Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

 



ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ, ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ, ΤΑΦΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ, ΣΤΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ – ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΑΝΗΣ – ΜΕΣΟΡΕΜΑΤΟΣ - ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΨΗΦΙΔΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ



Θα έτυχε σε όλους σας, αγαπητοί φίλοι, να έχετε βρεθεί στον εξωτερικό χώρο κάποιου αρχαιολογικού μουσείου και να έχετε δει εκεί, τοποθετημένες, μεταξύ άλλων και ολόκληρες στήλες ή τμήματα στηλών, συνήθως φτιαγμένων από μάρμαρο, που να έχουν πάνω τους χαραγμένες, αρχαίες επιγραφές.

Πριν κανα-δυό μήνες, επισκέφθηκα, για πολλοστή φορά, το αρχαιολογικό μουσείο των Φιλίππων. Όταν βγήκα στον εξωτερικό χώρο του, σε μια άκρη, ανάμεσα στην βλάστηση, πρόσεξα, για πρώτη φορά, ένα ταπεινό, επιτύμβιο μνημείο, που είχε πάνω του χαραγμένη μια λατινική επιγραφή, γραμμένη, όμως, με το ελληνικό αλφάβητο. Αμέσως, μου γεννήθηκε η περιέργεια, ν’ αναζητήσω την ερμηνεία της επιγραφής αυτής, την οποία βρήκα, σ’ ένα εξαιρετικό άρθρο του Paul Collart, δημοσιευμένο, τον Μάιο του 1930, με τίτλο «επιγραφές από Σέλιανη – Μεσόρεμα», στην περιοδική έκδοση της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών: Bulletin de correspondance hellénique, (τόμος 54, 1930. σ. 376-391 – Το άρθρο αυτό μπορείτε να το δείτε άμεσα, στην ιστοσελίδα:

http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/bch_0007-4217_1930_num_54_1_2889).

Ο Paul Collart, (1η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ), ήταν Ελβετός Ελληνιστής, ειδικός στην μελέτη των παπύρων της πτολεμαϊκής Αιγύπτου και της ιστορίας των ελληνιστικών χρόνων, μέλος της «Academie des inscriptions et belles letters» και της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και ανασκαφέας των Φιλίππων, από το 1930 έως το 1935.

Και τώρα, το κείμενο του Paul Collart, μεταφρασμένο από τον γράφοντα:

Η ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΣΕΛΙΑΝΗΣ – ΜΕΣΟΡΕΜΑΤΟΣ (INSCRIPTION DE SΕLIAN –MÉSORÉMA) (ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ)



Το μνημείο που δημοσιεύουμε εδώ, βρίσκεται σήμερα (εννοείται το έτος 1930, οπότε ο Collart έγραψε το παρόν άρθρο του), μπροστά από το κοινοτικό κατάστημα του χωριού Σέλιανη - Μεσόρεμα, το οποίο (χωριό) βρίσκεται στην πλαγιά ψηλών λόφων, οι οποίοι οριοθετούν, προς τα ανατολικά, την πεδιάδα των Φιλίππων, (σε απόσταση τριών τετάρτων της ώρας, με τα πόδια, από το χάνι του Ντικιλί-τάς). Το (μνημείο αυτό) μεταφέρθηκε εκεί, από αγρότες που το είχαν ανακαλύψει, πιο χαμηλά, ανάμεσα σε άλλα αρχαία μάρμαρα, όχι μακριά από το δρόμο Δράμας - Καβάλλας, αναμφίβολα, στην ίδια τοποθεσία, που ο (Leon) Heuzey αποκαλεί «Cimetière des Vignes de Sélani» (δηλ. νεκροταφείο των αμπελιών της Σέλιανης), από όπου προέρχονται τρεις άλλες επιγραφές, που είχε βρει ο ίδιος (Heuzey-Daumet, Mission archéologique de Macédoine, σ. 40). Όπως και αυτές οι τελευταίες, η δική μας επιγραφή ανήκε σε κάποιο ταφικό μνημείο.

Πρόκειται για μια στήλη, (κατασκευασμένη) από μάρμαρο της περιοχής των Φιλίππων, μ’ εγκοπή στο κάτω μέρος, για να μπορεί να εντοιχισθεί, με αέτωμα με ακρωτήρια και με διακοσμημένο πεδίο.

Στην πρόσοψη, σε ορθογώνιο πλαίσιο, υπάρχει ανάγλυφη παράσταση νεκρικού συμποσίου και, από κάτω, επιγραφή οκτώ γραμμών. Η επιφάνεια του μαρμάρου είναι κατά τόπους διαβρωμένη - η κάτω δεξιά γωνία του είναι σπασμένη.

Διαστάσεις του μαρμάρινου όγκου: Ύψος 120 cm, πλάτος 58 cm, πάχος 19 cm. Ύψος αετώματος 31 cm. Διαστάσεις του ανάγλυφου πλαισίου: Πλάτος 44 cm. (Αυτό και μόνο είδα και φωτογράφισα, στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου των Φιλίππων)

Η επιγραφή είναι χαραγμένη χωρίς επιμέλεια. Ύψος γραμμάτων περίπου 3 cm, κενά μεταξύ των γραμμάτων 1 cm.

Tο ανάγλυφο ξεχωρίζει, μέσα σε ορθογώνιο πεδίο και περιορίζεται από θόλο. Πρόκειται για την παράσταση ενός "νεκρικού συμποσίου", με τέσσερις μορφές: στο κέντρο, πάνω σε κρεβάτι, του οποίου η «κεφαλή» είναι στα δεξιά, δύο μορφές ντυμένες με χιτώνες, που ακουμπούν στην αριστερή τους πλευρά, με το δεξί τους χέρι πάνω στο στήθος. Μπροστά τους, ένα χαμηλό τραπέζι, φορτωμένο με φαγητά, φρούτα ή γλυκά. Τα πόδια του τραπεζιού παριστάνουν πόδια ζώων, κάτι που είναι συνηθισμένο. Δύο γυναίκες, καλυμμένες με ιμάτια, που αφήνουν ελεύθερα τον δεξιό ώμο και το δεξί χέρι, κάθονται εκατέρωθεν, καταλαμβάνοντας τα άκρα (της παράστασης. Τα καθίσματα, χωρίς πλάτες, είναι απλοί κύβοι. Το έργο είναι ακατέργαστο και οι μορφές πολύ τραχείς.

Η επιγραφή διαβάζεται (ως εξής):



Aliupaibes Zei-

Pa Ali (filius, uxori ter-

Tiae suae fecit an(no)

X o(bitae). Secus Firmi

Filia reliquit vicani -

Bus (!) Sa.tricenis * CXL

ut m(ensis) I(unii) decimo ka-

landas (!) parentetur.

«Ο Αλιουπαίβης, γιος του Ζείπα, γιου του Άλιου, ανήγειρε (αυτό το μνημείο) για την τρίτη σύζυγό του, η οποία πέθανε στο δέκατο έτος (του γάμου τους). (Αυτή), η Σέκους, κόρη του Φίρμιου, άφησε στους κατοίκους του χωριού Σάτρικα (;) 140 δηνάρια, υπό τον όρο, (κάθε χρόνο), τη δέκατη ημέρα πριν από τις γιορτές (καλένδες) του Ιουνίου, (να τελούν) μια νεκρική τελετή (δηλ., κάτι σαν σημερινό μνημόσυνο).

Ο γλύπτης χρησιμοποίησε ελληνικούς χαρακτήρες, για να χαράξει ένα λατινικό κείμενο. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο: Έχουμε πολυάριθμα παραδείγματα στην Ιταλία, αλλού, όμως, εκτός Ιταλίας, αυτό είναι σπάνιο: Μια φορά στην Τυνησία, μία φορά στη Συρία, μία φορά στη Δαλματία και μία φορά, πλέον, στη Μακεδονία.

Η ορθογραφία, σε τέτοιες μετεγγραφές, εφόσον δεν την αποδώσουμε σε άγνοια του χαράκτη, μπορεί να μας δώσει ενδιαφέρουσες ενδείξεις, σχετικές με την προφορά (των λέξεων). Για παράδειγμα: ….. (ΕΔΩ ΠΑΡΑΛΕΙΠΩ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥΣ ΚΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΠΆΡΟΥΣΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ)

Μετά από αυτές τις λίγες παρατηρήσεις, ας επιστρέψουμε στην ερμηνεία της επιγραφής του κειμένου μας:

Αλιουπαίβες. Είναι το όνομα του ατόμου, που ανήγειρε (ανέθεσε, αφιέρωσε) το μνημείο και δεν συναντάται πουθενά αλλού, αποτελείται, όμως, από θρακικά στοιχεία (συνθετικά), που είναι ήδη γνωστά. «Το όνομα «Παίβης» και τα σύνθετά του φαίνεται να συναντιούνται στη Μακεδονική Θράκη και πιο συγκεκριμένα στη χώρα των Οδομάντων», επισήμανε ο P. Perdrizet, ο οποίος παραθέτει, παράλληλα με τις γενικές Παιβέω και Παίβου, (περιοχή Ζίχνης), τα κύρια ονόματα Παιβίλας (από τους Φιλίππους), Τορκουπαίβης (από τις Σέρρες), Ζιπαίβης (από την Δράμα), Μεστυπαίβης (από την Βουλγαρία), δηλ. ονόματα, που προέρχονται όλα από ελληνικές επιγραφές από την περιοχή αυτή. Το όνομα Ζιπαίβης εμφανίζεται σε λατινική επιγραφή από την Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια Δράμας), που δημοσιεύθηκε από τον M. Α. Salac. Το όνομα Παίβης εμφανίζεται σ’ έναν από τους καταλόγους, που είναι χαραγμένοι στους βράχους των Φιλίππων (και αναφέρονται) στην λατρεία του (θεού) Σιλβανού. Το όνομα Παίβης το διαβάζουμε και ως υπογραφή του τεχνίτη, σ’ ένα μάρμαρο της οχύρωσης της Θάσου, που κατασκευάστηκε το 491 π.Χ.

Το όνομα Άλιου (Aliu) το βρίσκουμε ακριβώς στο όνομα Αλιούλας (Aliulas), που εμφανίζεται δύο φορές σ’ επιγραφή της Προσωτσάνης, η οποία δημοσιεύθηκε από τον M. A. Salac και την οποία ο τελευταίος συγκρίνει με τα πολυάριθμα, θρακικά ονόματα, που αρχίζουν με Allu (Άλλου) ή Aulu (Αύλου).

Το όνομα Ζείπας είναι ένα ντόπιο όνομα, αρκετά διαδεδομένο στο μακεδονικό τμήμα της Θράκης. Ίσως και αυτό να υπήρχε μόνο σ’ αυτή την περιοχή, διότι δεν το συναντάμε, ούτε μία φορά, στις βουλγαρικές επιγραφές που συγκέντρωσε ο M. Kalinka.

Ζείπα είναι η συνήθης μορφή της γενικής πτώσης, στις επιγραφές που είναι γραμμένες στα ελληνικά, ενώ στα λατινικά θα περιμέναμε Zeipae.

Κατά μείζονα λόγο, θα ήταν πιο σωστό να δούμε, στην λέξη Αλι (Ali), το όνομα του πατέρα του Ζείπα. Θα μπορούσε, πράγματι, να θεωρήσει κανείς περίεργο το γεγονός, ένας λατινικό, εθνικό (όνομα) να υποβιβάζεται στη δεύτερη θέση. Από την άλλη μεριά, είναι σύνηθες, στις επιγραφές, η γενεαλογία να πηγαίνει πίσω, μέχρι τον παππού, τον πρόπαππο ή ακόμη και τον προ – πρόπαππο. Όσο για την παράλειψη της λέξης filius (γιος), αυτή είναι κοινή στις «βαρβαρικές» (εννοεί τις εκτός Ιταλίας) χώρες, όταν χρησιμοποιούνται ντόπια (γηγενή) ονόματα. Στο θρακικό όνομα Αλιουπαίβης, επομένως, έχουμε για μια υπενθύμιση του λατινικού ονόματος του παππού.

Η λέξη Tertia μπορεί να είναι είτε ένα κύριο όνομα ή ένα αριθμητικό επίθετο, αλλά εφόσον (και το όνομα) Secus, που αναφέρεται παρακάτω, αναφέρεται, πιθανότατα, στη νεκρή γυναίκα, η δεύτερη λύση είναι προτιμότερη κι εδώ.

Στις επιτύμβιες στήλες των παντρεμένων γυναικών, η ηλικία, γενικά, αναφέρεται δίπλα στη διάρκεια της συζυγικής ζωής. Αυτή η πιθανότητα μας αναγκάζει να σκεφτούμε ότι, και στην επιγραφή μας, (τα γράμματα) AN. X. O. αναφέρονται σε αυτή (την ηλικία της θανούσας).. Ωστόσο, το ρωμαϊκό δίκαιο επέτρεπε στις γυναίκες να παντρεύονται ήδη από το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους και προέβλεπε, μόλις συμπληρωνόταν αυτή η ηλικία, τη νομιμοποίηση του γάμου, που είχε συναφθεί παράνομα, πριν από την ηλικία αυτή. Μια σύζυγος (ηλικίας) δέκα ετών δεν θ’ αποτελούσε μοναδική περίπτωση και παραδείγματα γυναικών που παντρεύτηκαν στη νόμιμη ηλικία των δώδεκα ετών δεν λείπουν.

Το πρώτο μέρος της επιγραφής μας πληροφορεί για τις συνθήκες, υπό τις οποίες ανεγέρθηκε η (επιτύμβια) στήλη. Το δεύτερο (μέρος) μας δίνει πληροφορίες, για τις διατάξεις της διαθήκης (της διάθεσης της περιουσίας) της θανούσας: Η Secus άφησε ένα χρηματικό ποσό ώστε, κάθε χρόνο, να τελείται μια νεκρική τελετή. Η διαίρεση σε δύο ξεχωριστά μέρη, την οποία βλέπουμε εδώ, υπάρχει και στις περισσότερες, παρόμοιες επιγραφές: Με τον τρόπο αυτόν εκφράζεται ο διπλός προορισμός (των νεκρών), που αφορά την κηδεία τους και την διαθήκη τους. (Τέτοιο περιεχόμενο έχουν όλες οι επιτύμβιες επιγραφές από την περιοχή των Φιλίππων, οι οποίες αναφέρουν μια δωρεά, υπό τον όρο ότι θα τελείται μια ετήσια τελετή προς τιμήν των νεκρών και τις οποίες συγκέντρωσε ο P. Perdrizet: Το πρώτο μέρος (της επιγραφής) εκθέτει, για ποιον και από ποιον ανεγέρθηκε το μνημείο - το δεύτερο μέρος περιέχει τους όρους του κληροδοτήματος. (Πρβλ. ΒCH, XXIV, 1900, σ. 304 έως 323, και CIL, III, 656, 703, 704,707 κλπ.)

Σχεδόν πάντοτε, είναι ο ίδιος ο μακαρίτης αυτός που κάνει τη δωρεά, προκειμένου να εξασφαλίσει το όφελος (της τέλεσης, προς τιμήν του), των νεκρικών τελετών. Αν καλούνται και συγγενείς να ωφεληθούν, μαζί με τον ίδιο, δεν παραλείπει να τους κατονομάσει κι αυτούς. (Βλ. CIL, V, 4016 (.....f(ilio), uxori et sibi...). (...parentibus et sibi...). P. Perdrizet, (εαυτώ καί τή ιδία συνβίω καί τοίς ιδίοις τέκνοις πάσι). (sibi et uxori suae) σελ. 302, αρ. 3 (έαυτώ και γυναικί). (Σημείωση δική μου: Η λέξη uxore σημαίνει «στη σύζυγο» και η λέξη sibi, «στους δικούς του ανθρώπους», δηλ. στους στενούς συγγενείς).

Συχνά, ο θανών εκφράζεται (γράφει) σε πρώτο πρόσωπο, ακόμη και αν στο πρώτο μέρος της επιγραφής ο ίδιος εμφανίζεται στο τρίτο πρόσωπο. Σπανιότερα, η δωρεά γίνεται υπέρ του αποθανόντος, από στενούς συγγενείς, που έχουν επίσης ανεγείρει το ταφικό μνημείο του - στην περίπτωση αυτή, οι τελευταίοι αναφέρονται πάντα στο πρώτο μέρος της επιγραφής, γεγονός που μνημονεύει την διπλή γενναιοδωρία τους.

Τα παραδείγματα αυτά μας δείχνουν ότι, στο κείμενό μας, η παρεμβολή του ονόματος Secus θα ήταν απολύτως ασυνήθιστη, αν δεν επρόκειτο για την ίδια τη νεκρή: Ο Αλιουπαίβης, ο σύζυγός της, είναι (λοιπόν) εκείνος που ανήγειρε την επιτύμβια στήλη. Η Secus, που έκανε τη δωρεά, θα μπορούσε να είναι μόνο η θανούσα σύζυγός του, διαφορετικά, θα ήταν τουλάχιστον παράξενο, αν ο δεσμός που ένωνε την δωρήτρια (διαθέτιδα) με τον δικαιούχο (τον ωφελούμενο από την διαθήκη) δεν αναφερόταν. Η λέξη Tertia, συνεπώς, δεν μπορεί να ήταν κύριο όνομα.

Η διαθέτιδα φέρει το θρακικό όνομα Secous, του οποίου γνωρίζουμε μερικά παραδείγματα : «Σα[ί]κους, Έλληνος θυγάτηρ», σε μια επιγραφή από την Βάρνα - ή γυνή αυτού Σεακούς», σε μια επιγραφή από το Ευξείνογραντ – «uxori suae Secu Bithi fil(iae)», σε μια επιγραφή από την Προσωτσάνη – «Zeces Aliulae filia», σε μια επιγραφή, επίσης από την Προσωτσάνη – Στο γυναικείο όνομα «Secus», πρέπει ν’ αντιστοιχήσουμε το αρσενικό ουσιαστικό «Saecus» και τα σύνθετα «Comosicus» και «Seiciper».

Οι κληροδόχοι, εδώ, είναι οι vicani (= κάτοικοι μικρών οικισμών), των οποίων το όνομα, δυστυχώς αλλοιωμένο πάνω στο μάρμαρο, συναντάται εδώ για πρώτη φορά, Sartriceni ή Saltriceni - ο χώρος που μεσολαβεί θα ήταν αρκετά μεγάλος για δύο γράμματα, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο είναι ένα Ι, το οποίο θα μας επιτρέψει ν’ αποκαταστήσουμε ένα τετρασύλλαβο όνομα του οικισμού, που να ανταποκρίνεται περισσότερο στις θρακικές συνήθειες - Σχετικά με (την κατάληξη) -enus, που αποτελεί θρακική, εθνική (κατάληξη), βλ. Alb. Duμont, Inscriptions et monuments figurés de la Thrace, σ. 81. Έχουμε, για παράδειγμα, το «Tasibastenus» (Ηeuzey, αρ. 87 και 88 = CIL, ΙΙΙ, 703 και 704) – «Σκαπτοπάρηνος» (CIL, III, 12336) – «Λαμψάκηνος»…)

Εάν, ωστόσο, η διάβρωση της στήλης, σ’ αυτό το σημείο της, ήταν προγενέστερη από τη χάραξη, και η τελευταία την είχε καλύψει, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αυτό το όνομα ως πλήρες και να συσχετίσει το Sa.triceni με τα ονόματα Σάτραι και Σατροκένται, ονόματα θρακικών λαών, που κατοικούσαν ακριβώς σε αυτή την περιοχή.

Ξέρουμε πώς οι vici (μικροί οικισμοί) οργανώθηκαν, (κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας), σε αυτοδιοικούμενες κοινότητες και απολάμβαναν ορισμένα δικαιώματα. Ο μεγάλος αριθμός των επιγραφών που οφείλονται σ’ αυτές, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου η ελληνική επιρροή αναμείχθηκε με το έργο του ρωμαϊκού αποικισμού, στη Θράκη, στη Δαλματία και στις παραδουνάβιες χώρες, μαρτυρεί τη σημασία τους. Κοντά στην Pautalia, οι vicani συνδέονται, μ’ επίσημες σχέσεις, με τον αυτοκράτορα Γορδιανό. Στην άμεση γειτονιά των Φιλίππων, αρκετές επιγραφές που αναφέρουν τους vicani (κατοίκους μικρών οικισμών), δείχνουν πόσο διαδεδομένες και προνομιούχες ήταν αυτές οι ομάδες ανθρώπων εκεί. Στο Δοξάτο εκδίδεται διάταγμα από τους άρχοντες των vicani - στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια Δράμας) ένα μνημείο είναι αφιερωμένο σε αυτούς - στη Σέλιανη (σημ. Φιλίππους) και, αναμφίβολα, στο ίδιο ακριβώς σημείο, από το οποίο προέρχεται η επιγραφή μας, αυτοί (οι vicani, δηλ. οι κάτοικοι του τοπικού, μικρού οικισμού), εμφανίζονται επίσης ως κληρονόμοι, σε μια διαθήκη.

Οι vici (μικροί οικισμοί) είχαν, πράγματι, το δικαίωμα να λαμβάνουν δωρεές. Ο (Ρωμαίος αυτοκράτορας) Νέρβας ήταν εκείνος που έδωσε το δικαίωμα, σ’ όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, να δέχονται κληροδοτήματα, ένα προνόμιο που επεκτάθηκε αργότερα και διευκρινίστηκε από τον Αδριανό, αλλά το οποίο, όπως φαίνεται, ήταν απλώς η επίσημη αναγνώριση μιας κατάστασης πραγμάτων, που προϋπήρχε ήδη.

Εάν η νομική αναγνώριση αυτού του δικαιώματος ήταν κεφαλαιώδους σημασίας γι’ αυτές τις ενώσεις ανθρώπων, αυτό οφειλόταν ότι αυτές είχαν, πρωτίστως, νεκρικό χαρακτήρα. Σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν την ταφή των μελών τους και τη διατήρηση της λατρείας των νεκρών - οι δωρεές μέσω διαθήκης βοήθησαν ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Επίσης, ως κληροδόχους, παράλληλα με τις διάφορες θρησκευτικές ή εταιρικές ενώσεις (ομάδες, φορείς), βλέπουμε συχνά ν’ αναφέρονται στις επιγραφές και οι κάτοικοι ενός και του αυτού τόπου, συγκροτημένοι σε μια κοινότητα: vicani, possessores vici, pagani κλπ.

Σε ποιες περιπτώσεις τελούνταν, επάνω στους τάφους, οι τελετές της λατρείας των νεκρών; Αυτό το πληροφορούμαστε από πολυάριθμες διαθήκες που έχουν διασωθεί, με τις οποίες ο αποθανών εξασφάλιζε, μέσω ενός κληροδοτήματος, την ετήσια επανάληψη αυτών των τελετών, οι οποίες λάμβαναν χώρα, είτε κατά την ημερομηνία της γέννησής του (natalia), είτε κατά την γιορτή «Feralia», που λάβαινε χώρα προς τιμή των νεκρών (parentalia) και ολοκληρωνόταν στις 21 Φεβρουαρίου, με ιδιαίτερη απόδοση τιμής (προς το νεκρό), από κάθε οικογένεια, είτε, τον Μάιο ή τον Ιούνιο, κατά την γιορτή των ρόδων (rosalia). Κι αν είναι αλήθεια ότι η τελευταία αυτή γιορτή δεν είχε, αρχικά, θρησκευτικό χαρακτήρα, εξακολουθεί, εν τούτοις, να εμφανίζεται πάντοτε, στην παράδοσή μας, ως συνδεδεμένη με την λατρεία των νεκρών και ως γιορτή των νεκρικών συλλόγων (ενώσεων). Στην πράξη, ωστόσο, υπάρχει μια προφανής συγγένεια, ως προς τον χαρακτήρα, μεταξύ των rosalia και των parentalia. Εκτός από τις πολυάριθμες επιγραφές, όπου η μία (γιορτή) ή η άλλη αναφέρεται μόνη της - έχουμε αρκετές διαθήκες, όπου και οι δύο (γιορτές) εμφανίζονται δίπλα – δίπλα, είτε ως ισοδύναμες, ή ως συνδεόμενες με τα γενέθλια του θανόντος.

Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τον βαθμό στον οποίο, κατά το κοινό αίσθημα, αυτές οι γιορτές ήταν ανάλογες, από κάθε άποψη. Κατ’ επέκταση, αποκαλούσαν parentalia τον οικογενειακό εορτασμό των επετείων της κηδείας. (Το ρήμα) parentare, με την ευρύτερη έννοια, αναφερόταν σε κάθε μεταθανάτιο φόρο τιμής.

Επομένως, είναι επιτρεπτό ν’ αναρωτηθούμε, ποια είναι η γιορτή, η οποία εμμέσως προσδιορίζεται στην επιγραφή μας, με το ρήμα parentetur. Στις επιγραφές της περιοχής των Φιλίππων, τα parentalia εμφανίζονται μόνο μία φορά, σ’ ένα ελληνικό κείμενο. Αυτές δεν αναφέρονται πουθενά, στο τρίτο τόμο του Corpus latin. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και για τα rosalia: Ο P. Perdrizet, για μεγάλο χρονικό διάστημα, συγκέντρωσε και σχολίασε τα κείμενα που αφορούσαν τα rosalia, μακριά από την Ιταλία: Επτά από αυτά έχουν βρεθεί στο έδαφος της αποικίας (των Φιλίππων). (P, Perdrizet, Inscriptions de Philippes; les Rosalies, BCH, XXIV, 1900, σελ. 299 έως 323).·. (Π (7) - Ένα όγδοο προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη.

Πέντε από τα επτά κείμενα των Φιλίππων ορίζουν ρητά τα rosalia, ως την γιορτή, για την οποία έπρεπε να διατίθενται τα έσοδα του κληροδοτούμενου ποσού: Ένα έκτο, ακρωτηριασμένο, σίγουρα τα κατονομάζει, αν πιστέψουμε την απόλυτη ταύτιση των τύπων, μ’ εκείνους του ενός από τα πέντε (προαναφερθέντα κείμενα). Σε τέσσερις από αυτές τις περιπτώσεις, οι κληροδόχοι ήταν θρησκευτικές ή νεκρικές αδελφότητες, στην μια από τις άλλες δύο, οι κληροδόχοι δεν ορίζονται διαφορετικά, ενώ στην τελευταία περίπτωση, η πέτρα (με την επιγραφή), βαριά κατεστραμμένη, δεν διατήρησε τη σχετική μνεία (του κληροδόχου).

Η έβδομη επιγραφή, για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας, για δύο λόγους, που αναφέραμε ήδη: Αυτή βρέθηκε δίπλα ακριβώς στη στήλη που μας απασχολεί και οι vicani (κάτοικοι του οικισμού) εμφανίζονται επίσης ως κληροδόχοι. Επομένως, πρέπει να επανέλθουμε σ’ αυτό: Ο αποθανών άφησε στους απελευθέρους (πρώην δούλους) του και στους απογόνους τους ακίνητα, το εισόδημα από τα οποία έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, για να τιμάται ο τάφος του και να εξασφαλιστεί η συντήρησή του: (ut ex reditu eorum monimentum eius et parentium eius coolant et ipsi alantur). Οι vicani Mediani (δηλαδή οι κάτοικοι ενός χωριού, του οποίου δεν γνωρίζουμε το ακριβές όνομα, γνωρίζουμε, όμως, ότι οι κάτοικοί λέγονταν Mediani – όπως θα λέγαμε σήμερα, Χορτοκοπιανοί, Κοκκινοχωμίτες κλπ.), κληρονόμησαν έναν τμήμα του αμπελώνα (του θανόντος), με τις ίδιες υποχρεώσεις (item vicanis Medianis eadem condicione ex fundo Psychiano vinearum, plethra ....) O Perdrizet τοποθέτησε αυτό το κείμενο δίπλα σ’ εκείνα, τα οποία, πιο ρητά, προσδιορίζουν τα rosalia και εμείς πιστεύουμε ότι είχε δίκιο: Με το ρήμα colant, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η λατρεία των νεκρών θα διασφαλιστεί, αλλά επίσης, πιο συγκεκριμένα, ότι ο τάφος θα είναι στολισμένος με τριαντάφυλλα και αν το ρήμα alantur αναφέρεται στην υλική συντήρηση, αυτό, αναμφίβολα, αναφέρεται, επίσης, στη συντήρηση πέραν του τάφου. Αλλού, τα κληροδοτήματα ακινήτων αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν την τέλεση (της γιορτής) των rosalia: Σε άλλα μέρη, επίσης, στους vicani (κατοίκους ενός ολόκληρου οικισμού) ανατίθεται η ίδια φροντίδα.

Το γεγονός ότι τα Rosalia εμφανίζονται, στην περιοχή των Φιλίππων, ως η κατ' εξοχήν γιορτή των νεκρών, σύμφωνα με τις επιγραφές που έχουμε μνημονεύσει, καθώς και το γεγονός ότι μία, από αυτές τις επιγραφές που την αναφέρουν, γειτνιάζει με τη δική μας, μας οδηγεί (αναπόφευκτα) στο συμπέρασμα ότι η γιορτή, που αναφέρεται στο κείμενό μας, δεν μπορεί να είναι άλλη από τα rosalia και η ανάλυσή της επιβεβαιώνει αυτή την άποψή μας.

Το κληροδοτούμενο ποσό, 140 δηνάρια, αντιστοιχεί απόλυτα σ’ εκείνα τα ποσά που, σε άλλες διαθήκες, προορίζονται να εξασφαλίσουν παρόμοιες (τελετές) μνήμης (δηλ., όπως λέμε σήμερα, μνημόσυνα): Βρίσκουμε, στις επιγραφές που ήδη αναφέραμε, 120, 150, 60, 200, 100 και 110 δηνάρια. 75 και 200 δηνάρια στις επιγραφές των παραδουνάβιων χωρών. 400 δηνάρια σ’ επιγραφή από την Ιταλία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο χαράκτης (ο γραφέας) χρησιμοποίησε, στην δική μας επιγραφή, την ελληνική σημειογραφία PM (= 140), σε αρμονία με τους (ελληνικούς) χαρακτήρες, που χρησιμοποίησε και για την υπόλοιπη επιγραφή.

Η ημερομηνία που αναφέρεται, για τον ετήσιο εορτασμό της επιμνημόσυνης τελετής, μπορεί να βρεθεί, αν αναζητήσουμε την μνεία του μήνα στα γράμματα MI, τα οποία προηγούνται των λέξεων decimo kalandas. Θα πάει ο νους κάποιου στους μήνες Ιανουάριο ή Ιούνιο. Η δεύτερη λύση, (δηλ. η επιλογή του Ιουνίου), μας οδηγεί πάλι στα rosalia. Γνωρίζουμε, πράγματι, ότι αυτά, ως ιδιωτική γιορτή των (νεκρικών) ενώσεων αλλά και των ιδιωτών, γιορτάζονταν σε οποιαδήποτε ημέρα του Μαΐου ή του Ιουνίου, η οποία διέφερε από τη μία οικογένεια ή ένωση στην άλλη. Οι επιγραφές μας παρέχουν πολλά παραδείγματα. Μια ημερομηνία, ωστόσο, φαίνεται να είναι πιο επίσημα αναγνωρισμένη, επειδή εμφανίζεται στο ημερολόγιο του Φιλόκαλου: Είναι η δέκατη ημέρα πριν από τις καλένδες του Ιουνίου, που αντιστοιχεί στις 23 Μαΐου (Χ. Kal. Iun.) την ίδια, ακριβώς, ημερομηνία, που έχουμε (κι εμείς) στην δική μας επιγραφή. Η ακριβής συμφωνία της ημέρας καθιστά την ερμηνεία αυτή πολύ αληθοφανή. Εάν η συντομογραφία φαίνεται ασυνήθιστη, θα βρούμε επαρκή εξήγηση, αφενός στην βαρβαρική φύση της επιγραφής και αφετέρου στο γεγονός ότι η δημοτικότητα της γιορτής των rosalia, στην περιοχή αυτή, κατέστησε σαφή, στον καθένα, την γιορτή (στην οποία αναφερόταν η επιγραφή μας). (Μια διαφορετική ερμηνεία της επιγραφής μας και τον σχολιασμό της, από το συγγραφέα του παρόντος άρθρου, P. Collart, βλέπετε στην υποσημείωση που έχω θέσει στο τέλος).

Η εισροή Ιταλών αποίκων στους Φιλίππους, το 30 π.Χ., (η επιρροή των οποίων δεν ήταν μεγαλύτερη από τις ελληνικές επιρροές, που είχαν ασκηθεί για αιώνες, προερχόμενες από τη Θάσο ή την Αμφίπολη και, μετά το 356, μέσω της μακεδονικής κατάκτησης), δεν είχε καταφέρει να εξαφανίσει το παλιό, θρακικό (υπόβαθρο) του (γηγενούς) πληθυσμού. Η ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων, παντού εμφανής, στις επιγραφές της περιοχής και η σταδιακή αφομοίωση των Ρωμαίων εποίκων, οι οποίοι είχαν, αρχικά, επιβάλει τη γλώσσα τους, τα έθιμα και τους θεούς τους, έχουν, από καιρό, επισημανθεί: Ο Perdrizet δείχνει ότι η ζωτικότητα του θρακικού στοιχείου είναι εμφανής στην ονοματολογία και στην ανθεκτικότητα ορισμένων λατρειών, παράλληλα με τις ρωμαϊκές λατρείες, που είχαν εισαχθεί πιο πρόσφατα. Η ελληνική γλώσσα παραμένει το ιδίωμα των αγροτικών περιοχών και οι άνθρωποι συνεχίζουν να μετράνε με πλέθρα, παρά την επίσημη εγκατάσταση των ρωμαϊκών θεσμών και της λατινικής γλώσσας. Ο Heuzey περιέγραψε ήδη θρακικά ονόματα, σ’ ένα ελληνικό, επιτάφιο μνημείο και παρατήρησε ότι βλέπει κανείς, "στις τελευταίες ημέρες της αυτοκρατορίας, το ρωμαϊκό στοιχείο να ξεθωριάζει, για να επιτρέψει στα ελληνικά ήθη και στην ελληνική γλώσσα «να πάρουν το πάνω χέρι» και να γίνουν και πάλι δημοφιλείς».

Η επιγραφή μας, μετά από πολλές άλλες, είναι ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη κι επιβεβαιώνει αυτές τις παρατηρήσεις. Αποτελεί ένα νέο παράδειγμα μιας δωρεάς με διαθήκη, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της κατ’ έτος επανάληψης μιας νεκρικής λατρείας, μας δείχνει την ανάμειξη αυτών των τριών στοιχείων του πληθυσμού: Σίγουρα η πρακτική, η θρησκευτική ιδέα, ο θεσμός των vicani είναι ρωμαϊκά, αλλά το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιείται για την καταγραφή της λατινικής γλώσσας και τα θρακικά ονόματα, όλο και περισσότερο διαδεδομένα, εκτοπίζουν (πλέον) τα ρωμαϊκά ονόματα.

Paul CΟLLART

Γενεύη. Δεκέμβριος 1930



Πρόσθετη σημείωση. Μια προσεκτική εξέταση του μνημείου, που φυλάσσεται σήμερα (δηλ. το 1930) στην Ραχτσά, μας έπεισε ότι τρεις μορφές εμφανίστηκαν πάνω στο κρεβάτι. Αυτό που εμείς ερμηνεύσαμε ως την κεφαλή του κρεβατιού, είναι, στην πραγματικότητα, η μορφή ενός παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, όπως φαίνεται, που κάθεται ιππαστί («καβάλα») και με το κεφάλι στον αριστερό ώμο της διπλανής μορφής, ενός άνδρα με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά, ντυμένου με χιτώνα. Η τρίτη μορφή, στ’ αριστερά, μοιάζει να είναι μια γυναίκα με ραβδωτά μαλλιά. Μπαίνει, έτσι, κανείς στον πειρασμό, ν’ αναγνωρίσει στην παιδική φιγούρα τη νεαρή σύζυγο του Αλιουπαίβη και η παρουσία της στο ανάγλυφο μας βοηθά να την ερμηνεύσουμε, με τρόπο περισσότερο σύμφωνο, προς τις συνήθειες της επιγραφικής (επιστήμης). AN . X . Ο : an(norum) decem o(bitae). Από την άλλη πλευρά, εφόσον τρία πρόσωπα εμφανίζονται στο (νεκρικό) κρεβάτι, πρέπει να ερευνήσει κανείς, στην επιγραφή, την αναφορά (του όρου Tertia). Tertia, πρέπει επομένως να είναι το όνομα της νεαρής νεκρής και η Secus, η κληρονόμος, θα ήταν το τρίτο πρόσωπο, που απεικονίζεται δίπλα στους δύο συζύγους: το όφελος της γενναιοδωρίας της (θανούσας) θα πρέπει να επεκταθεί και στους τρεις. (Βλέπουμε εδώ πως στην Πρόσθετη αυτή Σημείωσή του, που συντάχθηκε μεταγέστερα από το παραπάνω άρθρο, ο συντάκτης μεταβάλλει την αρχική ερμηνεία, από τον ίδιο, της επιγραφής).

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στην αρχή της επιγραφής αναφέρεται: Αlioupaibes Zeipala ouxori (και όχι Zeipa Ali), με την λέξη Zeipala να είναι η πτώση γενική ενός θρακικού ονόματος, σύνθετου με το όνομα Zeipas.

P. C.



ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ (ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ PAUL COLLAR, ΣΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ)



Οι κ.κ. Carcopino και Piganiol, οι οποίοι είδαν το κείμενό μας, είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους, για τις οποίες τους ευχαριστούμε πολύ θερμά. Ο κ. Carcopino δεν αποδέχεται καμία πιθανή ταύτιση των γιορτών Rosalia και parentalia. Σύμφωνα μ’ αυτόν, τα γράμματα MI πρέπει να διαβαστούν ως m(anibus) i(nferis). Αποκλείεται αυτά ν’ αποτελούν του μήνα. Η λέξη Kalendae και μόνο σημαίνει, στα χρόνια της (ρωμαϊκής) αυτοκρατορίας, τα ημερολόγια του Ιανουαρίου (και) η αναγραφόμενη ημερομηνία θ’ αντιστοιχούσε στις 23 Δεκεμβρίου, στην γιορτή των Larentalia. Ο M. Piganiol, αντιθέτως, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα με μας, ανεξάρτητα από μας: Η σύγκριση με το ημερολόγιο του Φιλόκαλου προτείνει την ανάγνωση m(ensis) I(unii) και στην ιδέα των rosalia: Αυτά ήταν μια γιορτή των νεκρών, που συγκρινόταν (έμοιαζε), από κάθε άποψη, με τα parentalia. Σ’ ένα άλλο σημείο, η ερμηνεία του κ. Carcopino διαφέρει από τη δική μας: Η λέξη Tertia, θεωρούμενη ως κύριο όνομα, θα όριζε τη σύζυγο του Αλιουπαίβη, υπέρ του οποίου ένα τρίτο πρόσωπο, ο Secus, θα έκανε μια δωρεά. Τα γράμματα ΑΝ. Χ. Ο. (γραμμές 3-4, στην επιγραφή), θα σήμαινε τότε... an(no) quo ..., και όχι μια ηλικία: Το Χ, ένας ρωμαϊκός αριθμός, είναι απίθανο να είναι τοποθετημένο δίπλα στο σημείο απεικόνισης του δηναρίου, όπως αυτό εκφράζεται στην ελληνική σημειογραφία.



Η μεταγραφή X. Ο. = quo, σε μας φαίνεται πολύ προσεγγιστική. Η μνεία της ηλικίας της αποθανούσας αναμένεται, κανονικά, να βρίσκεται σ’ αυτό το σημείο (της επιγραφής). Επιπλέον, εμείς έχουμε ήδη δείξει ότι η διαίρεση σε δύο διαφορετικές προτάσεις είναι ο κανόνας στις επιτύμβιες επιγραφές που περιέχουν, μετά την ανάθεση (του μνημείου), διατάξεις διαθήκης και ότι η Secus, εφόσον δεν ανήγειρε αυτή το μνημείο, μπορεί να είναι μόνο η νεκρή γυναίκα. Από την άλλη πλευρά, τα Larentalia μας φαίνονται πολύ πιο δύσκολο να εξομοιωθούν με τα Parentalia απ’ ότι τα Rosalia: Αυτή η γιορτή συνίστατο σε μια θυσία, που τελούνταν στη (συνοικία της Ρώμης) Vélabre. Καμία επιγραφή, που περιέχει διατάξεις διαθήκης, δεν την κατονομάζει ως αφορμή, για την τέλεση ετήσιων, νεκρικών τελετών, αντίθετα, οι συχνές αναφορές των rosalia, με αυτή την έννοια, ιδίως στις επιγραφές των Φιλίππων, μας υποχρεώνουν να επιμείνουμε στην ερμηνεία μας.












 

Παρασκευή 9 Μαΐου 2025



ΚΕΧΡΟΚΑΜΠΟΣ! ΕΝΑ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΤΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ, (ΔΗΜΟΣ ΝΕΣΤΟΥ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΒΑΛΑΣ), Μ’ ΕΝΑ ΕΞ ΙΣΟΥ ΥΠΕΡΟΧΟ ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, ΔΙΠΛΟ ΚΑΣΤΡΟ, ΠΟΥ ΔΕΣΠΟΖΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΓΙΚΗ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ!



Το κάστρο του Κεχροκάμπου είναι διπλό. Σ’ έναν απόκρημνο λόφο, που κυριαρχεί πάνω από τους μαιάνδρους του ποταμού Νέστου, υπάρχουν τα ερείπια δύο αρχαίων κάστρων:

Το ένα κάστρο, κατασκευασμένο από ασβεστόλιθους, χωρίς συγκολλητική ουσία, («ξερολιθιά»), μπορεί, με σχετική ασφάλεια, να ενταχθεί στην κατηγορία των (πάνω από ογδόντα), όμοιων, αρχαίων οχυρώσεων, που υπάρχουν στο τμήμα των βουνών της Λεκάνης, που υπάγεται στην περιφερειακή ενότητα Καβάλας και οι οποίες συνηθίζεται ν’ αποκαλούνται «θρακικές». Τα ίχνη αυτού του θρακικού κάστρου βλέπετε στις πρώτες δεκαπέντε (1-15) φωτογραφίες που αναρτώ.

Το δεύτερο κάστρο, στον ίδιο λόφο, είναι επίσης κατασκευασμένο από ασβεστόλιθους, που κολλήθηκαν με δυνατό, συγκολλητικό κονίαμα (κουρασάνι), οπές εξόδου των υδάτων κλπ. και μπορεί, επίσης με σχετική ασφάλεια, να χαρακτηριστεί ως «βυζαντινό». Τα απομεινάρια αυτού του κάστρου βλέπετε στις φωτογραφίες 16 έως 32).

Όστρακα αγγείων, από το εσωτερικό των δύο «ομόκεντρων» κάστρων βλέπετε στις φωτογραφίες 33 έως 35.

Τέλος, στις τελευταίες φωτογραφίες, (36 έως και 41), βλέπετε την εκπληκτική θέα προς των τον ποταμό Νέστο, από τον λόφο που φιλοξενεί τα δύο κάστρα.













































Παρασκευή 4 Απριλίου 2025



ΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΑΚΡΟΒΟΥΝΙ – ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΚΟΤΣΑΝΗ (KODZAN Η KADZAN, ΕΝΙΟΤΕ ΔΕ ΚΑΙ KOCARI), ΣΤΟΥΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΟΡΟΥΣ (ΔΗΜΟΣ ΠΑΓΓΑΙΟΥ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΒΑΛΑΣ)



Στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του Παγγαίου όρους υπήρχε, κατά τους τελευταίους, τουλάχιστον, αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, ένα πολύ όμορφο, μουσουλμανικό χωριό, το οποίο, στους οθωμανικούς χάρτες της περιοχής αναγραφόταν ως Kodzan ή Kadzan, ενίοτε δε, (σε παρένθεση), Kocari και το οποίο, οι Έλληνες πρόσφυγες, που το κατοίκησαν μετά το 1922, το αποκαλούσαν Κότσανη.

Σε σύγγραμμα, με τίτλο «Η Μακεδονία – Εθνολογική στατιστική βιλαετίων Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου, που εκδόθηκε την 1η Μαρτίου 1910, αναφερόταν ότι το συγκεκριμένο χωριό είχε 280 κατοίκους, όλους Μουσουλμάνους.

Στους «στατιστικούς πίνακες του πληθυσμού, κατ’ εθνικότητας, των Νομών Σερρών και Δράμας», (στον τελευταίο υπαγόταν τότε και όλη η έκταση του σημερινού Νομού Καβάλας), που εξέδωσε η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, το έτος 1919, αναφέρεται ότι η Κότσανη, πριν το έτος 1912 είχε 250 Μουσουλμάνους κατοίκους, οι οποίοι, τον Αύγουστο του 1915 ανέρχονταν σε 267, (154 άνδρες και 113 γυναίκες).

Στο σύγγραμμα του Μιχαήλ Χουλιαράκη, με τίτλο «Γεωγραφική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 1821-1971», αναφέρεται ότι κατά το έτος 1913 η «Κότσιανη» είχε 278 (Μουσουλμάνους) κατοίκους.

Σύμφωνα με την έκδοση του έτους 1962, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος» (ΚΕΔΚΕ), με τίτλο «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ», η Κότσανη, στις 13-11-1919 αποτέλεσε συνοικισμό της τότε δημιουργηθείσας (με το Βασ. Διάταγμα της 13ης-11-1919, ΦΕΚ Α’ 251/1919) Κοινότητας Μποσταντζιλή (σήμερα, Κηπιών), η οποία είχε ως έδρα το ομώνυμο χωριό. (Σε κάποιον οθωμανικό χάρτη, είδα το όνομα Bostandzi και από κάτω, μέσα σε παρενθέσεις, το όνομα Kodzan, σαν να επρόκειτο για το ίδιο χωριό, στην πραγματικότητα, όμως, η Kodzan, κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, ευρισκόμενη πολύ κοντά στο γειτονικό, μεγαλύτερο χωριό Bostandzi, αποτελούσε, προφανώς, συνοικισμό (mahala) του τελευταίου).

Στην ίδια έκδοση της ΚΕΔΚΕ, αναφέρεται ότι η Κότσανη, το έτος 1920 είχε 214 Μουσουλμάνους κατοίκους.

Το χωριό Μποσταντζιλή και η ομώνυμη Κοινότητα μετονομάστηκαν σε οικισμό Κηπιών και Κοινότητα Κηπιών στις 15-11-1926, (με Διάταγμα της 15ης-11-1926 ΦΕΚ Α’ 413/1926), ενώ ο συνοικισμός «Κότσανη» μετονομάσθηκε σε «Ακροβούνι», στις 19-7-1928, (με Διάταγμα της 19ης-7-1928, ΦΕΚ Α’ 156/1928).

Οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Κότσανης, στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών, μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας, που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης, κατά το έτος 1924 αναχώρησαν για την Τουρκία και την θέση τους κατέλαβαν Έλληνες, που κατέφθασαν από ευημερούσες, ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα, από τα Δημοκράνεια της Ανατολικής Θράκης, το Πασάκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, τον Γέροντα και τα Δωμάτια της Μικράς Ασίας.

Το έτος 1928, η Κότσανη, που ονομαζόταν, πλέον, Ακροβούνι, (αλλά συνέχιζε να βρίσκεται στην ίδια, πάντοτε, θέση, που είχε επί αιώνες), είχε 353 Έλληνες πρόσφυγες κατοίκους, οι οποίοι το 1940 είχαν γίνει 450 και το 1951 έγιναν 492, όπως, για όλα αυτά, μας πληροφορεί η προαναφερθείσα έκδοση του έτους 1962 της ΚΕΔΚΕ, με τίτλο «ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ».

Πλην όμως, το σημείο, στο οποίο ήταν κτισμένο το παλιό, μουσουλμανικό χωριό, εμφάνισε αστάθεια και κινδύνους κατολίσθησης και οι κάτοικοι, κατά την δεκαετία του 1950, μ’ επανειλημμένα διαβήματά τους προς την ελληνική Πολιτεία, (τα οποία περιγράφονταν σ’ εφημερίδες της εποχής), ζήτησαν την εγκατάλειψη του παλιού χωριού και την δημιουργία ενός νέου χωριού, στην θέση όπου σήμερα βρίσκεται ο οικισμός (κάτω) Ακροβούνι ή Παναγία, του Δήμου Παγγαίου, επί της παλαιάς, εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης.

Πλην, βέβαια, της αστάθειας του εδάφους του παλιού χωριού, άλλοι λόγοι, που επέβαλλαν την μετεγκατάσταση των κατοίκων, ήταν η μεγάλη απόστασή του από τον άξονα της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, η ακόμη μεγαλύτερη απόστασή του από τους αγρούς, που είχαν παραχωρηθεί στους πρόσφυγες κατοίκους του χωριού στα Τενάγη Φιλίππων, που είχαν αποξηρανθεί από το έτος 1936 και στην εν γένει αρκετή απόσταση από την Ελευθερούπολη (όπου βρισκόταν το εξατάξιο Γυμνάσιο και διάφορες Υπηρεσίες) και από την Καβάλα, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού.

Τελικά, μετά από αγώνες των κατοίκων, παραχωρήθηκαν οικοπεδικοί κλήροι στους κατοίκους του (παλιού) Ακροβουνίου, στη νέα θέση του χωριού, τα οικόπεδα του παλιού χωριού επανήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι κάτοικοι άρχισαν ν’ ανεγείρουν τις κατοικίες τους, στη νέα θέση του χωριού και να εγκαταλείπουν το παλιό χωριό. Αυτός ήταν ο λόγος που στην απογραφή του έτους 1961, το μεν νέο Ακροβούνι είχε 346 κατοίκους, στο δε παλιό είχαν απομείνει 198 κάτοικοι, οι οποίοι, μετά από λίγα χρόνια «κατέβηκαν» κι αυτοί στο νέο χωριό και το παλιό αφέθηκε στην εγκατάλειψη και την ερήμωση.

Το σημερινό Ακροβούνι είναι μια ευημερούσα, δημοτική κοινότητα του Δήμου Παγγαίου, με απεριόριστες προοπτικές ανάπτυξης, αν εκμεταλλευθεί σωστά το φυσικό περιβάλλον και την τεράστια ιστορία του Παγγαίου όρους, στην αγκαλιά του οποίου είναι κτισμένο!

Το παλιό Ακροβούνι, (Κότσανη - Kodzan ή Kadzan ή και Kocari), ήταν ένα πολύ όμορφο χωριό, πνιγμένο στην βλάστηση και στα τεράστια πλατάνια του, με άφθονο, πηγαίο νερό κι όλα αυτά τα βλέπετε στις ακόλουθες φωτογραφίες που αναρτώ και τις οποίες χώρισα σε τρεις ομάδες, οι δύο πρώτες από τις οποίες, τραβηγμένες από μένα, απέχουν μεταξύ τους περί τα 20 χρόνια:

Στην πρώτη ομάδα φωτογραφιών, που τράβηξα πριν από 20 περίπου χρόνια, από τον χωματόδρομο, που έρχεται από τα γειτονικά Κηπιά (Μποσταντζιλί), βλέπετε:

Τον χωματόδρομο αυτόν, (6η φωτογραφία), ο οποίος «συναντούσε» πρώτα το μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί) του χωριού, το οποίο φαίνεται στις φωτογραφίες 1η, 2η, 3η, 6η και 8η και τον μιναρέ του τεμένους, (φωτογραφίες 4η και 5η), ενώ πρόλαβα, σ’ εκείνη την φωτογράφιση, να φωτογραφίσω και κάποια σύμβολα της μουσουλμανικής θρησκείας, που βρίσκονταν, ακόμη τότε, στο εσωτερικό του τεμένους, (φωτογραφία 7η).

Στις φωτογραφίες 8η και 9η φαίνεται το ερειπωμένο χωριό, όπως ήταν πριν 20 χρόνια, στην καρδιά του χειμώνα, ενώ στις δύο επόμενες φωτογραφίες (10η και 11η) μπορείτε να δείτε το μικρό αλλά .όμορφο γεφύρι της οθωμανικής περιόδου.

Η δεύτερη ομάδα φωτογραφιών είναι ολότελα πρόσφατη και ακολουθεί την είσοδό μου στο χωριό, από τον καλοφτιαγμένο χωματόδρομο (που είναι βατός και σε αυτοκίνητα), ο οποίος «έρχεται» από την ειδυλλιακή τοποθεσία «δυο βρύσες», (κοντά στο κάτω ή νέο Ακροβούνι):

Στις φωτογραφίες 12η έως και 15η, βλέπετε το αλώνι του μουσουλμανικού και αργότερα, ελληνικού χωριού.

Στην 16η και 17η φωτογραφία φαίνεται το μικρό γεφύρι, όπως καθαρίστηκε και διατηρείται σήμερα.

Στις φωτογραφίες 18η έως και 23η, βλέπετε μια ειδυλλιακή εικόνα της βόρειας πλευράς του χωριού, με πλατάνια, ένα ρέμα και τα απομεινάρια μιας κρήνης της οθωμανικής περιόδου (φωτογραφία 23η).

Στις φωτογραφίες 24η έως και 28η βλέπετε γενικές απόψεις του χωριού

και στις υπόλοιπες φωτογραφίες, (29η έως 38η), ερείπια διαφόρων κτισμάτων του.

Μια τρίτη ομάδα, περιλαμβάνει τις εξής δύο φωτογραφίες:

Την 39η φωτογραφία, που απεικονίζει τη σημερινή κατάσταση του μουσουλμανικού τεμένους, το οποίο έχει μετατραπεί σε χριστιανικό ναό, ολότελα πρόσφατα. (Την φωτογραφία αυτή πήρα από ανάρτηση, στο facebook, του δραστήριου ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΙΜΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΚΡΟΒΟΥΝΙΟΥ).

Την 40ή, που απεικονίζει έναν χάρτη της περιοχής του Παγγαίου κατά την οθωμανική περίοδο, στον οποίο αναφέρεται το χωριό Bostandzi (σήμερα, Κηπιά) και σε παρένθεση, κάτω από αυτό, το όνομα του χωριού που περιγράφω (Kodzan).





THE MUSLIM VILLAGE OF ACROVOUNI - FORMERLY KOTSANI (KODZAN OR KADZAN, SOMETIMES ALSO KOCARI), IN THE SOUTH-EASTERN FOOTHILLS OF MOUNT PANGAEUS (MUNICIPALITY OF PANGAEUS - REGIONAL UNIT OF KAVALA)



In the south-eastern foothills of Mount Paggaio there was, at least during the last centuries of Ottoman rule, a very beautiful Muslim village, which, on Ottoman maps of the area, was referred to as Kodzan or Kadzan, and sometimes (in brackets) as Kocari, and which the Greek refugees who inhabited it after 1922 called Kotsani.

In a booklet entitled “Macedonia - Ethnological statistics of the villages of Thessaloniki and Monastirio”, published on 1 March 1910, it was stated that this village had 280 inhabitants, all Muslims.

In the "statistical tables of the population, by ethnicity, of the Prefectures of Serres and Drama", (the latter included, at that time, the whole area of the present Prefecture of Kavala), issued by the Staff Service of the Greek Army in 1919, it is stated that Kotsani, before 1912, had 250 Muslim inhabitants, who, in August 1915, amounted to 267 (154 men and 113 women).

In the textbook of Michael Houliarakis, entitled "Geographical and population development of Greece 1821-1971", it is mentioned that in 1913 "Kotsiani" had 278 (Muslim) inhabitants.

According to the 1962 edition of the Central Union of Municipalities and Communities of Greece, entitled "FACTS OF THE COMPOSITION AND DEVELOPMENT OF MUNICIPALITIES AND COMMUNITIES", Kotsani, on 13-11-1919, was a settlement of a new (created by the Basic Decree of 13-11-1919, Government Gazette A' 251/1919) Community of Bostandzili (today, Kipia), which had its seat in the village of the same name. (On the Ottoman map that I post today, as 40th picture, there is the name Bostandzi and underneath, in brackets, the name Kodzan, as if it were the same village, but in reality, Kodzan, during the period of the Ottoman occupation, being very close to the neighbouring, larger village of Bostandzi, was, apparently, a settlement (mahala) of the latter).

In the same publication, it is stated that Kodzan, in the year 1920, had 214 Muslim inhabitants.

The village of Bostandzili and the homonymous Community were renamed to Kipia settlement and Kipia Community, on 15-11-1926, (by Decree of 15-11-1926, Government Gazette A' 413/1926), while the settlement "Kotsani" was renamed "Akrovouni", on 19-7-1928, (by Decree of 19-7-1928, Government Gazette A' 156/1928).

The Muslim inhabitants of Kotsani, in the context of the population exchange between Greece and Turkey, imposed by the Treaty of Lausanne, left for Turkey in 1924 and their place was taken by Greeks, who arrived from prosperous Greek communities of Eastern Thrace and Asia Minor, namely, from Demokrania (today, Guzelce) of Eastern Thrace, Pasakoy of Constantinople, Gerontas (today, Didim) and Domatia (today, Doganbey) of Asia Minor.

In the year 1928, Kotsani, which was now called Akrovouni (but continued to be located, in the same place it had always been, for centuries), had 353 Greek refugee inhabitants, which in 1940 had become 450 and in 1951 became 492, as, for all this, we are informed by the aforementioned 1962 edition of the Central Union of Municipalities and Communities of Greece, entitled "FACTS OF THE COMPOSITION AND DEVELOPMENT OF MUNICIPALITIES AND COMMUNITIES".

However, the spot, where the old Muslim village was built, showed instability and the inhabitants, during the 1950s, with their repeated petitions to the Greek State, (which were described in newspapers of the time), asked for the abandonment of the old village and the creation of a new village, in the place where the settlement of Akrovouni (or Panagia) is located today, in the municipality of Paggaio, on the old national road from Kavala to Thessaloniki.

Apart, of course, from the instability of the old village's soil, other reasons, that forced the relocation of the inhabitants, were its great distance from the axis of the Kavala - Thessaloniki highway and its even greater distance from the fields, which had been granted to the refugees of the village in Tenagi of Filippi, which had been drained since 1936, and in general, the distance from Eleftheroupoli (where the sixth grade high school and various services were located) and from Kavala, the capital of the prefecture of the same name.

Finally, after struggles of the residents, land plots were granted to the residents of the (old) Akrovouni in the new location of the village, the plots of the old village were returned to the ownership of the Greek State and, around the end of the 1950s, the residents began to build their houses in the new location of the village and to leave the old village. This was the reason why in the census of 1961, the new Akrovouni had 346 inhabitants, while the old one had 198 inhabitants left, who, after a few years, "descended" to the new village and the old one was left to abandonment and desolation.

Today's Akrovouni is a prosperous, municipal community of the Municipality of Paggaio, with unlimited development prospects, if the natural environment and the vast history of the Pageo mountain, in the embrace of which it is built!

The old Akrovouni, (Kodzan or Kadzan or Kocari), was a very beautiful village, covered in vegetation and huge plane trees, with plenty of spring water and you can see all this in the following photos I have posted, which I have divided into three groups, the first two of which, taken by me, are about 20 years apart:

In the first group of photos, which I took about 20 years ago, from the dirt road coming from the neighboring Kipia (Bostandzili), you can see:

This dirt road, (photo 6), which first "met" the Muslim mosque (cami) of the village, which can be seen in photos 1, 2, 3, 6 and 8, and the minaret of the mosque, (photos 4 and 5), while I managed, in that photo shoot, to photograph some symbols of the Muslim religion, which were, even then, inside the mosque, (photo 7).

In photos 8th and 9th, you can see the ruined village, as it was 20 years ago, in the heart of winter, while, in the next two photos (10th and 11th), you can see the small but beautiful bridge of the Ottoman period.

The second group of photos is very recent and follows my entrance to the village, from the well-maintained dirt road (which is passable even for cars), which "comes" from the idyllic location "two fountains", (near the lower or new Akrovouni):

In photos 12th to 15th, you can see the threshing floor of the Muslim and later, Greek village.

In the 16th and 17th photo, you can see the small bridge, as it was cleaned and is preserved today.

In photos 18th to 23rd, you can see an beautiful view of the northern side of the village, with plane trees, a stream and the remains of a fountain from the Ottoman period (photo 23rd).

In photos 24th to 28th you can see general views of the village

and in the remaining photos (29th to 38th), ruins of various buildings of the village.

A third group, which includes two photos:

The 39th photo, which depicts the current state of the Muslim mosque, which has been converted into a Christian temple, quite recently. (I took this photo from a post, on Facebook, of the active CULTURAL AND HOMEMAKING CLUB of AKROVOUNI) and

the 40th, which depicts a map of the area of Paggaio during the Ottoman period, in which the village of Bostandzi (today, Kipia) is mentioned and in brackets, below it, the name of Kodzan.