Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025



Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΝΟΣ ΘΡΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ

ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ (ΘΙΑΣΟΙ, ΕΝΩΣΕΙΣ)

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ «ROSALIA»

Στους Φιλίππους, κατά τη διάρκεια ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν κοντά στην ανατολική πύλη της πόλης, κατά την ανασκαφική περίοδο του 1936, βρέθηκε μια επιγραφή, που δημοσιεύθηκε και σχολιάστηκε από τον Lemerle Paul, με τίτλο «le testament d'un Thrace à Philippes», (η διαθήκη ενός Θράκα από τους Φιλίππους), στο ετήσιο περιοδικό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών «Bulletin de correspondance hellénique», στον 60ό τόμο και στις σελίδες 336 και επόμενες. Τον τόμο αυτόν βρήκα στην ηλεκτρονική σελίδα:

http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/bch_0007-4217_1936_num_60_1_2939

Την επιγραφή βλέπετε στην φωτογραφία που αναρτώ.

Ο Πωλ Εμίλ Λεμέρλ (Paul Émile Lemerle, 11 Απριλίου 1903 - 17 Ιουλίου 1989) ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι διορίστηκε μέλος και αργότερα γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, για την περίοδο 1931-1941. Την περίοδο εκείνη συμμετείχε σε ανασκαφές, με κυριότερη αυτή στους Φιλίππους. Διετέλεσε διευθυντής σπουδών στην École Pratique des Hautes Études (1947-1967), καθηγητής στη Σορβόννη (1958-1967) και στο Κολέγιο της Γαλλίας (1967-1973), διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας και του Πολιτισμού του Βυζαντίου, πρόεδρος (1961-1971) της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών. Επίσης υπήρξε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ακαδημίας της Βιέννης και επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων, μεταξύ αυτών των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης. (Τα προαναφερθέντα βρήκα στην Wikipedia).

Η επιγραφή, την οποία δημοσίευσε ο προαναφερθείς βυζαντινολόγος και ανασκαφέας της αρχαίας πόλης των Φιλίππων, είναι χαραγμένη σε μια μεγάλη στήλη, του τύπου που είναι συνηθισμένος στις θρακικές, ταφικές στήλες, που έχουν πάνω τους χαραγμένα οικογενειακά πορτρέτα. (Όμοιου τύπου είναι και η στήλη του Ποδοχωρίου, που δημοσιεύθηκε από τον P. Perdrizet στο ίδιο περιοδικό BCH, XXIV, 1900, σελ. 304 επ. και για την οποία ο γράφων έκανα σχετική ανάρτηση στο Facebook, στη διεύθυνση:

https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0PMU974S4uLwVhEcoE9XAB9yNRVJT9vAZzDeev6CuZDWzG6x4XCGetHCR9RzhAF7hl)

Η επιτύμβια αυτή στήλη αναμφίβολα κοσμούσε ένα από τα πρώτα (από τα πολλά) ταφικά μνημεία που, από την ανατολική πύλη της πόλης των Φιλίππων μέχρι σε αρκετά μεγάλη απόσταση προς την κατεύθυνση της Νεάπολης, βρίσκονταν δίπλα στην Εγνατία οδό και καθιστούσαν αυτή την τελευταία, σύμφωνα μ’ ένα αρχαίο έθιμο, μια ταφική οδό. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η στήλη βρέθηκε κοντά στην αρχική της θέση και ότι παρέμεινε για πολύ καιρό ορατή και γι’ αυτό δεν θα ήταν παράτολμο ν’ αποδώσουμε στους Τούρκους την παραμόρφωση που υπέστησαν τα τρία πρόσωπα της στήλης.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια στήλη από τοπικό μάρμαρο, με λίγο πυραμιδικό σχήμα. Στην πρόσοψη, στην κορυφή της στήλης φαίνονται τρία πρόσωπα με ρούχα, σε προτομή: Τα πρόσωπα είναι παραμορφωμένα. Οι πλευρές είναι λείες. Στην πίσω όψη της στήλης, το μάρμαρο είχε κοπεί και σκαφτεί σε μορφή δεξαμενής. Οι τρέχουσες διαστάσεις της στήλης είναι: Ύψος 1,26 μ., πλάτος 0,64 μ., πάχος 0,40 μ.

