Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021





ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ

Του Paul Perdrizet

Μετάφραση Θόδωρου Δ. Λυμπεράκη



Ένας μεγάλος μελετητής και βαθύς γνώστης της ιστορίας, της θρησκείας και των θρύλων του Παγγαίου και της περιοχής του ήταν ο Γάλλος αρχαιολόγος και καθηγητής της αρχαιολογίας και της ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Νανσύ, στη Γαλλία, Paul Perdrizet, μέλος της Γαλλικής, Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, η οποία ανασκάπτει, εδώ και εκατόν είκοσι και πλέον έτη, τους Φιλίππους και τη Θάσο, ο οποίος, στην εισαγωγή του έργου του "Cultes et mythes du Pangee" (Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου), έγραψε τα εξής, ιδιαίτερα σημαντικά, για το Παγγαίο, το ιερό όρος των αρχαίων Θρακών και των αρχαίων Ελλήνων: "Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από τη μια η κωνική σιλουέττα του Αθωνα κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιό από τα δύο βουνά δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα "Αγιον Ορος". Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες τις ιερές κορυφές απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδραση τους, όσο κι αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς".



Το έτος 1921, ο σοφός καθηγητής δημοσίευσε στο Στρασβούργο μια πολυσέλιδη εργασία του, με τίτλο «ΑΜΦΙΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ», στην οποία, μεταξύ άλλων αναφέρεται και σχολιάζει μια αρχαία επιγραφή, την οποία τοποθετεί χρονολογικά στον 4ο αιώνα π.Χ. Η επιγραφή ήταν η εξής:



Άγαθήι Τύχηι. Έπρίατο Θειοχάρης Νικέα παρά Θεοδώρου του Πολέμωνος την οικίαν ηι γείτων Μεννέας Άσάνδρου και Θεόδωοος αυτός και Νικάνωρ Έπικράτους, χρυσών τριακοσίων βεβαιωτής Δημόνικος Ριανού, μάρτυρες Στησίλεως Όργέως, Άριστογένης Άστίνου, επί ιερέως του Ασκληπιού Έρμαγόρα, επί επιστάτου Αισχύλου.



Αυτή η πράξη πώλησης δεν μας είναι γνωστή, παρά μόνο από ένα αντίγραφο, σε τρέχουσα (σημερινή) γραφή, το οποίο έγινε πριν από εξήντα χρόνια, ενώ το πρωτότυπο μοιάζει να έχει χαθεί. Μου φαίνεται προφανές ότι το πατρωνυμικό του μάρτυρα πρέπει να ήταν ΡΙΑΝΟΥ και όχι ΡΙΧΝΟΥ.



Η επιγραφή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το έτος 1862, (ΦΙΛΙΣΤΩΡ 3, 1862), από τον Πανταζίδη, που ήταν τότε καθηγητής στο Γυμνάσιο των Σερρών, με τις ακόλουθες πληροφορίες: «Επιγραφή ανέκδοτος εξ Αμφιπόλεως. Προ τριών μηνών ευρέθη εν τινι αγρώ των περί την Αμφίπολιν επιγραφή... Ο λίθος μετηνέχθη εις το χωρίον Λακκοβίκια και ευρίσκεται εις την κατοχήν του ευρόντος αυτόν χωρικού. Το δ’ αντίγραφον, το οποίον χρεωστώ εις την προθυμίαν του αγαθού διδασκάλου κ. Ν. Κουμπίδου, επειδή ευθύς φαίνεται πολύ πιστόν, έσπευσα να εκδώσω και χωρίς να ίδω την πλάκα. Η πλαξ είναι λίθου λευκού, έχουσα μήκος 0.40, πλάτος 0.26. Αν είναι δυνατόν να εικάσει τις εκ του σχήματος των γραμμάτων, ανήκει εις χρόνους ουχί νεωτέρους των Μακεδονικών».



Ήμουν το 1899 στα Λακοβίκια, ένα μεγάλο, ελληνικό χωριό στις βορειοδυτικές πλαγιές του Παγγαίου, μερικά χιλιόμετρα από τη θέση της Αμφίπολης. Εκεί μου έδειξαν, πράγματι, αρχαιότητες, πήλινα ειδώλια από την Αμφίπολη, του τύπου του Άττιος (σημ. μεταφρ.: αιγυπτιακού Θεού) και μερικά πολύχρωμα κομμάτια από μια νεκρική κλίνη από λευκό μάρμαρο, που προερχόταν από έναν θολωτό τάφο, του οποίου έχω ήδη δημοσιεύσει σχέδιο (BCH 1899, σελ. 335). Όμως, (δεν είδα) καμία επιγραφή: Είναι αλήθεια ότι αναρωτιέμαι για το κείμενο του οποίου ο δάσκαλος Κουμπίδης, πριν από σαράντα χρόνια, είχε στείλει το αντίγραφο στον Πανταζίδη. Στη μονογραφία του για τα Λακοβίκια («Η κατά το Παγγαίον χώρα Λακκοβικίων, τοπογραφία, ήθη, έθιμα και γλώσσα, υπό Αστερίου Λ. Γουσίου, διευθυντού της αστικής σχολής Λακκοβηκίων. Εν Λειψία, εκ του τυπογραφείου «Η Ένωσις», 1894), που εμφανίστηκε στις Σέρρες το 1894, ο δάσκαλος Γούσιος δεν έκανε λόγο για την επιγραφή που είχε αντιγράψει ο προκάτοχός του (ενν. στην αστική σχολή) και είμαι βέβαιος ότι δεν την γνώριζε.



Παρά την ανησυχία μου, δεν ήθελα να συμπεράνω ότι οι πληροφορίες που είχε δώσει ο Πανταζίδης ήταν εσφαλμένες. Η επιγραφή πρέπει, πράγματι, ν’ αντιγράφηκε στα Λακοβίκια. Από πού όμως προήλθε;



Αν παρατηρήσουμε ότι το σπάνιο όνομα Ριανός δεν το έχουμε συναντήσει μέχρι τώρα σ’ επιγραφές της Μακεδονίας, παρά μόνο στη Θάσο, ότι το ιωνικό όνομα Στησίλεως είναι τύπος συνήθης στην ονοματολογία της Θάσου - ότι το μυστικιστικό όνομα Οργεύς, που μαρτυρείται επίσης μόνο στη Θάσο, οφείλεται, σ’ αυτή την πόλη (δηλ. την Αμφίπολη), στα όργια που τελούνταν εκεί προς τιμή του Διονύσου και της Δήμητρας – ότι η πράξη πώλησης που δημοσιεύτηκε από τον Πανταζίδη είχε τεθεί υπό την προστασία του ιερέα του Ασκληπιού, πράγμα που προϋποθέτει μια σημαντική λατρεία αυτού του θεού - και τέτοια υπήρχε πιο πολύ στη Θάσο, παρά στην Αμφίπολη – για όλους αυτούς τους λόγους να πιστέψουμε, άραγε, κι εμείς ότι η επιγραφή που αντιγράφηκε στα Λακοβίκια είχε μεταφερθεί εκεί όχι από την Αμφίπολη, αλλά από τη Θάσο ή τη θασιακή Περαία;



Στην πραγματικότητα, κανένας από τους αναφερθέντες λόγους, που συνηγορούν υπέρ της προέλευσης της επιγραφής από τη Θάσο, δεν είναι αποφασιστικός (καταλυτικός). Το όνομα Οργεύς δεν μαρτυρείται, εκτός από την επιγραφή μας, παρά μόνο στη Θάσο, όμως δεν θάπρεπε να μας ξαφνιάζει η ύπαρξή του και σε μια πόλη όπου, όπως στην Αμφίπολη, τελούνταν οργιαστικές τελετές. Κι αν ακόμη υποτεθεί ότι επρόκειτο, αρχικά, για ένα θασίτικο όνομα, αυτό μπόρεσε να περάσει από την Θάσο στην Αμφίπολη, αφού οι δυο πόλεις ήταν γειτονικές και η τελευταία είχε δεχθεί από την πρώτη έναν αριθμό αποίκων. Όσο για το όνομα Ριανός, κι αν αυτό το όνομα μας είναι γνωστό από τη Θάσο, δεν είναι και αποκλειστικά θασίτικο, αφού μαρτυρείται κυρίως στην Κρήτη, ( ο Ριανός, συγγραφέας των Μεσσηνιακών, ήταν από την Βηνή, πόλη κοντά στην Γόρτυνα…) Συνεπώς, υπήρχε στην Αμφίπολη κρητικό στοιχείο: Ο Νέαρχος, ο ναύαρχος του Αλεξάνδρου, ήταν Κρητικός εγκατεστημένος στην Αμφίπολη.



Εγώ, από την πλευρά μου, πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες του Πανταζίδη: Η επιγραφή του πράγματι βρέθηκε κοντά στα Λακοβίκια και αποτελεί ντοκουμέντο της Αμφίπολης.



Ας δούμε, κατ’ αρχάς, το όνομα του αγοραστή, Θειοχάρης: Μοιάζει με το όνομα ενός Αμφιπολίτη της ίδιας εποχής, Κλεοχάρης Πυθέου, που τιμήθηκε με ψήφισμα στην Ερέτρια. (Το όνομα αυτού του Αμφιπολίτη, όμοιο με αυτό του συμπατριώτη του «Κλεότιμος», για τον οποίο κάνει λόγο ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, σελ. 1306 α’, μας θυμίζει ότι η Μούσα Κλιώ ή Κλειώ ή Κλεώ λατρευόταν στην Αμφίπολη: έστιν ιερόν της Κλειούς εν Αμφιπόλει, ιδρυθέν απέναντι του μνημείου του Ρήσου (Μαρσύας από τους Φιλίππους, στα Σχόλια στον Ρήσο, 346).



Ένας πιο αποφασιστικός λόγος, για να πιστέψουμε ότι η επιγραφή του Πανταζίδη προερχόταν από την Αμφίπολη, μου φαίνεται ότι είναι η ομοιότητά της μ’ ένα κείμενο που δημοσίευσε ο Μ. Wilhelm:



ΘΕΟΣΤΥΧΑΓ

ΑΝΤΙΔΟΤΟΣΜ

ΡΑΙΠΠΑΡΧΟΥ

THNOIKIHNTI

ΝΤΗΣΖΩΙΛΟΥ

ΟΝΟΣΤΙΜΗΗ

ΗΚΟΝΤΑΜΑΡ

ΛΟΣΘΕΟΓΕΙΤΟΝ

ΙΛΘΕΟΣΣ



Η προέλευση αυτού του θραύσματος φέρεται να είναι η Χαλκιδική, αλλά δεν υπάρχει τίποτε πιο αβέβαιο: Ο M. Wilhelm δημοσίευσε αυτό το απόσπασμα, με βάση ένα αντίγραφο που ο Μ. Σβορώνος του είχε κοινοποιήσει το 1901. Ο Μ. Σβορώνος δεν είχε δει καν την πέτρα, δεν την γνώριζε παρά από μια εκτύπωση, που τον είχαν διαβεβαιώσει ότι είχε προέλθει από την Χαλκιδική. Μια πληροφορία αυτού του είδους, προελθούσα από έναν Έλληνα της Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί να γίνει σοβαρά δεκτή, υπό αυστηρή έννοια. Στα 1874, όταν ο αββάς Duschesne βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, τον ενημέρωσαν ότι είχαν βρεθεί στην Χαλκιδική αντίγραφα επιγραφών, από τα οποία τουλάχιστον το ένα θεωρείται σήμερα ως Αμφιλοπολίτικο. Πιστεύω πως και το θραύσμα του Wilhelm, καθώς και η πράξη που δημοσίευσε ο Πανταζίδης, είναι και οι δυο από την Αμφίπολη.



Προσέξτε, τώρα, στο θραύσμα του Wilhelm, τα ονόματα -ντης Ζωίλου. Αναμφίβολα, ο Ζωίλος δεν είναι καθόλου σπάνιο όνομα στην ελληνιστική εποχή, στη δε Αμφίπολη αυτό φαίνεται ότι ήταν συνηθισμένο: Δείτε BCH, 1898, σελ. 350 Ζωίλου του Κασσάνδρου – ΙG ΙΙ, αρ. 2783 Ζωίς Ζωίλου Αμφιπολείτις – και τον περίφημο Ζωίλο με το προσωνύμιο «ονειρομάστιξ», ο οποίος ήταν Αμφιπολίτης.



Το όνομα με την κατάληξη –ντης θα μας δώσει μια άλλη ένδειξη. Ο Wilhelm το αποκαθιστά ως Ορό]ντης, που δεν είναι καθόλου αληθοφανές. Εγώ προτείνω Μά]ντης, ιωνικός τύπος του Μάντας, θρακικό όνομα του κάτω Στρυμόνα: Το βρίσκουμε, στον Ηρόδοτο (βιβλίο 5ο, 12), με τον τύπο Μαντύης, να ανήκει σ’ έναν Παίονα από αυτή την περιοχή – στο Παγγαίο, με την γραφή Μάντις, (κατ’ αναλογία, υποθέτω, προς το ελληνικό ουσιαστικό μάντις) να το φέρει κάποιος Αμφιπολίτης. Ένας Αμφιπολίτης μύστης στη Σαμοθράκη, ονομάζεται Διονύσιος Μάντα. Τα θηλυκά Μάντα Μάντω, Μάνταδα, Μανταρούς, Μαντάνη, Μαντούνη είναι εξ ίσου χαρακτηριστικά της περιοχής της Αμφίπολης όσο τα αρσενικά Μάντης ή Μάντας.



Αφού, όμως, έφθασα να μιλώ για το όνομα Μάντης και για τα άλλα ονόματα της ίδιας οικογένειας, ας μου επιτραπεί μια σύντομη παρέκβαση.



Το 475 π.Χ. η Ηιών, στις εκβολές του Στρυμόνα και το 437 π.Χ. η τοποθεσία που λεγόταν Εννέα Οδοί, όπου ο Άγνων ίδρυσε την Αμφίπολη, είχαν κατακτηθεί από τους Αθηναίους, η μεν Ηιών από Τα χέρια των Περσών και οι Εννέα Οδοί από τα χέρια των Ηδωνών. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν ένα θρακικό φύλο που κατείχε την αριστερή όχθη του κάτω Στρυμόνα, η κυριότερη κώμη τους ήταν η Μύρκινος, στην όχθη της λίμνης, βόρεια από τις Εννέα Οδούς. (Βλ. «Μύρκινον, Ηδωνικόν πολισμάτιον: Αππιανός, Εμφύλιοι Πόλεμοι, IV, 103). Οι Ηδώνες ή Ηδωνοί είχαν γείτονες, στα βόρεια, το φύλο των Οδομάντων, (Οδόμαντοι ή Οδόμαντες), οι οποίοι, αν κρίνει κανείς από το όνομά τους, ήταν ένας κλάδος των Ηδωνών: Πράγματι, οι Ηδώνες, (Ηδωνοί, Ηδώνες, Ηδώναι) αποκαλούνται μερικές φορές Ώδωνες και η πατρίδα τους Ωδονίη, η δε Θάσος Ωδονίς. Όθεν, η θρακική ονομαστική περιλαμβάνει ένα πλήθος σύνθετων τετρασύλλαβων, καθώς και το όνομα των Οδομάντων, που αποτελείται από δύο απλά, δισύλλαβα στοιχεία: Στην περίπτωσή μας, το πρώτο στοιχείο ήταν το όνομα της μητρικής φυλής – αυτής των Οδωνών ή Ηδωνών και το δεύτερο ήταν ίσως ανάλογο, και από την άποψη της ρίζας κι από την άποψη της σημασίας του, με το ελληνικό μάντις: Φέρνει κανείς στο νου του το μαντείο του Διονύσου στο Παγγαίο: Και το γεγονός ότι ένας μύστης από την Αμφίπολη, σ’ ένα κατάλογο από την Σαμοθράκη, ονομάζεται Διονύσιος Μάντα, δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το όνομα των Οδωνών ή των Ηδωνών μοιάζει να βρίσκεται όχι μόνο μέσα σ’ αυτό των Οδομάντων, αλλ’ επίσης και στην περίεργη ονομασία Εννέα Οδοί – περίεργη για έναν τοπογράφο, διότι είναι αδύνατο να πιστέψουμε, εξετάζοντας τον χάρτη της περιοχής, ότι εννέα δρόμοι διασταυρώνονταν σ’ εκείνο το σημείο. Εγώ πιστεύω πως οι Έλληνες, «πιστοί στη μέθοδό τους τα πάντα να τα ανάγουν στους εαυτούς τους», εξελλήνισαν μια ντόπια ονομασία στην οποία υπήρχε το όνομα των Οδονών και ότι η ονομασία Εννέα Οδοί δεν είναι ελληνική παρά μόνο φαινομενικά.



Οι Ηδώνες και οι Οδόμαντες, αν και ήταν όχι μόνο γείτονες αλλά και αδελφοί λαοί, δεν μοιάζει να είχαν πάντοτε αρμονικές σχέσεις. Το 423 π.Χ., κατά την ατυχή εκστρατεία του Κλέωνα κατά του Βρασίδα, ο Πόλλης, βασιλιάς των Οδομάντων, ήταν σύμμαχος των Αθηναίων, ενώ οι Ηδώνες στήριζαν τον Βρασίδα, (Θουκιδίδης V, 6). Οι Ηδωνοί ήταν ορκισμένοι εχθροί των Αθηναίων, οι οποίοι από πολύ καιρό εποφθαλμιούσαν την περιοχή τους και είχαν κάνει τόσο επίμονες και τόσο μεγάλες προσπάθειες για να εγκατασταθούν σ’ αυτήν. Αντίθετα, οι Οδόμαντες, από τους οποίους οι Αθηναίοι δεν είχαν πάρει τίποτε, είχαν απέναντι σ’ αυτούς τους τελευταίους ολότελα διαφορετική διάθεση: Το δέλεαρ του υψηλού μισθού που πλήρωνε η Αθήνα στους ξένους μισθοφόρους της, η προσδοκία ενός διαμελισμού της Ηδωνίδος, τους είχαν κατατάξει (φέρει) στο πλευρό των Αθηναίων, απέναντι από τους αδελφούς και γείτονές τους, τους Ηδωνούς: Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς, όταν διαβάζει στους Αχαρνείς (του Φεβρουαρίου του 425) την αστεία σκηνή, στην οποία εμφανίζεται, οδηγούμενος από τον Αθηναίο πρέσβη στη Θράκη, «ο στρατός των Οδομάντων, του πιο πολεμικού φύλου των Θρακών», που είχε σταλεί σ’ ενίσχυση των Αθηναίων από τον Βασιλιά Σιτάλκη, αντί της σημαντικής αμοιβής των δύο δραχμών για κάθε άνδρα και για κάθε ημέρα (Αχαρνείς, 153: Οι οπλίτες, στην πολιορκία της Ποτίδαιας, έπαιρναν ένα δίδραχμο τη μέρα, αλλά με την υποχρέωση να συντηρούν οι ίδιοι τον «υπηρέτη» τους. (Θουκυδίδη ΙΙΙ, 17). Ο συνηθισμένος μισθός του Θράκα μισθοφόρου φαίνεται ότι ήταν μια δραχμή (Θουκυδίδη VII, 27).

ΙΙΙ.

Αν η αποκατάσταση Μά]ντης είναι σωστή, πρόκειται για έναν ιωνισμό στην επιγραφή του Wilhelm. Αυτή περιέχει βέβαια κι άλλον ένα (ιωνισμό), στην 4η σειρά «την οικίην», η οποία μας υποχρεώνει ν’ αποκαταστήσουμε κι έναν τρίτο, αμέσως μετά, «την οικίην τ[ην», με αυτή τη δεύτερη (λέξη) «την» ν’ αποτελεί ιωνική αναφορική αντωνυμία. Συνεπώς, η επιγραφή του Wilhelm έρχεται από μια εποχή στην οποία οι επιχωριασμοί δεν είχαν ακόμη εξαφανισθεί ολοσχερώς. Πιστεύω ότι τα δύο κείμενα, αυτό που δημοσίευσε ο Πανταζίδης κι εκείνο που δημοσίευσε ο Μ. Wilhelm, είναι μεταγενέστερα της προσαρτήσεως της Αμφιπόλεως στο Μακεδονικό Βασίλειο, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω, το γεγονός ότι το κείμενο του Πανταζίδη δεν είναι χρονολογημένο με το όνομα κάποιου επώνυμου άρχοντα. Το κείμενο του Πανταζίδη φαίνεται, άλλωστε, νεώτερο από εκείνο του θραύσματος του Wilhelm, διότι δεν βρίσκει κανείς σ’ αυτό άλλες διαλεκτικές φόρμες (τύπους) παρά μόνο τα κύρια ονόματα «Στησίλεως Οργέως».



Και συνεχίζει ο σοφός καθηγητής το κείμενό του, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για την Αμφίπολη και για την Άργιλο, την αποικία των κατοίκων της Άνδρου, η οποία ανασκάπτεται εδώ αρκετά χρόνια, από την Καναδική, αρχαιολογική Σχολή, πάνω στην παλιά, εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης, αμέσως μετά τα Νέα Κερδύλλια. Όσα λέει, όμως, κυρίως γι’ αυτή την μικρή, άγνωστη πόλη της Αργίλου, θα σας τα μεταφέρω με άλλη ανάρτησή μου.



















 

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021



Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Η ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΔΩΣΕ Ο ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΛΥΜΠΕΡΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ, ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΑΜΙΤΣΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ.

(Η συνέντευξη δόθηκε την άνοιξη του 1996, στην κ. Κωνσταντίνα Κηροποιού και περιέχει και κάποια, ιστορικά στοιχεία για το Μυριόφυτο, το Καλαμίτσι κλπ.).

"Βρίσκομαι στο σπίτι του κ. Λεόντιου Λυμπέρη, Ανατολικοθρακιώτη πρόσφυγα, στην Καβάλα. 

Κ. Λεόντιε, ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξη με το ερώτημα από πού κατάγεσθε.

Κατάγομαι από τα Γανόχωρα της Ανατολικής Θράκης. Τα Γανόχωρα ήταν μια περιοχή καθαρώς ελληνική. Είχε ολίγους Τούρκους μόνον, δηλαδή στο Μυριόφυτο λίγους και περισσότερους στην Περίσταση και στο Μηλιό, εκεί υπήρχε λίγο τουρκικό στοιχείο. Τα άλλα χωριά ήταν αμιγή χριστιανικά, ελληνικά χωριά. Δε ξέρανε δε ούτε τουρκικά οι κάτοικοι, ξέραν μονάχα την ελληνική γλώσσα.
Εγώ γεννήθηκα στο Καλαμίτσι, ένα χωριό που απείχε απ’ το Μυριόφυτο ένα τέταρτο της ώρας με τα πόδια, δηλαδή ήτανε μια απόσταση από εδώ στα Ποταμούδια και πιο κοντά ίσως. Αλλά οι γονείς μου, ο μπαμπάς μου ήταν από τη Στέρνα, ένα μεγάλο χωριό, αμιγώς ελληνικό, με τρεις συνοικίες. Ήτανε η συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η συνοικία των Μεγίστων Ταξιαρχών, που ήτανε και το κέντρο, και η συνοικία του Αγίου Δημητρίου, που ήταν η ανατολική συνοικία. Ήταν ένα χωριό γύρω στις 700 οικογένειες. Μεγάλο χωριό. Άμα βάλεις ότι κατά μέσο όρο ήταν 4 κάτοικοι κατά οικογένεια, 4Χ7=28, ήταν γύρω στους 3000 κατοίκους, γιατί υπήρχαν και οικογένειες, όπως του μπαμπά μου που είχε 7 παιδιά και άλλες πιο μεγάλες.
Εκείνο που εγώ θυμάμαι, γιατί γεννήθηκα το 1912, είναι ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και από το ΄15 και μετά θυμάμαι την πείνα που είχε, διότι, όπως αργότερα έμαθα, οι Εγγλέζοι κάμανε επίθεση στην Καλλίπολη, στα στενά του Ελλησπόντου τότε, από τον κόλπο της Σάρου και, για να σώσουν οι Γερμανοί τους Τούρκους που ήτανε σύμμαχοι τότε του Κάιζερ, ήλθαν οι Γερμανοί και πολεμούσαν εναντίον των Εγγλέζων. Αλλά οι Γερμανοί θέλανε να φάνε. Οι Τούρκοι δεν είχανε τρόφιμα πολλά για να τους ταϊζουν και κάμαν το εξής. Ερχότανε στα δικά μας χωριά, μας βγάζαν έξω από το χωριό με ανοιχτά τα σπίτια και ό,τι βρίσκανε μέσα στα σπίτια τα αρπάζαν όλα, κότες, σιτάρια, κριθάρια, βούτυρα, λάδια, ό,τι βρίσκανε, όλα τα παίρνανε, για να τροφοδοτούν καλά τους Γερμανούς. Εμείς δε δυστυχώς πεινούσαμε πολύ, διότι μας αφήνανε χωρίς τρόφιμα. Αυτός ήταν ένας τρόπος εξοντώσεως του ελληνικού στοιχείου. Άλλος σοβαρότερος τρόπος εξοντώσεως του ελληνικού στοιχείου ήτανε, για τους άνδρες κυρίως, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Αμελέ ταμπουρού θα πει εργατικά τάγματα. Παίρναν τους άνδρες από ηλικία 18 ετών μέχρι 45, τους επιστρατεύανε δήθεν, γιατί ήταν οθωμανοί υπήκοοι, και τους βάζανε στα εργατικά τάγματα. Τα εργατικά τάγματα είχανε δήθεν σκοπό να ανοίγουν δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές στην Τουρκία, αλλά ο κύριος σκοπός ήταν η εξόντωσις του ελληνικού στοιχείου, των χριστιανών, να το πούμε καθαρά. Θυμάμαι ότι απ’ τη πατρίδα μας είχανε πάρει γύρω στους χίλιους ανθρώπους.

Εννοείτε από τα Γανόχωρα;

Όχι απ’ όλα τα Γανόχωρα, από την περιοχή Μυριοφύτου - Στέρνα, Καλαμίτσι, Πλάτανος, Μυριόφυτον. Αυτά τα τέσσερα χωριά, γιατί τα Γανόχωρα ήτανε δύο μητροπόλεις, ήτανε η μητρόπολις Μυριοφύτου και Περιστάσεως η μία, και η άλλη μητρόπολις ήτανε Γάνου και Χώρας. Γι’ αυτό και λεγότανε Γανόχωρα, απ’ το Γάνος και Χώρα.

Σε ποια ευρύτερη διοικητική περιφέρεια ανήκαν αυτά;

Στο νομό Ραιδεστού. Οι Έλληνες όταν ήρθαν μετά το΄19 (η Ανατ. Θράκη διά της συνθήκης των Σεβρών εδόθη στην Ελλάδα) τότε έκαναν νομό Ραιδεστού εις τον οποίο υπαγόμεθα και εμείς, γενική διοίκηση Θράκης με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη- εκεί έδρευε ο γενικός διοικητής Θράκης- και υπήρχε νομός, Σαράντα Εκκλησιών και νομός Καλλιπόλεως. Έτσι νομίζω.
 
Τα Γανόχωρα από την Αδριανούπολη πόσο απέχουν;

Απέχουν όχι πολύ, σίγουρα πάνω από 100 χιλιόμετρα, αλλά δεν υπήρχαν δρόμοι.

Άλλες πόλεις που βρίσκονταν κοντά στα Γανόχωρα;

Η Ραιδεστός. Ήτανε η Καλλίπολη. Η Καλλίπολη και η Ραιδεστός. Πιο μικρά ήταν, τα χουκεμάτια που τα λέγανε, δηλαδή περιοχές που είχανε τους ειρηνοδίκας, ας πούμε ήτανε το Μυριόφυτο που ήταν πρωτεύουσα της περιοχής μας και η Περίστασις.

Θα ήθελα να θυμηθείτε το χωριό σας και να προσπαθήσετε να κάνετε μια περιγραφή.

Το χωριό μας ήταν, όπως σας είπα, χριστιανικό χωριό πέρα για πέρα. Η περιοχή η δική μας, των Γανοχώρων, ήτανε περιοχή η οποία εξικνείτο εις το νότιον τμήμα του Ιερού Όρους. Το Ιερόν Όρος ήτανε ένα χαμηλό βουνό που οι Τούρκοι το λέγανε Τεκίρνταγκ και ξεκινούσε από την περιοχή των Μαλγάρων και έφτανε μέχρι τη Ραιδεστό. Σ΄αυτό το βουναλάκι οι νότιες περιοχές ήτανε περιοχές όχι με πέτρα, ήτανε χωματόβουνο και τα χωματόβουνα αυτά ομαλώς κατήρχοντο προς τη θάλασσα της Προποντίδος και σ΄αυτό το ομαλό τμήμα ήτανε η περιοχή των Γανοχώρων, η οποία παρήγε κυρίως σταφύλια. Ήτανε περιοχή που είχε αμπέλια και λιγότερο καρύδια, αμύγδαλα και μετάξι.

Όσον αφορά στις ασχολίες θα μιλήσουμε παρακάτω. Μια και αναφερθήκατε στη θέση της πατρίδας σας, θα ήθελα να πείτε για τα σπίτια. Πώς ήτανε τα σπίτια στο χωριό σας;

Το 1912, τη βραδιά του Αγίου Παντελεήμονος, έγινε ένας σεισμός μεγάλος και ο σεισμός αυτός κατέστρεψε τελείως τα σπίτια του Μυριοφύτου, γιατί επηκολούθησε και πυρκαγιά. Επειδή ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, όσοι σηκώθηκαν νύχτα, γιατί πηγαίναν νύχτα στην εκκλησία, άναβαν καντήλια ή άναβαν λάμπες και με το σεισμό έπεσαν οι λάμπες, άναψαν φωτιά και έγινε σεισμός και πυρκαγιά και κατέστρεψε το Μυριόφυτο σχεδόν τελείως, τα σπίτια του Μυριοφύτου, και σχεδόν τελείως το Καλαμίτσι και τη Χώρα. Τα άλλα χωριά δεν τα πείραξε πολύ π.χ. στη Στέρνα, το μεγάλο χωριό που γεννήθηκε ο μπαμπάς μου, δε γκρέμισε κανένα σπίτι κι ήταν τα σπίτια διώροφα. Όλα τα σπίτια ήταν διώροφα, οι δρόμοι καλντερίμι, με πολλά νερά, πολλές βρύσες.

Τα σπίτια ήταν κατασκευασμένα από ντόπιους τεχνίτες;

Δεν το ξέρω αν ήτανε ντόπιοι οι τεχνίτες αλλά είχανε το ίδιο στιλ, ας πούμε. Διώροφα με γιούκια, όπως τα λέγανε, δηλαδή ντουλάπια, στα οποία μέσα κρύβανε τα ρούχα, και κάμαρες(δωμάτια).Και υπήρχαν πλάι σ΄ αυτά τα σπίτια και τα λεγόμενα μαγαζιά, κρασομάγαζα.
Εκεί είχαν τα βαρέλια, μεγάλα βαρέλια, μπόμπες τα λέγανε, κάδους τα λέγανε, αυτά τα δύο ονόματα. Βαρέλια, κάτι μικρά λέγανε βαρέλια. Στα μεγάλα βάζανε το σταφύλι πατημένο ολόκληρο για να βγει το κρασί. Και είχανε πλάι μέσα στα ίδια μαγαζιά, ας τα πούμε, είχανε και άμβικες, όπου, αφού παίρνανε το κρασί καθαρό, ύστερα το τσίπουρο εκείνο το έβραζαν μέσα σε καζάνι και βγάζανε το ούζο το «τσίπουρο». Βάζανε μέσα και γλυκάνισο. Ανεσόν το λέγανε. Βάζανε τα τσίπουρα και ανεσόν και βγάζανε το ούζο, το τσίπουρο, το ούζο το καζανιασμένο.

Φαίνεται δηλαδή ότι η βασική παραγωγή.....

Ήτανε τα σταφύλια.

Κι αυτά τα κρασομάγαζα σε ποιους ανήκαν;

Ήταν ιδιωτικά. Στο Καλαμίτσι π.χ. ο παππούς μου είχε τέτοιο κρασομάγαζο και φέρνανε και άλλοι πολλοί τα σταφύλια τους, γιατί ήτανε μεγάλα αυτά τα κρασομάγαζα. Αυτοί που αγόραζαν τα σταφύλια από τους παραγωγούς, αυτοί είχανε το κρασομάγαζο το δικό τους, βγάζανε το κρασί, βγάζανε το ούζο. Το κρασί το παίρνανε Γάλλοι και τα χωριά αυτά ευημερούσαν, διότι στη Γαλλία, όπως επληροφορήθην, είχε πέσει μια ασθένεια στο Μπορντό, στα αμπέλια του Μπορντό, και οι Γάλλοι βρήκανε τα σταφύλια και το κρασί των Γανοχώρων παρόμοια με του Μπορντό και το πουλούσαν ως Μπορντό. Αλλά το πληρώνανε καλά, τόσο καλά ώστε τα χωριά την εποχή εκείνη που παίρναν το κρασί οι Γάλλοι ευημερούσαν πολύ, απέκτησαν χρήματα.
Αυτό το κρασί που βγάζαμε εμείς έβγαινε από ένα είδος αμπελιού, που το λέγανε «καρλαχανά», μαύρο, μεγάλη ρόγα μαύρη, η οποία δεν τρωγόταν. Σταφύλια πηγαίνανε και στην Κων/πολη, διότι απ’ την Κων/πολη ήμασταν κοντά.
Τα σταφύλια εκείνα ήταν βρώσιμα και ονομάζονταν «γιαπαλάκια».

Η Κων/πολη σε πόση απόσταση ήταν;

Τέσσερις ώρες με το πλοίο. Δεν υπήρχε καθόλου οδική συγκοινωνία. Περνούσε κάθε μέρα ένα πλοίο, «Κώστας» το λέγανε, ελληνικό, Έλληνες της Κων/πόλεως το είχανε. Περνούσε κάθε μέρα και έκανε τον κύκλο, πήγαινε μέχρι την Καλλίπολη και γυρνούσε πάλι. Έπιανε Σηλύβρια, Ραιδεστό, Μυριόφυτο, Περίσταση, Καλλίπολη και γυρνούσε πάλι, Περίσταση, Μυριόφυτο, Ραιδεστός, Σηλύβρια, Κων/πολη. Τέσσερις ώρες έκανε από το Μυριόφυτο να φτάσει στην Κων/πολη.

Όσον αφορά στις γειτονικές σας περιοχές, τα γειτονικά χωριά, η επικοινωνία πώς γινόταν;

Με τα μουλάρια, με τα ζώα. Η επικοινωνία στα χωριά μας, τα Γανόχωρα, μεταξύ τους, γινόταν με τα ζώα ή με τα πόδια. Το Μυριόφυτο απείχε ένα τέταρτο από το Καλαμίτσι, ένα τέταρτο από τον Πλάτανο. Είχε την αστυνομία, είχε τον κατή τον λεγόμενο τουρκικά, γιατί Τούρκοι ήταν αυτοί. Τα χωριά είχανε ελληνικά ονόματα όλα, δεν είχανε τουρκικά ονόματα. Ήτανε το Καλαμίτσι, η Στέρνα, ο Πλάτανος, η Κερασιά, η Χώρα, ο Γάνος, το Μηλιώ, το Ευδήμιον - Αυδήμι το λέγαμε, ελληνικό όνομα- η Ηρακλείτσα που την έχουμε κι εδώ. Το 1982 πήγα στην Αν. Θράκη. Πέρασα από την Ηρακλείτσα - Ερεκλί τη λένε οι Τούρκοι. Είναι όπως την αφήσαμε το 1922. Μονάχα που γκρέμισαν ορισμένα σπίτια. Τα ίδια τα σπίτια κατοικούν. ΄Ηταν και η Περίστασις, ήταν το Μηλιώ και η Λούπιδα. Αυτά όλα τα χωριά είχανε, βλέπετε, ελληνικά ονόματα και ήτανε ελληνικά χωριά, ήτανε χριστιανικά χωριά να τα πούμε, να μην τα πούμε ελληνικά, διότι εμείς τότε λεγόμασταν Ρωμιοί. Όταν μεγάλωσα λιγάκι, όταν ήρθαν οι ΄Ελληνες έμαθα τη λέξη Ελλάς. Ρωμιός ήξερα. «Τούρκος είσαι για Ρωμιός»; μας λέγανε. Από το Ρωμαίος έμεινε εκείνο το Ρωμιός και το ΄χαμε ως όνομα.

Τουρκικά χωριά ή με πλειοψηφία τουρκική σε τι απόσταση από εσάς βρίσκονταν;

Η Περίστασις είχε Τούρκους πολλούς. ΄Ητανε μισοί μισοί. Μισοί Έλληνες και μισοί Τούρκοι. Σήμερα οι ΄Ελληνες της Περιστάσεως είναι στην Κατερίνη και υπάρχει χωριό Περίστασις εκεί. Κάτω από τη σιδηροδρομική γραμμή είναι η Περίστασις, από πάνω είναι η Κατερίνη.
Υπήρχε χωριό τουρκικό, καθαρώς τουρκικό, Γκιολτζίκ το λέγανε. Πλάι ήτανε το χριστιανικό χωριό Λυμνίσκη, σχεδόν κολλητό με το Γκιολτζίκ. Και από τη Στέρνα από πάνω, πίσω από το Ιερόν Όρος, δηλαδή από την κορυφογραμμή του Ιερού ΄Ορους από πίσω, υπήρχε ένα χωριό που , δε θυμάμαι το τουρκικό όνομά του, αλλά εμείς το λέγαμε Τσαγκαραχώρι και οι Τούρκοι που κατοικούσαν σ΄ αυτό το χωριό κατεβάζανε σ΄ εμάς ξύλα και πουλούσανε.

