου, εκχριστιανισθέντες επί Φωτίου ή επί Βασιλείου του Α', σχημάτισαν επισκοπή Σμολένων, που υπήχθη στην πλησιέστερη μητρόπολη των Φιλίππων. Επί Βασι­λείου του Β', κατά πάσα πιθανότητα, μετακινήθηκαν προς τα δυτικά άκρα της οροσειράς της Ροδόπης, πέραν του Νέστου και στα νότια της περιοχής της Αχριδώς, του πολυμερούς θέματος Αχριδώς - Μόρας - Βερόης (Φιλιππουπόλεως), οπότε σχηματίσθηκε θέμα Σμολένων, με μικρή, εδαφική έκταση. Η επισκοπή όμως Σμολένων εξακολούθησε να υπάγεται στην μητρόπολη των Φιλίππων και ν’ αναφέρεται στους καταλόγους των επισκοπών αυτής, από τον 9ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Λίγο πριν την φραγκική κατάκτηση του 1204, το θέμα και η επισκοπή Σμολένων, άγνωστο γιατί, εξαφανίζονται και δεν αναφέρονται στο χρυσόβουλλο του Αλεξίου του Γ', του 1198.

Τέλος, έκρινα σκόπιμο να προσθέσω εδώ την εξής παρατήρηση ενός διαδικτυακού φίλου, του Evangelos Papathanassiou:
Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι βυζαντινολόγοι, στους οποίους αναφέρεστε και ιδίως οι Βούλγαροι, συνδέουν αυθαίρετα διάφορα γεγονότα, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι συνέβησαν στην ίδια χρονική περίοδο και ότι συνδέονται. Ο καθηγητής Γ. Βελένης («Ἡ Βασιλικὴ Β΄ τῶν Φιλίππων στὸ πλαίσιο τῆς Ἰουστινιάνειας Ἀρχιτεκτονικῆς», Πρακτικὰ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 77 [2002], 127 [υποσημ. 16]), υποστήριξε την αποσύνδεση της χαράξεως της μίας, στην πραγματικότητα, αντί δύο, πρωτοβουλγαρικής αυτής επιγραφἠς των Φιλίππων –σωζομένης σε πολλά τεμάχια - από κάποια εχθρική ενέργεια των Βουλγάρων εναντίον των Βυζαντινών – βλ. και Γεώργιος Βελένης, “Το περιεχόμενο της πρωτοβουλγαρικής επιγραφής των Φιλίππων”, στο: Angel Nikolov-Elena Kostova-Vladimir Angelov (eds.), Proceedings of the 22nd International Congress of Byzantine Studies, Sofia, 22-27 August 2011, Vol. III. Abstracts of Free Communications, Sofia 2011, 57-58. Κατά την γνώμη μου, η στάσις της αναφερομένης στον Βίο του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου Σκλαβηνίας επισυνέβη το έτος 834 και όχι στα 837‧ η Σκλαβηνία αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί στην περιοχή της μεταγενέστερης επισκοπής Αρδαμερίου‧ η μόνη σίγουρη Σκλαβηνία Στρυμονιτών θα πρέπει να θεωρηθεί αυτή που ταυτίζεται με την μεταγενέστερη «Ἀρχοντεία Στεφανιανῶν», ή καλλίτερα με το έδαφος της Επισκοπής «Ἐζεβῶν καὶ Στεφανιανῶν» (και από τις δύο πλευρές των Κερδυλλίων), χωρίς να αποκλείει αυτό καθόλου την έντονη παρουσία των Στρυμονιτών Σλάβων και στην περιοχή του Παγγαίου (όρους Ματικίας).

ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ ΒΛΕΠΕΤΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΠΑΛΑΙΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΕΚΤΕΘΕΙΜΕΝΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΤΗΝ «ΒΑΣΙΛΙΚΗ Β’ (Ή ΤΟΥ «ΝΤΙΡΕΚΛΕΡ»), ΣΕ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΑΥΤΕΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ







Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023



ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ, ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΩΣ ΚΑΛΟΎΝΤΑΙ «ΘΡΑΚΙΚΑ», ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ «ΕΣΚΗ ΚΙΟΪ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΚΩΜΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ

Στην δυτική απόληξη του ορεινού όγκου της Ροδόπης, που λέγεται αλλιώς «όρη Λεκάνης», μεταξύ του ποταμού Νέστου, των αρχαίων Φιλίππων και της Καβάλας, εμφανίζεται μια σειρά άνω των πενήντα (50) οχυρωμένων θέσεων, οι οποίες συνήθως καλούνται «θρακικές», γιατί η κατασκευή τους αποδίδεται στα αρχαία, θρακικά φύλα, που κατοικούσαν στην ορεινή αυτή περιοχή, ακόμη και μετά την Μακεδονική και αργότερα την ρωμαϊκή κατάκτησή της.

Για τις «θρακικές» αυτές οχυρώσεις, όμως, αφήνω να μιλήσουν καλύτερα οι ειδικοί:

Ο αρχαιολόγος Βασίλης Πούλιος αναφέρει τα εξής, στο παρακάτω κείμενό του, που δημοσιεύτηκε στο Αρχαιολογικό Δελτίο, τόμο 51 (1996) Χρονικά Β' 2 κι αναφέρεται σ’ ένα κάστρο, που βρίσκεται στην κορυφή Χιονοβούνι της Λεκάνης κι είναι παρόμοιο με αυτό που αναρτώ σήμερα:

«…..Το φρούριο αυτό ανήκει στην κατηγορία των λεγόμενων θρακικών, τα οποία συναντάμε στις ορεινές περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Καλύπτουν μια χρονική περίοδο από την ύστερη εποχή του Σιδήρου έως και τα υστερορωμαϊκά χρόνια (8ος/7ος αι. π.Χ. - 4ος/5ος μ.Χ.).…….. Ως προς τη σκοπιμότητα της κατασκευής τέτοιων ισχυρών φρουρίων σε δύσβατες θέσεις και τη χρήση τους υπάρχουν διάφορες απόψεις, με επικρατέστερες δύο από αυτές: Η μία υποστηρίζει ότι τα φρούρια αυτά ήταν τόποι μόνιμης διαμονής κτηνοτροφικών κυρίως πληθυσμών και η άλλη ότι σε αυτά κατέφευγαν σε περιόδους κινδύνων οι κάτοικοι οικισμών που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο».

Ο Κ. Τριανταφυλλίδης, στην ανακοίνωσή του με τίτλο «τα θρακικά κάστρα της Δράμας», που περιλήφθηκε στον τιμητικό τόμο «ΜΝΗΜΗ Δ. ΛΑΖΑΡΙΔΗ – ΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ», κάνει μια συγκριτική μελέτη των θρακικών κάστρων κι επισημαίνει τα εξής:

«Περισσότερο από τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα οχυρωματικά αυτά έργα, είναι οι ομοιότητες αυτές που εντυπωσιάζουν:

1. Περικλείουν όλα κορυφές λόφων.

2. Η οχύρωση είναι προσανατολισμένη προς την πεδιάδα, αφού η πλευρά που είναι απέναντι από τον ορεινό όγκο είναι σχεδόν ανοχύρωτη ή υποτυπωδώς οχυρωμένη.

3. Το σύστημα δόμησης είναι ίδιο σε όλα τα κάστρα.

4. Παντού υπάρχει δεύτερη φάση κατασκευών ή συντηρήσεων με χρήση κονιάματος.

5. Στο εσωτερικό του τείχους έχουμε τον ίδιο τύπο κατασκευών.

6. Κοντά στα οχυρωματικά έργα υπάρχει πάντα κάποια πηγή, από όπου γινόταν ο εφοδιασμός με νερό.

7. Τέλος όλα τα κάστρα κατέχουν στρατηγικές θέσεις και ελέγχουν εκτός από το μεγάλο μέρος της πεδιάδας, περάσματα προς το εσωτερικό του ορεινού όγκου».

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που επισήμανε ο Κ. Τριανταφυλλίδης, εμφανίζονται και στο «θρακικό» κάστρο που αναρτώ σήμερα:

Το συγκεκριμένο κάστρο αυτό βρίσκεται ανάμεσα στα ερείπια του μουσουλμανικού οικισμού Εσκή - κιοϊ και στο σύγχρονο οικισμό της Νέας Κώμης, οικισμού του Δήμου Καβάλας, στην κορυφή ενός υψηλού λόφου, ο οποίο δεσπόζει πάνω από ολόκληρη την πεδιάδα της Χρυσούπολης (Νέστου) κι έχει περίμετρο μεγαλύτερη των 1.200 μέτρων!

Ισχυρό τείχος περιέβαλλε την επίπεδη κορυφή του λόφου, απ’ όλες τις πλευρές, (λίγο πιο υποτυπώδες, όμως, από την πλευρά του ορεινού όγκου), στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν τα ερείπια πλήθους κτισμάτων, αλλά και εκτάσεις που είναι προφανές ότι χρησίμευαν για καλλιέργεια.

Ξεκινώντας μέσα από τη Νέα Κώμη, η δασική οδός, που οδηγεί στο κάστρο, στο πρώτο κιόλας χιλιόμετρο έχει δεξιά της εμφανέστατα ερείπια ενός υδραγωγού, καθώς και μεταλλευτικών εγκαταστάσεων, (σκωρίες μεταλλεύματος), γεγονός που αποδεικνύει, ίσως, άλλον ένα σημαντικό λόγο ύπαρξης του υπερκείμενου αυτών των εγκαταστάσεων κάστρου. Άλλωστε, αυτό βρισκόταν στο κέντρο της «Σκαπτής Ύλης», μιας από τις πιο σημαντικές, μεταλλοφόρες περιοχές της αρχαιότητας!

Στις τέσσερις πρώτες φωτογραφίες, βλέπετε την αρχαία, μεταλλευτική εγκατάσταση, στους ανατολικούς πρόποδες του λόφου, στον οποίο βρίσκεται το κάστρο.

Στην 5η φωτογραφία βλέπετε τον λόφο του κάστρου, όπως φαίνεται από τον ορεινό όγκο, με τον οποίο συνδέεται από την βόρεια πλευρά του.

Στις φωτογραφίες 6η έως 16η, βλέπετε τα τείχη του κάστρου, από όλες τις πλευρές του.

Στις φωτογραφίες 17η και 18η, την αρχαία κεραμική που υπάρχει στα κτίσματα, στο εσωτερικό του κάστρου.

Στις φωτογραφίες 19η έως 23η, βλέπετε την στρατηγική θέση του κάστρου, δηλαδή την θέα απ’ αυτό και προς κάθε κατεύθυνση.

Τέλος, στις δύο τελευταίες φωτογραφίες βλέπετε ένα πολύ μεγάλης ηλικίας δένδρο κέδρου, στο εσωτερικό του κάστρου.