Η επιγραφή χαράχτηκε πάνω στη στήλη, χωρίς να έχει υπολογιστεί σωστά η θέση της και (γι’ αυτό) καλύπτει μέχρι και το προεξέχον τμήμα που σχηματίζει η στήλη στη βάση της. Το ύψος των γραμμάτων είναι από 0,054 μ. (1η γραμμή) έως 0,030 (21η γραμμή):

Αύρή(λιος) · Ζιπύρων

ετών · Λ' · ενθάδε

κείται · Ούαλ(ερία) Μαντάνα

τώ είδίω άνδρί καί

αίαυτή ζώσα έποί-

ησεν · εάν δέ τις

μεταρή τον βωμόν

τούτον · δώσι τη πώλι

* χίλια · καί δηλάτω-

ρι · *· Φ' ·

Ούαλερία Μοντάνα κα-

τά κέλευσιν του ανδρός Αυρη-

λίου Ζιπύρωνος Δίζανος έδω-

κα συνποσίω θεού Σουρεγέθου

προς την άγοράν παρά το ώρο-

λ]όγιν * ΡΝ' · άφ' ών εκ των τόκ[ων

π]αρακαύσωσιν κατά ρόδοις · [εάν

δέ] μη παρακαύσωσιν, δώσο[υσιν

πρ]οστεί[μου τα προγεγράμ μ[ενα

δι]πλά τοις ποσιασταίς "Ηρ[ωνος

πρό]ς τα Τορβιανά.

Η γλώσσα και η ορθογραφία παρουσιάζουν μόνο γνωστά φαινόμενα και η ερμηνεία είναι εύκολη:

Το πρώτο μέρος (γραμμές 1-10) δίνει το όνομα και την ηλικία του νεκρού, το όνομα και τη συγγένεια του ατόμου που έβαλε να χαράξουν τη στήλη και την τυπική, απειλητική φράση («εάν κάποιος καταστρέψει τη στήλη, να πληρώσει στην πόλη δηνάρια….»)

Το δεύτερο μέρος (γραμμές 11-21) περιέχει μια διαθήκη:

Ο νεκρός είχε δώσει εντολή στη γυναίκα του, να καταβάλει σε μια συγκεκριμένη ένωση το ποσό των εκατόν πενήντα δηναρίων και όρισε, οι τόκοι θα χρησιμοποιούνται, για να τελείται κάθε χρόνο στον τάφο του, κατά την Ημέρα των Νεκρών, μια τελετή μνήμης·

Όρισε, επίσης, ότι εάν η εν λόγω ένωση παραλείψει αυτό το ετήσιο καθήκον, να υποχρεωθεί να καταβάλει το παραπάνω ποσό διπλασιασμένο, ως πρόστιμο, σε μια άλλη ένωση, η οποία θ’ αναλάβει τις υποχρεώσεις της διαθήκης.

Ο νεκρός ονομάζεται Αυρήλιος Ζιπύρων (1η γραμμή) και με τρόπο πιο πλήρη αναφέρεται ως «Αυρηλίου Ζιπύρωνος Δίζανος» (13η γραμμή): Είναι Θράκας, ο οποίος ίσως πήρε το επώνυμο Aurelius κατά τη διάρκεια της θητείας του στο ρωμαϊκό στρατό.

Το όνομα «Ζιπύρων» και τα ονόματα της ίδιας ρίζας και ακόμη περισσότερο το όνομα «Δίζας» είναι συχνά σε όλη τη Θράκη και ιδίως στην περιοχή του Παγγαίου, ωστόσο, δεν είχαν ακόμη πιστοποιηθεί στους Φιλίππους.