Δηλαδή υπήρχε επαφή, επικοινωνία.

Μικρή. Τους βλέπαμε μια φορά το μήνα. Δεν είχαμε πολύ πάρε δώσε με τους Τούρκους.

Οι σχέσεις ήταν κυρίως οικονομικού χαρακτήρα;

Οικονομικού χαρακτήρα, όταν ερχότανε για να δουλέψουν σ΄ εμάς - άφησε που δεν ερχότανε πολύ - να πουλήσουν ξύλα. Κυρίως από το Τσαγκαραχώρι ξύλα ερχότανε να πουλήσουν.

Άλλες κουβέντες αλλάζατε εκτός από τη συναλλαγή; Σε τι κλίμα γινόταν αυτό το «αλισβερίσι»;

Δεν είχαμε αντιθέσεις μεταξύ μας αλλά οι Τούρκοι δεν κατεβαίνανε στα χωριά μας και εμείς, όταν πηγαίναν οι δικοί μας, πηγαίνανε για να πουλήσουν σταφύλια ή για να πουλήσουν ξύδι. Φόρτωνε ένας π.χ. απ΄ το χωριό του πατέρα μου, τη Στέρνα, που ήταν το πλησιέστερο προς τα τουρκοχώρια, τα οποία ήτανε στο βόρειο τμήμα του Ιερού Όρους, δηλαδή εμείς ήμασταν στο νότιο τμήμα, από πίσω απ΄ τα υψώματα ήτανε τα τουρκοχώρια, ένα δύο τρία τουρκοχώρια. Πηγαίναν να τους πουλήσουνε το ξύδι και παίρνανε σιτάρι, κυρίως σιτάρι παίρνανε. Αντάλλασσαν, γινόταν ανταλλαγή προϊόντων, αυτό ήταν.

Πώς ήταν το κλίμα στην περιοχή σας;

Στην περιοχή των ακτών του Βορείου Αιγαίου καλλιεργείται η ελαία. Η Ηρακλείτσα στην περιοχή μας εκεί, η παλιά Ηρακλείτσα, κυρίως παρήγε λάδι, γιατί είχε ελιά μονάχα. Η ελιά παραπάνω δε ζει, πιο βόρεια, γιατί εμείς είμαστε απάνω στο όριο που λέγεται «βόρειον όριον ελαίας».Το κλίμα το δικό μας με το κλίμα της Καβάλας ήταν ίδιο.

Οι χειμώνες σχετικά ήπιοι;

Ήπιοι. Μέσα στο Μυριόφυτο δε χιόνιζε ποτέ, όπως δε χιονίζει και στην Καβάλα. Τα χωριά βέβαια απάνω είχανε χιόνι, πιάνανε χιόνι. ΄Ητανε το κρύο τέτοιο, μηδέν βαθμούς, ένας βαθμός κάτω απ’ το μηδέν, ένας βαθμός πάνω απ’ το μηδέν. ΄Οταν έβρεχε, η βροχή ήτανε χιόνι και χιόνιζε αρκετά. Αλλά ήταν ήπιος ο καιρός.

Τα καλοκαίρια;

Τα καλοκαίρια δεν είχαμε πολύ ζέστη.

Ας αλλάξουμε θέμα τώρα κ. Λεόντιε. Να μιλήσουμε για τον πληθυσμό, να μιλήσουμε για τη γλώσσα και τα σχολεία.

Η γλώσσα, η ίδια που μιλάμε εδώ, η ίδια γλώσσα κυρίως επειδή τα μέρη τα δικά μας είχανε μεγάλη ναυτιλία, ιστιοφόρο ναυτιλία. Η εποχή η δικιά μου που γεννήθηκα ήταν η εποχή που περνούσαν απ΄ τα ιστιοφόρα στα βαπόρια, στην ατμοκίνητο ναυτιλία, ενώ πρώτα ήταν η ιστιοφόρος ναυτιλία. Την εποχή που έζησα ήταν μέσα στην Προποντίδα κυρίως η ιστιοφόρος ναυτιλία και όσο να φύγουμε από τα μέρη μας, δεν ήταν η ατμοκίνητος ναυτιλία. Γι΄αυτό μοιάζει η γλώσσα μας πολύ με τη γλώσσα που μιλάν όλα τα νησιά του Αιγαίου. Πολλή επικοινωνία είχαμε με τα νησιά Ίμβρο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Θάσο.Ναυτική ορολογία, χορούς, τραγούδια, τα ίδια τραγούδια. Ακούω τα τραγούδια που τα λένε τώρα, τραγούδια τη Κω, της Σαντορίνης, της Μήλου και τα λοιπά, τα ίδια τραγούδια τραγουδούσαμε κι εμείς.

Εννοείτε τα ίδια θέματα, τους ίδιους ρυθμούς;

Και το τραγούδι το ίδιο. Τα τραγούδια τα δικά μας είναι τα ίδια τραγούδια και οι χοροί, ο συρτός, ο καλαματιανός και τα λοιπά τα ίδια με τα τραγούδια που τραγουδούν στο Αιγαίο. Διότι φαίνεται ότι η επικοινωνία με τα ιστιοφόρα πλοία ήτανε πυκνή και συχνή, διότι θυμάμαι μία αδελφή της γιαγιάς μου παντρεύτηκε Μυτιληνιό. Ερχόταν οι Μυτιληνιοί εκεί να πουλήσουν λάδι, την άρεσε και την παντρεύτηκε και φύγαν. Με τη Σαμοθράκη πολύ συχνά είχαμε πάρε δώσε. Άκουα τη μάνα μου Σαμαθράκη-Σαμαθράκη.

Και με την Ίμβρο και την Τένεδο;

Και με την Ίμβρο βέβαια. Την Τένεδο δεν την άκουσα αλλά την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη- τη Σαμαθράκη- και τούτα δω τα μέρη, την Καβάλα. Εγώ το σπίτι που αγόρασα και καθόμουν, στον Αϊ-Γιάννη, όταν γκρέμισα το πίσω μέρος για να το ξανακτίσω και να κάνω λουτρό, καμπινέ και κουζίνα, εβρήκα τούβλα και κεραμίδια της περιοχής μας. Γιατί η περιοχή Μυριοφύτου, το Καλαμίτσι, το Μυριόφυτο μέχρι την Ηρακλείτσα ήτανε η παραλία γεμάτη κεραμιδαριά και βγάνανε περίφημα σταμνιά. Άσε το Μυριόφυτο φημιζότανε για τα σταμνιά, γι΄ αυτό λέγανε αν θέλεις να πάρεις γιαούρτι, να πάρεις Σηλυβριανό, αν θέλεις καρπούζι, Ραιδεστιανό, αν θέλεις χαλβά, Μαλγαρινό, αν θέλεις σταμνί, Μυριοφυτνό και κορίτσι του Γάνου. Έτσι λέγανε στην πατρίδα μου. Αυτά είναι περίφημα πράγματα.

Πείτε μου μερικά πράγματα για την εκπαίδευση, για τα σχολεία που υπήρχαν.

Πρώτα πρώτα να σας πω ότι η χριστιανοσύνη ήτανε πολύ ανεπτυγμένη στα μέρη μας. Να φανταστείτε είχε τρεις κύριες εκκλησιές η Στέρνα, το Καλαμίτσι είχε δύο εκκλησίες τον Αί-Γιάννη και τον Α΄-Γιώργη και η Ηρακλείτσα είχε δύο εκκλησίες, στη μια μάλιστα ήτανε κι η Παναγία που έχουνε τώρα εδώ και κάνουνε τα πανηγύρια. Επήγα και βρήκα την εκκλησία αυτήν. Είχανε μέσα δεμένα δυο τρία κατσίκια και βέβαια μόνο τα ντουβάρια υπήρχανε. Τίποτα δεν υπήρχε, όταν πήγα μπροστά από δυο χρόνια. Είχα εβδομήντα χρόνια ακριβώς να πάω στα μέρη μας από τότε πο΄φυγα.

Ποια χρονολογία φύγατε;

Το ΄22. Βάλε κι εβδομήντα χρόνια.

Πάμε στο ΄92.

Στο ΄92 πήγα. Εβδομήντα χρόνια ακριβώς. Αλλά τα μέρη μας τα θυμάμαι. Ακόμα και τα σπίτια, ένα ένα.

Για τους δασκάλους πείτε μου, για τα μαθήματα.

Είχαμε σχολεία πολύ καλά. Να φανταστείτε ότι ο πατέρας μου και του Λαλένη ο μπαμπάς που ήταν συμμαθητές, ο μεν πατέρας μου εδώ που έδωσε εξετάσεις εθεωρήθη ότι έβγαλε Γυμνάσιο, ενώ έβγαλε την Αστική Σχολή Στέρνας και ο μπαμπάς του Λαλένη έγινε δάσκαλος με την Αστική Σχολή Στέρνας η οποία ήτανε δυο τρεις τάξεις, πες του Γυμνασίου. Αλλά τέτοια γράμματα μαθαίναμε ώστε εθεωρήθησαν απόφοιτοι Γυμνασίου και οι δυο.

Για τα μαθήματα;

Εγώ πήγα στο σχολείο εκεί, και ήρθα εδώ, αφού ενεγράφην στην τετάρτη τάξη δημοτικού εκεί. Αρχίζαμε να πηγαίνουμε στο σχολείο από πέντε χρονώ αλλά πηγαίναμε αλφαβητάριο πρώτα πρώτα. Δεν πηγαίναμε κατ΄ευθείαν πρώτη δημοτικού. Πηγαίναμε αλφαβητάριο. Είχαμε κάτι αλφαβητάρια που είχαν το άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα, τα εικοσιτέσσερα γράμματα, κατόπι χωριστά τα φωνήεντα, χωριστά τα σύμφωνα, έτσι τα μαθαίναμε. Πρώτα τα μαθαίναμε καλά, μαθαίναμε ύστερα τους διφθόγγους και μετά μπαίναμε « Μητέρα αγαπώ πολύ το γάλα. Πατεράκι δος μου ένα ψαλιδάκι» και τα λοιπά.
Θυμάμαι ακόμη τις φράσεις που είχε το αλφαβητάριο.
Α, προηγουμένως προτού να φθάσουμε στο « Μητέρα αγαπώ πολύ το γάλα» μαθαίναμε β,α βα β,ε βε β,ι βι β,ο βο, όλες τις συλλαβές με ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν. Αυτή η τάξη λεγότανε αλφαβητάριο. Μετά πηγαίναμε πρώτη καταρκτική, όπου μαθαίναμε περισσότερο να διαβάζουμε και πατριδογνωσία αλλά κυρίως μας ταράζανε με τα θρησκευτικά. Εκεί μάθαινες το Πάτερ Ημών, το Πιστεύω στην πρώτη καταρκτική, Βασιλεύ ουράνιε παράκλητε...(μέχρι τέλους).

Το θυμάστε από τότε;

Το θυμάμαι από τότε.

Χαράχτηκε στη μνήμη σας.

Α, έχω τεράστια μνήμη. Το «Πιστεύω» από τότε το ξέρω. Το «Πάτερ Ημών» από τότε το ξέρω. «Τους τρεις μεγίστους Φωστήρας...» και τα λοιπά. Από τότε τα ξέρω, γιατί μας μάθαιναν πολλά. Και μαθαίναμε ακόμη, από εκείνη την τάξη να πηγαίνουμε στην εκκλησία και να λέμε τον «Απόστολο». Μας έβαζαν ολίγες σειρές και τις μαθαίναμε απ’ έξω. Ακόμα θυμάμαι που είπα τον «Απόστολο» το Πάσχα
«Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην...υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ημέρας». Ξέρω τον «Απόστολο». Τον ξέρω απ’ έξω.

Άλλα μαθήματα που κάνατε στις μεγαλύτερες τάξεις;

Να σας πω τι κάναμε. Ήρθαν οι Έλληνες πλέον. Το 1920, ’20-’21 21-’22 ήταν Έλληνες εκεί και ’19-’20 οι Έλληνες. Αυτά τα χρόνια λοιπόν πλέον δεν παίρνανε τα βιβλία από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, μας ερχόταν απ’ την Αθήνα και βέβαια κάναμε Ιστορία.
Σύμφωνα με το πρόγραμμα των σχολείων του ελληνικού κράτους;
Σύμφωνα με το πρόγραμμα των σχολείων του ελληνικού κράτους. Τα μαθήματα που κάναμε επί Τουρκοκρατίας δεν είχαν «Ιστορία ελληνική».

Όσον αφορά στους δασκάλους;

Υπήρχε εις την Φιλιππούπολη διδασκαλείο, τα «Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια» στα οποία βγάζανε χίλιους δασκάλους το χρόνο περίπου. Δε ξέρω πόσους δασκάλους βγάζανε αλλά θυμάμαι ότι και ο κ. Πιστοφίδης, ο λυκειάρχης, μου ’πε ότι στο χωριό τους είχανε δάσκαλο από τη Φιλιππούπολη. «Εσείς οι Θρακιώτες μας μάθατε γράμματα στον Πόντο». Είχαμε δασκάλους καλούς.

Από πού πληρώνονταν οι δάσκαλοι αυτοί;

Από την κοινότητα, δηλαδή κάθε χωριό είχε τους δημογέροντες. Η δημογεροντία του χωριού είχε και τον Πρόεδρο των δημογερόντων και αυτή από επιτοπίους πόρους μάζευε λεφτά και πλήρωνε τους δασκάλους.

Υπήρχε σχολική επιτροπή;

Όχι. Οι δημογέροντες οι ίδιοι. Η ίδια η κοινοτική διοίκηση είχε την εκκλησία και το σχολείο. Αυτοί κτίζανε σχολείο, αν δεν υπήρχε, αυτοί κτίζαν εκκλησίες, κτίζαν παρεκκλήσια και τα λοιπά. Ήτανε όμως τα χρήματα πάντοτε υπό την καθοδήγηση του δεσπότη. Το Μυριόφυτο είχε και δεσπότη, υπήρχε μητροπολίτης. Υπό την καθοδήγηση του μητροπολίτου γινόταν αυτά και όχι μόνον αυτά, π.χ. μία υιοθεσία γινότανε από τη μητρόπολη.

Ας περάσουμε στους δασκάλους. Υπήρξαν περιπτώσεις που στάλθηκαν δάσκαλοι από το ελληνικό κράτος;

Ναι, υπήρχαν. Ο Κοκολιός που ήταν εδώ δάσκαλος. Τον έχεις ακουστά;

Ναι.

Ήτανε κι εδώ δάσκαλος ο Κοκολιός, στο τρίτο δημοτικό σχολείο. Τότε που πήγαινα εγώ στο σχολείο είχε τρία δημοτικά η Καβάλα.

Θέλω να πείτε για τότε που ήταν στο χωριό σας.

Είχε κάνει κι εκεί. Παντρεύτηκε στο Μυριόφυτο κι ήρθε εδώ. Επίσης, ένας δάσκαλος που ήτανε στο Καλαμίτσι και τον λέγανε Πετάγο ήρθε απ’ τη Κόρινθο.
Φαίνεται ότι το Πατριαρχείο έφερνε και δασκάλους απ’ την Ελλάδα.

Αλλά αυτοί, όπως καταλαβαίνω, ήταν οι λιγότεροι.

Πολύ λιγότεροι. Οι πολλοί δάσκαλοι ήτανε απ’ τα Ζαρίφεια Εκπαιδευτήρια της Φιλιππουπόλεως. Αλλά είχε κι η Κωνσταντινούπολις διδασκαλείο, έβγαζε κι η Κων/πολη δασκάλους. Εμείς ήμασταν κοντά στην Κων/πολη. Είχαμε καθημερινή επαφή. Δεν είχαμε επαφή με το εσωτερικό της Θράκης π,χ. με την Αδριανούπολη. Θυμάμαι μονάχα ένα δικαστήριο που είχε ο παππούς μου και το κέρδισε στο Εφετείο της Αδριανουπόλεως. Επαφή μεγάλη δεν είχαμε με την Αδριανούπολη αλλά καθημερινή επαφή είχαμε με την Κωνσταντινούπολη. Απ΄ το εσωτερικό της Αν. Θράκης ερχόταν στα Γανόχωρα καραβάνια με καμήλες φορτωμένες αλεύρι απ΄ τους μύλους του Εξηντάρη που ήταν στην Κεσάνη, νομίζω.

Αυτήν την επαφή που δεν ήταν τόσο συχνή πού την αποδίδετε; Στο γεγονός ότι δεν υπήρχε οδικό δίκτυο;

Ναι, βέβαια, δεν υπήρχε οδικό δίκτυο. Θυμάμαι που μ΄ έλεγε ο μπαμπάς μου πήγαμε μια φορά στην Αδριανούπολη και, ενώ κοιτάζαμε τους μιναρέδες και λέγαμε φτάσαμε, κάναμε τέσσερις ώρες να φτάσουμε. Με το γαϊδουράκι και με το άλογο για να φτάσουμε κοίταζαμ’ τους μιναρέδες από μακριά και λέγαμε να η Αδριανούπολη. Οι μιναρέδες της Αδριανούπολης φαίνονται κι απ΄ την Ορεστιάδα. Φαίνονται από μακριά αλλά με τα πόδια πηγαίναμε. Δεν είχε συγκοινωνία. Εμείς ήμασταν στην παραλία της Προποντίδος, η Αδριανούπολις ήταν επάνω στη συμβολή του Άρδα και του Μαρίτσα, δηλαδή του Έβρου.

Είπατε, πιο μπροστά, ότι βασική παραγωγή του τόπου ήτανε τα σταφύλια.

Τα σταφύλια. Είχαμε και κεράσια πολλά, είχαμε καρύδια πολλά, είχαμε μύγδαλα αρκετά, δηλαδή παραγωγή και πουλούσαμε, δεν τα τρώγαμε μονάχα οι ίδιοι, βγάζαμε πολλά.

Δηλαδή υπερκάλυπταν αυτά τις ανάγκες.

Ναι. Και αλιεία. Πολλή αλιεία και μεταξοσκώληκες.

Κτηνοτροφία;

Δεν είχαμε κτηνοτροφία. Να σας πω ότι εγώ βόδι εδώ είδα. Στην πατρίδα βόδια δεν είχαμε, Δεν υπήρχανε βόδια και αγελάδες και τέτοια πράγματα εκεί. Η κτηνοτροφία μας ήταν πολύ μικρή. Είχαμε κατσίκια και πρόβατα αλλά λίγα πράματα.

Όσον αφορά στην αλιεία, ξέρετε κάποια πράγματα να αναφέρετε, όσον αφορά στις μεθόδους;

Οι μέθοδοι ήταν πρωτόγονοι βέβαια για την αλιεία που γινότανε στην Προποντίδα. Αλλά ήτανε πολύ το ψάρι και θυμάμαι π.χ. όταν ήταν η εποχή του κολιού η παραλία του Μυριοφύτου, γιατί εμείς καθόμασταν στο Μυριόφυτο, δεν καθόμασταν στο Καλαμίτσι-στο Καλαμίτσι πηγαίναμε το καλοκαίρι για το μαγαζί που το γεμίζαμε σταφύλια κλπ-θυμάμαι την παραλία του να είναι γεμάτη κολιούς, στίβες κολιούς, γεμάτη παλαμίδες. Πήγαινε ένας κι έπαιρνε παλαμίδες για να φάει Μυριοφτινός και δεν τον λέγανε δώσε παράδες. Τζάμπα τις έπαιρνε. Πάρα πολλή παλαμίδα και κολιός και σκουμπρί. Και τα πάστωναν εκεί. Γινότανε πάστωμα και της παλαμίδας και του κολιού και του σκουμπριού.

Αυτή η παραγωγή εξαγόταν;

Βέβαια.

Πού κυρίως;

Εμείς τα στέλναμε στην Πόλη. Η Πόλη τα’στελνε ύστερα. Και τώρα η Καλλίπολις το ίδιο κάνει. Έχει την ίδια παραγωγή. Εμείς πήραμε από την Καλλίπολη τώρα, το ’92, λακέρδα. Κι εμείς όμως βγάζαμε λακέρδα εκεί, στο Μυριόφυτο. Είχαμε επίσης παραγωγή σε κεραμίδια και τούβλα. Στην παραλία μεταξύ Χώρας και Ηρακλείτσης είχε ένα σωρό κεραμιδαριά τα οποία βγάζανε τούβλο, τρυπητό τούβλο και κεραμίδια, τα οποία, σας είπα, ήρθανε μέχρις εδώ. Ένας μάλιστα πρώτος εξάδελφος της μάνας μου, Βογιατζής ονόματι, γιόμισε ένα καράβι με τούβλα και κεραμίδια, ήρθε στη Θάσο, στον Πρίνο, τα πούλησε, παντρεύτηκε στον Πρίνο κι έμεινε και δε γύρισε. Ούτε να φέρει στο μπαμπά του τα λεφτά, ούτε τίποτα. Εδώ τον βρήκαμε κι ο γιος του, Ζαφείρης Βογιατζής, έγινε και πρόεδρος στον Πρίνο.

Σχετικά με τα προϊόντα και επειδή προηγουμένως μου είπατε κάτι για γεωτρήσεις , θέλω να σας ρωτήσω αν υπήρχαν μεταλλεία στα μέρη σας.

Όχι μεταλλεία δεν υπήρχαν αλλά οι Γάλλοι κάνανε έρευνες για μεταλλεία, για μέταλλα.

Την περίοδο που εσείς ήσαστε εκεί;
 
Πιο μπροστά. Εγώ θυμάμαι που λέγανε ότι οι Γάλλοι κάμανε έρευνες και ιδίως στη Στέρνα ήρθανε Γάλλοι και κάμανε έρευνες για μέταλλα. Επίσης οι Γάλλοι κάμανε έρευνες για πετρέλαιο στο Γάνο, στην περιοχή του Γάνου. Αλλά μεταλλεία δεν υπήρχαν. Ήτανε σεισμογενής η περιοχή μας και γι΄ αυτό κι έγινε ο μεγάλος σεισμός του ’12 , ο οποίος τόσο πολύ εκεί είχε κάνει εντύπωση που λέγανε «πριν το σεισμό» και «μετά το σεισμό». ΄Ητανε μία χρονολογία σταθμός, που άρχιζαν να μετράν απ΄ αυτήν.

Θέλω να περάσω σε μια άλλη ερώτηση αλλά πρώτα πείτε μου το Μυριόφυτο πόσο κόσμο είχε και πόσο το Καλαμίτσι;

Το Μυριόφυτο είχε επτά χιλιάδες κατοίκους περίπου. Το Καλαμίτσι ήτανε χωριό όχι πολύ μεγάλο, είχε διακόσιες πενήντα οικογένειες.

Μιλάμε για χίλιους κατοίκους περίπου.

Ναι, χίλιοι κάτοικοι. Αλλά υπήρχε και κάτω Καλαμίτσι, το οποίο, βέβαια, έγινε μετά το σεισμό. Ορισμένοι κάτοικοι που δεν είχαν σπίτια κατεβήκανε στην παραλία κι έκτισαν το λεγόμενο Κάτω Καλαμίτσι και σήμερα υπάρχει και το ΄Ανω και το Κάτω.

Στο Άνω Καλαμίτσι, όπου είχαν γίνει οι καταστροφές, στη συνέχεια κτίστηκαν σπίτια;

Ήτανε το ’12. Το ’12 ήτανε πόλεμος, ο Βαλκανικός πόλεμος, και το ’13 ήρθαν οι Βούλγαροι. Εγώ έχω εμβόλιο, βατσίνες, που μου τις έκανε βούλγαρος γιατρός. Αμέσως μετά φύγανε οι Βούλγαροι και άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τους άνδρες, σας είπα, τους πήρανε και τους εξοντώσανε. Χίλιοι άνδρες φύγανε απ΄ τα χωριά μας στα εργατικά τάγματα ‘ αμελέ ταμπουρού ’ και είναι ζήτημα αν γυρίσανε καμιά ογδονταριά απ’ τους χίλιους. Οι άλλοι εξοντωθήκανε απ’ την πείνα κι απ’ το ξύλο.
Αυτήν την περίοδο που λέτε, δηλαδή αυτά τα δύσκολα χρόνια, έχουμε μετακινήσεις πληθυσμού;
Ναι, άρχισαν να μετακινούν πληθυσμούς. Όταν άρχισε ο πόλεμος στην Καλλίπολη τότε άρχισαν να μετακινούν χριστιανούς απ’ τα ελληνικά χωριά και να τους πηγαίνουν στην Αρτάκη και στα Μουδανιά, να τους περνάν δηλαδή στην ασιατική ακτή. Αλλά δεν πρόλαβαν να μετακινήσουν πολύ κόσμο, διότι ένα υποβρύχιο αγγλικό, όταν στεκότανε το καράβι έξω από την Ηρακλείτσα για να πάρει τους Ηρακλειτσιώτες να τους μεταφέρει απέναντι, το βούλιαξαν, το τορπίλισαν μ’ ένα υποβρύχιο οι Εγγλέζοι και σταμάτησαν αμέσως τις μετακινήσεις των πληθυσμών. Δεν είχαμε μεγάλες μετακινήσεις, εθελούσιες μετακινήσεις, όχι, δεν υπήρχαν στα μέρη μας. Στα μέρη μας οι Τούρκοι ερχότανε ή ως κλέφτες τη νύχτα και βασάνιζαν ορισμένους, στρατιώτες ήσαν κι αυτοί, ορισμένους που ήξεραν ότι έχουν λίρες ή οργανωμένοι για να βγάλουν τα χωριά έξω να βρούνε τίποτα φυγόστρατους, διότι φεύγανε από τα εργατικά τάγματα ορισμένοι, ‘ κατσάκηδες ’ τους λέγανε, κι ερχότανε εκεί, ή για να κυνηγήσουν αντάρτες. Διότι στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο απάνω στο βουνό το δικό μας το οποίο ήτανε χαμηλό αλλά ήτανε δασωμένο είχαμε αντάρτες, αντάρτες οργανωμένους οι οποίοι πολεμούσανε τους Τούρκους και σκότωσαν αρκετούς προδότες Έλληνας που πρόδιδαν στους Τούρκους. Είχαμε κι έναν, Σαμουήλ τον λέγανε, έναν Εβραίο γιατρό, ο οποίος μέσα στη Στέρνα επρόδιδε τους Έλληνας στους Τούρκους και τους πιάνανε οι Τούρκοι και τους δέρνανε, τους βάζαν φυλακή, τους σκοτώνανε. Αυτόν τον σκότωσαν οι αντάρτες. Είχαμε αντάρτες πάνω στο βουνό.

Αναφερθήκατε σε Εβραίο γιατρό. Υπήρχαν κι άλλοι Εβραίοι;

Στο Μυριόφυτο υπήρχαν.

Με τι ασχολούνταν αυτοί κυρίως;

Με το εμπόριο. Ήταν λίγοι. Τόσο λίγοι ώστε, εάν δε ξέρανε ελληνικά, δεν μπορούσαν να ζήσουν.

Όσον αφορά στις άλλες εθνότητες, Αρμένιους λόγου χάρη, είχατε καθόλου;

Όχι.

Ας περάσουμε, κ. Λεόντιε, τώρα σ’ ένα άλλο θέμα, στην παράδοση. Θυμηθείτε κάποιες γιορτές που κάνατε στα μέρη σας, τι γιορτάζατε περισσότερο, τραγούδια, χορούς, ό,τι σας έρχεται στο νου από αυτά.

Να λάβετε υπόψη σας ότι την εποχή που έζησα γω σ’ εκείνα τα μέρη ήτανε εποχή σκληρή, εποχή κυρίως κλάματος, όλο έκλαιγαν οι γυναίκες.
Μόνες τους οι γυναίκες, τους άνδρες τους πήραν οι Τούρκοι και δε γυρίσανε, διότι εξοντώθηκαν οι περισσότεροι. Γάμο δεν έχω δει τα χρόνια εκείνα, δηλ. απ’ το 1915 που καταλάβαινα τον κόσμο, διότι πιο μπροστά δε μπορούσα να θυμάμαι, ήμουνα μικρό παιδί δύο τρίο χρονώ, δε θυμάμαι. Αλλά απ’ το ’15 θυμάμαι καλά τα πράγματα. Μέχρι τότε που φύγαμε ένας γάμος έγινε, τότε που ήρθαν οι Έλληνες. Ένας γάμος μονάχα.
 
Από βαπτίσεις κι άλλες εκδηλώσεις;

Ούτε βαπτίσια ούτε τίποτα, μόνο θάνατοι. Θανάτους θυμάμαι πολλούς αλλά γάμους, βαπτίσια, γλέντια.....Α, απ’ το ’19 και μετά γλέντια θυμάμαι, τραγούδια θυμάμαι που τραγουδούσανε;
Θα φύγω, κόρη μου, στα ξένα
Θα μακρυνθώ δια παντός
Θα ζω πάντα δυστυχισμένα
γιατί θα είμαι μοναχός.

Θυμάστε ήθη, έθιμα της περιοχής εκείνης που είτε τα βρήκατε κι εδώ, είτε υπήρχαν εκεί μόνο;

Το Πάσχα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Α, σ’ όλα τα χωριά, σε ορισμένες ημέρες το χρόνο, γινόταν τα πανηγύρια.

Εσείς είχατε στο χωριό σας κάποιο πανηγύρι;

Βέβαια, της Παχνιώτισσας λέγαμε, τα εισόδια της Θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου. Δε ξέρω γιατί το λέγανε της Παχνιώτισσας.

Εννοείτε της Παναγιάς της Παχνιώτισσας;

Ναι, της Παναγιάς της Παχνιώτισσας. Ήτανε ένα παρεκκλήσι μακριά, απ’ το χωριό απ’ έξω. Αυτό το παρεκκλήσι λεγόταν η Παχνιώτισσα.

Κάνατε πανηγύρι εκείνη την ημέρα;

Πανηγύρι γινότανε, αλλά μέσα στο χωριό. Στην Ηρακλείτσα γινότανε το πανηγύρι τότε που γίνεται και εδώ.
Μετά το δεκαπενταύγουστο, στα εννιάμερα της Παναγίας ( η σύζυγος ).
Αυτό το πανηγύρι γινότανε κι εκεί στην Ηρακλείτσα. Χορός, τραγούδια.

Μουσικές εκδηλώσεις με λαϊκά όργανα;

Λαϊκά όργανα.

Τι θυμάστε σχετικά με τα λαϊκά όργανα;

Ακούστε, υπήρχε ένα βιολί, ένα λαούτο, ένα τύμπανο κι ένα κλαρίνο. Αυτά ήταν το ‘ τακίμι ’ που λέγαμε. Ερχότανε και παίζανε, μπαίνανε στη μέση αυτοί και ο χορός γύρω γύρω απ’ τα όργανα και τα όργανα στη μέση.
Στη Στέρνα γινότανε δυο τρία πανηγύρια. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα γινότανε και παλαίστρα. Οι πεχλιβάνηδες αλειμμένοι με λάδι πάλευαν εκεί σ’ ένα μέρος. Γινότανε χορός, τραγούδι και παλαίστρα. Ήτανε επίσης του Αγίου Γεωργίου στη Στέρνα αλλά και των Μεγίστων Ταξιαρχών πάλι άλλο πανηγύρι και του Αγίου Δημητρίου. Γινόταν πολλά πανηγύρια. Στο Μυριόφυτο γινόταν του Αγίου Νικολάου.

Θυμάστε γιατροσόφια απ’ τα μέρη σας;

Υπήρχαν ορισμένες γυναίκες οι οποίες ήξεραν τέτοια γιατροσόφια κι όταν αρρώσταινε κανείς, επειδή δεν υπήρχαν και πολλοί γιατροί, ένας γιατρός υπήρχε στο Μυριόφυτο, ο Τσουμπάκης, κι ένας στην Περίσταση αλλά στα άλλα χωριά δεν υπήρχαν γιατροί. Κυρίως οι γυναίκες ήταν εκείνες που κάμαν τα γιατροσόφια. Θυμάμαι μια γυναίκα η οποία έπαιρνε τα ποντικάκια τα μικρά που γεννιότανε, τα έβαζε μέσα σε λάδι και έκαμε το ποντικέλαιο. Επίσης φύτευαν μήκωνα-παπαρούνες- αυτές τις μεγάλες παπαρούνες, αυτές που βγαίνουν τα ναρκωτικά, τις κόβανε, τις κρεμούσανε και ξεραίνονταν κι ύστερα όταν αρρωστούσε κανένας ή τον πονούσε η κοιλιά του και τα λοιπά έβαζαν στο μπρίκι απ’ αυτό, το έβραζαν και του έδιναν κι έπινε, για να περάσει ο πόνος της κοιλιάς, ο πόνος του κεφαλιού. Στο κεφάλι σου, άμα πονούσε, έβαζαν κρεμμύδια. Εγώ θυμάμαι κρεμμύδια γύρω-γύρω μια φορά με δέσαν, όταν πονούσε το κεφάλι. Α, επίσης εδώ στον αμφαλό, δεν ξέρω, όταν πονούσε, γυρνούσαν τον αφαλό, βάνανε μια σκούπα, το πίσω μέρος και γυρνούσαν τον αφαλό κάτι γυναίκες.

Ας περάσουμε και στα φαγητά τώρα. Οι μαγειρικές συνήθειες που υπήρχαν εκεί...

Σαν αυτές που έχουμε εδώ.
 
Μήπως κάτι ιδιαίτερο υπήρχε εκεί που εδώ δεν το βρήκατε;

Εκεί πέρα στον πόλεμο δεν είχαμε να φάμε. Εγώ θυμάμαι από τότε που εκατάλαβα τον κόσμο μέχρι το 1920 όλο πεινούσα, δεν εχόρτασα. Όλο πεινούσα κι έλεγα τη μάνα μου: δος μου ένα κομμάτι ψωμί, και δεν είχε ψωμί. Μ’ έβαζε λίγο γάλα απ΄ τις κατσίκες που είχαμε, δυο τρεις κατσίκες.

Μες στην οικογένεια εκτός από εσάς τα παιδιά και τους γονείς, υπήρχε παππούς, γιαγιά;

Υπήρχε γιαγιά η οποία πέθανε εδώ. Είχα παππού ο οποίος πέθανε εδώ, στην Καβάλα.

Τα κορίτσια στην πατρίδα πήγαιναν στο σχολείο; Ασχολούνταν μόνον με το σπίτι ή είχαν μια σχετική ελευθερία, συμμετείχαν σε δραστηριότητες;

Είχαν ελευθερία, όχι σχετική, πλήρη ελευθερία.

Στο σχολείο πήγαιναν;

Πώς. Και η μάνα μου ήξερε γράμματα και η γιαγιά μου ήξερε γράμματα.

Ποια ήταν η θέση της γιαγιάς μέσα στην οικογένεια, όσον αφορά δηλαδή την εξουσία.

Διηύθυνε τα πάντα. Τη γιαγιά μου τη θυμάμαι μια χαρά, Αθηνά τη λέγανε. Ήταν ελεύθερες οι γυναίκες.
Αλλά ακούστε να δείτε κάτι για τα φαγητά. Κυρίως μαγείρευαν την εποχή του πολέμου, φακές, κουκιά, ρεβύθια, φασόλια και κανένα κοτόπουλο και δε τα ’κόβαν τακτικά τα κοτόπουλα, γιατί πρώτα πρώτα δεν τα αφήνανε κι οι Τούρκοι, μας τα μαζεύανε.

Αυτά τα αγαθά τα λιγοστά έστω, ήταν απ’ το χωριό σας, απ’ τα μέρη σας;

Εντόπια. Δεν ήταν απ’ έξω. Κι επίσης τις μεγάλες γιορτές κανένα αρνί ή κανένα κατσίκι. Τα Χριστούγεννα όλοι κόβαμε χοιρινά. Ένα φαγητό παράξενο ήταν οι ματιές, η «ματιά» που λέγαμε.

Πώς ήταν αυτό;

Τα έντερα του γουρουνιού τα γεμίζανε. Δεν ξέρω γιατί, εγώ δεν έφαγα απ΄αυτό το φαγητό αλλά άκουγα που το λέγανε εκεί πάρα πολύ. Τα γεμίζανε και τα βράζανε, το κάνανε φαγητό.
Τα γεμίζαν, φαίνεται με κιμά, με ρύζι. ( η σύζυγος ).
Με ρύζι, με πληγούρι, δε ξέρω. Οι «ματιές» λέγανε. Α, έσπασ’ «η ματιά μας». «Πήγατε στην εκκλησιά», φώναζε ένας και «μ’ έσπασες τη ματιά».Γιατί, βέβαια, άμα βράζει το φαγητό μπορεί ν΄ ανοίξει.

Κι ας έρθουμε τώρα στην περίοδο που παίρνετε το δρόμο κι ερχόσαστε εδώ. Κάτω από ποιες συνθήκες σηκωθήκατε να φύγετε;

Η Θράκη ολόκληρη έφυγε ήσυχα. Δεν είχαμε να μας κυνηγάνε οι Τούρκοι και να θέλουμε να φύγουμε εσπευσμένα από εκεί. ΄Ολη η Θράκη έφυγε ήσυχα ήσυχα με τη διαφορά ότι το εσωτερικό της Θράκης, Σκεπαστό, Σαράντα Εκκλησιές, Σαμάκοβο, Βιζύη και τα λοιπά έφυγαν οδικώς και περάσανε τον Έβρο, όπως κι από την Κεσάνη, τα Μάλγαρα και τα λοιπά οδικώς ήρθαν στον Έβρο, περάσανε τον Έβρο, γι΄ αυτό και πολλοί Θρακιώτες έχουν εγκατασταθεί στον Έβρο, απάνω δε η Ορεστιάδα έχει μεγάλα χωριά που όπως περάσανε από εδώ ήταν από εκεί. Ήταν στα ανατολικό μέρος κι ήρθαν στο δυτικό και κτίσαν καινούρια χωριά, τη Νέα Βύσσα κι ένα σωρό άλλα.
Δε μας κυνηγούσαν. Εμείς φύγαμε με πλοία.

Θυμάστε πότε ακριβώς;

Τον Οκτώβριο του 1922.

Θυμάστε και ημερομηνία;

Ίσως 22 Οκτωβρίου. 20 με 22 Οκτωβρίου φύγαμε. Το κακό είναι ότι δεν μπορέσαμε να πάρουμε την παραγωγή μας.

Λίγα πράγματα πήρατε;

Την παραγωγή δεν μπορούσαμε να την κατεβάσουμε. Απ’ τη Στέρνα, το Καλαμίτσι απ’ τον Πλάτανο για να κατεβάσεις το κρασί και τα λοιπά κάτω, έπρεπε να τα κατεβάσεις με γαϊδουράκια και με άλογα. Αυτοί που’ χαν τα γαϊδούρια και τα άλογα και φύγαν οδικώς, φύγανε. Με τι να την κατεβάσεις την παραγωγή να την πάρεις μαζί σου; Αφήσαμε όλη την παραγωγή μας, εμείς δε που ο μπαμπάς μου αγόρασε το μισό χωριό το Καλαμίτσι τα σταφύλια και τα’καμε κρασιά και γιόμισε τους κάδους(κάδους που δεν έφτανες επάνω, τόσο ψηλοί ήτανε) τ΄ αφήσαμε έτσι γεμάτα και δώσαμε τα κλειδιά σ’ έναν Τούρκο, Ιμπραήμ εφέντη τον λέγανε, ξανθός, κατάξανθος ήταν. Του λέει «κράτα τα κλειδιά του μαγαζιού, άμα έρθω μου τα δίνεις, άμα δεν έρθω δικά σου είναι».

Τι συναισθήματα είχατε τότε, κυρίως οι μεγαλύτεροι; Με τι συναισθήματα φεύγατε από τον τόπο σας;

Ότι σε σαράντα μέρες θα είμαστε πίσω.

Από τότε που πληροφορηθήκατε ότι έπρεπε να φύγετε μέχρι που φύγατε πόσος χρόνος μεσολάβησε;

Σ’ εμάς ήρθανε πρώτα πρώτα πρόσφυγες από τη Μικρασία, από την περιοχή των Μουδανιών, της Αρτάκης και τα λοιπά περάσανε στο Μυριόφυτο και τη Χώρα, την Περίσταση και τα λοιπά, περάσανε με τα καΐκια τους κι ήρθαν από εδώ κι είχαμε πρόσφυγες εκεί. Αυτό έγινε, αφού συμμετέσχον στον τρύγο. Ο τρύγος ήτανε γύρω στο Σεπτέμβριο. Ήρθανε προ του τρύγου, ήρθανε δηλαδή κατά τον Αύγουστο.

Κι αυτοί μετά έφυγαν μαζί μ’ εσάς;

Μαζί μας βέβαια. Εμείς όχι πολύ καιρό πιο μπροστά μάθαμε ότι θα φύγουμε. Όταν ήρθαν τα πλοία να μας πάρουν.

Τι πλοία ήταν αυτά;

Φορτηγά πλοία ελληνικά.

Τα πλοία τα περιμένατε ή από τη στιγμή που ήρθαν επισπεύσατε την ετοιμασία σας;

Τα είδαμε. Είχανε κανονίσει πότε θα φύγει το ένα χωριό, πότε το άλλο, πότε το άλλο. Εμείς οι Μυριοφτινοί φύγαμε τελευταίοι. Έμεινε εκεί μόνο ο δεσπότης. Εκείνος δεν έφυγε. Ύστερα , δεν ξέρω πώς, ήρθε εδώ πέρα και έγινε δεσπότης Ναούσης κι ύστερα ήρθε στο Πράβι κι έγινε δεσπότης Πραβίου.

Πόσα άτομα μαζευτήκατε στο πλοίο;

Ο ένας απάν΄ στον άλλο. Όσοι χωρούσανε, τ΄ αμπάρια γεμάτα και το κατάστρωμα γεμάτο. Εγώ θυμάμαι ότι καθόμουν στο κατάστρωμα κι όταν περάσαμε την Προποντίδα, την Καλλίπολη τη θυμάμαι, τα Στενά πιο κει τα Δαρδανέλια που ήταν βουλιαγμένος ο τούρκικος στόλος τον θυμάμαι. Αυτά γίναν μέρα. Κοιμηθήκαμε ύστερα, το πρωί ήμασταν εδώ.

Δηλαδή πόσες ώρες κράτησε το ταξίδι αυτό;

Κράτησε γύρω στις δεκαοκτώ ώρες.

Όλοι από το Μυριόφυτο κατεβήκατε εδώ;

Όλοι εδώ. Το πλοίο ήρθε εδώ".
…………………………………..

Η συνέντευξη συνεχίστηκε με μια μακρά περιγραφή της εγκατάστασης των προσφύγων στην Καβάλα και την περιοχή της, τις δυσκολίες αυτής της εγκατάστασης κλπ., που όμως δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας ανάρτησής μου. Ενδιαφέρον, αντίθετα, παρουσιάζει η ακόλουθη συνέχειά της:


"Πείτε τώρα για τότε που πήγατε στην πατρίδα σας, που την επισκεφθήκατε. Πώς τη βρήκατε; Πότε έγινε αυτό;

Μετά από εβδομήντα χρόνια.

Το 1992.

’92 Ναι. Οι Τούρκοι που πήγαν εκεί- γιατί τα χωριά άδειασαν, δεν είχαν τίποτα.
Ήτανε από τα Κελάρια, την Πτολεμαΐδα δηλαδή.
Οι Τούρκοι κάνανε καπνά κι όταν πήγαν εκεί ξήλωσαν τ’ αμπέλια και βάλανε καπνά. Καπνά δε γινόταν. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι και δυστυχούσανε πολύ. Γι’ αυτό στη Στέρνα, χωριό οκτακοσίων οικογενειών, τριών χιλιάδων κατοίκων, ζούνε σήμερα καμιά τριανταριά οικογένειες σε άθλια οικονομική κατάσταση. Άθλιοι, τρισάθλιοι είναι. Στο Καλαμίτσι με διακόσιες πενήντα οικογένειες ζούνε κι εκεί καμιά τριανταριά οικογένειες κι αυτοί σε άθλια οικονομική κατάσταση. Το Μυριόφυτο κάπως στέκεται. Ο Γάνος χάθηκε. Μεγάλο χωριό πιο μεγάλο κι απ’ τη Χώρα κι απ΄ το Μυριόφυτο μόνο πέντε δέκα σπίτια υπάρχουν. Πήγαμε στη Στέρνα. Τώρα βάλανε ξανά αμπέλια και βάζουνε και ελιές. Η παραλία όλη είναι γεμάτη ελιές, πάνε να βγάλουνε, φαίνεται, ελαιόλαδο αλλά η κατάσταση εκεί, η ζωή τους είναι ελεεινή και τρισάθλια. Στο Μυριόφυτο δε βρήκα το μέρος που καθόμασταν, το ’χανε γκρεμίσει, δεν υπάρχει τίποτα. Πήγα στο Καλαμίτσι για να βρω το κρασομάγαζο που είχαμε. Μόλις μπήκα στο χωριό, βλέπω κάτι χαμόσπιτα. Λέω στο σοφέρ ‘σταμάτα εδώ πέρα’. Σταματήσαμε. Είχα όμως τόσο πολλή εποπτεία του μέρους που ζούσα ώστε και σπιθαμή ακόμα ξέρω πού βρίσκεται. Σταμάτησε ο σοφέρ, βγαίνω έξω. Τούρκικα δε ξέρω, λίγες λέξεις στραβές κουτσές. Τούτο εδώ πρέπει να ήτανε το μαγαζί. Είχε ένα στενό. Μπαίνω μέσα απ’ το στενό, ήταν εκεί πέρα ένας Τούρκος, μου μίλησε, του μίλησα κι εγώ. Του λέω: ‘ εδώ, σ’ αυτό το σημείο πρέπει να έχει ένα πηγάδι’. Λέει ‘ βαρ’ . Από κει κατάλαβα, γιατί το πηγάδι ήτανε μέσα. Στο μαγαζί το ’χαμε το πηγάδι, γιατί χρειάζεται νερό. Το κρασί και ιδίως το τσίπουρο, όταν βράζεις, χρειάζεται νερό.

Το είχαν σε χρήση το πηγάδι ακόμη;

Αυτοί; Το ’χουνε σκεπασμένο. Αλλά μου λέει ‘ πώς βγάζατε νερό;’ Βαθύ του φάνηκε το πηγάδι. Ήτανε γύρω στα δεκατρία μέτρα βάθος. Είχαμε εμείς μια αλυσίδα, βάζαμε τον κουβά, τον τραβούσαμε και βγάζαμε νερό. Αυτοί όμως δεν έχουν τέτοια πράματα. Το ’χουνε σκεπάσει.

Όσον αφορά τα άλλα που αφήσατε;

Από τ’ άλλα δεν υπήρχε τίποτα. Κάμανε κάτι καμαρούλες αυτοί, χαμηλές χαμηλές εκεί και ζούσανε. Εγώ τώρα προσπαθούσα να υπολογίσω μέχρι πού έφτανε το μαγαζί και μετά το μαγαζί υπήρχε μπαξές. Υπήρχε κήπος, ο οποίος ήταν γεμάτος μουριές αλλά είχε και άλλα δέντρα αλλά κυρίως μουριές, γιατί βγάζαμε και μεταξοσκώληκες στο τέλος. Λοιπόν πάω ως ένα σημείο και τον λέω ‘εδώ είχε συκιά’. ‘Ναι’, λέει, ‘είχε συκιά’. Μου δείχνει ‘να’ λέει ‘οι ρίζες είναι εδώ’. Εγώ προσπαθούσα να δω μέχρι πού πηγαίνει το νότιο ντουβάρι του μαγαζιού. Αυτός νόμισε ότι εγώ πάγω να βρω λίρες. Του λέω καλά εκεί ήταν η συκιά, εδώ του δείχνω...

Εσείς τα σύνορα ψάχνατε.

Τα σύνορα. Του λέω εδώ υπήρχε μια βερικοκιά. Λέει ‘ ναι κι οι ρίζες πλάι’. Αυτός τώρα βλέπει συκιά, βερικοκιά α, λέει πάει να βρει τις λίρες που έχουν παραχωμένες. Κι αρχίζει να με λέει : ‘ μισές μισές θα τις πάρουμε’ . Έλεγε κι έλεγε. Τέλος πάντων εγώ ούτε καταλάβαινα στην αρχή τι έλεγε. Κατάλαβα μέχρι πού πήγαινε το μαγαζί. Είδα ότι πήρε κι ο δρόμος, γιατί κάμανε αμαξιτό δρόμο, χωματόδρομο κάμανε. Είδα παραπάνω και τη βρύση που είχαμε, η οποία ακόμη ήταν εκεί, όπως την αφήσαμε, βρε παιδάκι μου. Ούτε μια κανονική γούρνα να κάνουνε στη βρύση. Έτσι μ’ εκείνες τις πέτρες που υπήρχαν και χαλασμένες τώρα. Και ο σωλήνας έτσι.
Σ’ έβαλα κι έβγαλες και φωτογραφία ( προς τη σύζυγο ). Πήγα ήπια λίγο νερό. Λέω μετά εβδομήντα χρόνια ας ξαναπιώ νερό. Με το χέρι ήπια απ΄ τη βρύση και φοβήθηκα μήπως έχει και βδέλλες κι έβαλα το νερό στο χέρι κι έπινα.
Τέλος πάντων, αφού τα είδαμε αυτά, πήγαμε στο κέντρο του χωριού κι εκεί τους έδειξα: εδώ είχε βρύση, εκεί είχε αυτό. Υπάρχουν, γιατί εγώ το θυμόμουν το χωριό, ένα- ένα τα σπίτια.
Είναι μνήμες χαραγμένες βαθιά.
Ένα-ένα τα σπίτια του χωριού μπορούσα να τα βρω. Και το Μυριόφυτο τα ίδια. Πήγαμε ύστερα στη Στέρνα, του μπαμπά μου το χωριό, κι εκεί ήτανε καμένο το χωριό. Εκεί ζούνε σε μια κατάσταση πρωτόγονη. Ίσως να ζούσαν έτσι στην εποχή της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Τόσο πίσω είναι. Πήγαμε και στην Ηρακλείτσα. Βλέπω την Ηρακλείτσα όπως την αφήσαμε τότε. Μπαίνω μέσα στην Ηρακλείτσα λέω ας πάμε να δούμε την εκκλησιά τη μεγάλη που ήτανε η εικόνα της Ευαγγελίστριας. Οι άλλοι δεν τα ξέρανε αυτά. Λέω, εκεί πρέπει να’ ναι η εκκλησία. Πάω βρίσκω ερείπια, ένα ερείπιο. Φαινότανε όμως πού ήτανε το ιερό, γιατί το ιερό κάνει εκείνη την κλίση. Α, εδώ είναι το ιερό και μέσα υπήρχε μια κατσίκα δεμένη.
Εκείνο που έγινε καλύτερο είναι η Περίστασις, το Σάρκιοι, όπως το λένε αυτοί. Εκεί κάμανε και ξενοδοχεία και κάμανε λίγο και την παραλία και τη μεγάλωσαν, έγινε πιο μεγάλη σήμερα η Περίστασις απ’ ό,τι ήτανε τότε. Τα χωριά όμως, τα χριστιανικά χωριά που υπήρχαν, ευρίσκονται σε μια κατάσταση παρακμής. Χάλια.

Η Περίσταση πριν από το 1922 τι κόσμο είχε;

Μισοί μισοί, μισοί Έλληνες και μισοί Τούρκοι".
…………………………………….

Η συνέντευξη ολοκληρώθηκε, με πληροφορίες για την ίδρυση της θρακικής Εστίας Καβάλας.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021


Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
(σήμερα Tepeköy)

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ


Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ – ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ

ΣΧΟΛΕΙΑ

Είναι γνωστό ότι, κατά τους πρώτους χρόνους της δουλείας, ήταν δυσκολ;oτατο να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, δεν υπήρχαν δάσκαλοι και σχολεία και μόνο οι ιερείς δίδασκαν στα παιδιά ανάγνωση, (τον Απόστολο και το ψαλτήρι), στους νάρθηκες των ναών.
Το παιδί που κατόρθωνε να διδαχθεί και το ψαλτήρι θεωρούνταν εγγράμματο, γι’΄ αυτό κι έλεγαν «αυτός έβγαλε το ψαλτήρι».
Στα πρώτα εκείνα χρόνια, οι δάσκαλοι δίδασκαν στους μαθητές ανάγνωση και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. Όταν οι Τούρκοι επέτρεψαν στους υπόδουλους Έλληνες, να φέρνουν στα σχολεία δασκάλους κι από την ελεύθερη Ελλάδα, τότε σ’ όλα τα σχολεία των Γανοχώρων ήρθαν διπλωματούχοι δάσκαλοι, που εφάρμοζαν συστηματική, σύγχρονη διδασκαλία. Τους δασκάλους πλήρωναν οι Κοινότητες πάντοτε. Από τους υπόδουλους Έλληνες, λίγοι ήταν τελειόφοιτοι των Γυμνασίων, διότι των πλουσίων τα παιδιά επιδίδονταν κυρίως στο εμπόριο. Γυμνάσια υπήρχαν μόνο στις μεγάλες πόλεις, Κωνσταντινούπολη, Αδριανούπολη, Φιλιππούπολη και Θεσσαλονίκη. Η Καλλίπολη και η Ραιδεστός, στην Ανατολική Θράκη, είχαν κι αυτές Αστικές Σχολές.
Κατά το 1850, οι κάτοικοι της Στέρνας έκτισαν ένα ωραίο σχολείο, απέναντι από το ναό των Ταξιαρχών, στο δυτικό άκρο της βόρειας συνοικίας, το οποίο ήταν, πράγματι, το καλύτερο σχολείο όλων των ελληνικών κοινοτήτων της γύρω περιοχής. Είχε μία μεγάλη αίθουσα, δύο δωμάτια, μίαν σάλα, κωδωνοστάσιο και η καμπάνα του χτυπούσε πρωί και μεσημέρι, προκειμένου να προσέλθουν οι μαθητές. Κατά το έτος 1871, το σχολείο εκείνο ήταν εξατάξιο, με 90 μαθητές και αργότερα μετατράπηκε σε αρρεναγωγείο.
Η έκθεση της Επετηρίδος Θρακικού, Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, του σχολικού έτους 1872/1873, αναφέρει 80-100 μαθητές και ένα διδάσκαλο, ο οποίος λάμβανε ετησίως το ποσό των 3.500 γροσιών.
Στο σχολείο της Στέρνας φοιτούσαν ανάμικτα τα παιδιά, αλλά υπήρχε ανάγκη ίδρυσης Παρθεναγωγείου και γι’ αυτό οι κάτοικοι μετέτρεψαν σε Παρθεναγωγείο το κλειστό Μετόχι των τιμίων δώρων, οπότε έφεραν και διπλωματούχο δασκάλα, την Αθηναία Βασιλική, η οποία δίδαξε επί πολλά έτη.
Από άλλη έκθεση του Θρακικού, Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού, που συντάχθηκε την 25η Σεπτεμβρίου του 1882, πληροφορούμαστε ότι στην κοινότητα υπήρχε μία δημοτική σχολή με 80 μαθητές και δύο διδασκάλους.
Όπως είδαμε παραπάνω, η Στέρνα ήταν μία αξιόλογη κωμόπολη που καταλάμβανε μεγάλη έκταση, διέθετε ισχυρή οικονομία και ο αριθμός των κατοίκων της ήταν σχετικά μεγάλος. Έτσι, κατά τό 1885—1895, οπότε η Στέρνα ευημερούσε, οι κάτοικοι της νοτιοδυτικής συνοικίας (του «Πέρα Μαχαλά»), θεώρησαν μειωτικό, να μην έχουν στη συνοικία τους σχολείο και γι’ αυτό μετέτρεψαν σε σχολείο ένα κοινοτικό κτίριο, που χρησιμοποιούσαν και ως νηπιαγωγείο, στο οποίο δίδαξε ο Φωτάκης Τσολάκης, ως νηπιαγωγός, επί πολλά έτη.
Αυτή η «ζήλεια» των κατοίκων της νοτιοδυτικής συνοικίας φαίνεται, με τον καλύτερο τρόπο, στο εξής απόσπασμα του Ευστρατίου Δράκου, στα «ΘΡΑΚΙΚΑ» του, το οποίο μεταφέρω αυτούσιο: «Επειδή δε και οι Στερνίται είναι Έλληνες, δεν στερούνται του «γενικού ελαττώματος», δηλαδή η διχόνοια και ο κομματισμός πρυτανεύουσι και παρ' αυτοίς, ως και παρά πλείστοις, οις δεν έχαρακτήρισα, φεισθείς της μελάνης. Θέλουσιν ως διδάσκαλον άλλοι μεν τούτον, άλλοι δε εκείνον, ως «ηθικώτερον», όθεν εύρον εις μεν το κοινόν σχολείον 40 μαθητάς, του δε διδασκάλου τα ετήσια 55 λίρας, εις δε το ιδιωτικόν 120 παιδία: Κεκλεισμένον εύρον και το παρθεναγωγείον, εις ο εφοίτουν 80 κοράσια, υπό την διεύθυνσιν εναρέτου διδασκαλίσσης και άλλη τις διετήρει ίδιον, ενώ υπάρχει ως παρθενών το προσφερθέν υψηλόν μετόχιον της αθωνιάδος μονής του αγίου Παύλου, σεβάσμιος δε τις είπεν εμοί τότε ότι, όσοι προύχοντες ενταύθα, τόσα και λάβαρα. Αλλά μήπως και οι Πλατανίται αναιδώς δεν υβρίζονται εν καφείοις και δεν δύναταί τις ίνα διακρίνη, τις ο μικρός και τις ο μέγας; Δαπανώνται δε προς εκπαίδευσιν της νεολαίας αυτόθι (εννοεί, στη Στέρνα), 168 λίραι εν κοινοτική ειρήνη. Ο πρώην επίσκοπος Μετρών Δοσίθεος είναι Στερνίτης.
Το 1892 λειτουργούσαν τρεις σχολές: μία δημοτική σχολή, με 40 μαθητές και ένα διδάσκαλο, ο οποίος αμειβόταν ετησίως με το ποσό των 55 λιρών, μία ιδιωτική σχολή, με 120 μαθητές και το παρθεναγωγείο, το οποίο στεγαζόταν στη μονή του αγίου Παύλου (μετόχι των Ιβήρων), με 80 μαθήτριες και μία διδασκάλισσα.
Το 1902 λειτουργούσαν μια αστική σχολή, με 180 μαθητές και δυο διδασκάλους και ένα παρθεναγωγείο, με 120 μαθήτριες και δύο διδασκάλισσες. Τα ετήσια έξοδα συντήρησής τους ανέρχονταν στο ποσό των 1.800 φράγκων.
Το 1905 στην κοινότητα λειτουργούσαν μία δημοτική σχολή, με 150 μαθητές και ένα διδάσκαλο και ένα παρθεναγωγείο, με 80 μαθήτριες και μία διδασκάλισσα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των σχολείων ανερχόταν στο ποσό των 2.760 φράγκων.
Την επομένη δεκαετία, συμφωνά με την έκθεση της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που συντάχθηκε στην Περίσταση, την 31η Οκτωβρίου του 1911, λειτουργούσαν στη Στέρνα οι παρακάτω σχολές: Μία πεντατάξια σχολή αρρένων, με 135 μαθητές και δύο διδασκάλους και μία τετρατάξια σχολή θηλέων, με 140 μαθήτριες και μία διδασκάλισσα. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του αρρεναγωγείου ανερχόταν στο ποσό των 9.265 γροσιών, ενώ ο αντίστοιχος του παρθεναγωγείου στο ποσό των 4.578 γροσίων.
Στα χρόνια της ευημερίας, στα σχολεία της κοινότητας δίδαξαν ονομαστοί δάσκαλοι, όπως ήταν ο Μ. Δημητριάδης, στο αρρεναγωγείο, που δίδαξε περί τα 25 έτη, ο Μιλτιάδης Καλλικρατεύς (1890), η Διαλέτη Παίση (1920-1921), ο Ιερώνυμος (ιερέας) (1920-1921) και ο Κωνσταντίνος Χαραλάμπης (1920-1921). Επίσης, η οικονομική κατάσταση των κατοίκων επέτρεπε, σε πολλούς μαθητές, να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτοι Στερνιώτες, τελειόφοιτοι της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ήταν ο Νικόλαος Λαμπαδάριος, (του οποίου το εκκλησιαστικό όνομα ήταν Νεόφυτος και υπήρξε επίσκοπος Τρωάδος (1912-1924), και ο Στυλιανός Νεράντζης. Ο μεν πρώτος έγινε Αρχιερέας, ο δε δεύτερος έγινε δάσκαλος. Από τη Στέρνα καταγόταν, επίσης, ο επίσκοπος Συνάδων (1872-1874) και εν συνεχεία Μετρών και Αθύρων (1874-1879), Δοσίθεος Λαμπαδάριος.
Τα «καλά χρόνια» της κοινότητας, όμως, είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Οι κάτοικοι καλούνταν, πλέον, ν’ αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του καταστροφικού σεισμού του 1912, όπως και αυτές των Βαλκανικών Πολέμων και του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Τα προβλήματα τα οποία συνάντησαν ήταν πολλά, όπως προβλήματα επιβίωσης, γιατί η οικονομία τους διαλύθηκε, οπότε τα σχολεία πρέπει να σταμάτησαν τη λειτουργία τους και άρχισαν να επαναλειτουργούν, σταδιακά, από το 1918. Αυτό συνάγεται:
1) Από κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που είναι το πρωτόκολλο της μητροπόλεως, στη στήλη των εξερχόμενων του οποίου, με ημερομηνία 26 Ιουλίου του 1911, πληροφορούμαστε ότι η Ιερά Μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως ζητούσε άδεια, από την Υποδιοίκηση Περιστάσεως, για να λειτουργήσουν τα σχολεία Περιστάσεως, Στέρνας, Ηρακλείτσας, Λούπιδας, Γενίκιοι, Γκιολτζίκ και Γιαγάτς. Η συνοπτική περιγραφή της αίτησης αυτής δεν εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους τα σχολεία δεν λειτουργούσαν και δεν γνωρίζουμε, αν η προσπάθεια αυτή έφερε αποτέλεσμα. Γνωρίζουμε, πάντως, με βεβαιότητα, ότι τα σχολεία των κοινοτήτων Περιστάσεως, Στέρνας, Ηρακλείτσας, Λούπιδας και Γκιολτζίκ λειτουργούσαν έως το 1914. Η επιστολή αναφέρει ότι, τελικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε ν' αποσπάσει τα σχετικά Φιρμάνια από την Τουρκική κυβέρνηση.
2) Στον ίδιο κώδικα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυρι¬οφύτου και Περιστάσεως, που χρησιμοποιούνταν ως πρωτόκολλο, αναφέρεται ότι το 1918 ο προϊστάμενος της κοινότητας, αρχιμανδρίτης Ιερόθεος, ζήτησε άδεια για τη λειτουργία του κοινοτικού σχολείου. Αυτό σημαίνει ότι, έως τη χρονιά αυτή, επίσης δεν λειτουργούσε σχολείο στην κοινότητα. Τα μαθήματα άρχισαν το επόμενο έτος, το 1919, τα οικονομικά όμως προβλήματα, η μείωση του πληθυσμού, καθώς και οι ανάγκες για εργασία πολλών νέων, δεν επέτρεψαν την άνεση του παρελθόντος. Από τα τρία σχολεία, που υπήρχαν στη Στέρνα προ του πολέμου, τώρα λειτουργούσε, αντιμετωπίζοντας μάλιστα πολλές δυσκολίες, μόνο ένα, με μικρό αριθμό μαθητών, σε σχέση με το παρελθόν. Συγκεκριμένα, τώρα πλέον, στο σχολείο της κοινότητας, σε πέντε τάξεις, φοιτούσαν 37 μαθητές και 43 μαθήτριες. Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα σχολεία και οι μαθητές διήρκεσαν έως την ανταλλαγή των πληθυσμών.


Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Τις ακόλουθες, ενδιαφέρουσες πληροφορίες, για τον πληθυσμό της Στέρνας, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και για τα σχολεία της, μας παρέχει ο Στ. Β. Ψάλτης, στο σύγγραμμά του με τίτλο «Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΥΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ», που εκδόθηκε το έτος 1919, (δείτε την βιβλιογραφία, στο τέλος των αναρτησεών μου αυτών):
«§ 159. Η Μητρόπολις αύτη, μέχρι προ ολίγων ετών απλή Επισκοπή ούσα, συνέχεται με την Μητρόπολιν Γάνου και Χώρας προς Ανατολάς, οριζομένη προς Βορράν και Δυτικώς υπό της Μητροπόλεως Ηρακλείας και προς Νότον περιβρεχομένη υπό της Προποντίδος. Περιείχε, κατά τον Πατριαρχικόν κώδικα του 1859, χωρία 10 και στέφανα (δηλ. οικογένειες) 2.729, τ. έ. ψυχάς 13.645.
§ 160. Τω 1873, κατά την Επετηρίδα του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, σελ. 106, περιείχε 17.000 ψυχάς, τ. έ. έλαβεν αύξησιν 3.355 ψυχών. Ιδού περίληψις της εκθέσεως ταύτης, κατά χωρία».
(Εδώ ο συγγραφέας αναφέρει ότι η Στέρνα είχε 120 κατοίκους (πράγμα που αποτελεί προφανές, αριθμητικό λάθος) και ότι μαζί με την Περίσταση, την Ηρακλείτσα, τον Πλάτανο, το Καλαμίτσι και την Λούπιδα είχαν 660 συνολικά μαθητές και 4 δασκάλους).
«§ 161. Τους αυτούς αριθμούς, εκτός δια την κωμόπολιν Περίστασιν, δι' ην ορίζει 1.500 αντί των 5.000, ους παρέχει η Επετηρίς, παρουσιάζει και ο Synvet σελ. 6, εν τέλει ορίζων ως σύνολον κατοίκων 13.160 και σχολεία μετά 15 διδασκάλων και 1.100 μαθητών. Φαίνεται όμως ότι ο Synvet, υποβιβάσας τους κατοίκους της Περιστάσεως εις 1.500 μόνον, τ. έ. εις οικογενείας 300, δεν ευρίσκεται εν τη αληθεία, διότι τόσον εκ της εκθέσεως του Δράκου, ην θα ίδωμεν εν τοις επομένοις, όσον και εκ στατιστικής, δημοσιευθείσης εν τω φύλλω της 15 Ιουνίου 1907 της Εκκλησιαστικής Αληθείας, καθ' ην οι μαθηταί μόνον της κωμοπόλεως ταύτης ανήρχοντο, τω 1907, εις 450, αποδεικνύεται ότι η Περίστασις είχε πολύ περισσοτέρας οικογενείας των 300, όσας θέλει ο Synvet και ότι πλησιέστερος πάντως προς την αλήθειαν είναι ο αριθμός, ον παρέχει η Επετηρίς του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, ορίζουσα εις 5.000, τουτέστιν εις 1.000 οικογενείας, τον πληθυσμόν της Περιστάσεως.
§ 162. Και ο Χασιώτης, εν τω βιβλίω του, ορίζει τον πληθυσμόν της Μητροπόλεως, διά το 1881, εις 13.500. Όσον αφορά τους μαθητάς, υποβιβάζει απροσδοκήτως πάλιν ο Χασιώτης τον αριθμόν εις 534 μόνον, εν ω τω 1873 η Μητρόπολις είχε μαθητάς 1.060, αυξάνει δ' αφ' έτερου τα χωρία εις 19, εν ω ποτέ δεν είχεν η Μητρόπολις αύτη 19 χωρία».
§ 163. Επειδή δε αφ' ετέρου, ουδεμία άλλη είδησις, μεταξύ του 1880 και 1890, μας δίδεται, περί της Μητροπόλεως ταύτης, όπως μας δίδεται δια τας άλλας Μητροπόλεις, πρέπει να είμεθα ευγνώμονες εις το βιβλίον Θρακικά του Δράκου, όπερ (σελ. 76) μας παρέχει, δια το 1892, λεπτομερή περιγραφήν της τότε επισκοπής, ης περίληψιν παρέχομεν εν τοις επομένοις.
…….. 3) Στέρνα Ελληνικαί οικογένειες 600, Δημ. Σχολείο 1, με 160 μαθητές, Παρθεναγωγείο 1, με 80 μαθήτριες, διδάσκαλοι 2, διδακτικές δαπάνες 175 τουρκικές λίρες……
Βλέπομεν ότι από του 1873 ο πληθυσμός σχεδόν δεν ηυξήθη, διότι και τότε 17.000 ήσαν, κατά την Επετηρίδα του Θρακικού, Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, οι κάτοικοι της Μητροπόλεως, εν ω ο αριθμός των μαθητών ηυξήθη από 1.060 εις 1.720. Και η μεν αύξησις των μαθητών κανονική, ουχί δε και η στασιμότης του πληθυσμού, ήτις είναι απατηλή, διότι αληθώς ο πληθυσμός της κωμοπόλεως Περιστάσεως, όστις εσφαλμένως είχεν ορισθή εν τη Επετηρίδι εις 5.000, έτι δε μάλλον εσφαλμένως είχεν ορισθή υπό του Synvet εις 1.500, έπρεπε να καθορισθή εις οικογενείας 500—600, ή ψυχάς 2500—3000, ότε ο πληθυσμός της Επισκοπής θα ηλαττούτο τω 1873 εις 15.000 και επομένως θα κατεδεικνύετο αύξησις πληθυσμού κατά 2.000 διά το 1892, ότε εγράφη το βιβλίον του Δράκου.
§ 164. Δυστυχώς, από το 1892 δεν έχομεν άλλην έκθεσιν περί της Μητροπόλεως ταύτης. Η μόνη είδησις είναι η σύντομος στατιστική, η παρεχομένη υπό του Α' τόμου του Ημερολο¬γίου των Εθνικών, Φιλανθρωπικών Καταστημάτων εν σελ. 204. Κατά ταύτην, εν τη Μητροπόλει Μυριοφύτου υπήρχον, κατά τω 1905, Αστικαί σχολαί 3, Δημοτικαί 5 και Μικταί 6, εδίδασκον δε διδάσκαλοι 17 και διδασκάλισσαι•7, το όλον 24 και εδιδάσκοντο μαθηταί 1.080 και μαθήτριαι 720, το όλον 1.800.
Βλέπομεν ότι από του 1892 επήλθεν αύξησις των μαθητών 80, αύξησις μικρά και προϋποθέτουσα ή εξόγκωσιν μικράν, εν τη εκθέσει του Δράκου, ή σφάλμα εν τη στατιστική του Ημε¬ρολογίου. Οπωσδήποτε, θα σταθώμεν εις τον αριθμόν 1.800».
Ακολούθως, παραθέτω τον πληθυσμό της Στέρνας, από το 1911 και μετά, με βάση έγγραφα κατατεθειμένα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στατιστικές της Μητροπόλεω Μυριοφύτου και Περιστάσεως, που μελέτησε και παρέθεσε ο κ. Πασχάλης Βαλσαμίδης, στο σύγγραμμά του «Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟ 1924»:
Το 1911, η Στέρνα είχε 2.480 Έλληνες κατοίκους, (1.270 άνδρες και 1.210 γυναίκες),
το 1913, 1.871 Έλληνες κατοίκους, (903 άνδρες και 968 γυναίκες),
το 1917, 1.173 Έλληνες κατοίκους,
το Μάιο του 1920, 2.083 Έλληνες κατοίκους, (1020 άνδρες και 1.063 γυναίκες),
το 1922, 250 οικογένειες,
ενώ, σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Υπουργείου Γεωργίας, ο συνολικός αριθμός Στερνιωτών, που εγκαστάθηκαν στην Ελλάδα, ανήλθε σε 510 οικογένειες.

ΤΟ ΚΛΙΜΑ – Η ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ - ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Το κλίμα του χωριού δεν ήταν, υπό κανονικές συνθήκες υγιεινό, λόγω του ότι υπήρχε άφθονο νερό και, κατά συνέπεια, πολλή υγρασία. Οι κάτοικοι υπέφεραν συχνά από μία ασθένεια, την οποία ονόμαζαν θέρμη.
Η κοινότητα της Στέρνας διοικούνταν από 12 δημογέροντες, οι οποίοι φρόντιζαν για τα προβλήματα της κοινότητας. Από αυτούς οι 2 ήταν υπεύθυνοι για τα σχολεία, ενώ οι υπόλοιποι 10 για τους ναούς της κοινότητας. Κατά το 1914 καθήκοντα Μουχταροδημογεροντίας εκτελούσαν οι: Αναγνώστης Κωστής, Μιχάλης Αλεξάνδρου, Παρασκευάς I., Δημήτριος Χρυσαφής, Παναγιώτης Ιωάννου, Δαμιανός Παναγιώτου, Οικονόμος Κωνσταντίνου, Νικόλαος Δέλκου και Φωτάκης Νικόλαος. Το 1919 δημογέροντες εκλέχθηκαν οι: Θεολόγος, Θεόδωρος Θεολόγος, Παρασκευάς Ζώνης, Νικολάκης Δημητρίου, Αναγνώστης Κωστής, Σαράφης Δημητρίου και Κωστής Δημητρίου. Τα τελευταία χρόνια πριν την ανταλλαγή, καθήκοντα δημογερόντων εκτελούσαν οι παρακάτω: Φωτίτζης Τζαμέλης, Παρασκευάς Σείδης, Ιωάννης Κοντός, Αναστάσιος Ουγκαρίδης, Μπαλάσης Μουζμπούκης, Κωνσταντίνος Λαλένης και Ιωάννης Σωίδης.
Η Στέρνα αναπτύχθηκε πολύ νωρίς και μέχρι το 1830-1835 ήταν το κεφαλοχώρι της επαρχίας και σ' αυτή γινόταν το «παζάρι», με την αγοραπωλησία των προϊόντων των γύρω χωριών. Οι Στερνιώτες εργάζονταν κυρίως με τα εμπορικά κέντρα της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπου μετέφεραν τα εμπορεύματά τους, ιδίως τα κρασιά και τα ρακιά, τα οποία έφερναν μέχρι το Τσαγκαροχώρι (το τουρκικό χωριό Τσιγκιρλή) με ζώα, γιατί δεν υπήρχε δρόμος βατός σε τροχό, από τη Στέρνα μέχρι το χωριό. Από το χωριό αυτό ξεκινούσαν, σε οργανωμένα καραβάνια, με αμάξια φορτωμένα και ζώα και, όταν έφθαναν στην Ανατ. Ρωμυλία, πωλούσαν τα εμπορεύματά τους και αγόραζαν άλλα, τα οποία μετέφεραν και πουλούσαν στα χωριά της περιοχής τους. Οι εμπορευόμενοι εκείνοι ήταν γεροί και θαρραλέοι, γνώριζαν καλά την τουρκική γλώσσα και ντύνονταν σαν Τούρκοι, με ζουνάρια, κουμπούρες, παλάσκες και κάμες, ώστε δεν φαίνονταν καθόλου πως ήταν Έλληνες. Οι γεροντότεροι από τους Στερνιώτες θυμούνταν μερικούς από τους τρομερούς εκείνους εμπορευόμενους, όπως τον Τσουλάκη, τον Kαφεστέ, τον Γκιρλάνη, τον Σασάνη, τον Κοσμά, τον Μήστελο κ.ά., οι παλαιότεροι δε από αυτούς ήταν ακόμα τρομερότεροι.
Κατά το 1830, οπότε άρχισε η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των υποδούλων Ελλήνων, άρχισε να εξελίσσεται ακόμα περισσότερο το Μυριόφυτο, οι έμποροι του οποίου, με τα ιστιοφόρα τους, άρχισαν να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους, προϊόντα όλων των χωρών της επαρχίας, μέχρι την Κων)πολη και άλλα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, όπου τα πουλούσαν σε χαμηλότερες τιμές, αγοράζοντας άλλα, για τις ανάγκες των κατοίκων, επίσης σε καλύτερες τιμές κι αυτό γιατί η μεταφορά των εμπορευμάτων, με τα ιστιοφόρα, μέχρι την Κων)πολη, χρειαζόταν 8-10 ώρες και άλλες τόσες για τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ η μεταφορά με το σύστημα των καραβανιών χρειαζόταν 7—10 ημέρες και φυσικά επιβαρυνόταν με υπερβολικά έξοδα, χωρίς να υπολογίζονται και οι επί πλέον κόποι και κίνδυνοι.
Έτσι, σιγά - σιγά το «Παζάρι» της Στέρνας έκλεισε, το 1835, και μεταφέρθηκε στο Μυριόφυτο, παρόλα αυτά, όμως, εξακολουθούσε, επί πολλά ακόμα χρόνια, να υπερέχει από τις γύρω Κοινότητες, γιατί η οικονομία της είχε γερές βάσεις, οι κάτοικοί της συνέχισαν ν’ ασχολούνται, κυρίως, με το εμπόριο και δευτερευόντως με τη γεωργία, την αμπελουργία και τη σηροτροφία.
Κατά το έτος 1845 παρουσιάσθηκε η ασθένεια τών αμπελιών «ωΐδιον της αμπέλου». Την ασθένεια αυτήν την ονόμαζαν οι κάτοικοι της Στέρνας, όπως και των άλλων Κοινοτήτων «χολέρα», οι δε Τούρκοι «μπάλσαρα». Για μία πενταετία, η σταφυλοπαραγωγή μειώθηκε έως και 90%. Ούτε για τροφή των αμπελουργών δεν βρίσκονταν σταφύλια και η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε επί μία πενταετία. Οι αμπελουργοί, οι οποίοι ήταν τα 90% του πληθυσμού, αναμφίβολα δυστύχησαν. Η φιλοξενία, όμως, οι εορτασμοί, αι πανηγύρεις, τα συμπόσια και τα άλλα είδη διασκέδασης δεν μειώθηκαν, αφότου δε άρχισε η καταπολέμηση αυτής της ασθένειας με τα θειώματα, βαθμιαίως επανήλθαν τα προσβληθέντα αμπέλια στην προηγούμενη κατάστασή του.
Κατά το 1864, παρουσιάσθηκε, για πρώτη φορά, η φυλλοξήρα στ’ αμπέλια της Γαλλίας. Μέσα σε λίγα χρόνια, όλη η αμπελοφυτεία καταστράφηκε. Οι Γάλλοι άρχισαν τότε να προμηθεύονται κρασιά από άλλες χώρες, από δε την Τουρκία και την Ελλάδα προμηθεύονταν κρασιά αναμίξεως. Η κατάσταση αυτή κράτησε για μία εικοσαετία. Η περιοχή του Ιερού Όρους ήταν προνομιούχος, όσον αφορούσε κρασιά αναμίξεως (οινοποιήσιμα), με «αιχμή του δόρατος» την ποικιλία «Καρλαχανάς». Τα σταφύλια αυτής της ποικιλίας ήταν μάλλον ανούσια και δεν τα έτρωγαν, αλλά, κατά την υπερωρίμανσή τους, οπότε άρχιζε η σήψη τους, αποκτούσαν ένα ζωηρότατο χρώμα, που υπερτερούσε από όλα τα άλλα, μαύρα σταφύλια- γι’ αυτό, όλες οι Κοινότητες των Γανοχώρων αντικατέστησαν τα 80% των κλημάτων τους με την ποικιλία «Καρλαχανά». Για μία εικοσαετία, οι αμπελουργοί όλης αυτής της περιοχής ικανοποιούνταν πολύ καλά. Άρχισαν να κτίζουν οικήματα, αποθήκες, να φυτεύουν αμπέλια, να ράβουν ρούχα και η πολυτέλεια να λαμβάνει διαστάσεις. Τα σταφύλια έφθασαν να πουλιούνται μία αγγλική λίρα το φορτίο, το οποίο είχε 100 οκάδες.
Στο διάστημα, όμως αυτό, της εικοσαετίας, η αμπελοφυτεία της Γαλλίας επανήλθε και οι Γάλλοι έπαψαν να προμηθεύονται κρασιά από το εξωτερικό. Το τελευταίο έτος της εικοσαετίας περίπου, οι εμπορευόμενοι, όπως και πολλοί νοικοκυραίοι, αγόρασαν τα σταφύλια και πάλι με μία λίρα το φορτίον, μερικοί μάλιστα πλήρωσαν και επί πλέον 5 γρόσια το φορτίο, με την πεποίθηση ότι οι Γάλλοι θα εξακολουθούσαν, όπως και προηγουμένως, ν’ αγοράζουν τα κρασιά των μερών μας. Πλην όμως, κανείς Γάλλος αγοραστής δεν εμφανίστηκε πλέον και τα κρασιά έμειναν στα οινοδοχεία των αποθηκών. Το επόμενο έτος ήλθε η εποχή του τρύγου και τα οινοδοχεία ήταν ακόμη γεμάτα με τα κρασιά της περασμένης χρονιάς. Αγοραστής σταφυλιών δεν υπήρχε. Οι αμπελουργοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Μόνο λίγοι Μυριοφυτινοί οινοπνευματοποιοί, οι λεγόμενοι «ρακιτζήδες», που εργάζονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέφεραν ρακιά, αγόρασαν λίγα σταφύλια, προς 25 γρόσια το φορτίο. Όλοι γενικά χρεωκόπησαν!
Επί πολλά χρόνια τα σταφύλια εξακολούθησαν ν’ αγοράζονται με 20—25 γρόσια το φορτίο και οι μικροπαραγωγοί έφθασαν στην απόλυτη φτώχεια. Οι αμπελουργικές εργασίες περιορίστησαν πολύ και οι εργάτες έμεναν χωρίς δουλειά. Φτώχεια έπεσε σ’ όλα τα χωριά και τις πόλεις του Ιερού Όρους και μόνο οι Μυριοφυτινοί με τη ναυτιλία τους και οι Περιστασινοί με τη σιτοκαλλιέργειά τους, δεν έζησαν στη φτώχεια. Και η δύσκολη αυτή κατάσταση, για μια περιοχή κατ’ εξοχήν αμπελουργική, όπως ήταν η Στέρνα, κράτησε, για τους κατοίκους της, μέχρι την έξοδό τους από την πατρογονική τους εστία. (Κατά το χρονικό διάστημα 1914-1919 στη Στέρνα καλλιεργούνταν 10.000 στρέμματα αγρών, από τους οποίους τα μισά ήταν αμπέλια). Την ίδια εκείνη περίοδο, για την ανακούφιση των Στερνιωτών, δραστηριοποιήθηκε «Η ΕΝ ΣΤΕΡΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ Η ΟΜΟΝΟΙΑ».
Οι κάτοικοι της Στέρνας άρχισαν να υποφέρουν μετά την έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων, το 1912. Από επιστολή της κοινότητας, με ημερομηνία 16 Μαίου του 1914, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό τον Ε' (1913-1918), πληροφορούμαστε ότι κατά το έτος 1914 «..τετρακοσίαι ως έγγιστα πτωχικαί οικογένειαι κυριολεκτικώς πάσχουσι της πείνης και ατενίζουσι τα όμματα αυτών προς την Υμετέρα Θειοτάτην Παναγιώτητα παρ' ης ελπίζουσαι τα πρώτα βοηθήματα προς κατάπαυσιν της πείνης των, παρακαλούσιν Αυτήν θερμώς δια την όσον το δυνατόν τα τάχιστα αποστολήν αυτών». Κατά τη διάρκεια των πολέμων (1912-1918), οι κάτοικοι παρέμειναν στην κοινότητα, αντιμετωπίζοντας σημαντικό πρόβλημα επιβίωσης, οι δε ζημιές που προέκυψαν από τους πολέμους ήταν ανυπολόγιστες. Αυτό συνάγεται από άλλη επιστολή της δημογεροντίας της Στέρνας, με ημερομηνία 21 Απριλίου του 1919, προς το μητροπολίτη Μυριοφύτου και Περιστάσεως Σωφρόνιο (1917-1924) : «..εκ των 516 οικιών της κοινότητος ημών αι 373 εισίν κατοικήσιμοι, αι δε 143 ακατοίκητοι μεταβληθείσες εις ερείπια. Πριν του πολέμου υπήρχον 18 ζεύγη βοών, εξ ων έμειναν μόνον 3, έχομεν ανάγκην έτι από 17. Επίσης αναλόγως των ζευγών θα γίνη ανάγκη και των αρώτρων. Εκ των αμπέλων μόνον το 1/3 εισίν καλλιεργημένα, τόδε υπόλοιπον μετεβλήθη εις γην χέρσιν. Εκ δε των αγρών το 1/4 ».
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΤΕΡΝΙΩΤΩΝ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΣΤΙΑ
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), τα πολιτικά γεγονότα επηρέασαν οριστικά την τύχη των ελληνικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι συμμαχικές δυνάμεις αποφάσισαν να παραχωρήσουν την Ανατολική Θράκη στην Τουρκία, με το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, που υπογράφηκε την 11η Οκτωβρίου του 1922. Μετά την υπογραφή του, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να φύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Οι Στερνιώτες μεταφέρθηκαν, ατμοπλοϊκώς, από το Μυριόφυτο στην Καβάλα, αρκετοί όμως κι από αυτούς, όπως και οι λίγοι Περιστασιανοί, με τα δικά τους, μεταφορικά μέσα και τα ποίμνιά τους, σχημάτισαν φάλαγγες και, ακολουθώντας το δρομολόγιο της ξηράς, που ακολούθησαν και οι Καλοδενδρινοί, ήλθαν κι αυτοί στην Καβάλα. Στην πόλι αυτή έμειναν αρκετές οικογένειες, οι περισσότεροι όμως μετακινήθηκαν στο Καρυόφυτο Σταυρουπόλεως Ξάνθης, απ' όπου κατόπιν σκόρπισαν άλλοι στη Νέα Στέρνα Σταυρουπόλεως, άλλοι, περί τις 30 οικογένειες, στην Αρίσβη Κομοτηνής και άλλοι στον Ζυγό Καβάλας. Αρκετές επίσης οικογένειες σκόρπισαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελευθερούπολη, Θεσσαλονίκη, Σιθωνία Χαλκιδικής και Αθήνα.
Αρκετές, τέλος, οικογένειες Στερνιωτών, που είχαν γίνει κι αυτοί καπνεργάτες, μετακινήθηκαν, το 1929, από την Καβάλα, σ' ένα χωριό στα δυτικά του Κιλκίς, που ονομάσθηκε από τότε «Νέα Στέρνα», όπου αποκαταστάθηκαν, ως ακτήμονες αγρότες.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ
Στις τρεις πρώτες φωτογραφίες, βλέπετε το δημοτικό σχολείο της νοτιοδυτικής συνοικίας.
Στην 4η και 5η φωτογραφία, βλέπετε ένα απομεινάρι της ελληνικής παρουσίας, επίσης στη νοτιοδυτική συνοικία.
Στην 6η φωτογραφία, ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στη νοτιοδυτική συνοικία.
Στην 7η φωτογραφία, μια εικόνα από τη νοτιοδυτική συνοικία.
Στις φωτογραφίες 8η έως και 13η, εικόνες από την σχεδόν εξαφανισθείσα, βόρεια συνοικία.
Στην 14η φωτογραφία, το φύλλο της 4ης Αυγούστου του 1912, της εφημερίδας «ΑΠ' ΟΛΑ» της Κωνσταντινούπολης, με τίτλο «ο καταστρεπτικός σεισμός της νοτίου Θράκης, την Παρασκευήν 27 Ιουλίου», στο οποίο αναφέρεται ότι η Στέρνα, «με 500 οικίας, κατεστράφη ολοσχερώς, τραυματίαι 60».
Στην 15η φωτογραφία ο υποφαινόμενος, κάπου στην μελαγχολική Στέρνα.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
(οι αύξοντες αριθμοί παραπέμπουν στον χάρτη του χωριού, που περιέλαβε ο κ. Λαγόπουλος στο σύγγραμμά του «ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ ΣΤΕΡΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ» και τον οποίο αναρτώ εκ νέου)
1 Κων)τίνος Λαλένης
2 Θεόδωρος Λαγόπουλος
3 Μαλλήγκας
4 Θ. Κουτσηράς
5 Σαματιανός Βερούκας
6 Ιωακείμ Σόη
7 Βαλάσης Βουσβούκη
8 Συναδινή
9 Κρασομάγαζο Σόη
10 Θανάς Κουκουσούλης
11 Δαμιανός Λαζαρή
12 Ιωάννης Κόντος
13 Χαράλαμπος Λούκης
14 Στέργιος Κουκουσούλης
15 Τρούπης
16 Αϊβαλιώτσα
17 Γεώργιος Σόης
18 Φωτάκης Μίξος
19 Στυλιανός Χαλέπης
20 Θανάς Πίτσικος
21 Στυλιανός Σόης
22 Στρατιγάκης Κωνσταντά
23 Παυλάκης Λοίζου
24 Παπαγεράσιμος
25 Συναδινός Αρβανίτης
26 Σασάκης Πολυχρόνη
27 Παυλάκης Πολυχρόνη
28 Θεόδωρος Λοίζου
29 Στυλιανός Κουμπής
30 Αριστής Σπίνου
31 Στυλιανός Κουκαλένια
32 Σταύρος Ασβεστάς
33 Χαράλ. Λευκαντινού
34 Δαμιανός Μαμάτσος
35 Γεώργιος Μουτζούρης
36 Αναστάς Φωτίνια
37 Γιαχ. Κογιώτσος
38 Ζγουρόμαλος Σαραντ.
39 Στυλιανός Μοσχή
40 Θανασάκης Φωτήνια
41 Άγιος Δημήτριος
42 Γρηγοράκης Χαμηλούσα
43 Στυλιανός Βαλουτής
44 Κραοομάγαζο Στ. Βαλουτή
45 Κωνσταντάκης Αγιόλ
46 Λαζαρής Κων)τίνου
47 Κρασομάγαζο Α. Βαλουτή
48 Άνδριανός Ράλλη
49 Χαραλ. Χνούδης
50 Ασιμής Κων)τίνου
51 Λαζαρής Μοσχή
52 Αντώνιος Μόνος
53 Μοσχής
54 Ελένη Αξιώτη
55 Τριανταφ. Καρακατσάνη
56 Αποθήκη Γρ. Χαμηλούσα
57 Χήρα Άγνωστου
58 Τζηνετής Χνούδη
59 Συναδινός Τσηρπάνη
59 Θεοδωρής Τσηρπάνη
61 Απόστολος Κυπριάνης
62 Ράλλης Διαμαντή
63 Στρατιώτης Ξούλης
64 Δημητρός Δαδήνιας
65 Αντών. Βαλουτής
66 Θεόδωρος Μπητσίκος
67 ξιώτης Παναγιωτάκη
68 Ιωακείμ Ντηγκολντίμης
69 Αργύρης
70 Συριφιά
71 Κων)νος Λαγόρκιος
72 Θεολόγος Μπουγτάνης
73 Γιαννακάκης Αρχοντή
74 Δαμιανός Μαμαλούκος
75 Ζαφύρης Μαμάτσος
76 Θεόδωρος Κρημνίτης
77 Στεφανάκης Αλεπότι (Αλεπού;)
78 Διομαντής Μαντάρα
79 Νικολής Κλος
80 Ζώτος
81 Φωτάκης Κλείτσιος
82 Γιωβάννης Τσατάλης
83 Νικόλαος Λόλας
84 Ασιμής Μπάρμπα
85 Δαμιανός Μαμαλούκος
86 Βασίλειος Βολούτας
87 Φασλάς
88 αγνώστου
89 Κοσμάς Σαμαράς
90 Εργαστήριον Κοσμά Σμαρά
91 Αναγνώστης Βερούκας
92 Κυριάκος Χαραλάμπου
93 Αγνώστου
94 Θανάς Κλιάδινας
95 Θεοδωρής Γκουλής
96 Αυγουστής Αντώνη
97 Κοσμάς Πούνης
98 Σαματιανός Χάϊτας
99 Νικολάκης Χάϊτας
100 κρασομάγαζο Κυριακ. Χαραλ.
101 Μορφία
102 Σασάκης Ιωσήφ
103 Νικόλας Γαρούφαλος
104 Κωμνηνάκης Χαμηλούσα
105 Δαμιανός Πηνός
106 Μανολάκης Σακάρης
107 Παντελάκης Μαγδαλινής
108 Γιάννης Αναγνώστου
109 Θανάς Ντανάτσικος
109 Δαμιανός Φωτίνια
111 Κρασομάγαζο I. Κόντου
112 Κοσμάς Γκουλής
113 Αναγνώστης Γκουλής
114 Λεωνίδας Λοίζου
115 Στρατής Σπύρτος
116 Φωτής Πούνη
117 Τριαντάφ. Γκουλή
118 Ασανάκης
119 Νκόλαος Νάνος
120 Γεωργάκης Μπέης
121 Κων)τίνος Χρυσομάλης
122 Κων)τίνος Γιαμπουλτάκης
123 Αναγνώστης Λαγόπουλος
124 Στρατής Μύστελος
125 Βαλάσινα
126 Θεολόγος Αρχοντή
127 Αποθήκη Λαγοπούλου
128 Κοσμάς Μουφάς
129 Κατερνίτσα Κουρβούλινα
130 Νικολάκης Καραγκόλιας
131 Αναστάς Τζουμπάνιας
132 Φάνιας
133 Νικολής Αρχοντή
134 Γιαννάκης Βολούτας
135 Σάββας Γιωβάννη
136 Πατανός
137 Γεώργιος Μοσχή
138 Κων)τίνος Μούρθου
139 Κων)τίνος Βλάχος
140 Κων)τίνος Παγώτης
141 Μήτρος Βιργής
141α’ Κων)τίνος Χάϊτας
142 Κωνστ. Μούρθου
143 Δαμιανός Τσικούρας
144 Χαράλ. Μυρτζανιός
145 Κοσμούλιας
146 Νικολής Χαράνης
147 Χαράλ. Πάπαδος
148 Παγιώτας Βουλούτα
149 Παρασκ. Κουμπάρος
150 Ζαχαρίας Κοντού
151 Κων)τίνος Μαύρος
152 Κων)τίνος Βιβένιας
153 Κουφατζής
154 Σχολή
155 Δημητράκης Βιβένιας
156 Δημητράκης Παγώτη
157 Αρχοντής Αδάμ
158 Κοσμάς Καψάλης
159 Μήτρος Βαγράνης
160 Παναγής Βασιλάκης
161 Κοσμάς Παγώτη
162 Νικόλας Γεώργιος
163 Γιαννακάκης Νάνου
164 Φωτάκης Γκηλία
165 Μήτρος Ματζουράνης
166 Σαράφης Δημητρίου
167 Τριαντάφ. Λαγόπουλος
168 Θεόφιλος Καντηλανάπτης
168 α Πολυμένος
169 Κρασομάγαζο Γιωβάναγα
170 Αναγνώστης Βαλουτής
171 Νταντίκος
172 Εκκλ. Ταξιαρχών
173 Κρασομάγαζο Θ. Λαγοπούλου
174 Πασχάλης Ντέντος
175 Κων)τίνος Λοίζου
176 Νικολάκης Νάνος
177 Στρατής Πακμαζάς
178 Παρασκευάς Παράσχου
179 Μαστρογιάννης
180 Στυλιανός Διασούρης
181 Αποθήκη Μαστρογιάννη
182 Καλαθάς
183 Λεοντής Τρύπου
184 Νικολής Σόης
185 Μήτρος Πασχαλάκης
186 Κρασομ. Γιωβάννη Πήτσικου
187 Γιωβάννης Πήτσικος
188 Κομνην. Παπαντελή
189 Κωστής Μαυροπαλιά
190 Ζαμπέτης
191 Κ. Ψύχος
192 Νικολής Τσικάλης
193 Χρυσαφής Μπούφος
194 Στεφανής
195 Μήτρος Πουδάρας
196 Χρυσαφής Κιουζέλης
197 Νικολής Πουδάρας
198 Ελένη Αρβανίτη
199 Βασίλης Καπετάνου
200 Βιργής
201 Στεφάνης Πασχαλάκη
202 Θεολόγος Ράλλης
203 Κολοπανάς
204 Πυρτσιλής
205 Κρασομ. Θεολόγου Ράλλη
206 Κρασομάγαζο Κομνηνάκη
207 Κομνηνάκης Κων)νος
208 Νταντίκος
209 Κρασομ. Νταντίκου
210 Νταντήνιας
211 Κρασομάγαζο
212 Βουλγαράκος
213 Πούλιος
214 Γιωβάννης Απίκος
215 Στρατής Απίκος
216 Φωτάκης Μπουμπούνα
217 Χρυσαφή Γ. Καρπούζη
218 Γιωβάννης Σάββα
219 Χρυσάφης Καφεστές
219 Γιαννάκης Αρχοντή
221 Χαυγιαρού
222 Θεοδός Πύρρου
223 Γεώργ. Τζημπητζής
224 Κρυστάλλης Καφεστές
225 Ζαφράκης Καπετάνου
226 Άννα Ψύχινα
227 Αναγν. Λαγόπουλος
228 Παναγιώτης Γκηρτζάνης
229 Κομνην. Κων)τίνου
230 Θεοδός Βαρσαμή
231 Άννα Κατσβελάρας
232 Γιωβάν. Μαμάκος
233 Κων)τίνος Μαλαματένιος
234 Μητράκος Βαρέλλας
235 Γεωρ. Μαύρος
236 Μήτρος Παπαληγόριου
237 Θεολόγος Τζηφρή
238 Γεωρ. Ναζήρης
239 Χρυσαφής Κ. Καρπούζη
240 Νικολάκης Κ. Καρπούζη
241 Χαράλ. Λουντρούκη
242 Μήτρος Λουντρούκη
243 Θανάς Παναγιώτσα
244 Τσεκούρα
245 Χρυσαφής Ντάφλος
246 Μαντάς
247 Κωνσταντής Λιουντούδας
248 Στρατής Ρούλη
249 Γιωβάννης Μπουτζέκης
250 Γκηρλάνιδες
251 Στυλιανός Χιώτη
252 Δημητρός Κουράγιος
253 Φωστήρα Λουντρούκη
254 Θεοδός Ντάφλου
255 Μήτρος Ανταλής
256 Ρωμπέλος
257 Κωνσταντής Κατσίκης
258 Γιαννάκης Ρότσικος
259 Λιγοράκης Μαλαματένιος
260 Κομνηνάκης Μαυροπαλιά
261 Κρασομάγ. Παπαληγόριου
261α Καπλάνης
262 Κυριαζής Μτζέκης
263 Στυλιανός Χνούδης
264 Μανολάκης Κοντού
265 Σαραντινός Εκκλησιάρχου
266 Γιωβάννης Χατζημήτρου
267 Κρασομ. Καρπούζη
268 Θεοδούλα Βαλουτή
269 Γιάννης Πηλίκος
270 Τριαντάφ. Πηλίκος
271 Κων)τίνος Κοτσώνης
272 Πρόδρομος Διασούρης
273 Ντησλής
273 Μαραβέλιας
275 Θεοφάνης Ντησλής
276 Τριαντάφ. Γκαλαγκάνης
277 Κων)τίνος Κουράγιος
278 Κυριάκος Κμαράς
279 Σαραντινός Λουκούμης
280 Ασμής Μούλου
281 Παπακωνστάντιος
282 Μαγκίρης
283 Αλέξανδρος Λάκκης
284 Φωτάκης Τσουλάκης
285 Γεώργιος Γκρημνίτης
286 Δεβράνος
287 Ρότσικος
288 Νοικοκύρης
289 Ζαφιρίτσα.
290 Παντελής Αλεξανδρή
291 Πρίντσος
292 Μπουτσούκης
293 Κρυσταλλάκης
294 Αλέξανδρ. Κόντου
295 Χρυσαφής Γκηντίνα
296 Παρασκευάς Τότα
297 Στρατής Παπαλεξανδρή
298 Θανάς Παπαλεξανδρή
299 Χαράλαλ. Σταυράκη
300 Κωνστ. Πρωτοψάλτης
301 Αφρατίνα
302 Κων. Συγκάκης
303 Κουτρούλιας
304 Χρυσάφης Κλείτσος
305 Χαράλ. Μπρατσόλης
306 Αγνώστου
307 Ντάντριας
308 Παπά Κορνήλιος
309 Χαράλ. Κιαβούρης
310 Κων)τίνος Γκηντήνας
311 Στρατής Σιμητσής
312 Κρεοπωλείον
313 Θεολόγος Δοξάκη
314 Κοσμάς Θεολόγου
315 Καφενείον
316 Καφενείον Γιωβαν. Χατζημήτρου
317 Καφενείον Θανασ. Παπαμιχαήλ
318 Καφενείον Χρυσάφ. Γκηντίνας
319 Καφενείον Σαράντ. Αβακούμ
320. Τσαμπατίλης
321 Παρίσος
322 Κων. Λουλάς
323 Πολίτης Μούλου
324 Βετσέντσος
325 Θεοδούλα Κρυσταλλάκη
326 Μοδής
327 Χήρα Μηγδαλνή
328 Συνόδης Κρυσταλλάκη
329 Κρυστάλλη Κωστή
330 Ανδρέας Προδρόμου
331 Γιωβάννης Χατζαγγελής
332 Άχελάς
333 Πασχάλης Κλείτσος
334 Σαραντ. Βαλασάκης
335 Βιρνέζ Κωστή
336 Τσουρτσουλούδας
337 Σταυρινός Βολούτας
338 Κρασομάγαζο Βιρνές
339 Γληγούδης
340 Βιρόπλος ή Κατμέρης
341 Μπουλούμης
342 Ι Αρστής Μπελλάς
343 Π. Γιουρούκης
344 Θεοδ. Λουντρούκης
345. Σ. Κακκαλένια
346 Ιωσήφ
347 Κων)τίνος Τζάμινης
348 Θανάς Αγιασμάτης
351 Σαραντινός Ρούλης
352 Βασίλης Βασίλαρος
353 Μιχαήλ Βαλάκος
354 Θυσεύς
355 Πολύχρονης Αλπάνης
358 Στυλιανός Άλπάνης
359 Θεοδοσάκης Πρωτοψάλτου
360 Δημητρός Πρωτοψάλτου
361 Φωτής Μπελλάς
362 Κτούλιδες
363 Αγνώστου
364 Παναγιωτούλης
365 Αντων. Μπατηνής
366 Αγαθάρα
367 Αχτινίτσα
368 Ζαχαρίας Μαμάλια
369 Μουγκάνος
370 Φωτίνιας
371 Αντων. Χούμπαρος
372 Τζηνετής
373 Διομαντής Χνούδης
374 Καφενείον Μιχαλ. Λυμπέριου
375 Στρατής Μπελλάς
376 Αναγνώστης Μπελλάς
377 Βασίλειος Χατζαγγελής
378 Χαραλ. Ποτήρας
379 Μιχαλάκης Λυμπέριου
380 Πολύχρονης Λυμπέριου
381 Νικολάς Λολού
382 Γιωμάνης
383 Καλπίνης
384 Αργυρός Μούλου
385 Παναγιώτης Φιλίου
386 Κων)τίνος Ασημή
387 Πηλιώνινα
388 Α. Πούπης
389 Παναγιώτης Καλαγκάνης
390 Ελευθέριος Λευκαντινού
391 Αναγνώστης Γκαγκούτης
392 Χαράλαλ. Κολουματάρης
393 Στρατής Βλάχος
394 Θανάς Καρακατσάνης
395 Παναγιώτης Καρακατσάνης
395 Μαστρομιχαήλος
397 Μήτρος Χρήστου
398 Γιάννης Χούμπαρος
399 ΑριστήςΤσουλάκης
400 Κωστής Γκαγκάς
401 Κων. Παπαμιχαήλ
402 Οικόπεδον Καλούδη
403 Σωτηράκης Ντανούκας
404 Νταντής
405 Γεώργιος Παπαμιχαήλ
406 Στράτος Κοντού
407 Θανάς Παναγιώτσα
408 Σάββας Μανασής
409 Μήτρος Τζουμπάνης
410 Νικολής Χρήστου
411 Δαμιανός Τσατσακούλης
412 Κυριάκος Ασπρομούστακος
413 Φούρνος Κων. Ντανούκα
414 Σταυρινός Χατζηπαπάς
415 Γκουτσαμπάς Νεράντζης
416 Κων)τίνος Κουκαράκη
417 Αργύρης Καΐτατζής
418 Βασίλης Πούπης
419 Γ. Καραμπατζάκης
420 Τζηνετούλης
421 Φάνιας Χασάπης
422 Μαρθάρας
423 Θεοδός Παπαμιχαήλ
424 Κοινοτικόν
425 Δημητράκης Αμπλάκης
426 Θεοδοσάκης Παρίση
427 Κρασομάγαζο Θ. Παρίοη
428 Κλαπάτσα
429 Κρασομάγ. Λύκαρη
430 Κελιά Δοξάκη
431 Θεολόγος Δοξάκη
432 Πρόδρομος Τσουλάκης
433 Ασανάκης
434 Φωτάκης Νικόλα
435 Αναγνώστης Αλμπάνης
436 Κρασομάγαζο Θ. Καφεστέ
437 Παντελ. Αλεξανδρή
438 Αγ. Σπυρίδων
439 Λαμπαδάριος
439 Συναδινός Σταυράκης
441 Αναγνώστης Τσουλουλής
442 Θεοδωρής Μπελτές
443 Στυλιανός Τσουλουλή
444 Ελένη Τσουλουλή
445 Δημοσθένης Κουτοκούνης
446 Μπαρπανάς
447 Γούπα
448 Παναγής Κουλτούκης
449 Στυλιανός Καραμπακάλης
450 Καραμύλιας
451 Κρασομάγαζο Θεόδωρ. Πύρρου
452 Θεοδ. Καφεστέ.
453 Παρασκευάς Βάκχος
454 Παναγής Πύρρου
455 Χρυσαφής Ηλία
456 Μετόχιον
457 Θεόφιλος Αγιασμάτης
458 Τρύπος
459 Συναδ. Νάνου - Κυδώνης
460 Μπηλμπίλης
461 Αγνώστου
462 Μαχλέρα
463 Αναγνώστης Κωστή
464 Παναγής Πύρρου
465 Παναγής Δάνδριας
466 Χρυσαφής Ξαφούλης
467 Σαράφης Λουκούμης
468 Δημητράκης Πύρρου
469 Θανάς Μπελτές
470 Γιακείμ Μπάρμπα
471 Κουρκοράς
472 Κων. Κρομμύδας
473 Λαμπαδάριος
474 Κρυστάλλης Βαρσαμή
475 Παπαδιούλας
476 Χαβέλης
477 Παπαχρύσανθος
478 Αποθήκη αγνώστου479 Μπαμπαλής
479 Β. Ταυλάριος
481 Αδελφή Θεοτζηφρή
482 Κοσμάς Πήτσκου
483 Κων)τίνος Τελάλης
484 Δύο αδελφές
485 Στυλιανός Βόλος
486 Κρασομάγαζο Παπαδιούλια
487 Παπαγιώργης
488 Σταυρούλα Ρητόρα
489 Χρυσαφής Μπελτές
490 + Άγιος Γεώργιος
491 Παπαϊερώνυμος
492 Αργύρης Σαμαλτάνας
493 Τσηπλάκενα
494 Αργυρός Μάνταλος
495 Μήτρος Κολουματάρης
496 Κων)τίνος Στεφανή
497 Γεώργιος Αμπλάκης
498 Στράτος Κουκαράκης
499 Παπούδα
500 Τσάνης
501 Ζαχαράκης Χειμώνας
502 Ντρομούζης
503 Σταυράκης Κοντέσας
504 Φραγκόπλος
505 Μανουλάκης Σταμποτού
506 Γεώργιος Χειμώνα
507 Διαμαντής Βουλγάρας
508 Φανούλα Χήρα
509 Παντελάκης
510 Σάββας Διοματάρ
511 Ευλαμπία Ζαπτιέ
512 Κακάρα
513 Κων)τίνος Παπάνθυμου
514 Κρασομάγαζο Ν. Καλπάκη
515 Στρατής Τέρσης
516 Τριανταφ. Βουτσάς
517 Ζαχαρίας Αρχοντή
518 Θανάς Καμπούρης
519 Κων)τίνος Αντίξτου
520 Παντελάκης Αντίξτου
521 Καραδήμος
522 Τριανταφ. Καμλάρης
523 Γεώργιος Παπαμιχαήλ
524 Ιωακείμ Σταμποτού
525 Χαράλαμπ. Σταμποτού
526 Ρητσελάς
527 Κων. Αμπλάκη
528 Δημήτριος Αμπλάκη
529 Νικόλας Γκαγκάς
530 Παρασκευάς Σόη
531 Ξυνός
532 Δημήτρης Παντάκα
533 Κων)τίνος Παντάκα
534 Δέλκος
535 Κρασομάγαζο Δέλκου
536 Χαράλ. Ρούλης
537 Φάνιας Ρούλης
538 Νικολάκης Καλπάκης
539 Μανός Αρχοντή
540 Μπαναχάρινα
541 Τριανταφ. Βαλάκος
542 Θανάς Βούλγαρος
543 Αναστάς Βαλλάση
544 Τριαντ. Παγώτης
545 Κων Βαλαιβάνης
546 Χατζασμής Τζηνέτα
547 Ποτήρα
548 Καζαβής
549 Μπατσέλος
550 Καραδήμος
551 Κων. Δρουμούζης
552 Κικιώ Πασχαλινά
553 Κων)τίνος Μπουσάκης
554 Τζηνέτα
555 Μήτρος Κουλτούκη
556 Κανάρης
557 Χαράλ. Κουγκαριώτης
558 Αλεξανδρής Φωτάκη
559 Κρασομάγαζο Α. Φωτάκη
560 Γεώργ. Μαμάκος
561 Παναγ. Λαδάκης
562 Ζαπτιές
563 Κων)νος Μαντικός
564 Πασχάλης
565 Θανάς Δεσπότης
565 Γεώργ. Τσουρτσουλούδας
566 Φανούλα Παναγιώτσας
567 Θανάς Βούλγαρος
568 Δαμιανός Ντρουμουζάκης
569 Παναγ. Κουτράκης
570 Σιδηράδικο
571 Αλέξανδρος Ρήτωρ
572 Πούτκας
573 Τουρνά
574 Φανάκης Τζημπλαντώνης
575 Κων)τίνος Μαντίκος
576 Χαράλαμπος Τζημπλαντώνης
577 Παπαθεόδωρος Λύκαρης
578 Κωνσταντίνος Λύκαρης
579 Γιωβάνης Τσατσακούλης
580 Αλεξανδρής Κατρούλλης
581 Μήτρος Γιακείμαρος
582 Βασιλάκης Ανταλής
583 Χριστοφίλης
584 Στρατής Μύιας
585 Λαζαρής Κουλάκα
586 Ηλίας Νανέλιας
587 Αυγερινός Ζήσου
Τα υπ' αριθμούς 57 - 58 - 93 - 363 οικήματα, τα οποία αναφέρονται ως «Αγνώστου», αφορούν οικήματα, των οποίων οι ιδιοκτήτες πέθαναν, άγνωστο πού, χωρίς ν' αφήσουν κληρονόμους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΤΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, του Αγγέλου Γερμίδη, (Θεσσαλονίκη, 1976).
2. Η ΚΩΜΟΠΟΛΙΣ ΣΤΕΡΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, αναλυτική μελέτη του κ. Θεοδώρου Λαγόπουλου, (έκδοση του 1960).
3. Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΣΤΑΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟ 1924, Πασχάλη Βαλσαμίδη, Θεσ/νίκη 1996.
4. ΘΡΑΚΙΚΑ, ΗΤΟΙ ΔΙΑΛΕΞΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ, ΓΑΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΑΣ, ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΑΘΥΡΩΝ, ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ, ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΜΑΔΥΤΟΥ, του Ευστρατίου Δράκου, (Αθήνα, 1892).
5. ΜΝΗΜΗ ΓΑΝΟΧΩΡΩΝ, του Μανουήλ Γεδεών, (Κωνσταντινούπολη, 1913).
6. Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΛΟΥ ΕΝ ΑΥΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ, του Σταματίου Β. Ψάλτη, (1919).
7. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ (1913-1918), της Βασιλικής Τσακόγλου, (Θεσσαλονίκη, 2010).
8. Εδουάρδου Στάνφορντ, «εθνογραφικός χάρτης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και Ελλάδος, μετά εισαγωγικών παρατηρήσεων περί της διασποράς των φύλων εν τη Ιλλυρική χερσονήσω και στατιστικών πινάκων του πληθυσμού, (που εκδόθηκε στην Αθήνα, το έτος 1871).