ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΕΠΙΦΑΝΗ
ΡΩΜΑΙΟ ΕΙΧΕ ΤΟΠΟΘΕΤΗΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ Η «ΟΡΘΟΠΕΤΡΑ» («ΝΤΙΚΙΛΙ-ΤΑΣ»),
ΤΟ ΕΠΙΦΑΝΕΣΤΕΡΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥΣ;
Πολλές
φορές πέρασα και αρκετές απ’ αυτές σταμάτησα και θαύμασα τον τεράστιο μονόλιθο,
που μέχρι σήμερα στέκεται αγέρωχος, στην ανατολική έξοδο του χωριού Κρηνίδες
(και, συνάμα, ανατολική έξοδο των αρχαίων Φιλίππων), πάνω στον δρόμο που οδηγεί
στο χωριό Φίλιπποι. Πρόκειται για την περίφημη «Ορθόπετρα» ή, όπως λεγόταν στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας, «Ντικιλί – τας», (από αυτή την τελευταία ονομασία
πήρε το όνομά του και ο γειτονικός, παγκόσμια γνωστός, προϊστορικός,
αρχαιολογικός χώρος). Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για επιτύμβιο μνημείο κάποιου
σημαντικού, Ρωμαίου αξιωματούχου, ποιος, όμως, ήταν αυτός;
Την
απάντηση μας δίνει ο αγαπητός φίλος και εξαίρετος καθηγητής Πανεπιστημίου,
ομότιμος διευθυντής ερευνών στο Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας , του
Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στην εξαιρετική
εργασία του, με τίτλο «La_carriere_equestre
de_C._Vibius_Quartus» (δηλ., η ιππική καριέρα του C.Vibius_Quartus), ένα κείμενο γραμμένο στην γαλλική γλώσσα, το
οποίο σας μεταφέρω αυτούσιο, μεταφρασμένο από μένα, με μόνες παραλείψεις όσων υποσημειώσεων
ενδιαφέρουν μόνο τους ειδικούς επιστήμονες (ιστορικούς κι αρχαιολόγους) κι όχι όλους
εσάς, προς τους οποίους απευθύνεται αυτή η ανάρτηση. Άλλωστε, το πλήρες κείμενο
θα το αναρτήσω σύντομα στο blog
μου:
http://lymperakis-theodoros.blogspot.com.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΡΙΖΑΚΗΣ
Η
ΙΠΠΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ C.VIBIUS QUARTUS*
Η θητεία του C. Vibius C.f. Corn. Quartus στο ιππικό ήταν εν
μέρει γνωστή, χάρη στο περίφημο, ταφικό του μνημείο, το οποίο μας έγινε γνωστό από
αρκετούς ταξιδιώτες, αρχής γενομένης από τον Κυριάκο της Αγκόνα. Αυτό το
μνημείο - που απέχει περίπου δύο χιλιόμετρα από την αρχαία πόλη των Φιλίππων, στην
ανατολική Μακεδονία - στη συνέχεια ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική νεκρόπολή
της. Το 1862, όταν επισκέφτηκε τους Φιλίππους ο Léon Heuzey, αυτός ο
εντυπωσιακός ογκόλιθος ήταν ενσωματωμένος στα κτίσματα ενός πανδοχείου (χανιού),
που βρισκόταν πάνω στην οδό Δράμας-Καβάλας, η οποία, λίγο - πολύ ακολουθούσε τη
διαδρομή της αρχαίας Εγνατίας. Ο Léon Heuzey τότε είχε υποθέσει ότι αυτός ο
σταθμός (της Εγνατίας οδού) πρέπει να ταυτιζόταν με τον σταθμό Fons, που
αναφέρεται στον Πευτιγγεριανό Πίνακα ότι βρισκόταν στην έξοδο των Φιλίππων. Το
μνημείο του Vibius,
που ανεγέρθηκε σε μια εξαιρετική, τοποθεσία, κατά την ρωμαϊκή εποχή,
χαρακτηρίζει έντονα, με τον επιβλητικό όγκο του, την περιοχή, που φέρει το
όνομά του. (Οι Έλληνες αποκαλούν αυτή την περιοχή «μεγάλο λιθάρι», εξ ου και το
τουρκικό τοπωνύμιο «Ντικιλί Τας»).
Πρόκειται
για έναν ογκώδη, μαρμάρινο μονόλιθο, σχεδόν τετράγωνο, του οποίου οι
διακοσμητικές λεπτομέρειες είναι δύσκολο να διακριθούν σήμερα. Μπορούμε, ωστόσο
να τις ανακατασκευάσουμε, χάρη στα ακριβή σχέδια των ταξιδιωτών του
προηγούμενου αιώνα, που δείχνουν ότι το μνημείο του Quartus είχε τη μορφή ενός
γιγάντιου, ταφικού βωμού, «καθισμένου» πάνω σ’ έναν, επίσης μονολιθικό πλίνθο, ο
οποίος έχει δύο σκαλοπάτια και του οποίου το πάνω μέρος, διακοσμημένο με γείσο,
είχε «δύο ειλητάρια (κυλίνδρους), σε σχήμα εδράνων, καλυμμένων με φύλλα δάφνης».
Το ύψος του είναι 3,82 μ., το πλάτος του 2,68 μ. και το βάθος (μήκος) του 2,64
μ. Το μνημείο φέρει, πάνω σε δύο συνεχόμενες πλευρές του, δύο όμοια κείμενα,
στα λατινικά, το ένα στη νότια όψη και το άλλο στη δυτική όψη. Αυτή η διάταξη
δείχνει ότι το μνημείο ήταν τοποθετημένο στη συμβολή δύο δρόμων, στη γωνία που
σχηματίζει το μονοπάτι, που ερχόταν να ενωθεί με την Εγνατία οδό.
Αυτά
τα κείμενα είναι, δυστυχώς, υποβαθμισμένα, όχι μόνο από τις «κακουχίες των
καιρών», όπως είπε ο M. E. M. Cousinéry, αλλά και από την δεισιδαιμονία· αυτός
ο επιβλητικός ογκόλιθος, που ανεγέρθηκε πάνω στη δημόσια οδό, κοντά στα
σημαντικά ερείπια της εγκαταλελειμμένης πόλης των Φιλίππων, ξεσήκωνε τη λαϊκή
φαντασία, που απέδωσε την πατρότητά του, όπως συμβαίνει συχνά στη Μακεδονία, στον
Μέγα Αλέξανδρο· έτσι, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για το παχνί του Βουκεφάλα, του
αλόγου του κατακτητή, οι χωρικοί έρχονταν και με τα μαχαίρια τους έξυναν την
πέτρα, η οποία, στα μάτια τους, είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Η σκόνη αυτού του
μαρμάρου θεωρούνταν ότι έκανε τις γυναίκες γόνιμες κι έδινε γάλα στις τροφούς. Αυτή
η πρακτική, που είχε ήδη καταστρέψει περισσότερο από το ήμισυ της επιγραφής,
συνεχιζόταν ακόμη, στην εποχή του P. Collart.
Ανάμεσα
στα αντίγραφα του κειμένου, που έγιναν τόσο τον 19ο όσο και τον 20ό
αιώνα, καλύτερο είναι αυτό του Léon Heuzey, ο οποίος, με βάση τα σημάδια που
υπήρχαν, ακόμη τότε, στην έκτη γραμμή, μπόρεσε ν’ αποκαταστήσει: [tribunus
militum le]g(ionis) (secundae) Au[g]u[stae]. Στη συνέχεια, ο Th. Mommsen
αναπαράγει το κείμενο των Φιλίππων - με κάποιες μικρές διορθώσεις - αλλά προτιμά
να παραλείψει τις αποκαταστάσεις, στην τελευταία γραμμή (σειρά), που είχαν
προταθεί από τον προκάτοχό του. Ο δισταγμός του μεγάλου επιγραφολόγου θα έχει
προβλέψιμη συνέχεια και το κείμενό του θα λαμβάνεται στο εξής υπόψη από όλες
τις μεμονωμένες εκδόσεις, επιγραφικές συλλογές και τις εξειδικευμένες σπουδές.
Φυσικά, οι μελετητές δεν θα πάψουν ν’ αναρωτιούνται, δεδομένης της ασάφειας της
ερμηνείας της 4ης σειράς (του κειμένου), αν πρόκειται για την έναρξη
μιας ιππικής καριέρας ή απλά για την καριέρα ενός υπαξιωματικού. Η πρώτη λύση
θα υιοθετηθεί από τον Domasewski,
που δεχόταν την ανάγνωση της αφετηρίας της 4ης γραμμής,
prae[f(ectus)]. Άλλοι ειδικοί, από την άλλη, όπως ο G. L. Cheesman και ο H.
Devijver, θεωρούν ότι δεν επρόκειτο για ιππική καριέρα, εφόσον επέλεξαν τη λύση
prae[p(ositus)]. Γι’ αυτό τον λόγο, ο άνθρωπός μας δεν εμφανίζεται στις
προσωπογραφίες των ιππέων.
Το
1979-1980 ο Fr.
Mottas
προσπαθεί ν’ αποκρυπτογραφήσει καλύτερα τα σημάδια, που ήταν ακόμη ορατά, στην
έκτη γραμμή του μνημείου του Vibius,
στους Φιλίππους. Η ανάγνωσή του, [t]rib(unus) [l]eg(ionis) II Au[g]u[s]ta[e],
επιβεβαιώνει την ανάγνωση του Léon Heuzey και την ερμηνεία του· αλλά η
καινοτομία της προσπάθειας του Fr.
Motta
έγκειται στην αναγνώριση, στην αρχή της έβδομης γραμμής, της λέξης
[p[raef(ectus) +++[---]; αυτές οι αναγνώσεις, που επιβεβαιώθηκαν από τους R.
Frei-Stolba και Cédric Brélaz το 1999, μου κοινοποιήθηκαν γενναιόδωρα. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε εδώ τις τρεις militiae (ιδιότητες, θητείες, υπηρεσίες), που
απαιτούνταν για έναν Ρωμαίο ιππέα, δηλαδή τη διοίκηση μιας κοόρτης (επρόκειτο
για στρατιωτική ομάδα, τμήμα μιας λεγεώνας), τη διοίκηση μιας λεγεώνας και τη
διοίκηση μιας πτέρυγας του ιππικού, (που αποτελούσε έναν πολύ μεγάλο,
στρατιωτικό σχηματισμό).
Μια
πολύ ευτυχής σύμπτωση έφερε στο φως ένα νέο κείμενο, από τη Θεσσαλονίκη, που
ισχυροποιεί απόλυτα αυτή την υπόθεση· ισχυροποιεί επίσης την θεσσαλονικιώτικη καταγωγή του
συγκεκριμένου προσώπου, πράγμα, άλλωστε, που είχε υποπτευθεί ο Léon Heuzey,
λόγω της φυλής Corn(elia), που εμφανίζεται επίσης στο κείμενο των Φιλίππων. Πρόκειται
για μια στήλη (0,70 Χ 0,34 μ.), που βρέθηκε το 1987, στην οδό Κασσάνδρου 14-16,
σε δεύτερη χρήση, στον τοίχο ενός αποστακτηρίου, που ήταν μέρος εργαστηρίου οινοποίησης
του 19ου αιώνα. Η επιγραφή παρουσιάστηκε, συνοπτικά, στο Αρχαιολ.
Δελτίο, 1987 Χρον., σελ. 390. Βλ. BCH, 118, 1994, σελ. 750 και 752. Το κείμενο
της στήλης αυτής είναι πληρέστερο και διαλύει πολλές αμφιβολίες, που είχαν
γεννήσει οι δυσκολίες ανάγνωσης του κειμένου των Φιλίππων. Παρ' όλα αυτά,
κάποια νέα προβλήματα μένουν να επιλυθούν, καθώς προχωράμε να εξετάσουμε
λεπτομερώς ολόκληρη τη σταδιοδρομία του C. Vibius Quartus.
ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ
1
C(aius) Vibius C(aii) f(ilius)
Corn(elia) Quartus
mil(es) leg(ionis) V
Macedonic(ae)
4 decur(io) alae
Scubulor(um)
prae[f(ectus)] coh(ortis)
III
Cyrenei[c(ae)]
[t]ribu(unus) [l]eg(ionis)
II
Au[g]u[s]ta[e]
[p]raef(ectus) [alae
Gallor(um) — ]
8 [H(ic) s(itus) e(st)]
ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
1 C(aio) Vibio C(aii)
f(ilio) Corn(elia) Quarto
mil(iti) leg(ionis) V
Macedonicae
decurioni alae [Scubulorum]
4[s]tratego strategia[e ]
[pr]aef(ecto)] coh(ortis)
Cyreneicae
[trib(uno) leg(ionis) II]
[Aug]u[s]ta[e] praefecto)
alae
Ga[llor(um)
]
8[------------------------------------------]
Ο
C. Vibius είχε, χωρίς αμφιβολία, μια κάπως ιδιαίτερη καριέρα στο ιππικό. Ξεκινά
τη στρατιωτική του καριέρα ως λεγεωνάριος της 5ης Μακεδονικής
λεγεώνας και μετά γίνεται decurio μιας πτέρυγας, αυτής των Scubuli. Το αξίωμα
του decurio
μιας πτέρυγας εγγυάται κανονικά τη μελλοντική προαγωγή του υποψηφίου, αν αυτός,
εν τω μεταξύ, δεν πέθαινε. Ωστόσο, η καριέρα του παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον
χαρακτηριστικό. Πράγματι, μόνο στο κείμενο της Θεσσαλονίκης, εμφανίζεται ένα
αξίωμα, που παρεμβάλλεται μεταξύ του τελευταίου του αξιώματος, του
υπαξιωματικού και των tres
militia
(τριών θητειών, υπηρεσιών) του στο ιππικό: Είναι αυτό του στρατηγού μιας
άγνωστης στρατηγίας. Μετά από αυτό το αξίωμα, ο Vibius αναλαμβάνει τις τρεις
ιδιότητες (militiae)
του ιππικού, αυτήν του διοικητή της κοόρτης III της Κυρηναϊκής, εκείνη του
tribunus
(διοικητή)
της λεγεώνας II του Αυγούστου και, τέλος, εκείνη του διοικητή μιας Γαλλικής
πτέρυγας, ή μάλλον της Φλαβιανής πτέρυγας των Γάλλων.
Το
πρώτο στρατιωτικό σώμα, στο οποίο υπηρέτησε ο Quartus, ήταν η 5η
Μακεδονική λεγεώνα, που πιθανότατα σχηματίστηκε το 43 ή 41/40 π.Χ., από τον
Οκταβιανό, αλλά που δεν εμφανίζεται στα έγγραφα μέχρι το Άκτιον. Μετά από αυτή
την τελευταία μάχη, αυτή η λεγεώνα έχει την έδρα της στη Μακεδονία, προτού
μεταφερθεί στα σύνορα του Δούναβη, των οποίων θ’ αναλάβει την άμυνα, μαζί με
την Σκυθική Λεγεώνα IIΙ (13). Από το έτος 10 μ.Χ., μέχρι τον Δακικό
πόλεμο, μ’ εξαίρεση την περίοδο μεταξύ
των ετών 62-71 μ.Χ., που αυτή συμμετέχει στους Ανατολικούς πολέμους (Αρμενία,
Ιουδαία, Αλεξάνδρεια), σταθμεύει στην Μοισία (Oescus), καθ’ ον χρόνο ο Vibius υπηρετεί σ’ αυτήν. Η προαγωγή του
σε decurio
(διοικητή) της πτέρυγας των Scubulorum γίνεται στην ίδια επαρχία (την Έσω
Μοισία), όπου αυτή (η πτέρυγα) σταθμεύει, έχοντας έλθει προηγούμενα από κάποια
δυτική επαρχία, ίσως, από αυτήν του Ιλλυρικού, στην αρχή της Αυτοκρατορίας,
κατά την προ-Κλαυδιανή περίοδο, όπως μαθαίνουμε από μια μελέτη του Β. Gerov, σχετικά με τα όρια της Μοισίας.
Το 46-49 μ.Χ. η μονάδα μεταφέρεται στην Παννονία και, ως εκ τούτου, η τελευταία
υπηρεσία του Quartus
σε αυτήν πρέπει να έλαβε χώρα πριν από τα έτη 46-49· πρέπει να πιστέψουμε ότι
μάλλον κατά την τελευταία αυτή περίοδο, δηλαδή στα πρώτα χρόνια ύπαρξης της (ρωμαϊκής)
επαρχίας Θράκης, ο Quartus ονομάζεται και στρατηγός μιας στρατηγίας, που ίσως
συνορεύει με την επικράτεια των Φιλίππων.
Η
μετάβαση, από τα miles legionis στο λειτούργημα του decurio (διοικμητή) μιας
πτέρυγας (του ιππικού) δεν είναι εξαιρετική, αλλά η μετάβαση από το decurio σ’
ένα υψηλότερο καθήκον είναι αξιοσημείωτη. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η πρώιμη προαγωγή
παραμένει εξαιρετική και υποδηλώνει ότι ο Quartus έτυχε ειδικής μεταχείρισης. Δυστυχώς,
δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα, σχετικά με την μετάβαση (από τον βαθμό) του
decurio σε κάποιο βαθμό στρατηγού, στον οποίο να μπορεί κανείς να εισέλθει, στο
πλαίσιο της στρατιωτικής ιεραρχίας. Μια τέτοια λειτουργία είναι γνωστή μόνο
μέσα από λίγα έγγραφα του 3ου αιώνα, όπου ο όρος αντιστοιχεί, κατά
προσέγγιση, στον λατινικό όρο dux. Αυτό το αξίωμα εντάσσεται, κατά τον B.
Dobson, είτε πριν από αυτό του εκατόνταρχου (διοικητή τάγματος) είτε μετά, αλλά
όλοι αναγνωρίζουν ότι πληροφόρηση, γι’ αυτήν την τελευταία περίοδο, είναι
δύσκολο να υπάρξει. Μου φαίνεται ότι το λειτούργημα του στρατηγού, που κατέχει
ο Quartus, είναι περισσότερο πολιτικό, παρά στρατιωτικό και πρέπει να
σχετίζεται με τη διοίκηση της Θράκης. Ξέρουμε ότι οι στρατηγοί αυτής της χώρας
δεν ήταν τοπικοί αρχηγοί, αλλά ανώτεροι, δημόσιοι υπάλληλοι καριέρας, που
πήγαιναν από πόστο σε πόστο. Η διαίρεση της Θράκης σε διοικητικές ενότητες, που
ονομάζονταν stratégiae (στρατηγίαι) κι είχαν επικεφαλής έναν στρατηγό, είναι
προγενέστερη της μετατροπής της σε ρωμαϊκή επαρχία, το 46 π.Χ., από τον
Κλαύδιο. Αυτή η παγκόσμια, πολιτική αλλαγή δεν επηρεάζει τη διοικητική οργάνωση
που είχε κάνει ο Κλαύδιος· Ο τελευταίος, και οι αυτοκράτορες που τον
διαδέχονται, τουλάχιστον μέχρι τον Τραϊανό, διατηρούν το κυβερνητικό σύστημα,
που είχε δημιουργηθεί από τους βασιλείς των Σαππαίων και στηρίζονται στην τοπική,
θρακική αριστοκρατία, για τη διασφάλιση της λειτουργίας του. (Πράγματι, οι
Ρωμαίοι δεν δίσταζαν να διορίζουν επικεφαλής των πτερύγων γηγενείς οπλαρχηγούς,
που γνώριζαν καλύτερα τις συνήθειες των στρατευμάτων τους και τον τρόπο μάχης.
Βεβαίως, το επώνυμο Quartus δεν προδίδει μια αυτόχθονα καταγωγή, αλλά
γνωρίζουμε ότι οι peregrine
(αλλοδαποί) μπορούσαν να υιοθετούν ρωμαϊκά επώνυμα).
Το
πιο εκπληκτικό ντοκουμέντο, που επιβεβαιώνει την επιβίωση αυτού του θεσμού και
τον εξέχοντα ρόλο των τοπικών, Θρακών αρχόντων, για την λειτουργία του, είναι
ένας κατάλογος με τριάντα τρεις (33) στρατηγούς αντίστοιχων στρατηγιών, που
βρέθηκε στην Τόπειρο, κωμόπολη που βρίσκεται αμέσως ανατολικά των Φιλίππων, βόρεια
των εκβολών του ποταμού Νέστου, δηλαδή, όχι μακριά από το δυτικό όριο της
επαρχίας Θράκης, (σημείωση δική μου: δίπλα στο σημερινό χωριό «Παράδεισος» του
Δήμου Νέστου).
Ο
ακριβής αριθμός των στρατηγιών της Θράκης δεν είναι γνωστός. Ο Πλίνιος (IV. 11,
40) αναφέρει ότι η Θράκη ήταν χωρισμένη σε πενήντα στρατηγίες, ενώ ο Πτολεμαίος
(III, 11, 8) σε όχι περισσότερες από 14, των οποίων παραθέτει τα ονόματα. Η
επιγραφή της Τοπείρου έχει (όμως) τριάντα τρεις (33). Επομένως, είναι βέβαιο
ότι ο Πτολεμαίος κάνει λάθος. Με τον τρόπο που αναφέρθηκαν ορισμένα ονόματα
στρατηγιών, σ’ επιγραφή από τη Nicopolis ad Nestum (σημερινό Ογκνιάνοβο της
νότιας Βουλγαρίας), αυτά είναι άγνωστα σ’ αυτόν. Ο αριθμός του Πλίνιου φαίνεται
πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Τα
ονόματα των στρατηγών, που εμφανίζονται στον κατάλογο της Τοπείρου, ο οποίος
μάλλον χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα, δείχνουν ότι η
συντριπτική πλειοψηφία αυτών των αξιωματούχων προερχόταν, όπως και πριν, από
την τοπική αριστοκρατία. Όσοι βρίσκονται στη λίστα και φέρουν ελληνικά ονόματα
θα μπορούσαν να προέρχονται από τις ελληνικές πόλεις αυτής της περιοχής. Ωστόσο,
παρατηρούμε ότι οι τρεις ήταν Ρωμαίοι, αν λάβουμε υπόψη τα ονόματά τους. Γι’
αυτούς τους τελευταίους, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι είχαν εγκατασταθεί κι
ενσωματωθεί και αποτελούσαν μέρος της τοπικής, άρχουσας τάξης. Να σημειωθεί ότι
η θρακική αριστοκρατία έχει έντονα εκρωμαϊσθεί, γιατί περίπου δεκαπέντε από
τους στρατηγούς φέρουν τα tria nomina – τρία ονόματα (το cognomen – επώνυμο
είναι θρακικό και μερικές φορές ελληνικό): Είναι οι Caii Iulii και οι Ti.
Claudii; οι πρώτοι οφείλουν την υπηκοότητά τους στον Καλιγούλα, οι τελευταίοι
στον Κλαύδιο. Μόνο ένας φέρει το όνομα του διαχειριστή (procurator) Marcius Vettius
Marcellus, προς τιμήν του οποίου οι στρατηγοί στήνουν αυτή την αναθηματική επιγραφή,
στην Τόπειρο.
Η
διοικητική αρμοδιότητα του Vibius μπόρεσε να ενισχυθεί, ως αποτέλεσμα της
εμπλοκής του στην ειρήνευση της Θράκης, όπου, αυτός, πιθανότατα, τράβηξε την
προσοχή. Μπορεί να είναι ταυτόχρονη με τη στρατιωτική του υπηρεσία ως decurio,
αλλά μπορεί επίσης και να είναι μεταγενέστερη. Σε συνέχεια αυτού του αξιώματος,
ο Quartus επανέρχεται στη στρατιωτική του υπηρεσία και αναλαμβάνει τις tres militiae equestris: Η πρώτη είναι
αυτή του praef(ectus) (διοικητή) της κοόρτης III Κυρηναϊκής (ο αριθμός ΙΙΙ δεν
εμφανίζεται στο κείμενο της Θεσσαλονίκης), την οποία ο Cihorius ταύτισε με την coh(ors)
ΙΙI
Augusta
Cyreneica
sagittariorum,
αυτή, όμως, η ταύτιση φαίνεται απίθανη, δεδομένου ότι στον διαθέσιμο χώρο, και
στα δύο κείμενα, είναι δύσκολο να προστεθεί αυτή η ιδιότητα (sagittariorum =
τοξοτών), μετά το επίθετο Cyreneica. Εν πάση περιπτώσει, αν και γνωρίζουμε την
ύπαρξη και της κοόρτης (cohortes)
III Cyreneica και της κοόρτης Cyreneica sagittariorum, χάρη σε αρκετές
επιγραφές, που αναφέρουν αξιωματούχους (αυτών), δεν μπορούμε να πούμε, αν
πρόκειται πραγματικά για δύο χωριστά σώματα ή αν πρόκειται για ένα μόνο (σώμα),
που είχε και τα δύο ονόματα. Αγνοούμε, επίσης, εντελώς, τον τόπο, στον οποίο
αυτές είχαν τις έδρες τους, στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη, ιππική
υπηρεσία (θητεία - militia),
που ανέλαβε ο Quartus, ήταν αυτή του διοικητή της δεύτερης λεγεώνας του
Αυγούστου, (legio Augusta) και τον βρίσκουμε ν’ αναλαμβάνει την διοίκησή της, στους
κατακτητικούς πολέμους στην Βρετάνη, από το 43 μ.Χ. και μετά. Τέλος, η τρίτη
υπηρεσία του είναι αυτή του διοικητή της πτέρυγας των Γάλλων (praefectus της ala
Gallica ή Gallorum – διοικητής της Γαλλικής πτέρυγας ή της πτέρυγας των Γάλλων).
Η μη διατήρηση (στο κείμενο) ολόκληρου του ονόματος αυτής της πτέρυγας μας δυσκολεύει
και δεν μας επιτρέπει να πούμε, αν πρόκειται για την ala Gallica ή Gallorum,
που στάθμευε στη Συρία και Αίγυπτο ή αν βρισκόμαστε μπροστά στην ala Gallorum Flaviana, η οποία, την
εποχή του Τραϊανού, στάθμευε στην Κάτω Μοισία και, στο δεύτερο μισό του 2ου
αιώνα, στην Άνω Μοισία, (σημείωση δική μου: που αποτελούσαν και οι δυο τμήματα
της βαλκανικής χερσονήσου). Υπάρχει μια άλλη πιθανότητα, αυτή της ala Gaetulorum (ή της ala I Flauia
Gaetulorum veterana), που δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην Ιουδαία, (το 86 μ.Χ.),
μετά, στην Κάτω Μοισία, (μεταξύ 99 και 114 μ.Χ.) και η οποία βρισκόταν τότε
στην Κάτω Παννονία, μέχρι τελικά, να επιστρέψει στην Κάτω Μοισία, επί Αδριανού.
Δεν είναι γνωστό αν ο C. Vibius τελειώνει την καριέρα του με κάποια επιτροπεία,
αλλά καθώς το κείμενο των Φιλίππων δεν μπορεί να είχε περισσότερες από οκτώ
γραμμές, αυτό φαίνεται μάλλον απίθανο.
Ο
C. Vibius Quartus άσκησε τις τρεις ιππικές του υπηρεσίες (θητείες), με την
κλασική (συνηθισμένη) σειρά, (praefectus
cohortis,
tribunus
legionis
και
praefectus
alae),
σειρά που ιδρύθηκε, μ’ αυτή την μορφή, μετά τη βασιλεία του Κλαύδιου, η οποία
αποτελεί terminus post quem (= ανώτατο όριο), για τη χρονολόγηση του κειμένου μας.
(Εάν αυτή η χρονολόγηση είναι σωστή, μπορούμε να υποθέσουμε, μαζί με τον P.
Pilhofer, ότι ίσως ο Άγιος Παύλος να πέρασε μπροστά από το μνημείο του Vibius, κατά την επίσκεψή του στους
Φιλίππους). Αν, μάλιστα, η πρώτη, ιππική θητεία είχε αναληφθεί (από τον Quartus) επί Κλαυδίου, είναι
πολύ πιθανό οι άλλες δύο (θητείες) ν’ ανάγονται στα χρόνια της βασιλείας του
Νέρωνα, αν πρέπει να πιστέψουμε τον Devijver, που σημειώνει ότι τα αξιώματα του
διοικητή μιας κοόρτης, του διοικητή της λεγεώνας και του διοικητή μιας πτέρυγας
μόνο σπάνια υποδεικνύουν τη μονάδα, στην οποία υπηρέτησαν οι ανωτέρω, κατά την
Ιουλιο-Κλαυδιανή περίοδο· Από την άλλη, κατά την βασιλεία του Κλαύδιου, η σειρά
αντιστρέφεται (praefectus alae πριν από το tribunus militum). Ο C. Vibius
Quartus, επομένως, τελείωσε τις ιππικές υπηρεσίες (θητείες) του, το νωρίτερο στα
χρόνια της βασιλείας του Νέρωνα.
Ο
C. Vibius Quartus κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και μπορεί η οικογένειά του να
έχει κάποια μακρινή σχέση με μια οικογένεια Ρωμαίων επιχειρηματιών, που είχαν
εγκατασταθεί σ’ αυτή την πόλη, στο τέλος της περιόδου της Δημοκρατίας, (χωρίς ωστόσο,
να μπορούμε ν’ αποκλείσουμε την υπόθεση της Φανούλας Παπάζογλου - La province
de Macédoine, στο ANRW, 7, 1, 1979, σελ. 341 αρ. 172 - ότι ο Quartus θα
μπορούσε να είναι ένας από εκείνους που επιστρατεύτηκαν, κατά τη μεγάλη εξέγερση
της Δαλματίας και ότι όφειλε το αξίωμά του στον C. Vibius Postumus, έναν από
τους Ρωμαίους στρατηγούς, σ’ εκείνη την εκστρατεία). Οι Vibii είναι γνωστοί
στην πόλη αυτή, όπου αναφέρονται σε πολλές, ελληνικές επιγραφές του 1ου
και 2ου αιώνα μ.Χ., μαζί με τα (κύρια ονόματα) praenomina C(aius)
και P(ublius), καθώς και στους Φιλίππους, όπου είναι ολιγάριθμοι και ανήκουν σε
οικογένειες απελεύθερων. Το ανάθημα (αφιέρωμα), που ανεγέρθηκε στην πατρίδα του
(ενν. τη Θεσσαλονίκη) δεν είναι παρά ένα κενοτάφιο, αφού ο τάφος του βρίσκεται
στους Φιλίππους, όπου αυτός είχε μετακομίσει προηγούμενα, γι’ άγνωστους λόγους.
Καμία
από τις δύο επιγραφές, που αναφέρονται σ’ αυτόν, δεν μας διαφωτίζει, για τις
συνθήκες του θανάτου του στους Φιλίππους (;) και για το είδος των σχέσεων, που
αυτός θα μπορούσε να έχει μ’ αυτή την πόλη. Σε αυτόν τον τομέα, μπορούμε μόνο
να κάνουμε υποθέσεις: Οι Φίλιπποι είναι κοντά στη Θράκη και η αποικία (που
είναι εγκατεστημένη εδώ), κατά τις πρώτες γενιές της ύπαρξής της υπέφερε πολύ,
από τις επιθέσεις των θρακικών φύλων, στις οποίες θα θέσει τέλος η ειρήνευση
της περιοχής από τον Κλαύδιο και η ανακήρυξη της Θράκης σε ρωμαϊκή επαρχία. Θα
έπρεπε να πιστέψουμε ότι ο Quartus διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο, σ’ αυτή τη
διαδικασία αποκατάστασης της τάξης και της ασφάλειας, ώστε να τον εκτιμούν
ιδιαίτερα οι κάτοικοι των Φιλίππων; Το κολοσσιαίο μνημείο του, χτισμένο πάνω
στην Εγνατία οδό, στραμμένο προς τις θρακικές χώρες, στις οποίες είχε επιβληθεί
η ειρήνη, δεν ανεγέρθηκε, για να θυμίζει κάποιο, στρατιωτικό κατόρθωμα, αλλά
έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα. Έχοντας σχήμα προμαχώνα (τείχους), ο νεκρός
φροντίζει για την ασφάλεια της αποικίας, ως προστάτης της· αυτή η «ηρωοποίηση»
του Vibius
συνέβαλε, νομίζω, στο να συγχέεται η προσωπικότητά του με αυτήν του Αλέξανδρου.
Στη σύγχρονη εποχή, οι έγκυες γυναίκες της περιοχής, πίνοντας τη σκόνη του μάρμαρου,
που αφαιρούσαν απ’ αυτό το μνημείο, πίστευαν ότι τα παιδιά τους θ’ αποκτούσαν
τη δύναμή του. Στο λαϊκό ασυνείδητο, ένα παιδί τόσο δυνατό, όσο ο Αλέξανδρος,
θα μπορούσε ν’ αναστρέψει την αναταραχή που δημιουργήθηκε από την ατελείωτη, τουρκική
κατάληψη και κατοχή (της περιοχής). Το μνημείο του Vibius στους Φιλίππους αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιστορίας του λαϊκού ασυνείδητου, το
οποίο συνδέεται, κάποιες φορές με τρόπο
ακατανόητο, με το πιο μακρινό παρελθόν.
Εδώ
τελειώνει το κείμενο του καθηγητή κ. Ριζάκη, εγώ, όμως, δεν κλείνω, ακόμη, αυτή
την ανάρτησή μου, γιατί, ενισχύοντας όσα στην τελευταία παράγραφο του κειμένου
του ανέφερε ο κ. Ριζάκης, σας παραθέτω απόσπασμα από μια γλαφυρή περιγραφή των
ερειπίων των Φιλίππων, με τίτλο «στα ερείπια των Φιλίππων», που έκανε ο Mauritz Wagenvoort και η οποία
δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 16ης Μαρτίου 1903, της εφημερίδας της
ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης «JOURNAL DE SALONIQUE»: «Οι ταξιδιώτες, που
κινούνται από την Δράμα προς την Καβάλα ή αντίστροφα, μένουν έκθαμβοι, όταν
βλέπουν, στο μέσον της διαδρομής, σαν συνέχεια της πύλης του πανδοχείου, που
χρησιμεύει για την ανάπαυση των ταξιδιωτών, έναν πελώριο, τετράγωνο μονόλιθο,
λίγο λεπτότερο στη βάση, σε σύγκριση με το επάνω άκρο του. Τι είναι αυτός ο
μονόλιθος; Πιστεύεται ότι πρόκειται για ταφικό μνημείο, πλην όμως, οι ανασκαφές
που διενεργήθηκαν επί τόπου, δεν έφεραν τίποτε στο φως. (Ίσως, βέβαια, αυτές οι
ανασκαφές να μην έγιναν σε αρκετό βάθος). Άλλοι υποθέτουν πως ο μονόλιθος
μπορεί να ήταν η βάση του αγάλματος ενός αλόγου. Η πρώτη υπόθεση φαίνεται πιο
αξιόπιστη, όπως θα δούμε πιο κάτω. Οι επιγραφές που φέρει πάνω του ο μέγας
αυτός λίθος έχουν σβηστεί κι ο λόγος είναι ο ακόλουθος: Ο μύθος ήθελε, η σκόνη
από αυτό τον λίθο να κάνει καλό στις στείρες γυναίκες. Αυτές οι τελευταίες, μια
συγκεκριμένη στιγμή του έτους, έρχονταν στους Φιλίππους, έξυναν το μονόλιθο κι έπαιρναν απ’ αυτόν λίγη
σκόνη. Οι στείρες γυναίκες, που
κατέφευγαν σ’ αυτό το τέχνασμα, πρέπει να ήταν πολυάριθμες, γιατί η ποσότητα των κομματιών που έχουν αφαιρεθεί
από τον λίθο είναι αρκετά σημαντική. Σήμερα (εννοεί: το 1903), εκείνος ο μύθος
έδωσε την θέση του σ’ έναν άλλο: Η σκόνη του μονολίθου θεωρούνταν αποτελεσματική
ενάντια στην ελονοσία. Αυτή η τελευταία ενδημούσε μόνιμα στην περιοχή και
αντιλαμβάνεται κανείς, με πόση ένταση πρέπει να γίνονταν τα ξυσίματα του λίθου……
Το σημείο της ρωμαϊκής οδού, όπου βρίσκεται ο μονόλιθος, είναι μια οδός τάφων.
Ο αρχαίος κόσμος ήθελε, οι μεγάλες οικογένειες να θάβουν τους νεκρούς τους στα
άκρα μεγάλων οδών. Αυτό το έθιμο είχε δύο σκοπούς: Πρώτον, ο νεκρός δεν
αφηνόταν μόνος. Δεύτερον, οι περαστικοί σταματούσαν στο δρόμο, μπροστά στους
τάφους, οι οποίοι περιείχαν τα υπολείμματα του ανθρώπου, τον οποίο υποδείκνυε
το σήμα (του τάφου), αναπαύονταν στη σκιά των σαρκοφάγων και απέδιδαν τιμές στο νεκρό, προτού
ξαναπάρουν το δρόμο τους. Ακόμη και σήμερα, διαβάζει κανείς πάνω στις αρχαίες,
επιτύμβιες στήλες, αυτό το σύντομο επίγραμμα: «σταμάτα, ταξιδιώτη!», το οποίο επιβεβαιώνει
το νόημα της αρχαίας παράδοσης. Το τμήμα της οδού, που οδηγεί από τον λιμένα της Νεαπόλεως στην
Καβάλλα, είναι, όπως είπαμε πιο μπροστά,
καλυμμένο με τάφους, πράγμα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο μονόλιθος ήταν
ένα νεκρικό μνημείο. Επιπλέον, μου επιβεβαίωσαν ότι κάποιος ανακάλυψε, όχι
μακριά από το μονόλιθο, μια σαρκοφάγο, η οποία περιείχε τα υπολείμματα ενός
πάνοπλου, ρωμαίου ιππέα….»
Στις
φωτογραφίες που αναρτώ, βλέπετε το ταφικό μνημείο του C._Vibius_Quartus, στην
διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων και μέχρι σήμερα, (εκτός από τις τρεις
πρώτες, που είναι δικές μου, τις υπόλοιπες μου τις παραχώρησε ευχαρίστως ο
αγαπητός φίλος Χαράλαμπος Τσουρουκίδης, τον οποίο ευχαριστώ).