Σχετικά με το όνομα «Ziparus» και τα ονόματα της ίδιας ρίζας, βλ. Tomaschek, Die alien Thraker, II 2, σ. 39. Η μορφή Ζειπύρων βρέθηκε για πρώτη φορά σε μια επιγραφή από το Άνω Κρούσοβο, στη Βισαλτία, κοντά στην εκβολή του Στρυμόνα. (Πρόκειται για τα Άνω Κερδύλλια, το μαρτυρικό χωριό, στο οποίο οι Γερμανοί, την 17-10-1941, εκτέλεσαν όλους τους άρρενες κατοίκους). Η επιγραφή αυτή δημοσιεύθηκε από τον P. Perdrizet, BCH, XVIII, 1894, σ. 436. Βλ. τώρα τις αναφορές που δίνει ο G. Mateescu, loc. cit., I, 1923, σ. 101-102 (και επίσης σ. 97, σημ. 11· 98 σημ. 6· 111 σημ. 1· 201). Τέλος, βλ. Γ. Μπακαλάκης, Παρανέστιοι Αρχαιότητες, Θρακικά, VIII, 1937, σ. 21 (επιγραφή της Μουσθένης, στην Πιερία του Παγγαίου: «'Ηρόδοτος Ζειπύρου χαίρε)».

Το όνομα «Δίζας», (μερικές φορές τονίζεται «Διζάς»), λατινικά Diza ή Dizza, γεν. Δίζανος (η μορφή «Διζάδος» είναι σπάνια: BCH, XXI, 1897, σ. 129), είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα, θρακικά ονόματα: Tomaschek, loc. cit., II 1, σ. 9; II 2, σ. 32-33; G. Mateescu, loc. cit., I, 1923, σ. 110-111, 121 n. 3, 195 n. 4.

Οι επιγραφές δείχνουν ότι το όνομα Aurelius Diza είναι πολύ συχνό στους Θράκες στρατιώτες: (Dessau, ILS, αρ. 2094. Μεταξύ είκοσι στρατιωτών από τη Φιλιππούπολη, οι τέσσερις καλούνταν «Aurelius Diza», 2158, 2360).

Η γυναίκα φέρει ρωμαϊκά ονόματα, πολύ γνωστά στους Φιλίππους.

Εδώ και πολύ καιρό έχει παρατηρηθεί ο μεγάλος αριθμός νεκρικών συλλόγων στην αποικία των Φιλίππων. (Σύμφωνα με τον P. Perdrizet, (BCH, XXIV, 1900, σ. 318): «αυτοί υπήρχαν σε κάθε χωριό»).

Η ένωση (σύλλογος), προς την οποία γίνεται εδώ η κληροδοσία, «συμπόσιον θεού Σουρεγέθου», ήταν, ωστόσο, άγνωστη με αυτό το όνομα και η θρακική θεότητα «θεός Σουρεγέθης» πιστοποιείται εδώ, κατά τη γνώμη μου, για τρίτη μόνο φορά, εκτός αν δεχτούμε ακόμα μια αμφισβητούμενη ταύτιση με την θεότητα «Ζευς Συργάστης" της Βιθυνίας και με αυτήν του «Surgasteus» ορισμένων λατινικών επιγραφών. (Η ταυτοποίηση αυτή προτείνεται από τον Mordtmann, RA, νέα σειρά, 36, 1878, σ. 292 και γενικά ακολουθείται. Ο Pârvan, όμως, (Riv. filol. class. Lit, 1924, σ. 312), λέει ότι αυτή η ταυτοποίηση πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η λατινική αφιέρωση στον Surgasteus δημοσιεύεται στο Dessau, ILS, αρ. 4078, όπου θα βρείτε την ένδειξη των νομισμάτων της Βιθυνίας, που μας κάνουν γνωστό τον θεό με το όνομα «Ζευς Συργάστης». Βλ. και L. Robert, BCH, XLIX, 1935, σ. 455).

Αναφορά στη θεότητα με το όνομα «Σουρεγέθης» βλέπουμε: 1) Σ’ επιγραφή του Tatar-Pazardzik (Bessapara), που δημοσιεύθηκε από τον A. Dumont και αναπαράχθηκε στο Dumont-Homolle, Mélanges, σ. 221-323: «θεώ Σουρεγέθη έπηκόω. — 2) Σ’ επιγραφή του Durostorum, δημοσιευμένη από τον V. Pârvan, Riv. filol. class., LU, 1924, σ. 310: «Heroni Suregeti eidemque praehibenti». Ο σχολιασμός του Pârvan πρέπει πλέον να συμπληρώσει και, σε ορισμένα σημεία, να διορθώσει το άρθρο «Suregethes» του περιοδικού «RE», 2η σειρά, VII, στήλη 965-966, καθώς και τη σημείωση του Lexicon του Roscher, IV, στήλη 1607. Σχετικά με την ετυμολογία που θα έκανε τον Σουρεγέθη εκπρόσωπο της ηλιακής ιδέας στη Θράκη, βλ. Tomaschek, Die alien Thraker, II 1, σ. 49, και V. Pârvan, Dacia, I, 1924, σ. 278.

Η ένωση (νεκρικός σύλλογος) είναι ένα «συμπόσιον», τα μέλη της οποίας ονομάζονταν «συμποσιασταί». Η λέξη αυτή δεν είναι σπάνια, αλλά στην περιοχή της Θράκης είχε πιστοποιηθεί μόνο μία φορά, νομίζω και μάλιστα για κάποια ελληνική θεότητα: Kalinka, Antike Denkmâler in Bulgarian, αριθ. 176: «συμποσιασταί θεού Ασκληπιού». Βλ. Poland, Griech. Vereinswesen, σ. 53, 210, 263· Βλ. επίσης και το κείμενο με τίτλο «συμποσιασταί», από τον Poland, (RE, 2η σειρά VII, στήλη 1266).

Η μία από τις δύο άλλες επιγραφές που αναφέρουν τον θεό Σουρεγέθη και συγκεκριμένα αυτή από το Durostorum, προσφέρθηκε από τον «Aurelius maturus cum convibis (leg. convivis) suis (δηλαδή, από κοινού με τους συμποσιαστές του). Έτσι επιβεβαιώνεται η άποψη, σύμφωνα με την οποία ο θρακικός θεός υιοθέτησε, τουλάχιστον στις περιοχές κοντά στη Μεσόγειο, την οργάνωση «θιάσων» ελληνικού τύπου – γνωστών, άλλωστε, στους Φιλίππους - με τους convivae (συντρόφους, συμποσιαστές) των ιερών συμποσίων.

Η ένωση έχει ως τόπο συνάντησης «την πλευρά της αγοράς, απέναντι από το ρολόι».

(Εδώ, δεν χρειάζεται να διορθωθεί το «ώρολόγιν» σε «ώρολόγιον». Ο Ρ. Perdrizet ανέφερε πολλές χρήσεις του «μημόριν» παράλληλα με το «μημόριον», σ’ επιτύμβιες επιγραφές της Μακεδονίας: Mél. Rome, XIX, 1899, σ. 545 ; BCH, XXIV, 1900, σ. 543. Στις επιγραφές της Περίνθου συναντάται συχνά το «λατόμιν» όσο και το «λατόμιον»: G. Seure, BCH, XXXVI, 1912, σ. 600 κ.ε. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται, άλλωστε, σε όλη την ιστορία της ελληνικής γλώσσας).

Η αγορά των Φιλίππων έχει αποκαλυφθεί από τις ανασκαφές, αλλά δεν έχει βρεθεί κανένα ρολόι. Δεν είναι, επίσης, δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για κάποιο απλό ηλιακό ρολόι ή για κάποιο υδραυλικό ρολόι.

Το όνομα της θεότητας που προστατεύει τη δεύτερη ένωση (σύλλογο), εκείνη που πρέπει ν’ αντικαταστήσει την πρώτη, σε περίπτωση που αυτή δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από την υπό κρίση διαθήκη, είναι, δυστυχώς, κατεστραμμένο: Διαβάζουμε, στην 20ή γραμμή, «HP» και δεν πρέπει να θεωρήσουμε ως την πρώτη πλάγια γραμμή κάποιου Α αυτό που στη συνέχεια δεν είναι παρά γρατσουνιές στην πέτρα. Σε αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να αποκαταστήσουμε είτε το Ήρ[ακλέους], που είναι πολύ μακρύ, είτε το Ήρ[ας], που είναι πολύ σύντομο, χωρίς να υπολογίζουμε και το αν αυτές οι δύο θεότητες και ειδικά η δεύτερη ήταν δημοφιλείς στη Θράκη ή όχι, καθώς και το γεγονός ότι αυτές οι θεότητες δεν ήταν αυτόχθονες, η δε γειτνίαση με τον Θεό Σουρεγέθη μας οδηγεί να προτιμήσουμε μια θρακική θεότητα. Εγώ προτείνω, λοιπόν», «Ήρ[ωος] ή καλύτερα «Ήρ[ωνος]. Αυτή τη φορά θα έχουμε τη μεγάλη θεότητα της Θράκης, τον θεό ιππέα, αυτόν που συχνά αναφέρεται στις λατινικές επιγραφές που προσφέρθηκαν από τους Θράκες στον «Heros Sanctus» και για τον οποίο ο κ. Perdrizet εκτιμά ότι η ονομασία είναι σκόπιμα ασαφής (Cultes et mythes du Pangée, σ. 20-21). Ο V. Pârvan, (Riv. filol. class., LU, 1924, σ. 326) υποδεικνύει ότι ο Θράκας Ήρωας έχει άλλοτε τον χαρακτήρα τοπικής θεότητας, με κάποιο συγκεκριμένο όνομα, σαν αυτό «ήρωας Σουρεγέθης» και άλλοτε τον χαρακτήρα μιας μεγάλης θεότητας, χωρίς συγκεκριμένο όνομα, αλλά με χαρακτηριστικά: Heros sanctus, invictus κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, υπενθυμίζει (loc. cit., σ. 311 και σημ. 2) ότι συχνά, μεταξύ των Θρακών, οι λέξεις «θεός» και «ήρως» ταυτίζονται, από την άποψη του θρησκευτικού περιεχομένου τους. Έτσι, οι δύο θεότητες που διακρίνονται στην επιγραφή μας δεν θα ήταν για τον V. Pârvan παρά δύο όψεις του ίδιου θεού.

Στη Θράκη είναι ήδη γνωστές λατρευτικές ενώσεις του θεού Ήρωα (Βλ. ιδιαίτερα, ένα «κολλήγιον» στην Όλυνθο και «θυσιασταί» στα Άβδηρα: (Poland, loc. cit., σ. 223). Η ένωση των Φιλίππων ήταν ένα «συμπόσιον», αλλά ο όρος «ποσιασταί», που αποδίδει στα μέλη της, αντί του όρου «συμποσιασταί», απουσιάζει από τα λεξικά και φαίνεται να συναντάται εδώ για πρώτη φορά.

Απομένει ν’ αποκατασταθεί η τελευταία γραμμή: Κατ' αναλογία με την 15η γραμμή, θεωρούμε ότι πρόκειται για κάποια τοπογραφική ένδειξη (και συγκεκριμένα) την έδρα της ένωσης και γι’ αυτό προτείνω «[προ]ς τα τορβιανά», που συμπληρώνει τέλεια το κενό. Αυτή η παράξενη λέξη πρέπει να είναι η μεταγραφή, από έναν ουδέτερο πληθυντικό του λατινικού torviana, ανάλογο με λέξεις της ίδιας μορφής που συχνά αναφέρονται σε οικοδομήματα, μ’ ένα επίθετο που προέρχεται από το όνομα του ιδρυτή τους. (Στον κατάλογο «Topographie der Stadt Rom» του O. Richter, συναντάμε τις ακόλουθες λέξεις, συνοδευόμενες από ένα επίθετο σε –ianus, που προέρχεται από ένα όνομα προσώπου: aqua, atrium, balneum και thermae, basilica, castra, domus, fons, horti κλπ. Η χρήση αυτή είναι ιδιαίτερα συχνή με το horrea (horrea agrippiana, aniciana, germaniciana, petroniana, lolliana, postumiana, semproniana). Βρίσκουμε ακόμη και τη χρήση αυτού του είδους επιθέτων, ως ουσιαστικών: Aemiliana (όνομα προαστίου της Ρώμης)· Maeniana (στοές ή μπαλκόνια που χτίστηκαν στην αγορά της Ρώμης από τον G. Maenius)· Septimiana (αναμφίβολα κτίρια του Σεπτίμιου Σεβήρου).

Επομένως, θα πρέπει να υπήρχε στους Φιλίππους ένα κτίριο, το οποίο είχε ανεγείρει κάποιος Torvus και γι’ αυτό δεν ήταν απαραίτητο να το προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια (στην υπό κρίση διαθήκη), επειδή, σε αυτή τη μικρή πόλη, όλοι το γνώριζαν με αυτό το όνομα: «torviana».

Η υποχρέωση, τώρα, που αναλαμβάνει ο σύλλογος (ένωση), ο οποίος λαμβάνει την κληρονομιά, ορίζεται με τις λέξεις (17η γραμμή) «παρακαύσωσιν κατά ρόδοις».

Οι επιτύμβιες επιγραφές, στις οποίες συνυπάρχουν το ρήμα παρακαίειν και η λέξη ρόδοις, σχεδόν όλες προερχόμενες από την περιοχή των Φιλίππων, συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά και σχολιάστηκαν από τον κ. P. Perdrizet, ο οποίος συνέδεσε την λέξη «ρόδοις» με την ρωμαϊκή γιορτή «rosalia» και την θεώρησε ως χρονική ένδειξη, (inscriptions de Philippes, les Rosalies, BCH, XXIV, 1900, σ. 299-323).

Αργότερα, οι κ.κ. Picard και Avezou, βασιζόμενοι σε μια επιγραφή από τη Θεσσαλονίκη, απέρριψαν τη σύνδεση με τα rosalia, αναγνώρισαν στη λέξη «παρακαυσμός» μια ανατολική (ανατολίτικη) τελετουργία θυσίας με την χρήση φωτιάς και είδαν στο «ρόδοις» ένα εργαλείο: Η θυσία γινόταν με τριαντάφυλλα, που καίγονταν πάνω στον τάφο (Ch. Picard και Ch. Avezou, Le testament de la prêtresse thessalonicienne, BCH, XXXVIII, 1914, σ. 38-62).

Τέλος, ο κ. P. Collart επανέφερε πρόσφατα το θέμα στην επικαιρότητα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κ. P. Perdrizet είχε δίκαιο, λέγοντα ότι η έννοια της λέξης «ρόδοις» πρέπει να μεταφραστεί «κατά τον χρόνο τέλεσης των «rosalia» και ότι η λέξη αυτή αναφερόταν, πράγματι, στην λατινική γιορτή των νεκρών, αλλά και ότι και οι κ.κ. Picard και Avezou είχαν δίκιο από την πλευρά τους, βλέποντας στο ρήμα «παρακαίειν» την ένδειξη μιας ανατολίτικης τελετής ταφής, είτε επρόκειτο για μια πραγματική θυσία με φωτιά, είτε για το απλό γεγονός του να ανάβουν ένα λυχνάρι πάνω από τον τάφο (P. Collart, Παρακαυσουσίν μοι ρόδοις, BCH, LV, 1931, σ. 58-69. Ο κ. Collart χρησιμοποίησε ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί πρόσφατα και το οποίο δεν γνώριζαν οι κ.κ. Picard και Avezou, συγκεκριμένα, μια επιγραφή από τη Βουλγαρία, στην οποία διαβάζουμε «έν ρόδοις» και όχι μόνο «ρόδοις» και το κείμενο της οποίας παρατίθεται από τον H. Seyrig, RHR, XCVII, 1928, σ. 275).

Όσον αφορά την ερμηνεία της λέξης «ρόδοις», η επιγραφή μας φαίνεται συγκεκριμένη, χάρη στην χρήση, στην υπό εξέταση επιγραφή, της λέξης «κατά» και παρά το σολικισμό, πρέπει να διαβάσουμε εν προκειμένω: «κάθε χρόνο, στην εποχή τέλεσης των rosalia», (ήδη, πολλές επιγραφές, των οποίων τα κείμενα βρίσκονται στο προαναφερθέν άρθρο του P. Collart, έδωσαν τη φράση «κατ' έτος» ή «άπαξ του έτους», δίπλα στο «ρόδοις») και να δεχθούμε ότι πρόκειται πράγματι για την ρωμαϊκή γιορτή «rosalia», καθώς και ότι αυτό που ειπώθηκε, σχετικά με το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι συχνές αναφορές σ’ αυτή τη γιορτή, στην παλιά (αρχαία) αποικία των Φιλίππων, είναι σωστό (Βλ. κείμενο του P. Perdrizet, loc. cit., σ. 321, που το αναφέρει ο P. Collart, loc. cit., σ. 58: «Σε αυτές τις απομακρυσμένες αποικίες, η συχνότητα των επιγραφών που αναφέρονται στα Rosalia σχετίζεται άμεσα με την καθαρότητα του ιταλικού στοιχείου που υπάρχει εκεί», ο οποίος προσθέτει: Εννοούμε εδώ ότι το ιταλικό στοιχείο (της αρχαίας αποικίας των Φιλίππων) είχε τελικά επιβάλει στον υπόλοιπο πληθυσμό, όσον αφορούσε τη μεγάλη, ετήσια γιορτή των νεκρών, το όνομα και την εποχή της αντίστοιχης λατινικής γιορτής, αλλά ίσως τίποτα περισσότερο: Δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός ότι, για παράδειγμα, στην επιγραφή μας, η τελετή μνήμης είναι αναμφίβολα ανατολικής προέλευσης και ότι οι ενώσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διεξαγωγή της είναι σίγουρα θρακικές).

Όσο για την ακριβή φύση της ταφικής τελετουργίας, που στη Μακεδονία κρύβεται πίσω από τη λέξη «παρακαύσουσιν», μια τελετουργία αποτέφρωσης, που πιθανότατα τελούνταν δίπλα στον τάφο («παρα-καίειν»), η επιγραφή μας δεν παρέχει νέες λεπτομέρειες. (Ο Louis Robert πιστεύει ότι πρόκειται για ολοκαύτωμα μικρών θυμάτων, κυρίως ορνίθων και ότι έτσι εξηγούνται τα μικρά ποσά που διατίθενται για το σκοπό αυτό).

(Στο σημείο αυτό, αγαπητοί φίλοι, μπορείτε να δείτε την δική μου ανακοίνωση, με τίτλο «ΜΙΑ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ «ROSALIA», ΣΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ ΚΑΙ, ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ», την οποία έκανα στο Δεύτερο Συνέδριο τοπικής ιστορίας του Δήμου Παγγαίου, όπως αυτή παρατέθηκε στα εκδοθέντα Πρακτικά του Συνεδρίου, στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0qbkN23gbStdD5R5oRZTVs2TGciN1u1GBryab3u77UsNhR5ucZo1TBJ5c2MaY3HaMl

Τώρα αντιλαμβανόμαστε το ενδιαφέρον της επιγραφής μας, που είναι γραμμένη στα ελληνικά και περιέχει τις τελευταίες επιθυμίες ενός Θράκα, ο οποίος αναθέτει σε θρακικές, θρησκευτικές και νεκρικές ενώσεις το καθήκον να τελούν, κάθε χρόνο στον τάφο του, κατά τον χρόνο τέλεσης της λατινικής γιορτής των νεκρών (Rosalia), μια τελετή μνήμης, πιθανόν ανατολικής προέλευσης.

Απομένει να χρονολογήσουμε ένα κείμενο, που αποτελεί μια από τις καλύτερες μαρτυρίες που έχουμε στους Φιλίππους, για τη ζωτικότητα του γηγενούς, ελληνοθρακικού στοιχείου, σε αντίθεση με το λατινικό στοιχείο που είχε εισαχθεί. Δεν θα σταθούμε στο γεγονός ότι η επιγραφή είναι στην ελληνική γλώσσα, διότι, αν και είναι λογικό να μην ανατρέξουμε πιο πίσω από τα τέλη του δεύτερου αιώνα, στους Φιλίππους, για τις ελληνικές επιγραφές που χαράχτηκαν για Ρωμαίους που φέρουν τρία nomina (ονόματα), είναι, από την άλλη, αποδεδειγμένο ότι οι Θράκες μπορούσαν, ανά πάσα στιγμή, να χαράξουν ελληνικές επιγραφές. Σύμφωνα, εξ άλλου, με μια μελέτη των κ.κ. Coupry και Feyel, που δημοσιεύεται στον παρόντα τόμο, σελ. 37 κ.ε., ορισμένες θρακοελληνικές επιγραφές από τους Φιλίππους ή την περιοχή τους πρέπει ν’ αποδοθούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία, από ότι έχει γίνει μέχρι τώρα. Θα ήταν, επίσης, προτιμότερο να μην εξαχθούν συμπεράσματα, αβέβαια ακόμη, από τη μορφή των γραμμάτων. Για το θέμα αυτό δείτε το προαναφερθέν άρθρο των κ.κ. Coupry και Feyel, οι οποίοι, για πρώτη φορά, συνέκριναν τη γραφή των χρονολογημένων, ελληνικών επιγραφών από αυτή την περιοχή. Κατά την αυτοκρατορική εποχή, υπάρχουν πάρα πολλά διαφορετικά στοιχεία — η μεγαλύτερη ή μικρότερη προσοχή που δόθηκε στην χάραξη, ο περισσότερο ή λιγότερο επίσημος χαρακτήρας της επιγραφής, το προσωπικό γούστο του πελάτη ή ακόμα και του χαράκτη — για να τολμήσει κανείς να θεσπίσει ακριβείς κανόνες. Στους ίδιους τους Φιλίππους, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε καλύτερο παράδειγμα, που να μας εφιστά την προσοχή, για επίδειξη υπερβολικής αυστηρότητας, από δύο επιγραφές που δημοσιεύθηκαν στο BCH, LIX, 1935, σ. 141 και 142 και που είναι σχεδόν σύγχρονες: Η μία με γραμματοσειρά που εξακολουθεί να έχει όμορφους, στρογγυλεμένους χαρακτήρες, η άλλη με γωνιώδη γραμματοσειρά, που είναι σχεδόν ακέραια.

Η επιγραφή που μας απασχολεί αυτή τη στιγμή παρουσιάζει, όπως και πολλές άλλες, ένα μείγμα ενός στρογγυλού τύπου (γραμμάτων), ο οποίος είναι λαϊκός και χρησιμοποιείται κυρίως στο πρώτο ήμισυ (της επιγραφής), το οποίο είναι πιο προσεγμένο και ενός γωνιώδους τύπου, που επηρεάζει στο δεύτερο μέρος όλα τα γράμματα, εκτός από το ωμέγα (ω). Αν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε ακριβείς κανόνες, θα έπρεπε προφανώς να χρονολογήσουμε τη στήλη με βάση τη γραφή του δεύτερου μέρους, που είναι πιο ειλικρινής (πιο σοβαρή). Θα περιοριστούμε, προς το παρόν, να διαπιστώσουμε ότι ούτε ο συνδυασμός των δύο τύπων, ούτε το σχήμα των γραμμάτων, ούτε η γενική φυσιογνωμία της επιγραφής δεν αντιτίθενται στη χρονολόγηση που πιστεύουμε ότι μπορούμε να προτείνουμε, στηριζόμενοι σ ένα άλλο στοιχείο: Πρέπει, πράγματι, να σημειωθεί ότι το γένος Aurelius εμποδίζει να χρονολογήσουμε την επιγραφή νωρίτερα από το τελευταίο τέταρτο του 2ου αιώνα. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να την χρονολογήσουμε πολύ αργότερα, στον 3ο αιώνα, λόγω του ποσού της δωρεάς - εκατόν πενήντα δηνάρια - το οποίο είναι συνηθισμένο για τους πρώτους αιώνες, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, σε μια εποχή που το δηνάριο - η αξία του οποίου υποτιμήθηκε πολύ γρήγορα - είχε χάσει την αξία του. (Είναι συνηθισμένο ποσό προστίμου 1000 δηναρίων και 500 δηναρίων σ’ όποιον κατήγγειλε άδικη πράξη και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακριβής, χρονολογική ένδειξη το γεγονός ότι το πρόστιμο επιβάλλεται στην πόλη: βλ. Coupry-Feyel, όπ. παρ. σ. 54).

Εμείς, λοιπόν, (με βάση όσα προαναφέραμε), χρονολογούμε το κείμενό μας περίπου στο τέλος του δεύτερου ή στο πρώτο μισό του τρίτου αιώνα.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου