Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΡΉΣΟΥ, ΗΜΙΘΕΟΥ ΗΡΩΑ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ: Ο ΠΟΤΑΜΙΟΣ ΘΕΟΣ ΣΤΡΥΜΟΝΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΟΥΣΑ (ΚΛΕΙΩ Ή ΕΥΤΕΡΠΗ)
Ο ΘΑΜΥΡΙΣ, ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΚΤΗΣ (ΣΗΜ. ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ)
Η ΦΥΛΛΙΣ (CIASA, ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΗΔΩΝΩΝ ΘΡΑΚΩΝ CIASUS), ΕΠΩΝΥΜΗ ΗΡΩΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΦΥΛΛΙΔΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ
(Το κείμενο που αναρτώ στηρίζεται στην υποβληθείσα το έτος 1927, από τον διακεκριμένο, Γερμανό φιλόλογο και Ελληνιστή JOHANNES REMPE (1903-1977), στο Wilhelmine - Westphalian Univerrsity (Πανεπιστήμιο) του Münster της Γερμανίας, διδακτορική διατριβή, που είχε τίτλο «DE RHESO THRACUM HEROE», δηλ. «περί του Ρήσου, ως Ήρωα λατρευόμενου από τους Θράκες» και, λόγω του μεγέθους του, το χώρισα σε πρώτο και δεύτερο μέρος, τα οποία θ’ αναρτήσω, με διαφορά 2-3 ημερών μεταξύ τους).
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΡΉΣΟΥ: ΗΙΟΝΕΥΣ – ΣΤΡΥΜΩΝ –ΑΡΗΣ
Κάνοντας μια ανασκόπηση των χωρίων, στα οποία αναφέρεται ο ήρωας Ρήσος, πρέπει, φυσικά, να ξεκινήσουμε από τον Όμηρο, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ρήσος, βασιλιάς των Θρακών, ήταν γιος του Ηιονέως. Ιλιάδ. 10. 433-441 (μιλάει ο Δόλων): ….ἀλλὰ τί ἢ ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα; εἰ γὰρ δὴ μέματον Τρώων καταδῦναι ὅμιλον Θρήϊκες οἷδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες ἔσχατοι ἄλλων: ἐν δέ σφιν Ῥῆσος βασιλεὺς πάϊς Ἠϊονῆος. τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους: λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι: ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται: τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια θαῦμα ἰδέσθαι ἤλυθ᾽ ἔχων: τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν, ἀλλ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν. («Αλλά γιατί να σας τα πω όλα αυτά, ολοκληρωμένα και με λεπτομέρειες; Γιατί αν εσείς οι δύο είστε πρόθυμοι να πάτε στο στρατόπεδο των Τρώων... οι Θράκες, οι νεοφερμένοι, στρατοπεδεύουν μακριά από τους άλλους, και ανάμεσά τους ο Ρήσος, ο βασιλιάς τους, ο γιος του Ηιονέα, και είδα τα άλογά του, τα πιο όμορφα και μεγάλα, λευκότερα από το χιόνι και σαν τον άνεμο, όταν τρέχουν, και το άρμα του όμορφα δουλεμένο με χρυσό και ασήμι, και τη μεγάλη, χρυσή πανοπλία του, ένα θαύμα να την βλέπεις, που έφερε μαζί του (και) που μοιάζει υπερβολική για να τη φορέσει ένας θνητός άνθρωπος, αλλά ταιριάζει στους αθάνατους θεούς»).
Τι εννοούσε, κατ’ αρχάς, ο Όμηρος, λέγοντας «Θράκη»; Ο Rempe θεωρεί ότι η απάντηση βρίσκεται στην Ιλιάδα (14. 225-7), όπου η Ήρα, φεύγοντας από τον Όλυμπο, διέσχισε την Πιερία και την Ημαθία και στη συνέχεια πέρασε πάνω από «τα χιονισμένα βουνά των Θρακών» προς τον Άθωνα και μετά (πέρασε) πάνω από την θάλασσα, προτού φτάσει στη Λήμνο. Δεν μπορεί, λοιπόν, ν’ αμφισβητηθεί ότι ο Όμηρος, (λέγοντας) «τα χιονισμένα βουνά των Θρακών», εννοούσε την περιοχή γύρω από τη χερσόνησο της Χαλκιδικής, (διότι, από τους αρχαίους Έλληνες, ολόκληρη η περιοχή, στις βόρειες ακτές του Αιγαίου, ονομαζόταν «Θράκη» και θεωρούνταν ότι κατοικούνταν από διάφορους θρακικούς λαούς, ήδη από τα πιο αρχαία χρόνια. Βλέπε Στράβων, 7. 329, 11- 330, 24- 331,36- 10. 471, 17 κλπ.)
Και συνεχίζει ο Rempe: Η πόλη Ηιών βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, εκεί όπου αυτός συναντά το Αιγαίο Πέλαγος, κοντά στο σημείο όπου ιδρύθηκε η πολύ μεταγενέστερη πόλη της Αμφίπολης, (από τους Αθηναίους, το 437/6 π.Χ.). Αυτή η πόλη των Ηιονέων ιδρύθηκε από τους Πέρσες, επί Δαρείου Α΄ (522-486 π.Χ.), λέει ο Oberhummer, ακολουθώντας τον Eduard Mayer, ο οποίος υποστήριξε ότι οι Πέρσες ίδρυσαν πολλές οχυρωμένες πόλεις (πόλεις –φρούρια), στη βόρεια ακτή του Αιγαίου, κατονομάζοντας, μεταξύ αυτών, τον Δορίσκο κοντά στις εκβολές του Έβρου και την Ηιόνα, στις εκβολές του Στρυμόνα. Αλλά αν και μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τον Ηρόδοτο ότι ο Δορίσκος ιδρύθηκε, πράγματι, από τους Πέρσες, δεν μπορεί, παρά να σκεφτεί κανείς ότι, ήδη, ακόμη και πριν από την εποχή του Δαρείου, υπήρχε μια ελληνική αποικία, εκεί όπου αργότερα βρισκόταν η πόλη Ηιών (Ηρόδοτος 5. 2, 10 - 7.25, 107, 113- 8. 118, 120). Πράγματι, εγώ νομίζω ότι είναι πιθανό, όπως είχε ήδη υποστηρίξει ο Kiepert, Ίωνες άποικοι να είχαν αρχικά ονομάσει την περιοχή στις εκβολές του Στρυμόνα «ηιών», δηλαδή, παραλία και ότι, στη συνέχεια, το όνομα αυτό δόθηκε σε μια πόλη που αυτοί (οι Ίωνες) ίδρυσαν αργότερα.
Ο πατέρας του Ρήσου, ο «Ηιονεύς» ήταν, επομένως, ένας επώνυμος ήρωας - ιδρυτής αυτής της πόλης, όπως πρώτος υπέθεσε ο Wilamowitz. Πολλοί μελετητές έκτοτε συμφώνησαν: Θα μπορούσα να αναφέρω τους Hiller v. Gaertringen, Robert, Perdrizet και Sittig, αλλά, ίσως, θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι οι Έλληνες ονόμασαν πρώτα τον ίδιο τον ποταμό, «ποταμό στην παραλία», «Ηιονεύς», (με συνέπεια, ο πατέρας του Ρήσου να είναι ένας ποτάμιος θεός, ο Στρυμόνας), πριν υιοθετήσουν το φρυγικό όνομα «Στρυμών»- ειδικά αφότου ο Κόνων (στο σύγγραμμά του NARRATIONES) υιοθέτησε την παράδοση ότι ο ποταμός Στρυμόνας ονομαζόταν κάποτε «Ηιονεύς». Αυτό όμως σημαίνει ότι είναι ανάγκη να εξετάσουμε, αν η παράδοση του Κόνωνα ήταν αληθινή ή ψευδής και ν’ αναζητήσουμε ποια πηγή έλαβε υπόψη του ο Κόνων, στο 4ο από τα μυθολογικά διηγήματά του, ένα βιβλίο που αφιέρωσε στον Αρχέλαο Φιλοπάτορα (ή Φιλόπατρι), βασιλιά της Καππαδοκίας 36 π.Χ.-10 μ.Χ., συγγραφέα επιστημονικών, γεωγραφικών έργων. Έχουμε αυτές τις αφηγήσεις μόνο περικομμένες από τον βυζαντινό πατριάρχη του 9ου αιώνα, Φώτιο, ο οποίος διάβασε και συνόψισε, στην «Βιβλιοθήκη» του, προς όφελος του κύκλου του, μια σειρά από ειδωλολάτρες πεζογράφους, πολλοί από τους οποίους είναι σήμερα χαμένοι.
Υποστηρίχθηκε, από σύγχρονους ιστορικούς, στα έργα των οποίων παραπέμπει ο Rempe, ότι το έργο του Κόνωνα βασιζόταν κυρίως σε τρεις αυθεντίες, τον Έφορο, τον Ηγήσιππο από την Μηκύβερνα (της Θράκης) κι έναν τρίτο, άγνωστο συγγραφέα, που είχε γράψει μια σύνοψη διαφόρων έργων για τη μυθολογία και απέδωσε τις διηγήσεις του Κόνωνα, οι οποίες έχουν σχέση με τη θρακική ιστορία και μυθολογία, στον Ηγήσιππο, του οποίου η ανθολογία ήταν πιθανόν του 3ου αιώνα π.Χ. ή εκεί γύρω. Ο Rempe συμφωνεί με την άποψη αυτή, με το σκεπτικό ότι ο Ηγήσιππος, που είτε καταγόταν από την Μηκύβερνα της Θράκης, είτε είχε ζήσει εκεί, επιτρέπεται να θεωρείται πολύτιμη αυθεντία, σε ότι αφορούσε τη Χαλκιδική, την γύρω περιοχή και τη Θράκη γενικότερα.
Στο συνέχεια, ο Rempe αναφέρει ότι, πράγματι, ολόκληρη η ιστορία του Κόνωνα, κατά το μέρος που αυτή αναφέρεται στην Χαλκιδική, (η οποία αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Θράκης), έχει τη σφραγίδα και το χρώμα που της επιτρέπει να την θεωρήσουμε ότι αποτελούσε την πραγματική παράδοση των τόπων, στους οποίους αναφέρεται και γι' αυτό, φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι, και στην ιστορία του Κόνωνα, ο Ρήσος περιγράφεται ως συγγενής του Στρυμόνα, ο οποίος, κι αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αποκαλείται «βασιλιάς των Θρακών», εφόσον γνωρίζουμε ότι η λατρεία του Στρυμόνα ήταν δημοφιλής στην Αμφίπολη, από ένα σωζόμενο διάταγμα του 357/6 π.Χ., με το οποίο, όταν δύο άνδρες, ο Φίλων και ο Στρατοκλής, εξορίζονται, το ένα δέκατο της κατασχεμένης περιουσίας τους δωρίζεται (στα ιερά του) Απόλλωνα και του Στρυμόνα.
Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μου, λέει ο Rempe, η αφήγηση του Κόνωνα πρέπει να προέρχεται από τα Παλληνιακά του Ηγησίππου, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού ότι ο Στρυμόνας ήταν «ο επώνυμος ήρωας εκείνου, που κάποτε ονομαζόταν ποταμός Ηιονεύς», εφόσον, δε, αυτή η παράδοση υπήρχε και στο έργο του) Ηγήσιππου, ενός πολύ μορφωμένου μελετητή των θεμάτων που αφορούσαν τις περιοχές που βρίσκονταν γύρω από τη Χαλκιδική, υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι, αυτή να γίνει πιστευτή.
Και συνεχίζει ο Rempe: Τώρα, εφόσον, στην Ομηρική «Δολώνεια» (10η ραψωδία της Ιλιάδας), ο Ρήσος αποκαλείται «γιος του Ηιονέως», αυτό δείχνει ότι η περιοχή στις εκβολές του Στρυμόνα ήταν οικεία στον συγγραφέα της. Διότι, στην πραγματικότητα, η Δολώνεια (10η ραψωδία της Ιλιάδας), γίνεται γενικά αποδεκτό ότι γράφτηκε σε μια εποχή μεταγενέστερη από εκείνη του Ομήρου, ο δε Wilamowitz θεωρεί ότι αυτή βρίσκεται πιο κοντά στην εποχή του Αρχίλοχου (περίπου 650 π.Χ.), παρά σ’ εκείνη των προγενέστερων, επικών ποιητών. Οι Έλληνες, όταν τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να δημιουργούν αποικίες, σε όλες σχεδόν τις ακτές της Μεσογείου, είχαν, ήδη, πιθανότατα, συναλλακτικές σχέσεις με τους κατοίκους των περιοχών εκείνων, πριν στείλουν τους αποίκους τους. Ως εκ τούτου, ο συγγραφέας της «Δολωνείας», (αν υποθέσουμε ότι αυτός ήταν κατά έναν περίπου αιώνα μεταγενέστερος του Ομήρου), θα μπορούσε να γνωρίζει για την περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα. Συνεπώς, θα έλεγα ότι, όταν αυτός ο ποιητής έκανε τον Ρήσο γιο του Ηιονέως, είχε στο νου του ακριβώς εκείνη την περιοχή, πίστευε ότι ο Ρήσος ήταν είτε γιος του επώνυμου ήρωα της πόλης της Ηιόνος, είτε του ήρωα του ποταμού, ο οποίος ονομαζόταν «Ηιών», προτού λάβει το όνομα «Στρυμών». Και μολονότι δεν θεωρώ ότι αυτό τεκμηριώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας, με τα επιχειρήματα που εξέθεσα, το θεωρώ πολύ πιο πιθανό από το συμπέρασμα άλλων μελετητών ότι το όνομα του Ηιονέως, ο οποίος αναφέρεται (ως πατέρας του Ρήσου) στη Δολώνεια δεν έχει, κατά κάποιον τρόπο, καμία σχέση με τον Στρυμόνα ή την περιοχή γύρω από τον ποταμό αυτόν - ιδίως όταν γνωρίζουμε, από άλλες πηγές, ότι το όνομα του Ρήσου ήταν πολύ γνωστό στους κατοίκους της περιοχής αυτής.
Και πράγματι, ο Στράβων, στο χωρίο, στο οποίο περιγράφει την περιοχή πάνω από τον Στρυμόνα, δηλαδή, στην αριστερή όχθη του ποταμού, πάνω στη θάλασσα και κοντά στο Δάτον, ως τη γη των Οδομάντων,, των Ηδωνών και των Βισαλτών, αναφέρει κι αυτός ότι ο Ρήσος είχε γίνει βασιλιάς τους, (7. 331.36. ««Οἱ Οδόμαντες καὶ Ηδωνοί καὶ Βισάλται... ἀνάμεσά τους ο Ρήσος ἐβασίλευσε, (έγινε βασιλιάς»). Το ότι εδώ η πηγή του Στράβωνα είναι ο Όμηρος, μου φαίνεται αδύνατο – θεωρώ, μάλλον, πολύ πιο πιθανό, αυτός ν’ ακολουθεί κάποια άλλη πηγή και δεν χρειάζεται να πιστέψουμε ότι είχε στην διάθεσή του την τραγωδία «Ρήσος», (ως πρωτογενή πηγή), δεδομένου ότι ούτε οι Οδόμαντες, ούτε οι Ηδωνοί, ούτε οι Βισάλτες δεν αναφέρονται σ' αυτήν.
Ερχόμαστε, επίσης και στην τραγωδία «Ρήσος», σε τρεις, διαφορετικούς στίχους της οποίας (279- 304- 652), ο Ρήσος αποκαλείται γιος του Στρυμόνα. Αυτό ταιριάζει με την παράδοση που είδαμε στον Όμηρο, στον Μαρσύα τον νεότερο, στον Κόνωνα και στον Στράβωνα. Πράγματι, όλοι αυτοί οι συγγραφείς μας δίνουν να καταλάβουμε ότι η παράδοση για τον Ρήσο προέρχεται από τις όχθες του ποταμού Στρυμόνα. Επομένως, όταν ο ποιητής του Ρήσου τον αποκαλεί γιο του Στρυμόνα, δεν εφευρίσκει τη σχέση, απλώς, ακολουθεί την παράδοση, που υπήρχε ήδη στην κοιλάδα του Στρυμόνα.
Η ΜΟΥΣΑ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΡΉΣΟΥ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΜΥΡΙ
Στο σημείο αυτό, όσα πληροφορούμαστε από την τελευταία σκηνή της τραγωδίας «Ρήσος», πρέπει να τα εκθέσουμε προσεκτικά και με λεπτομέρειες. Διότι, ενώ η υπόλοιπη τραγωδία έχει να πει ελάχιστα πράγματα, που δεν υπήρχαν ήδη στη Δολώνεια (10η ραψωδία της Ιλιάδας), η τελική σκηνή διαφέρει εντελώς, σε σχέση με όσα αναφέρει ο Όμηρος. Εδώ, η Μούσα, η μητέρα του Ρήσου, εμφανίζεται με το σώμα του στην αγκαλιά της (890 κ.ε.), τον θρηνεί και προφητεύει τη μοίρα που τον περιμένει, απαγορεύει, όμως, στον Έκτορα, ο οποίος επιθυμεί να θάψει τον Ρήσο με όλες τις τιμές (959 κ.ε.), να το κάνει, λέγοντας (962-6):
Δεν θα μπει στο σκοτεινό χώμα της γης,
αυτό θα ζητήσω από τη νύφη των κάτω βασιλείων, την κόρη της Δήμητρας, της θεάς της γονιμότητας,
ν’ απελευθερώσει το πνεύμα του - γιατί αυτή μου χρωστάει (χάρη)
και πρέπει να δείξει ότι τιμά το γένος του Ορφέα.
Τώρα, όσον αφορά τη «Μούσα», που (χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό) αποκαλείται μητέρα του Ρήσου, στην τραγωδία «Ρήσος», (349 κ.ε., 387, 393, 651 κ.ε., 890 κ.ε., 919 κ.ε.), οι πηγές είναι παλιές, πολλές και εύκολα διαθέσιμες. Και αν αναρωτηθούμε αν οι Θράκες ή οι Έλληνες ονόμασαν έτσι τη μητέρα του ήρωα που συζητάμε, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε, αν οι Έλληνες ή οι Θράκες συνέλαβαν πρώτοι και διέδωσαν την ιδέα για τον ίδιο τον χορό (την ομάδα) των Μουσών.
Γνωρίζουμε, έτσι, ότι αυτές λατρεύονταν, από τα παλαιότερα χρόνια, στην περιοχή γύρω από το όρος Όλυμπος και ιδιαίτερα στα Λίβηθρα και στην Πίμπλεια (της Πιερίας του Ολύμπου), ενώ αργότερα η λατρεία τους μεταφέρθηκε και στον Ελικώνα της Βοιωτίας (Ιλιάδα 2.491, 598, 8. 468, Ησιοδ. Θεογονία 25, 53, 76, 915), ως τέκνων, πλέον, του Δία και της Μνημοσύνης και μ’ αυτή τη μορφή ταξίδεψαν κι αναγνωρίστηκαν σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Και μολονότι ο Ησίοδος, πρώτος, (Θεογ. 1, οπ. 658), τις τοποθέτησε στον Ελικώνα, δεν είχε, εν τούτοις, σκοπό να καταλύσει τη σχέση τους με τον Όλυμπο. Αντίθετα, σε πολλούς στίχους τις αποκαλεί Ολυμπιάδες (Θ. 25,36, 51, 75, 114- Op. 2), ή με παρόμοια ονόματα, και πάλι, δε, είναι αυτός που πρώτος μαρτυρεί ότι γεννήθηκαν στην Πιερία (Θ. 53) και δίνει, πρώτος, τον αριθμό εννέα (Θ. 76, πρβλ. Οδύσσεια 24.60).
Στα έπη του Ομήρου οι Μούσες αποτελούσαν ένα χορό αβέβαιου αριθμού, συχνά συνδεόμενες με τον Απόλλωνα κι ήταν θεές άριστες στο τραγούδι, που αγαπούσαν με θέρμη την τέχνη τους (Ιλ. 1.604, 2. 598- Ησ. Θ. 37, Οπ. 2, Οδύσσεια 24.60). Αλλού, πάλι, βρίσκουμε μόνο μία Μούσα, που βοηθά γενναιόδωρα τους ποιητές ή τους βοηθά να τραγουδήσουν (Ιλ. 1.1, 2. 484, 492, 761; 11.218;14. 508; 16. 112- Oδ. 1.1, 8.73, 480, 24.62- Θεογ. 114, Op. 662).
Ο Στράβων (10.471) και ο Παυσανίας (9.29. 3) είναι οι πηγές μας, σχετικά με το ότι η λατρεία τους μεταφέρθηκε από τους Θράκες στον Ελικώνα, αλλά, το αν οι Θράκες έζησαν, ποτέ, στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως βεβαιώνουν ο Ελλάνικος, ο Θουκυδίδης (2.29) και ο Έφορος, έχει αμφισβητηθεί, στα τελευταία χρόνια, από πολλούς μελετητές.
Λαμβάνοντας, εγώ υπόψη, (συνεχίζει ο Rempe), όλες αυτές τις διαφωνίες και τις αντιφάσεις, δεν τολμώ ο ίδιος να προσφέρω κάποια οριστική λύση, στο ζήτημα των Θρακών της ηπειρωτικής Ελλάδας ή της καταγωγής των Μουσών, αλλά, γι’ άλλη μια φορά, μπορώ να πω την άποψή μου, για την καταγωγή τους: Παρόλο που φαίνεται πιθανό ότι οι Έλληνες, κατά τη διαμόρφωση της εικόνας των Μουσών στο νου τους, πήραν ορισμένα στοιχεία από την παράδοση των Θρακών, λόγω του είδους της αλληλεπίδρασης μεταξύ των θρακικών λαών και της λατρείας των Μουσών, που υπεισήλθε και στην ελληνική, λογοτεχνική παράδοση, εγώ θεωρώ ότι οι Έλληνες, κατά την εξέλιξη της εικόνας τους για τις Μούσες, βασίστηκαν, κυρίως, στις δικές τους πολιτιστικές αξίες. Διότι τόσο η ίδια η λέξη «Μούσα», όσο και τα ονόματα καθεμιάς από τις εννέα, είναι ελληνικά - και οι ιδιότητες που αποδίδονται σ’ αυτές, ατομικά (στην καθεμιά), ως υποστηρίκτριες και παρέχουσες την εύνοιά τους προς τις τέχνες και τα γράμματα και ως εξαιρετικά λαμπρές τραγουδίστριες και ερμηνεύτριες, είναι τόσο σύμφωνες με την εφευρετική ιδιοφυΐα των Ελλήνων, ώστε φαίνεται παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι οι τελευταίοι «δανείστηκαν» αυτές τις θεές από κάποιον άλλο λαό. Επειδή όμως δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε, αν οι Μούσες επινοήθηκαν πρώτα από τους Έλληνες ή από τους Θράκες, ας εξετάσουμε σε ποιον τόπο λέγεται ότι ο Θάμυρις πραγματοποίησε, για πρώτη φορά, τον διαγωνισμό του με τις Μούσες:
Ο ΘΑΜΥΡΙΣ
Στην τραγωδία «Ρήσος» (915 ff.), η Μούσα, αφού καταριέται τον Διομήδη, τον Οδυσσέα και την Ελένη, για τον θάνατο του γιου της, τοποθετεί τον διαγωνισμό με τον Θάμυρι στο όρος Παγγαίο, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, γιατί αυτό της δίνει μια καλή αφορμή να εξηγήσει, πώς συνέλαβε τον γιο της, τον Ρήσο: Ήταν, όταν αυτή διέσχισε τον Στρυμόνα και παρασύρθηκε από τον ποτάμιο θεό του, αφού αυτή και οι άλλες Μούσες είχαν νικήσει ήδη τον Θάμυρι στο Παγγαίο και τον είχαν τυφλώσει. Έτσι, αν μπορέσουμε ν’ αποδείξουμε ότι, πριν από τη συγγραφή του «Ρήσου», υπήρχε κάποιος άλλος τόπος, όπου υποτίθεται ότι συνέβη η ιστορία της αναμέτρησης του Θάμυρι με τις Μούσες, πρέπει να θεωρηθεί απίθανο, ο συγγραφέας της τραγωδίας να χρησιμοποίησε παλαιότερες παραδόσεις. Θα κρίνουμε, αντίθετα, ότι είναι πολύ πιο πιθανό, ο ποιητής του «Ρήσου» να το επινόησε ο ίδιος ή ν’ αντέγραψε κάποιον άλλο Έλληνα ποιητή, παλαιότερο από τον ίδιο.
Ως εκ τούτου, το πρώτο μας στοιχείο θα πρέπει να είναι ότι, στον Κατάλογο των πλοίων (Ιλιάδα 2. 594 κ.ε., ο οποίος παρατίθεται στον Παυσανία 4. 33.7, που περιγράφει το Δώριο, στη Μεσσήνη), ο Θάμυρις λέγεται ότι, επιστρέφοντας από την Οιχαλία και τον βασιλιά της Εύρυτο, τυφλώθηκε και έμεινε άφωνος στο Δώριο, από τις Μούσες, εξαιτίας της ύβρεώς του, (η οποία συνίστατο στο) ότι αυτός είχε καυχηθεί ότι θα κέρδιζε την πρώτη θέση, ακόμη και σ’ έναν διαγωνισμό μαζί τους.
Η εκδοχή του Στεφάνου Βυζαντίου είναι ότι ο διαγωνισμός έγινε στο Δότιον της Θεσσαλίας και εξηγεί (στο λήμμα «Δότιον») ότι είχε διαβάσει στα «Ethnica του Orus» ότι αυτή ήταν η ανάγνωση του Ησιόδου.
Ορθά, όμως, λέγεται ότι ο Σοφοκλής, αν κρίνουμε από ένα απόσπασμα από το (χαμένο) έργο του «ΘΑΜΥΡΙΣ»: «Θρήϊσσα(ν) σκοπιὰ(ν) Ζηνός Ἀθῴου», (δηλαδή) «μια θρακική κορυφή του Δία, του άρχοντα του Άθω», «μετέφερε» τον ανταγωνισμό με τις Μούσες στη Θράκη, μετά, δε, το Σοφοκλή η παράδοση υπήρξε ομόφωνη, ότι ο ίδιος ο Θάμυρις ήταν Θράκας και ότι ζούσε και μάλιστα γεννήθηκε στη χερσόνησο της Ακτής (σημερινό Άγιο Όρος).
Έτσι, ο Ασκληπιάδης από την Τράγιλο, που συνέγραψε, τον 4ο αιώνα π.Χ., τα «Τραγωδούμενα» («Περί των θεμάτων της τραγωδίας»), είπε ότι οι Μούσες ήρθαν στην Θράκη, για να διεξαγάγουν τον διαγωνισμό τους με τον Θάμυρι,
ο δε Κόνων (NARRATIONES, αφήγηση 7) είπε ότι μια νύμφη από την Πελοπόννησο, που είχε μείνει έγκυος, από έναν νεαρό που ονομαζόταν Φιλάμμων, κατέφυγε στην Ακτή, όπου γέννησε τον Θάμυρι, ο οποίος μεγάλωσε κι έγινε τόσο άριστος λυράρης, ώστε οι Σκύθες τον έκαναν βασιλιά τους, αν και ήταν ξένος. Στη συνέχεια ο Κόνων συνεχίζει ν’ αφηγείται τον αγώνα με τις Μούσες.
Ακόμη, λέγεται και από τον Στράβωνα και αναφέρεται, με τα ίδια σχεδόν λόγια, από τον Ευστάθιο (7. 331.35, πρβλ. Ευστάθιος 299, 6 κ.ε.), ότι ο Θάμυρις ήταν βασιλιάς της χερσονήσου της Ακτής.
Ο Παυσανίας (4.33.3) δίνει μια παρόμοια περιγραφή: Ο Θάμυρις ήταν γιος του Φιλάμμωνος και της νύμφης Αργιόπης, η οποία, όταν κατέφυγε, από τον Παρνασσό στους Οδρύσσες, τον γέννησε εκεί, γι' αυτό και τον αποκαλούσαν «Οδρύσσιο» ή «Θράκα».
Σε μια τόσο ποικίλη παράδοση, δεν είναι περίεργο που ορισμένοι συγγραφείς δέχονται την ύπαρξη δύο διαφορετικών βάρδων, με το όνομα Θάμυρις. Για το λόγο αυτόν είναι πολύ δύσκολο να κρίνουμε, ποια παράδοση, σχετικά με τον Θάμυρι και την καταγωγή του, είναι «σωστή». Διότι, παρόλο που, σε όλες σχεδόν τις πηγές μας, αυτός αποκαλείται Θράκας, όλες του αποδίδουν γονείς μ’ ελληνικά ονόματα. Και παρόλο που ο Όμηρος και ο Ησίοδος εντοπίζουν τα πεπραγμένα του στην Ελλάδα, η υπόλοιπη παράδοση τον τοποθετεί στη Θράκη, όπου άλλοι ισχυρίζονται ότι εκεί γεννήθηκε κι άλλοι ότι μετανάστευσε εκεί.
Και οι απόψεις των μελετητών, για την ιστορία αυτή, επίσης διαφέρουν πολύ. Ο Wilamowitz υποστηρίζει ότι τόσο ο Ορφέας όσο και ο Θάμυρις είναι Έλληνες ήρωες, εκ γενετής και μόνο σε μεταγενέστερους χρόνους άρχισαν να θεωρούνται Θράκες, αλλά οι Toepffer και Gruppe διαφωνούν. Εμένα, πάντως, μου αρκεί το ότι έχω τεκμηριώσει ένα στοιχείο, που είναι πιο σχετικό με την έρευνά μας, δηλαδή, που πρώτος (εγώ) εντόπισα, τον αγώνα του Θάμυρι και των Μουσών στη Θράκη. Ο Robert (Gr. Myth. II 415) θεώρησε ότι ο Σοφοκλής ξεκίνησε αυτή την παράδοση, γιατί θεωρεί σαφές, (από την τραγωδία «Ρήσος», 921 κ.ε.), ότι ο ποιητής ακολουθεί το παράδειγμα της τραγωδίας «ΘΑΜΥΡΙΣ» του Σοφοκλή. Αλλά αν και παραδέχομαι πρόθυμα ότι το έργο του Σοφοκλή ήταν γνωστό στον ποιητή του Ρήσου, αυτό δεν αποδεικνύει, σε καμία περίπτωση, τον ισχυρισμό του Robert. Διότι το απόσπασμα του Σοφοκλή μας οδηγεί στον Άθωνα και όχι παραπέρα. Και πράγματι ο Κόνων, (αφηγήσεις 7), δείχνει τον ίδιο δρόμο: «(η νύμφη) από ντροπή έφυγε από την Πελοπόννησο και όταν έφτασε γέννησε τον Θάμυρι». Ο Robert (II 415 γραμμή 5) θεωρεί ότι η Ακτή είναι μια τοποθεσία στην Αττική και ότι δεν μπορεί ν’ αναφέρεται εδώ στη χερσόνησο στην Θράκη, γιατί ο Θάμυρις, στις επόμενες γραμμές, αποκαλείται έπηλυς, ξένος στη Θράκη, όμως εγώ δεν συμφωνώ. Πρώτον, ο Θάμυρις θα μπορούσε να ονομαστεί έτσι, ακόμα κι αν είχε γεννηθεί στην Ακτή, επειδή η νύμφη είχε έρθει εκεί, λίγο πριν τον γεννήσει, ο δε πατέρας του ήταν ξένος. Επίσης, ο Παυσανίας λέει (4.33.3) ότι η Αργιόπη είχε μεταναστεύσει στους Οδρύσες και εκεί γέννησε τον Θάμυρι (οπότε ίσως αυτός, ως «Οδρύσης», να ήταν Σκύθης) - και ο Στράβων (7.331, 35), ακολουθούμενος από τον Ευστάθιο (299.6 κ.ε.), λέει ότι ο Θάμυρις ήταν Θράκας και βασιλιάς στην Ακτή. Όμως, οι «Σκύθες», σ αυτά τα δύο μέρη, ονομάζονται Θράκες, όπως λένε ο Kanne (Cononis Narrationes, Göttingen 1798, 83) και ο Hoefer (βλ. Conon 65f. και Ro. V 471), επειδή τα ονόματα «Σκύθες» και «Θράκες» εναλλάσσονται στην (αρχαία) ποίηση - το ίδιο και ο Robert (II 415). Εξάλλου, η εκδοχή του Παυσανία είναι παραποιημένη και, άρα, λιγότερο αξιόπιστη, αφού η Αργιόπη «μεταφέρεται» απ’ αυτόν στο όρος Παρνασσός και μεταναστεύει, επειδή ο Φιλάμμων αρνείται να την παντρευτεί - επίσης, ο Κόνων δεν κατονομάζει καθόλου την Αργιόπη, στην εκδοχή, δε, του Στράβωνα ο Θάμυρις επιστρέφει στην Ακτή (σήμερα, Άγιο Όρος). Επομένως, ο Robert δεν πέτυχε στην προσπάθειά του, να δείξει ότι ο Σοφοκλής ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε την αναμέτρηση του Θάμυρι με τις Μούσες στο όρος Παγγαίο, όπως πιστεύω.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι καμία άλλη αναφορά δεν τοποθετεί τον διαγωνισμό στον Παγγαίο, εγώ θεωρώ τουλάχιστον πιθανό ότι ο ποιητής της τραγωδίας «Ρήσος» ήταν ο πρώτος που επινόησε αυτή τη λεπτομέρεια. Είναι, όμως, πολύ λυπηρό που το απόσπασμα, ή και ολόκληρη η τραγωδία του Αισχύλου, (στην οποία, όπως λέει ο σχολιαστής του «Ρήσου» - στ. 916 - ο Αισχύλος ασχολήθηκε με τον Θάμυρι), έχει χαθεί. Ωστόσο, νομίζω ότι η άποψή μου γίνεται πιθανή, από τα ίδια τα λόγια που αποδίδονται στην Μούσα, στην (τραγωδία) «Ρήσος». Διότι η Μούσα εξηγεί, σε αρκετή έκταση (915 κ.ε.), πώς συνέβη να βρεθεί στην κοίτη του ποτάμιου θεού Στρυμόνα και νομίζω ότι όποιος διαβάσει τον λόγο της, μπορεί να δει ότι ο ποιητής επινοεί κάποιες νέες λεπτομέρειες για την ιστορία, τις οποίες σκέφτηκε μόνος του, προκειμένου να εφοδιαστεί με κάποιον λόγο, για τον οποίο εκείνη (η Μούσα) διέσχιζε τον Στρυμόνα, σ’ εκείνο το σημείο. Αν λοιπόν αυτό είναι αποδεκτό, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ότι η Μούσα ονομάστηκε, για πρώτη φορά, μητέρα του Ρήσου από τους Έλληνες, και, κατά την δική μου άποψη, από τον ίδιο τον ποιητή του «Ρήσου».
Νομίζω ότι εγώ θα ταχθώ υπέρ αυτής της άποψης, ότι, επειδή ο ποιητής του «Ρήσου» δεν αναφέρει πουθενά το όνομα της Μούσας που γέννησε τον Ρήσο, υπήρξε αρκετή διαφωνία, ήδη μεταξύ των αρχαίων σχολιαστών, για το ποια από τις Μούσες ήταν η μητέρα του Ρήσου, γιατί κάποιοι έλεγαν ότι η Κλειώ (σχ. Rh. 346=Τ13) ήταν η μητέρα του Ρήσου, (μεταξύ των οποίων, ο σχολιαστής περιλαμβάνει τον Μαρσύα τον νεότερο), κάποιοι την Ευτέρπη, (όπως κάνουν ο Ηρακλείδης (ib.), ο Απολλόδωρος (ib., Βιβλιοθήκη I. 3, 4- πρβλ. σχολ. ΑΒΓ και ο Ευστάθιος στο Ιλ. 435), άλλοι την Τερψιχόρη, (όπως ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και άλλοι, που αναφέρονται στο Α’ σχόλιο στο Ιλ. 10. 435) ενώ η Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου προτείνει την Καλλιόπη, ως εναλλακτική μητέρα για τον Ρήσο.
Τέτοια ποικιλομορφία απόψεων δύσκολα θα είχε προκύψει, αν υπήρχε κάποια αξιόπιστη άποψη, για το όνομα της μητέρας του Ρήσου. Και ο ίδιος ο συγγραφέας του «Ρήσου», εφόσον δεν υπήρχε τέτοια, προηγούμενη άποψη, φαίνεται ότι δεν τόλμησε να της δώσει όνομα.
Τελικά, προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη ή ακροατή της τραγωδίας το γεγονός ότι η Μούσα αναφέρεται τόσο συχνά ως μητέρα του Ρήσου. Ο χορός (349 κ.ε.) εξηγεί ότι ο Στρυμόνας, ένας ποταμός «με ωραίες γέφυρες», είχε γεννήσει τον Ρήσο με μια Μούσα - και το επισημαίνει ξανά αργότερα, όταν ο Ρήσος κάνει την είσοδό του (385 κ.ε.): «Ένας θεός, ω Τροία, ένας θεός, ίδιος ο Άρης, εσύ πουλάρι του Στρυμόνα και γιε της μελωδικής Μούσας, σου δίνει κουράγιο (ανδρεία)» και ο Έκτορας προσθέτει (393f) «Ω παιδί της αοιδού μητέρας, μιας από τις Μούσες, και του θρακικού ποταμού, του Στρυμόνα...». Ακόμα κι όταν η Αθηνά (651ff) εξαπατά τον Πάρη, ώστε αυτός να νομίζει ότι η ίδια έστειλε τον Ρήσο ως σύμμαχο στην Τροία, επαναλαμβάνει: «Ήρθα να σου φέρω έναν ισχυρό φίλο, γιο μιας από τις Μούσες και παιδί, όπως λέγεται, του θρακικού ποταμού, του Στρυμόνα...». Πράγματι, τόσο εδώ, όσο και στον στ. 393, η Μούσα κατονομάζεται πρώτη και ο Στρυμόνας δεύτερος, έτσι, ώστε το κοινό να έχει, πολύ καθαρά στ’ αυτιά και στο μυαλό του, ότι μια Μούσα είναι η μητέρα του Ρήσου. Πιστεύω ότι ο ποιητής το είπε αυτό, ξανά και ξανά, για να πείσει το κοινό ότι «μια Μούσα είναι η μητέρα του Ρήσου», πράγμα που δύσκολα θα έκανε, αν, ήδη σε παλαιότερα έργα και ποιήματα, προγενέστερα του δικού του, είχε μεταφερθεί, ως παράδοση, μια τέτοια ιστορία.
Μένει ν’ αναρωτηθούμε, πώς μπήκε στο μυαλό του συγγραφέα της τραγωδίας «Ρήσος», να κάνει μια μούσα, μητέρα του Ρήσου. Αλλά, στο θέμα αυτό, πρέπει να θυμηθούμε, πόσοι άλλοι ήρωες και ποιητές είχε ειπωθεί ότι ήταν γιοι Μουσών, οπότε δεν είναι και τόσο θαυμαστό το γεγονός ότι η ίδια μυθοπλασία εφαρμόστηκε και για τον Ρήσο. (Έτσι, λ.χ., ο Απολλόδωρος έγραφε ότι «τις μεν Μούσες, οι περισσότεροι συγγραφείς τις περιγράφουν ως παρθένες, αλλά έχει γραφτεί ότι η Ουρανία γέννησε τον Λίνο, η Καλλιόπη τον Ορφέα, η Μελπομένη τον Θάμυρι, η Ευτέρπη τον Ρήσο, η Τερψιχόρη τις Σειρήνες, η Κλειώ τον Υμέναιο και, από τις υπόλοιπες, η Θάλεια τον Παλαίφατο, η Πολύμνια τον Τριπτόλεμο. Η Ερατώ ερωτεύτηκε τον Υάκινθο, αλλά, επειδή αυτός πέθανε, δεν προέκυψε τίποτε και δεν γεννήθηκε κάποιος, δικός τους γιος»).
Πιθανόν, όμως, ο λόγος, που ο ποιητής της τραγωδίας «Ρήσος» σκέφτηκε αυτό το πράγμα, να μπορεί να γίνει σαφέστερα γνωστός, αν ερμηνεύσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες το απόσπασμα του Μαρσύα του νεότερου (fr. 6=σχολ. Ρήσος 346), το οποίο έχουμε ήδη επισημάνει πιο μπροστά (σ. 12-13). Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Μαρσύας πίστευε ότι η Κλειώ ήταν η μητέρα του Ρήσου, αλλά, στην πραγματικότητα, ο σχολιαστής δεν είχε δίκιο γι' αυτό. Διότι, από τα λόγια του Μαρσύα, «εἰσί δὲ οἳ καὶ περὶ τούτου εἷπον», δηλ. «ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι λένε γι' αὐτό το θέμα...», μπορούμε να γνωρίζουμε ότι ο Μαρσύας, στην πραγματικότητα, μεταφέρει την πεποίθηση άλλων και όχι τη δική του, καθώς και ότι αυτός χρησιμοποίησε το μόριο «και», δηλ. «επίσης», για να δείξει ότι συνέδεσε αυτό που θ’ ακολουθήσει, με τα προηγούμενα λόγια. Σε αυτά τα λόγια, υποθέτουμε, ο Μαρσύας είχε δηλώσει τις δικές του πεποιθήσεις και στη συνέχεια πρόσθεσε αυτή τη δήλωση, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εμείς, όταν παραθέτουμε μια άποψη, άλλων ανθρώπων, η οποία είναι διαφορετική από τη δική μας, λέμε: «υπάρχουν όμως και άνθρωποι, οι οποίοι ισχυρίζονται, σχετικά με αυτό το πρόσωπο...».
Επίσης, το γεγονός ότι υπήρχε ιερό της Κλειούς, που βρισκόταν απέναντι από το ιερό (shirne = βωμό, μαυσωλείο, λάρνακα, ναό) του Ρήσου, πιθανόν ν’ αναφέρθηκε από τον Μαρσύα, ώστε, όπως και να έχει προκύψει αυτό, να χρησιμεύσει για να καταδείξει ότι η Κλειώ ονομαζόταν από κάποιους μητέρα του Ρήσου. Ως εκ τούτου, θεωρώ ορθό το συμπέρασμα ότι η Μούσα ονομάστηκε μητέρα του Ρήσου, κυρίως επειδή ο τάφος του ήρωα αυτού βρισκόταν κοντά στο ιερό των Μουσών (στην Αμφίπολη) και δεν είναι απίθανο, ο Μαρσύας ο ίδιος να συμμεριζόταν αυτή την άποψη.
Εν συνεχεία, ακόμη και αν οφειλόταν στην ύπαρξη του ιερού της Κλειούς, που είχε ανεγερθεί στην Αμφίπολη, το γεγονός ότι ο ποιητής του «Ρήσου» έκανε τη Μούσα μητέρα του, και πάλι δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα ότι η Μούσα θεωρούνταν και από τους ίδιους τους Θράκες, εξ αρχής, ότι ήταν η μητέρα αυτού του ήρωα – για τον λόγο ότι το ιερό των Μουσών ανεγέρθηκε στην Αμφίπολη αργότερα, από τους Έλληνες οι οποίοι, στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., ίδρυσαν την πόλη της Αμφίπολης.
Εγώ, όμως, δεν θεωρώ απίθανο, να λατρευόταν σε αυτό το ιερό (της Κλειούς), στην Αμφίπολη, κάποια θεά, που ανήκε σε παλαιότερη θρακική λατρεία, μια θεά που οι Έλληνες ονόμασαν Μούσα, λόγω κάποιας ομοιότητας μεταξύ των ιδιοτήτων των δικών τους «Μουσών» και αυτής της θεάς - εκτός αν κάποιος θεωρήσει πιο πιθανό, οι Έλληνες να τοποθέτησαν σ’ αυτό το ιερό, που ήταν αφιερωμένο σε μια θρακική θεά, ένα άγαλμα της Κλειούς και να της πρόσφεραν θυσίες.
Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ αμφιβάλλουμε, ότι, στα χρόνια του Μαρσύα, η Κλειώ λατρευόταν σ’ αυτό το ιερό, δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο ίδιος (ο Μαρσύας) έκανε λάθος σχετικά με αυτό, μπορούμε, όμως, εύκολα να πιστέψουμε ότι οι Θράκες λάτρευαν κάποια θρακική θεά, στο ιερό που ανέφερε ο Μαρσύας ή κάπου αλλού, στην περιοχή της Αμφίπολης και ότι αυτοί (Θράκες) εκείνη την θεά θεωρούσαν ως μητέρα του Ρήσου. Θα μπορούσαμε να υποπτευθούμε, μάλιστα, ότι η θεά εκείνη ήταν η Ciasa (Κιάσα), θυγατέρα του Ciasus (Κιάσου), βασιλιά των Ηδωνών (Θρακών του Παγγαίου), η οποία, από τους Έλληνες, αποκαλούνταν «Φυλλίς».
Η ΦΥΛΛΙΣ (CIASA – ΚΙΑΣΑ)
Η «Φυλλίς» ήταν η επώνυμη ηρωίδα της ομώνυμης περιοχής στο Παγγαίο, κοντά στο Στρυμόνα, (για τα όρια της περιοχής αυτής, βλ. Ηρόδοτο 7.113).
Για την Φυλλίδα, ο Αισχίνης έγραψε (2. 31): «Ιδού τα γεγονότα, που αναφέρονται στην αρχική απόκτηση, από μας (τους Αθηναίους), της περιοχής και του τόπου που ονομάζεται «Εννέα Οδοί», καθώς και στην ιστορία των γιων του Θησέα, ένας από τους οποίους, ο Ακάμας, λέγεται ότι έλαβε αυτή την περιοχή ως προίκα της γυναίκας του - όλα αυτά ήταν κατάλληλα για την περίσταση τότε, και περιγράφτηκαν με τη μεγαλύτερη, δυνατή ακρίβεια, αλλά τώρα, υποθέτω ότι εγώ πρέπει να είμαι σύντομος - Όμως, έφερα, επίσης, στο νου μου κι εκείνες τις αποδείξεις, που στηρίζονταν όχι στους αρχαίους μύθους, αλλά σε γεγονότα της δικής μας εποχής».
Στα (αρχαία) «Σχόλια» του πιο πάνω κειμένου του Αισχίνη, διαβάζουμε (σε μετάφραση - το αρχαίο κείμενο είναι στην διάθεση όποιου μου το ζητήσει): «Οι Αθηναίοι υπέστησαν εννέα ήττες στις αποκαλούμενες Εννέα Οδούς, ένα τόπο στη Θράκη, που σήμερα ονομάζεται Χερρόνησος και οι συμφορές τους προήλθαν από τις κατάρες της Φυλλίδος, η οποία ερωτεύτηκε τον Δημοφώντα και ελπίζοντας ότι αυτός θα επιστρέψει, για να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του προς αυτήν, ήρθε εννέα φορές στον τόπο και επειδή (ο Δημοφών) δεν ήρθε, (εκείνη) καταράστηκε τους Αθηναίους να υποστούν εκεί εννέα ήττες. Και οι ήττες αυτές ήταν οι εξής: Η πρώτη, όταν ο Λυσίστρατος, ο Λυκούργος και ο Κρατίνος εκστράτευσαν κατά της Ηιόνος, που ήταν κτισμένη πάνω στον Στρυμόνα, οι οποίοι εξοντώθηκαν από τους Θράκες, κατέλαβαν, όμως, την Ηιόνα, ενόσω άρχων των Αθηνών ήταν ο Φαίδων. Η δεύτερη, (όταν εξοντώθηκαν από τους Θράκες) οι άποικοι που ακολούθησαν τον Λέαγρο, όταν άρχων των Αθηνών ήταν ο Λυσικράτης. Η τρίτη, (όταν εξοντώθηκαν από τους Θράκες) όσοι ακολούθησαν τον Ευκλή και τον Θουκυδίδη. Η τέταρτη, (όταν εξοντώθηκαν από τους Θράκες) όσοι ακολούθησαν τον Κλέωνα, ενώ άρχων των Αθηνών ήταν ο Αλκαίος. Η πέμπτη, όταν πετάχτηκαν έξω από την Ηιόνα οι Αθηναίοι που ζούσαν σ’ αυτήν. Η έκτη, όταν εξοντώθηκαν (από τους Θράκες) η περί τον στρατηγό Σίμιχο. Η έβδομη, όταν ηττήθηκε ο Πρωτόμαχος και οι Αμφιπολίτες παραδόθηκαν στους γείτονές τους, Θράκες. Η όγδοη, όταν ο Αλκίμαχος, που τον είχε στείλει ο Τιμόθεος, απέτυχε και παραδόθηκε (επίσης) στους Θράκες, ενώ ήταν άρχων των Αθηνών ο Τιμοκράτης. Και η ένατη, όταν ο Τιμόθεος, που εξεστράτευσε, ενώ ήταν άρχων ο Καλλιμήδης και ηττήθηκε». (Παραπομή του ίδιου του Rempe: Για τις ήττες αυτές των Ελλήνων, και ιδίως των Αθηναίων, βλ. Θουκυδίδης 4. 102: Διόδωρος 12.68,2. Aeschines 2.31 (T15)- Münscher, B.Ph. W. 1920, 139ff- Bilabel, Philologus Supp. XIV 1, Leipzig 1921, 221).
«Ο Άγνων, όμως, ο Αθηναίος, μετονόμασε τις Εννέα Οδούς σε Αμφίπολη, όταν ίδρυσε αυτή την τελευταία, επί άρχοντος (των Αθηνών) Ευθυμένους - και την Φυλλίδα, άλλοι την ονομάζουν Φυλλίδα και άλλοι Κιάσα, τον πατέρα της, δε, άλλοι τον ονομάζουν Φίλανδρο, άλλοι Κίασο, άλλοι δε Θήλον, και λένε, επίσης ότι ο Δημοφών είχε από τη Φυλλίδα (μια κόρη), την Αμφίπολη κι έναν γιο. τον Ακάμαντα. (Vat. Laur. Bgim). (Τέλος, σχετικά με τα τέκνα του Θησέα), οι γιοι του Θησέα ήταν ο Δημοφών και ο Ακάμας. Λέγεται ότι ο Δημοφών είχε λάβει ως προίκα τις ονομαζόμενες Εννέα Οδούς. Ο Αισχίνης, όμως, σε αντίθεση με αυτή την ιστορία, λέει ότι ήταν ο Ακάμας, εκείνος στον οποίο δόθηκαν οι Εννέα Οδοί και όχι ο Δημοφών».
Μετά την πιο πάνω παράθεση των σχολίων του σχολιαστή του κειμένου του Αισχίνη, ο Rempe συνεχίζει ως εξής την αφήγησή του:
Μπορεί, στα παλιότερα χρόνια, η ΚΙΑΣΑ (= ΦΥΛΛΙΣ) να θεωρούνταν, από τους Θράκες, ως η μητέρα του ΡΉΣΟΥ. Με αυτή την ηρωίδα ο Ακάμας – ή, κατά άλλες παραδόσεις, ο Δημοφών, ο γιος του Θησέα, επιστρέφοντας από την Τροία, είχε ερωτική σχέση. Κι όταν ο Ακάμας δεν επέστρεψε κοντά της, στη συμφωνημένη ώρα, η Φυλλίς έτρεξε στις ακτές εννέα φορές, για ν’ αναζητήσει, από τα υψώματα (του Παγγαίου) τον εραστή της, να έρχεται με το πλοίο του και κάθε φορά, λέγεται ότι καταριόταν τους Αθηναίους, να υποστούν μια ήττα, δηλ. συνολικά εννέα (ήττες, , στον ίδιο τόπο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η περιοχή υποτίθεται ότι πήρε το όνομά της Εννέα Οδοί.
Δύσκολα, όμως, μπορεί κανείς ν’ αμφιβάλλει ότι η θρακική τοποθεσία, στην οποία ιδρύθηκε η μετέπειτα Αμφίπολη, από τους Έλληνες, ήταν γνωστή με θρακικό όνομα και όχι με το όνομα Εννέα οδοί, αφού το όνομα αυτό είναι προφανώς ελληνικό. Μάλλον, είναι πιθανό ότι ένα θρακικό όνομα, το οποίο κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε με το Εννέα οδοί, μετατράπηκε σε ελληνικό. Έτσι, ο Perdrizet (Bull. corr. Hell. 1922, 41) θεώρησε ότι επρόκειτο για τη ρίζα του ονόματος των Οδωνών (Ηδωνών), μια ρίζα που εμφανιζόταν τόσο στο όνομά τους, όσο και σε κάποια θρακική λέξη, την οποία οι Έλληνες μετέτρεψαν σε Εννέα οδοί. Ο Beloch (Griech. Gesch. II 1 1989 n. 1), επίσης, υπέθεσε ότι η Βρέα ονομάστηκε αργότερα Αμφίπολη.
Τους προαναφερθέντες, «αρχαίους μύθους», ο Αισχίνης (2.31, με το αναφερθέν σχόλιο) τους ανέφερε περήφανα στον Φίλιππο Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, ως απόδειξη των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και εδάφους των Αθηναίων, στην περιοχή. Άλλωστε, και οι Αθηναίοι επινόησαν την ιστορία και είπαν ότι ο Δημοφών ή ο Ακάμας είχε αυτές τις ερωτικές σχέσεις με την Φυλλλίδα, με αυτόν ακριβώς το σκοπό, ώστε να φανεί ότι οι ίδιοι έχουν δικαίωμα να ζητήσουν πίσω την προίκα της νύφης του Θησέα, όπως σωστά έχουν αντιληφθεί οι μελετητές. Τα επιχειρήματά τους είναι συναφή και με τη δική μου έρευνα, σχετικά με την προέλευση του μύθου, δεδομένου, ιδιαίτερα, του ότι, στο ίδιο σχόλιο υπάρχει η παράδοση ότι η Φυλλίς και ο Δημοφών είχαν μια κόρη, με το όνομα Αμφίπολις!
Τέλος, το ότι ο Ρήσος ήταν γιος του Άρη, είναι κάτι που ο Servius, στο σημείωμά του για την Αινειάδα 1.469, μας λέει ότι αποτελούσε άποψη πολλών συγγραφέων. Ο Jessen (Ro. IV 107, 7 κ.ε.) μοιάζει να έχει δίκιο, όταν υποθέτει ότι ο Servius, γράφοντας αυτό, σκεφτόταν, πάνω απ' όλα, τον Geo. 4.462, («altaque Pangaea et Rhesi Mavortia tellus», δηλ. «υψηλό Παγγαίο και γη του Ρήσου, ο οποίος γεννήθηκε από τον Άρη»). Ο Jessen πιστεύει ότι θα μπορούσε ο Ρήσος, σε πιο αρχαίους χρόνους, να θεωρούνταν, στην πραγματικότητα, «γιος του Άρη» και βέβαια δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η λατρεία του Άρη ήταν σημαντική για τη Θράκη - αλλά εγώ δεν συμφωνώ. Διότι, ακόμη κι αν ο Άρης ήταν ένας θεός, που καταγόταν από την Θράκη, (βλ. τις σημειώσεις του Ameis-Hentze, για την Οδύσσεια, 4.439), εν τούτοις, έχουμε, σε όλες τις αρχαίες μαρτυρίες μας, το ότι ο Στρυμόνας ήταν ο πατέρας του Ρήσου. Εγώ πιστεύω, λοιπόν, και μάλιστα με κάποιο βαθμό βεβαιότητας, ότι ένας ποιητής κάποιας πολύ μεταγενέστερης εποχής μπορεί να επινόησε, ως καινοτομία, την αφήγηση ότι ο θεός Άρης ήταν ο πατέρας του Ρήσου, όπως ακριβώς λέγεται ότι (ο Άρης) ήταν και πατέρας του «Θράκα» Διομήδη - βλ. Ευριπίδης, Άλκηστις 498, Απολλόδωρος 2.5, 7 – προκειμένου αυτός να διακρίνεται από τον Διομήδη της Ιλιάδας, τον γιο του Τυδέα.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
1η. ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΣ ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΥΛΙΑ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
2η. ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟ ΑΓΓΕΙΟ ΤΟΥ «ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ», ΠΕΡ. 360 π.Χ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΙ - ΙΤΑΛΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου