Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025





Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΗΜΙΘΕΟΥ ΗΡΩΑ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ, ΡΗΣΟΥ, ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΠΟΛΗ – Ο ΝΑΟΣ, ΤΟ ΤΑΦΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ – ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ, ΣΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ

(μέσα από μια εξαντλητική, φιλολογική έρευνα των πηγών)



Το έτος 1927, ο διακεκριμένος, Γερμανός φιλόλογος και Ελληνιστής JOHANNES REMPE (1903-1977) υπέβαλε στο Wilhelmine - Westphalian Univerrsity (Πανεπιστήμιο) του Münster της Γερμανίας, τη διδακτορική διατριβή του, που είχε τίτλο «DE RHESO THRACUM HEROE» (περί του Ρήσου, ως Ήρωα λατρευόμενου από τους Θράκες).

Όσα θα παραθέσω στη συνέχεια, προέρχονται και αποτελούν μέρος εκείνης της εκπληκτικής διατριβής, που μεταφράστηκε στην Αγγλική γλώσσα και σχολιάστηκε από τον David Armstrong και απηχούν τις επιστημονικές απόψεις και κρίσεις του συγγραφέα, του οποίου παραθέτω την αφήγηση, ακόμη κι όταν αυτή είναι γραμμένη σε πρώτο, ενικό πρόσωπο. Σ’ ελάχιστα σημεία που θα παρεμβαίνω εγώ, το κάνω για να διευκολύνω – απλοποιήσω την ανάγνωση. Στο blog μου, όμως, http://lymperakis-theodoros.blogspot.com/, παραθέτω το κείμενο του Rempe σε πλήρη ανάπτυξη και με τις παραπομπές του.

Τέλος, δείτε και τις προηγούμενες αναρτήσεις μου, για τον Ρήσο: ΜΥΘΙΚΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ: https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0KjS3JTLX7fF67pksTNySeWwKgqQzzgMYRHGejHUq7w5xoqb764bK91hECEzXX6n3l

ΜΗΠΩΣ Ο ΤΥΜΒΟΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΚΑΠΤΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΠΟΛΗ ΧΡΗΣΙΜΕΥΣΕ ΑΡΧΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΡΗΣΟΥ, ΤΟΥ ΜΥΘΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ;:

https://www.facebook.com/theodoros.lymperakis/posts/pfbid0LjRVa56r5bhsGe5iKMLAnXs8yo2T2doih1oqSpaqmxhRJCTtr2Cdmen7KECtShpml



Σχετικά με το ταφικό μνημείο και την ταφική λατρεία του μυθικού βασιλιά των Ηδωνών Θρακών της περιοχής του Παγγαίου, πληροφορίες μας παρείχαν οι αρχαίοι συγγραφείς Μαρσύας και Πολύαινος. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με όσα ο Rempe αναφέρει γι’ αυτούς:

Με το όνομα Μαρσύας υπήρξαν δύο ιστορικοί: Ο Μαρσύας της Πέλλας, (356-294 π.Χ.), που ήταν συγγενής του μεγάλου Αντίγονου Α΄ Μονόφθαλμου και εξίσου διάσημος ως στρατιωτικός, όσο και ως συγγραφέας και ο συνονόματός του, Μαρσύας των Φιλίππων, που είχε μικρότερο, ειδικό βάρος από τον πρώτο (ίσως περ. 150 π.Χ.). Και οι δύο τιτλοφόρησαν τα σημαντικότερα έργα τους ως «Μακεδονικά».

Για τη θέση στην ιστορία του Μαρσύα του νεότερου, ο Ritschl, (Opuscula Philologica,Leipzig 1866, «De Marsyis Rerum Scriptoribus,» I. 448-470), αναφέρει τα εξής: «Ο Μαρσύας των Φιλίππων, ιερέας του Ηρακλή, που αναφέρεται για πρώτη φορά από συγγραφείς των χρόνων του Βεσπασιανού, του Τραϊανού και του Αδριανού, ακόμη και αν δεν είναι σαφές, πόσο αργότερα έζησε από τον Μαρσύα της Πέλλας, ανήκε αναμφίβολα σε μια περίοδο, όπου το απλό ύφος μιας παλαιότερης, κλασικής Ελλάδας είχε εκφυλιστεί σε επιδείξεις (αφενός) πολλαπλής και ποικίλης παιδείας και (αφετέρου) έρευνας για απλές λεπτομέρειες».

Ο Μαρσύας ο νεότερος, που μας ενδιαφέρει εδώ, ανέφερε, στις δικές του «Μακεδονικές Ιστορίες», ότι σ’ έναν συγκεκριμένο λόφο στην Αμφίπολη υπήρχε ένας ναός της Κλειούς, που είχε θέα προς τον τάφο του Ρήσου. (Σχολιαστής στην τραγωδία «ΡΗΣΟΣ» 346: «υπάρχει ναός της Κλειούς στην Αμφίπολη, κτισμένος σε λόφο, απέναντι από τον τάφο του Ρήσου»).

Το ναό και τον τάφο του Ρήσου, που περιγράφει ο νεότερος αυτός Μαρσύας, μπορούμε κάλλιστα να πιστέψουμε ότι, είτε τους είδε ο ίδιος, είτε στηρίχθηκε σε κάποια καλή πηγή, για την περιγραφή τους.

Ο Πολύαινος, πάλι, (συγγραφέας που έζησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου και του Λούκιου Βέρου, 161-169 μ.Χ., στους οποίους αφιερώνει τα «Στρατηγήματα»), μας διηγείται (6.53) την ακόλουθη ιστορία. Ο Άγνων ο Αθηναίος, γιος του Νικία, όταν επρόκειτο να ιδρύσει αποικία στην περιοχή, που μέχρι τότε ονομαζόταν «Εννέα οδοί» και στη συνέχεια «Αμφίπολη», έλαβε ένα χρησμό, να μεταφέρει τα οστά του Ρήσου στη νέα του πόλη - και μόνο όταν το έκανε αυτό, πέτυχε το σχέδιό του. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Πολύαινο:

Ο Άγνων σκόπευε να εγκαταστήσει μια Αττική αποικία, σ’ εκείνη την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα, που ονομαζόταν «Εννέα Οδοί», όμως, ο ακόλουθος χρησμός φάνηκε να τον προειδοποιεί, για την απόπειρά (του) αυτή:

«Αθηναίοι, γιατί τελευταία προσπαθείτε να ιδρύσετε

την περήφανη δομή (οικοδόμημα) σας και ν’ αποικίσετε τις Εννέα Οδούς;

Μάταιη η προσπάθεια, δεν είναι εγκεκριμένη από τον Ουρανό,

Ολέθρια η απόφαση, που η άκαμπτη μοίρα έχει εκδώσει

κατά της πράξης (σας), μέχρις ότου, από το σιωπηλό τάφο...

στην Τροία, έρθουν τα οστά του γερο-Ρήσου...

και ενωθούν με το πατρικό του χώμα.

Τότε, προχωρήστε

και η μοίρα θα κάνει την προσπάθειά σας, ένδοξη πράξη. »

Ως αποτέλεσμα αυτού του μηνύματος του θεού, ο Άγνων έστειλε μερικούς άνδρες στην Τροία, για ν’ ανοίξουν τον τάφο του Ρήσου, νύχτα και να μεταφέρουν τα οστά του. Εκείνοι τύλιξαν τα οστά του σ’ έναν πορφυρό χιτώνα και τα έφεραν στον ποταμό Στρυμόνα. Ωστόσο, οι βάρβαροι (ενν. τους Θράκες), που κατοικούσαν στη χώρα, δεν του επέτρεψαν να περάσει τον ποταμό. Ο Άγνων, ο οποίος δεν μπόρεσε να περάσει με τη βία τον ποταμό, συνήψε μαζί τους ανακωχή, για τρεις ημέρες. Οι βάρβαροι αποσύρθηκαν στα σπίτια τους και τον άφησαν ήσυχο, για το χρονικό διάστημα που είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους. Εκείνος, τη νύχτα διέσχισε τον Στρυμόνα με το στρατό του. Μετέφερε μαζί του τα οστά του Ρήσου, τα οποία έθαψε στην όχθη του ποταμού κι εκεί κατασκεύασε τάφρο και οχυρώσεις. Ξεκουραζόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και κάθε βράδυ δούλευε πάνω στις οχυρώσεις - και μέσα σε τρεις νύχτες, τα αμυντικά του έργα ολοκληρώθηκαν. Όταν οι βάρβαροι επέστρεψαν και διαπίστωσαν τί έκανε, κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, τον κατηγόρησαν ότι παραβίασε την ανακωχή. «Σίγουρα δεν είμαι ένοχος γι' αυτό», απάντησε ο Άγνων. «Η (συμφωνία γι’) ανακωχή ήταν να παραμείνω ανενεργός για τρεις ημέρες και την τήρησα με θρησκευτική ευλάβεια. Τα αμυντικά έργα, τα οποία βλέπετε, κατασκευάστηκαν τις νύχτες που μεσολάβησαν». Αυτή ήταν η δημιουργία της πόλης, την οποία έχτισε ο Άγνων στις Εννέα Οδούς και την ονόμασε Αμφίπολη.

Αυτά τα λόγια του Πολύαινου έκαναν πολλούς μελετητές, (τον Perdrizet, τον Leaf, τον Robert) να θεωρήσουν ότι ο τάφος του Ρήσου, τον οποίο περιέγραψε ο Μαρσύας, κατασκευάστηκε επίσης από τον Άγνωνα και ότι η λατρεία του Ρήσου στην Αμφίπολη καθιερώθηκε το 437/6. Πριν, όμως, συμφωνήσουμε μ’ αυτή τη θεωρία, πρέπει ν’ αναρωτηθούμε, αν η παράδοση που αναφέρει ο Πολύαινος είναι αληθινή.

Σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι ο Πολύαινος δεν είναι πολύ αξιόπιστος ιστορικός και ότι αντιμετωπίζει το υλικό του περισσότερο ως ρήτορας, παρά ως ιστορικός, ο οποίος ερευνά επιμελώς τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων εκείνων μελετητών, που πιστεύουν την ιστορία του.

Αντιθέτως, ο Θουκυδίδης, ο πρωτουργός και ο κορυφαίος (όλων) εκείνων, που αναζητούν ακούραστα την αλήθεια και την ακρίβεια κατά τη συγγραφή της ιστορίας του, ο οποίος έζησε τα ίδια τα γεγονότα που περιγράφει και ο οποίος, όντως, κατείχε χερσαία ιδιοκτησία, κοντά στην Αμφίπολη (Marcellinus, vita Thucyd. 19f), ήταν ναύαρχος του αθηναϊκού ναυτικού, που στάλθηκε στην περιοχή αυτή, έσωσε την Ηιόνα από τον Βρασίδα, ο οποίος την πολιορκούσε και, ως εκ τούτου, ήταν, σίγουρα, ο ειδικός στις υποθέσεις της Αμφίπολης, εκείνη την περίοδο, ήθελε να δει να λέγεται η αλήθεια γι' αυτές και γι' αυτό κανείς δεν θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει αυτό που έγραψε, ότι οι Αθηναίοι είχαν ξεκινήσει από την Ηιόνα, προκειμένου να ιδρύσουν την Αμφίπολη (Θουκυδ. Πελοπον. Πόλεμος 4.102). Ο Πολύαινος, όμως, ισχυρίστηκε ότι ο Άγνων, όταν οι βάρβαροι (Θράκες κάτοικοι των Εννέα Οδών, στην θέση των οποίων ιδρύθηκε η Αμφίπολη), δεν του επέτρεψαν να περάσει το Στρυμόνα, σύναψε μαζί τους τριήμερη ανακωχή και στη συνέχεια, περνώντας το Στρυμόνα τη νύχτα, πήρε τα οστά του Ρήσου και τα έβαλε σε τάφο, τον οποίο άνοιξε δίπλα στον ποταμό, τον περιέκλεισε και τον οχύρωσε. Και τότε, όταν οι βάρβαροι επέστρεψαν, μετά από τρεις ημέρες και διαμαρτυρήθηκαν ότι είχε παραβιάσει την ανακωχή, εκείνος απάντησε ότι είχε συνάψει συμφωνία για τρεις ημέρες, αλλά όχι (και για) τις νύχτες.

Εμείς, λοιπόν, οφείλουμε να εξετάσουμε πρώτα αυτό το γεγονός, αν οι Αθηναίοι ξεκίνησαν από την Ηιόνα – ένα γεγονός που πληροφορούμαστε από τον Θουκυδίδη και του οποίου η ορθότητα είναι ολοφάνερη, δεδομένου ότι όλοι μας δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε ότι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν από την Ηιόνα, μια πόλη την οποία αυτοί κατείχαν, ως εμπορικό τους σταθμό και ότι δεν είχαν κανένα λόγο να διασχίσουν τον Στρυμόνα, για να φτάσουν στις Εννέα Οδούς, (που σύντομα θα ονομαζόταν Αμφίπολη), οι οποίες βρίσκονταν 12 μίλια μακριά. Από αυτή και μόνο τη λεπτομέρεια, αποδεικνύεται ότι ο Πολύαινος χρησιμοποίησε μια πηγή, η οποία δεν είχε εμβαθύνει στο ιστορικό πλαίσιο.

Για να μη φανεί, όμως, ότι στηριζόμαι αποκλειστικά στη σιωπή του Θουκυδίδη, για ν’ αντικρούσω την αφήγηση του Πολύαινου, προσθέτω τα εξής: Οι Θράκες (ισχυρίζεται ο Πολύαινος) συμφώνησαν σε ανακωχή με τους στρατιώτες της Αθήνας, παρόλο που, 29 χρόνια πριν (στη μάχη της Δραβησκού, το 465 π.Χ., όταν η Αθήνα είχε κάνει την πρώτη της προσπάθεια να καταλάβει και ν’ αποικίσει τις Εννέα Οδούς, Θουκ. 4.102), είχαν εξοντώσει δέκα χιλιάδες Αθηναίους στρατιώτες. Η ανακωχή αυτή, μάλιστα, υποτίθεται ότι συμφωνήθηκε από αυτούς, για κανέναν άλλο σκοπό, παρά μόνο για να δοθεί στους Αθηναίους η ευκαιρία να θάψουν τα οστά του Ρήσου, τυλιγμένα σε πορφυρό μανδύα και να περιτειχίσουν τον τάφο του μ’ επάλξεις (πολεμίστρες). Και αφού συμφώνησαν σ’ αυτό, οι Θράκες έφυγαν αμέσως και, αφού πέρασαν τρεις μέρες, επέστρεψαν, επιτέλους και μόνο τότε είδαν τι είχε κάνει ο εχθρός τους. Όλα αυτά φαίνονται τόσο απίθανα, ώστε είναι αδύνατον να τα πιστέψουμε, ειδικά όταν μας αποκαλύπτεται ότι επρόκειτο για ένα τέχνασμα, που λέγεται, σε άλλες πηγές, ότι το είχαν εφεύρει πρώτοι οι ίδιοι οι Θράκες και με το οποίο, (όπως ισχυρίζονται αλλού ο Στράβων (9.401-2) και ο ίδιος ο Πολύαινος (7.43, αναφέροντας τον Έφορο ως πηγή), αυτοί (Θράκες) εξαπάτησαν τους Έλληνες, όταν τους ζήτησαν ανακωχή για έναν αριθμό ημερών και μετά προσποιήθηκαν ότι δεν περιελάμβαναν τις νύχτες!

Συνεπώς, το συμπέρασμά μας, σχετικά με την ιστορία του Πολύαινου, πρέπει να είναι το εξής: Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάζεται αιτιολογική μυθοπλασία, η οποία επινοήθηκε για δύο λόγους:

Πρώτον, μια σύντομη ιστορία, που να δείχνει, γιατί η Αμφίπολη πήρε αυτό το όνομα. (Σχετικά με αυτό το θέμα, η άποψη του Melber, ότι το όνομα Αμφίπολη επιλέχθηκε, σε ανάμνηση της ασάφειας της τριήμερης εκείνης ανακωχής, είναι τόσο απωθητική, που εγώ θα προτιμούσα μάλλον να συμφωνήσω ακόμη και με τον Wünsch, σύμφωνα με τον οποίο «Αμφίπολη» σήμαινε «πόλη που χτίστηκε γύρω από (ἀμφί) τον τάφο του Ρήσου». Ο Θουκυδίδης (4. 102, Τ7), ωστόσο, δίνει την αληθινή ετυμολογία, ότι η πόλη πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι ο Στρυμόνας ρέει «γύρω» και από τις δύο πλευρές της).

Ακολούθως, με τη βοήθεια αυτής της ιστορίας, να αιτιολογηθεί, γιατί ο τάφος του Ρήσου θα έπρεπε να βρίσκεται στην Αμφίπολη.

Επειδή, όμως, όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο Ρήσος είχε ταφεί στην Τροία, μια και αυτό αναφέρεται στην 10η Ραψωδία της Ιλιάδας, (την επονομαζόμενη «Δολώνεια», στους φιλολογικούς κύκλους), ότι αυτός σκοτώθηκε από τον Διομήδη, κοντά στην πόλη της Τροίας, εκείνοι που κατασκεύασαν τον υπό εξέταση μύθο, αναρωτήθηκαν, πώς έφτασε να χτιστεί ένας τάφος του Ρήσου στην Αμφίπολη και σκέφτηκαν μια εξήγηση: Τα οστά του είχαν μεταφερθεί στην Αμφίπολη από τον Άγνωνα, ο οποίος, όπως θα μπορούσε κανείς να γνωρίζει από τον Θουκυδίδη και πολλούς άλλους συγγραφείς μετά από αυτόν, ή από τους ίδιους τους κατοίκους της Αμφίπολης, ήταν ο πρώτος ιδρυτής της πόλης, (δεδομένου, μάλιστα, ότι και για πολλούς άλλους ήρωες είχαν ειπωθεί παρόμοιες ιστορίες: Λ.χ., τα οστά του Θησέα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, Πλούταρχος Κίμων 8, του Μελάνιππου από τη Θήβα στη Σικυώνα, Ηρόδοτος 5.67 κλπ.). Ο Πολύαινος, λοιπόν, δεν είδε τίποτε το απίστευτο σ’ αυτή την ιστορία και γι’ αυτό μπόρεσε να πιστέψει ότι τα οστά του Ρήσου είχαν, πράγματι, μεταφερθεί εκεί!

Έτσι, λοιπόν, το μόνο που μπορούμε να κρατήσουμε, από την πηγή του Πολύαινου, ως αληθινό, είναι το μόνο στοιχείο, σχετικά με τη λατρεία του Ρήσου, που (μας) ήταν ήδη γνωστό από τον Μαρσύα το νεότερο: Ότι υπήρχε ένα ηρωικό ιερό και ένας τάφος του Ρήσου στην Αμφίπολη, ακόμη και σε μεταγενέστερους χρόνους.

Τώρα, όμως, που αποδείξαμε ότι αυτό το ιερό δεν χτίστηκε από τους Αθηναίους, όταν ίδρυσαν τη νέα τους πόλη (και, σίγουρα, αποκλείεται αυτοί να έχτισαν το ιερό αργότερα, αφού, μετά την κατάληψη της πόλης από τον Βρασίδα, το 424/5, αυτή δεν περιήλθε ποτέ ξανά στην εξουσία τους), ας ψάξουμε να βρούμε στοιχεία, για το αν το ιερό αυτό χτίστηκε εξ ολοκλήρου από Θράκες ή από Έλληνες:

Δεδομένου ότι ο ναός της Κλειούς βρισκόταν σ’ έναν λόφο απέναντι από το ιερό του Ρήσου, ίσως θα μπορούσαμε εύλογα να υποθέσουμε ότι οι Έλληνες έχτισαν και το ναό και τον τάφο του, (σημ. γράφοντος: για το ναό της Κλειούς, ο Rempe μιλάει σε άλλο σημείο της διατριβής του, το οποίο θ’ ανεβάσω σε προσεχή ανάρτηση), ακόμη, όμως κι αν οι Έλληνες (και όχι οι Θράκες) είχαν κατασκευάσει τον τάφο του Ρήσου, οφείλουμε να πιστέψουμε και ότι ο Ρήσος ήταν ήδη γνωστός στους γηγενείς Θράκες, διότι το να βρήκαν οι Έλληνες, με τη φαντασία τους, έναν λόγο για να συνδέσουν τον Ρήσο με την Αμφίπολη είναι πολύ απίθανο, τόσο από μόνο του, όσο και διότι γνωρίζουμε ότι ο ήρωας αυτός ήταν ήδη, και από την αρχή, συνδεδεμένος με τη χώρα γύρω από την Αμφίπολη και είναι αποδεδειγμένο, από τις αρχαίες πηγές, (στις οποίες, επίσης, αναφέρεται ο Rempe σε άλλο σημείο της διατριβής του και το οποίο κι εγώ θ’ ανεβάσω, σ’ επόμενη αναρτησή μου), ότι ο Ρήσος ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος Θράκας και λατρευτικός ήρωας των ίδιων των Θρακών, που κατοικούσαν στην Αμφίπολη.

Ερχόμαστε, τώρα, στην τραγωδία «ΡΗΣΟΣ», σε τρεις, διαφορετικούς στίχους της οποίας (279- 304- 652) ο Θράκας ήρωας αποκαλείται γιος του Στρυμόνα. Παράλληλα και οι αρχαίοι συγγραφείς Όμηρος, Μαρσύας ο νεότερος, Κόνων και Στράβων μας δίνουν να καταλάβουμε ότι η παράδοση για τον Ρήσο προέρχεται από τις όχθες του ποταμού Στρυμόνα. Επομένως, όταν ο ποιητής του Ρήσου τον αποκαλεί γιο του Στρυμόνα, δεν εφευρίσκει τη σχέση, απλώς, ακολουθεί μια παράδοση, που υπήρχε ήδη στην κοιλάδα του Στρυμόνα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, για το θέμα που εξετάζουμε, είναι όσα μαθαίνουμε από την τελευταία σκηνή της τραγωδίας, τα οποία οφείλουμε να εκθέσουμε προσεκτικά και με λεπτομέρειες. Διότι, ενώ η υπόλοιπη τραγωδία έχει να πει ελάχιστα πράγματα, που δεν υπήρχαν ήδη στη Δολώνεια (10η Ραψωδία της Ιλιάδας), η τελική σκηνή διαφέρει εντελώς, από όσα ανέφερε ο Όμηρος. Εδώ, η Μούσα, η μητέρα του Ρήσου, εμφανίζεται με το σώμα του στην αγκαλιά της (στίχ. 890 κ.ε.), τον θρηνεί και προφητεύει τη μοίρα που τον περιμένει, απαγορεύει, όμως, στον Έκτορα, ο οποίος επιθυμεί να θάψει τον Ρήσο με όλες τις τιμές (στίχ. 959 κ.ε.), να το κάνει, λέγοντας (στίχ. 962-6):

«Δεν θα μπει στο σκοτεινό χώμα της γης,

αυτό θα ζητήσω από τη νύφη των κάτω βασιλείων,

την κόρη της Δήμητρας, της θεάς της γονιμότητας,

ν’ απελευθερώσει το πνεύμα του - γιατί αυτή μου χρωστάει (χάρη)

και πρέπει να δείξει ότι τιμά το γένος του Ορφέα».

Ο Ρήσος, εδώ, αποκαλείται συγγενής του Ορφέα, επειδή είναι πρώτος εξάδελφός του (στίχ. 944), αφού και οι δύο είναι γιοι κάποιας Μούσας, (ο Ορφέας θεωρείται συχνά γιος της Καλλιόπης). Ο ισχυρισμός της Μούσας ότι η Περσεφόνη είναι υποχρεωμένη να τιμά τους συγγενείς του Ορφέα, μοιάζει ν’ αναφέρεται στο σημείο εκείνο της τραγωδίας «ΡΗΣΟΣ» (στίχ. 943-44), όπου ο Ορφέας λέγεται ότι δίδαξε στους Αθηναίους τα πιο ιερά Μυστήρια κι εμείς μπορούμε εύκολα να πιστέψουμε ότι αυτός είχε την εύνοια της Περσεφόνης, ακριβώς επειδή το είχε κάνει! (Το αν, όμως, αυτά τα Μυστήρια, που δίδαξε ο Ορφέας, ήταν τα Ελευσίνεια Μυστήρια, πρέπει να παραμείνει αμφίβολο, αφού υψηλές αυθεντίες στην ιστορία της ελληνικής θρησκείας, αρνούνται ότι ο Ορφέας είχε σημαντικό ρόλο στην Ελευσίνεια λατρεία).

Όπως κι αν είναι όλα αυτά, δύσκολα μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι ο συγγραφέας της τραγωδίας ΡΗΣΟΣ πίστευε ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ του Ορφέα και των μυστηρίων της Περσεφόνης, ανεξάρτητα από το αν στην πραγματική ζωή υπήρχε τέτοια σχέση ή όχι.

Τώρα, οι κρίσιμοι στίχοι, για την έρευνά μας σχετικά με την ιδιότητα του Ρήσου, ως Θράκα λατρευτικού ήρωα, είναι οι ακόλουθοι: Η Μούσα συνεχίζει:

«κρυπτὸς δ᾽ ἐν ἄντροις τῆς ὑπαργύρου χθονὸς

ἀνθρωποδαίμων κείσεται βλέπων φάος,

Βάκχου προφήτης ὥστε Παγγαίου πέτραν ᾤκησε,

σεμνὸς τοῖσιν εἰδόσιν θεός.

(Δηλαδή, «και κρυμμένος σε σπηλιές κάτω από την ασημόχρωμη γη, (σαν) ανθρωποδαίμονας (ημίθεος) θα βρίσκεται εκεί, βλέποντας το φως, όπως ακριβώς (ὤστε) ένας προφήτης του Βάκχου, (ο Ρήσος) έχει εγκατασταθεί στο βράχο του Παγγαίου, ενός ιερού («σεμνός») θεού, για όσους κατέχουν την γνώση». (Ρήσος, στίχ. 1070-1073)

(ή – διαβάζοντας, αντί για «ώστε», «ὅς τε» -- που σημαίνει «και ο οποίος ως προφήτης του Βάκχου», βλ. παρακάτω).

Σε αυτούς τους στίχους, κατ’ αρχάς φαίνεται αβέβαιο, αν ο «ιερός θεός» είναι ο Ρήσος ή κάποιος «προφήτης του Βάκχου» και έπειτα, ποιος πρέπει να είναι αυτός ο «προφήτης του Βάκχου». Οι μορφωμένοι σχολιαστές διαφωνούν πολύ εδώ, αλλά, εξετάζοντας αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι υπήρχε, από πιο παλιά, λατρεία του Βάκχου στο όρος Παγγαίο. Πράγματι, ο Ηρόδοτος (7. 111) αναφέρει, στο πλαίσιο της περιγραφής της πορείας του Ξέρξη στη Θράκη, ότι οι Σάτρες, (ένα από τα γηγενή (θρακικά) φύλα του Παγγαίου), διατηρούσαν μαντείο του Βάκχου στις κορυφές του βουνού και ότι οι Βησσοί, ένα άλλο, τέτοιο, γηγενές, (θρακικό) φύλο, ήταν οι ερμηνευτές των χρησμών, οι οποίοι εκφωνούνταν από μια ιέρεια, «όπως ακριβώς και στους Δελφούς» - ενώ, στο επόμενο κεφάλαιο, 7. 112, λέει ότι οι Σάτρες, οι Πιέρες και οι Οδόμαντες ήταν οι κύριοι («μάλιστα») κάτοικοι του όρους Παγγαίου.

Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι το χωρίο της τραγωδίας ΡΗΣΟΣ, που εξετάζουμε, αναφέρεται στον Λυκούργο, έναν προφήτη του Βάκχου. (Έτσι, ο Vater, «Ευριπίδης, Ρήσος», Βερολίνο 1837, μεταφράζει: «Ο Ρήσος θα είναι θεός εκεί, σαν τον Λυκούργο, τον ιερέα του Βάκχου, που κατοικεί στο Παγγαίο, ως ιερός θεός»). Αλλά ποιος ήταν ο Λυκούργος; Ιδού η ιστορία του, (γνωστή στη μυθολογία):

Ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών (Θρακών), καταδίωξε τον Διόνυσο και τις τροφούς του στο όρος Νύσα και τυφλώθηκε, όπως είχε ήδη ειπωθεί από τον Όμηρο (Ιλιάδα 7.137ff) το Σοφοκλή, (Αντιγόνη 955ff), τον Εύμηλο και τον Αισχύλο στις Βασσαρίδες του. Ειδικά, ο Σοφοκλής γράφει ότι (ο Λυκούργος) φυλακίστηκε σε βράχο (σπήλαιο), από τον οργισμένο Βάκχο.

Ο Λυκούργος συγχέεται αργότερα με τον ίδιο τον Βάκχο, όπως αναφέρει ο Στράβων (10. 3. 16), η ιδέα, όμως, ότι ο Λυκούργος, ενώ ήταν εχθρός και διώκτης του Διονύσου, θα γινόταν «προφήτης» του, είναι απίθανη και, ως εκ τούτου, είναι απίθανο, το απόσπασμα του «Ρήσου» να κάνει σιωπηρή αναφορά σ’ αυτόν.

Ο Εrnst Maass (Orpheus, Μόναχο 1895, 68ff, 134ff), πάλι, υποστηρίζει ότι ο «προφήτης του Βάκχου» δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Ορφέα, τον οποίο η Μούσα μόλις έχει ονομάσει (ΡΗΣΟΣ, 966), για τους εξής λόγους: Ο Αισχύλος, στο χαμένο έργο του Βασσάραι, ένα θραύσμα του οποίου αναφέρει το όρος Παγγαίο, διηγήθηκε την ιστορία, ότι ο Ορφέας κομματιάστηκε από τις Μαινάδες της Θράκης, αλλά τα διάσπαρτα μέλη του συγκεντρώθηκαν από τις Μούσες και θάφτηκαν «στον τόπο που ονομάζεται Λίβηθρα». Τα Λίβηθρα, τώρα, ήταν κοντά στον Όλυμπο και δίπλα στο Δίον (Στράβων 7. 330, 18), όπου, σε μεταγενέστερους χρόνους, υπήρχε ένας τάφος του Ορφέα, όπως μας λέει ο Παυσανίας (9.30.7). Επειδή όμως υπήρχε μια παράδοση, ότι οι Πίερες, που ζούσαν κοντά στον Όλυμπο, εκδιώχθηκαν από τους Μακεδόνες και μετανάστευσαν στην περιοχή γύρω από το όρος Παγγαίο (Ηρόδ. 7.112, Θουκ. 2.99, Στράβων 9.410) - και επειδή ο Himerius (Or. 13.4) μιλάει για Λιβήθριους, που λάτρευαν τον Ορφέα στο όρος Παγγαίο, όπου είχαν συγκεντρώσει τα διάσπαρτα μέλη του - φαίνεται απίθανο, ο Αισχύλος (στις Βασσαρίδες) να είπε ότι οι Μούσες, που διέσωσαν τα μέλη του Ορφέα, τα πήραν από το Παγγαίο, όπου τα είχαν συγκεντρώσει (και τα μετέφεραν) στον Όλυμπο, για να τα θάψουν. Όχι, κατά τον Αισχύλο, τα μέλη του Ορφέα θάφτηκαν εκεί όπου διαδραματίστηκε το έργο του, στο όρος Παγγαίο.

Αυτό ήταν το επιχείρημα του Maass, που ο Perdrizet προσπάθησε ν’ αντικρούσει, υποθέτοντας ότι ο Himerius έκανε λάθος, που πίστευε ότι οι Λιβήθριοι ζούσαν στον Παγγαίο. Βέβαια, οι συγγραφείς γεωγραφικών κειμένων, στην ύστερη αρχαιότητα, ήταν πολύ επιρρεπείς στο λάθος. Αλλά, καθώς οι Πίερες, που όπως είπαμε είχαν ζήσει νωρίτερα κοντά στα Λίβηθρα και τον Όλυμπο, μετανάστευσαν αργότερα, για να εγκατασταθουν στο Παγγαίο, αυτό που είπε ο Himerius πρέπει να ήταν αλήθεια. Άλλωστε, ο Maass (135,18) επικαλείται κι άλλες αναφορές, που αποδεικνύουν ότι η λατρεία του Ορφέα είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Παγγαίου. Για παράδειγμα, ο Βιργίλιος (Γεωργικά 4,507 κ.ε.) αναφέρει ότι, όταν ο Ορφέας έχασε για δεύτερη φορά τη γυναίκα του, Ευρυδίκη,

«για επτά μήνες, δίπλα στον ανεμοδαρμένο βράχο,

στην έρημη πλημμύρα του ποταμού Στρυμόνα,

έκλαιγε κι επεξεργαζόταν αυτές τις λέξεις, στις ψυχρές σπηλιές του...»

Ο Ιάμβλιχος (Vit. Pythag. 146) λέει ότι ο Πυθαγόρας είχε μυηθεί από τον Αγλαόφαμο στις μυστηριώδεις τελετές στα Λίβηθρα και, με βάση τη μαρτυρία του Αγλαόφαμου, ισχυρίστηκε ότι ο Ορφέας, ο γιος της Καλλιόπης, είχε εκπαιδευτεί στο όρος Παγγαίο και, ως εκ τούτου, εκεί ήταν, που αυτός (Ορφέας) «μίλησε για τον ιερό αριθμό, που είναι η αιώνια και πιο θαυμάσια (θεϊκή) αιτία όλου του ουρανού και της γης και όλων των φύσεων μεταξύ αυτών...». Έτσι, με βάση αυτά τα αποσπάσματα (και άλλα: Maass 136, 18), γνωρίζουμε ότι η παράδοση συνέδεε τον Ορφέα με το Παγγαίο και, εκ του λόγου αυτού, ο Maass δεν διστάζει να ισχυριστεί ότι το πραγματικό νόημα του συγγραφέα του «Ρήσου» (στους στίχους 1070-1073) έχει ως εξής: Ο Ρήσος μετατρέπεται, στα σπήλαια της αργυροφόρου γης, από (νεκρό), ανθρώπινο ον, σε δαίμονα (ημίθεο), που βλέπει το φως, με τον ίδιο τρόπο που, (ὥστε), ο Ορφέας, ο προφήτης του Βάκχου, «εγκαταστάθηκε» (γιατί το αόριστο «ᾤκησε» είναι εισαγωγικό - ενεστωτικό) στους βράχους του Παγγαίου όρους και είναι «ιερός θεός για όσους γνωρίζουν» (δηλ, για όσους είναι μυημένοι, σοφοί: Porter xxi).

Ωστόσο, ο Wilamowitz («Lesefrüchte», Hermes 61 1926, 277-303, στο 285 και σημ. 1) έθεσε υπό αμφισβήτηση, το κατά πόσον ο Ορφέας θα μπορούσε, πράγματι, να χαρακτηριστεί «ιερός θεός». Ίσως, όμως, ο ποιητής να τον θεωρούσε ως συμμετέχοντα σε κάποιο κατώτερο είδος θεϊκής φύσης, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός που διατυπώνεται στον Ρήσο είναι ότι (μόνο) για τους μυημένους (τοῖσιν εἰδόσιν) αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί «ιερός θεός». Αν ακολουθήσουμε αυτή την εκδοχή, κι αυτός (ο Ορφέας) θα μπορούσε, επίσης, να είχε διατελέσει «προφήτης του Βάκχου» - ένας ρόλος που ο Wilamowitz ορθά θεωρεί ότι είναι ασύμβατος, με τη θεϊκή φύση, με τη στενή έννοια, όπως, όμως, έδειξε ο Otto Kern (Orpheus, Berlin 1920, 26, 28), δεν υπάρχει τίποτα αξιοσημείωτο στο ν’ αποκαλείται ο Ορφέας «προφήτης του Βάκχου». Έτσι, η άποψη του Maass μπορεί να είναι αμφίβολη, αλλά δεν μου φαίνεται ότι έχει αποκρουσθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πρέπει να την αποκηρύξουμε.

Ο Perdrizet, όμως, (27, γραμμές 10 κ.ε.), όπως, πριν απ’ αυτόν και οι Matthiae και Musgrave (πρβλ. τις αναφορές τους στο Vater 1837, 279) θεώρησαν ότι ο ίδιος ο Ρήσος ήταν ο «προφήτης του Βάκχου», διότι δεν γνωρίζουμε καμία παράδοση, που να καθιστά τον Λυκούργο ή τον Ορφέα «προφήτες». Έτσι, ο Perdrizet μεταφράζςει το χωρίο: «Ο Ρήσος θα είναι ο προφήτης του θεού των μυστηρίων, εκείνου που έχει για θρόνο του τους απόκρημνους βράχους του Παγγαίου» , υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν δύο γεγονότα, τα οποία ο ποιητής ισχυρίζεται ότι γνωρίζει:

I. ότι ο Ρήσος λατρεύεται στην Αμφίπολη,

II. ότι πάνω από την Αμφίπολη (στους «απόκρημνους βράχους») υπήρχε ένα μεγάλο ιερό του Βάκχου, το οποίο βρισκόταν υπό την διαχείριση των Βησσών.

Έτσι, λοιπόν, ο Ρήσος είχε αναλάβει τον ρόλο του προφήτη του Βάκχου, πιστεύει ο Perdrizet, προκειμένου να καθοδηγεί τα μυαλά και τα πνεύματα των Βησσών, οι οποίοι ήταν και οι ίδιοι προφήτες, που ερμήνευαν τους χρησμούς. Αλλά, εδώ φτάνουμε σε μια άλλη δυσκολία. Αν είναι έτσι, γιατί ο «προφήτης» λέγεται ότι ζει όχι στον ίδιο τόπο όπου βρισκόταν το μαντείο, πάνω στους «απόκρημνους βράχους» (του Παγγαίου), αλλά στο κάτω μέρος των βράχων, μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στην Αμφίπολη; Ο Wilamowitz (Hermes 61 1926, 185-line 1ff) ερμηνεύει την εν λόγω φράση σχεδόν με τον ίδιο τρόπο με τον Perdrizet, αν και αποφεύγει αυτή τη δυσκολία. Αυτός λέει ότι ούτε ο Λυκούργος ούτε ο Ορφέας θα μπορούσαν να ονομαστούν «προφήτες του Βάκχου» ή «θεοί»: Μάλλον, αυτές οι λειτουργίες θα πρέπει ν’ αποδοθούν στον ίδιο τον Ρήσο. Ο Ρήσος θα ζει στη σπηλιά, ως προφήτης του Βάκχου, ο οποίος (ο Βάκχος) θα είναι ιερός θεός, για όσους είναι σοφοί (μυημένοι)». Όσο εύκολη κι αν φαίνεται, ωστόσο, η διόρθωση, υπάρχουν εμπόδια, στο να δεχτούμε την ανάγνωση του Wilamowitz, το κυριότερο από τα οποία είναι το εξής: Το γεγονός ότι ο Βάκχος αποκαλείται «ιερός θεός για όσους γνωρίζουν», σημαίνει ότι ο Βάκχος είναι θεός των Θρακών και λιγότερο «γνωστός» στους Έλληνες. Αλλ’ όμως, η ίδια η αττική τραγωδία προήλθε από τη λατρεία του Βάκχου και ποιος θα πίστευε ποτέ ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Βάκχος ήταν ένας θεός, ελάχιστα γνωστός στους Έλληνες; Και γι' αυτό οι λέξεις «σεμνὸς τοῖσιν ειδόσιν θεός», (δηλαδή) «ένας θεός, αλλά μόνο σ' αυτούς που γνωρίζουν», δεν μπορεί παρά ν’ αναφέρονται σε ένα κατώτερο (υποδεέστερο) είδος θεϊκής ύπαρξης.

Ο Nock («The End of the Rhesus», CR 40 1926, 184-6, στο 185), με τη σειρά του, υποστηρίζει ότι ο «σεμνός για τους μυημένους θεός του Παγγαίου» είναι ο Ζάλμοξις, ένας ήρωας, ο οποίος υποτίθεται ότι δίδαξε στους Γέτες την πίστη στην αθανασία (και ο οποίος, λέγεται ότι ζούσε ανάμεσά τους, σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο, βλ. Ηρόδοτος 4. 194-6). (Αυτό το κάνει ο Nock) γιατί στηρίζεται στη μαρτυρία του Ηρόδοτου, του Στράβωνα (7. 297, πρβλ. 16. 762) και του Hellanicus (fr. 73 Jacoby), προκειμένου να πει ότι ο Ζάλμοξις μπορεί, κάλλιστα, ν’ αποκαλείται «ο προφήτης του Βάκχου». Ωστόσο, δεδομένου ότι η λατρεία του Ζάλμοξη φαίνεται να είχε ως επίκεντρο περιοχές βορειότερα στη Θράκη, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο συγγραφέας του Ρήσου (ο οποίος εντοπίζει τον ήρωά του στο Παγγαίο) είχε άγνοια της τοπογραφίας, αν και ο ίδιος ο Nock διστάζει να το παραδεχτεί αυτό. Εν πάση περιπτώσει, ο Nock πιστεύει ότι ήταν δυνατόν, σ’ έναν λαό (όπως οι Θράκες), που είχε λατρείες του Ζάλμοξι και του Ορφέα και λάτρευε τον Βάκχο, σε πολλά, διαφορετικά μέρη, να υπήρχαν ακμαίες παραδόσεις γι’ άλλους ήρωες, των οποίων τα ίχνη έχουν εξαφανιστεί. Αλλά ορισμένα από τα επιχειρήματα του Nock δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Θεωρεί ότι ο «ανθρωποδαίμων» ταυτίζεται με τον «προφήτη του Βάκχου», παρόλο που η γραμματική του συγκεκριμένου χωρίου από τον ΡΗΣΟ δεν υποστηρίζει την άποψή του. Έτσι, ο ισχυρισμός του είναι, όπως τον ερμηνεύω εγώ, (λέει, πάντοτε, ο Rempe), ότι ο Ζάλμοξις ήταν το «πρωτότυπο» εκείνων των θεϊκών προφητών, που ο Στράβων λέει (7. 3.5) ότι ήταν παρόντες, ως σύμβουλοι του βασιλιά των Γετών. Ότι, ως εκ τούτου, επίσης, εκείνος ο «προφήτης του Βάκχου», που αναφέρεται στο απόσπασμά μας από το «Ρήσο», ήταν το «πρωτότυπο» εκείνων των προφητών του Βάκχου που, στο μαντείο του Βάκχου, στα υψώματα του Παγγαίου όρους, λέγεται από τον Ηρόδοτο (7.111) ότι έπαιζαν τον ρόλο του προφήτη. Και αυτός ο «πρωτότυπος» προφήτης ονομαζόταν με το όνομα «προφήτης του Βάκχου» και συμμετείχε στη λατρεία του Βάκχου στο Παγγαίο. Το συμπέρασμα του Nock δεν είναι απόλυτα πειστικό, αν και μου φαίνεται ένα συμπέρασμα, που δεν πρέπει απλώς να απορριφθεί εκ προοιμίου.

Για να συνοψίσω αυτή την ανασκόπηση των διαφόρων επιλογών, για την ερμηνεία αυτών των εδαφίων, καμία από τις απόψεις που μας προσφέρουν αυτοί οι μελετητές δεν φαίνεται να είναι τόσο καλά τεκμηριωμένη ή υποστηριζόμενη με στοιχεία, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες - το παραδέχομαι αυτό. Αλλά αν και δύσκολα μπορεί κανείς να πάρει οριστικά θέση, υπέρ του ενός ή του άλλου, μου αρέσει πολύ περισσότερο η περιγραφή του Maass.

Είδαμε παραπάνω, εν πάση περιπτώσει, ότι ήδη από την εποχή του Μαρσύα του νεότερου (περίπου 150 π.Χ.) υπήρχε ένας τάφος του Ρήσου στην Αμφίπολη κι εγώ προσπάθησα ν’ αποδείξω ότι (αυτός) κατασκευάστηκε από Θράκες και όχι από Έλληνες. Αυτό ταιριάζει καλά με την προφητεία της Μούσας στον «Ρήσο», σχετικά με τον τόπο κατοικίας του γιου της, διότι, λαμβάνοντας υπόψη (αυτή) την προφητεία της, ότι ο Ρήσος θα κατοικούσε σε μια σπηλιά και το γεγονός ότι ο Μαρσύας μας λέει ότι είχε χτιστεί ένας μνημειακός βωμός (ένα ιερό μνημείο), προς τιμή του Ρήσου, απέναντι από τον λόφο, στον οποίο υπήρχε ένα ιερό της Μούσας - μητέρας του, πρέπει να έχει κανείς, κατά νου, τη φύση του τόπου. Διότι η Αμφίπολη ήταν χτισμένη σε λόφο, που υψωνόταν από την κοιλάδα του Στρυμόνα και περιβαλλόταν από τη ροή του ποταμού από τρεις πλευρές. Πρέπει να έχει επίσης υπόψη του και τις «ψυχρές σπηλιές» στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, που αναφέρει ο Βιργίλιος, στο ίδιο σημείο (Γεωργ. 4.507 κ.ε.). Έτσι, το σπήλαιο του Ρήσου βρισκόταν στο κάτω μέρος αυτού του λόφου, κοντά στον ίδιο τον ποταμό, και αργότερα κοσμήθηκε με έναν τάφο, απέναντι από τον οποίο, και πιο πάνω, στο λόφο στον οποίο βρισκόταν η Αμφίπολη, χτίστηκε το ιερό της Μούσας Κλειούς.

Δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί (ως εκ τούτου), ότι στην Αμφίπολη, στις όχθες του πατέρα του, του ποταμού Στρυμόνα, υπήρχαν τόσο ένα σπήλαιο όσο και ένας τάφος του γιου του Στρυμόνα, του ήρωα Ρήσου, τον οποίο οι Θράκες της Αμφίπολης λάτρευαν εκεί - έστω και αν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, με ποιον τρόπο λατρευόταν, γιατί, για το θέμα αυτό, δεν έχουμε καθόλου στοιχεία.

Ο Leaf (3ff), βέβαια, αρνήθηκε, πεισματικά, ότι υπήρχε οποιαδήποτε λατρεία του Ρήσου, βασιζόμενος στον Κικέρωνα (De Natura Deorum, 3.45: T13). Ο Κικέρωνας, πράγματι, αρνιόταν ότι ο Ορφέας και ο Ρήσος, παιδιά των Μουσών, ήταν δυνατόν να είναι θεοί, «επειδή δεν λατρεύονται πουθενά», λέγοντας, ειδικότερα, τα εξής: «Ακριβώς όπως, κατά το αστικό δίκαιο, εκείνος του οποίου η μητέρα είναι ελεύθερη γυναίκα, είναι ελεύθερος άνθρωπος, έτσι και κατά το νόμο της φύσης, εκείνος του οποίου η μητέρα είναι θεά, πρέπει να είναι θεός. Και στο νησί της Αστυπάλαιας, ο Αχιλλέας λατρεύεται ευλαβικά από τους κατοίκους, για τους λόγους αυτούς - αλλά αν ο Αχιλλέας είναι θεός, το ίδιο ισχύει και για τον Ορφέα και τον Ρήσο, που η μητέρα του καθενός ήταν μούσα, εκτός αν ίσως ένας γάμος στον βυθό της θάλασσας μετράει περισσότερο από έναν γάμο στην ξηρά! Αν αυτοί δεν είναι θεοί, επειδή δεν λατρεύονται πουθενά, πώς μπορούν οι άλλοι να είναι θεοί);

Ο Rohde (βλ. Psyche I. 162 w/notes) προσπάθησε ν’ απαντήσει ότι ίσως δεν υπήρχε τέτοια λατρεία στην εποχή του Κικέρωνα, αλλά ο Leaf δεν θα επιτρέψει να σταθεί αυτή η εξήγηση, διότι, αν ο Κικέρωνας λέει ότι δεν υπήρχε, τότε προκύπτει ότι σε κανέναν από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με τη θρησκεία και τους οποίους ο Κικέρωνας, πιθανόν, να χρησιμοποιούσε ως αυθεντίες, όσο φιλότιμοι και αν ήταν, στην προσπάθειά τους να βρουν υλικό από κάθε δυνατή πηγή, για να υποστηρίξουν κάθε τους άποψη, δεν ήταν γνωστή μια λατρεία του Ρήσου. Ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυριζόταν ο Leaf. Ωστόσο, είναι εύκολο για μας, να δείξουμε ότι αυτή η γνώμη του είναι έωλη. Ποιος (όμως) ήταν ο λόγος, για τον οποίο ο Leaf ήταν τόσο πεπεισμένος ότι ο Κικέρων, εκφράζοντας αυτή την άποψη, αυθόρμητα, στη διάρκεια μιας διαφωνίας, πρέπει να είχε συμβουλευθεί πολλούς, Αλεξανδρινούς σχολιαστές, υψηλής μόρφωσης; Εξάλλου, ο Ορφέας, για τον οποίο ο Κικέρων λέει ότι δεν λατρευόταν, όπως και ο Ρήσος, (εν τούτοις), σίγουρα λατρευόταν, αν όχι με θεϊκές, οπωσδήποτε με ηρωικές τιμές, όπως είναι γνωστό. (Gruppe, Ro. III 1082f, 1084f, Baege cit. 182, Kern Orpheus 17, 24-line 2ff).

Όσο για το ότι ο Rohde πίστευε ότι ο Ρήσος ήταν θεός, αμφιβάλλω, ξέρω, όμως, με βεβαιότητα τούτο: Ο συγγραφέας της τραγωδίας ΡΗΣΟΣ πρέπει ν’ άντλησε την άποψή του από τους ίδιους τους Θράκες, όταν φέρνει τη Μούσα στη σκηνή, προκειμένου αυτή να περιγράψει την υπόγεια σπηλιά του Ρήσου. Κανένα από τα στοιχεία μας δεν καθιστά τον Ρήσο θεό. Διότι, με πολύ μετρημένα λόγια, η Μούσα, στην τραγωδία «Ρήσος», προφητεύει ότι ο γιος της θα είναι τώρα σαν νεκρός γι' αυτήν:

Και σαν ένας νεκρός, που δεν μπορεί να δει το φως

θα είναι για μένα, από τώρα και στο εξής:

γιατί ποτέ δεν θα βγει να με συναντήσει,

ούτε θα δει το σώμα της μητέρας του,

αλλά θα είναι κρυμμένος σε σπηλιές της αργυρόχρωμης γης.

Θα βρίσκεται εδώ, ένας ανθρωποδαίμων...(967-71)

Αν ο Ρήσος ήταν, πράγματι, θεός, γιατί η Μούσα να περιγράψει την επιβίωσή του (μετά θάνατο), με τόσο περιορισμένα λόγια; Και πάλι, η λέξη ανθρωποδαίμων, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημαίνει ένα ανθρώπινο ον, που μετατράπηκε σε δαίμονα (θεό), όχι έναν δαίμονα (θεό), προικισμένο με ανθρώπινο σώμα- αυτή η έννοια μαρτυρείται, για τη (συγκεκριμένη) λέξη, από τον Προκόπιο (ap. Suidas s.v. ανθρωποδαίμονες), και ο Στέφανος δίνει αυτή τη σημασία, στο Thesaurus I. 781 (βλ. επίσης Perdrizet, 29,1). Διότι και πάλι, πώς θα μπορούσε η Μούσα να πει ότι θα ζητήσει από την Περσεφόνη να ελευθερώσει την ψυχή του Ρήσου από τον Άδη, αν ο Ρήσος ήταν αθάνατος θεός; Επομένως, πρέπει ν’ αρνηθούμε σθεναρά ότι ο ποιητής της τραγωδίας ΡΗΣΟΣ πίστευε ότι ο Ρήσος ήταν θεός, ενώ και τα χωρία μας, από τον Μαρσύα (το νεότερο), τον Πολύαινο και τον Φιλόστρατο, δεν του αποδίδουν την ιδιότητα του θεού.

Ο Ρήσος, τώρα, σε διάφορα κείμενα (Ιλ. 10.435, Στράβων 7.331,36) αναφέρεται ρητά ότι ήταν βασιλιάς των Θρακών, σε όλες τις μαρτυρίες απεικονίζεται ως βασιλικός ηγέτης και δεν παρουσιάζει κάποιο χαρακτηριστικό, που να μας εμποδίσει να τον θεωρήσουμε ως ένα ντόπιο βασιλιά. Στο θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στον Κόνωνα, (Narrationes 4), ο Ρήσος ονομάζεται γιος του Στρυμόνα και βασιλιάς των Θρακών και ο Στρυμόνας λατρευόταν ακόμη ως ποτάμιος θεός, στις ημέρες του Φιλίππου Β' του Μακεδόνα. (Κόνωνος, Narrationes 4: «Ο Στρυμών είχε τρεις γιους, τον Βράγγα, τον Ρήσσο και τον Όλυνθο. Ο Ρήσσος πήγε να πολεμήσει στο πλευρό του Πριάμου, στην Τροία και σκοτώθηκε από τον Διομήδη. Ο Όλυνθος αντιμετώπισε ένα λιοντάρι, σ’ ένα κυνήγι και πέθανε. Ο αδελφός του, Βράγγας, θρήνησε πολύ την ατυχία κι έθαψε τον Όλυνθο εκεί που έπεσε. Στη συνέχεια, ερχόμενος στη Σιθωνία, έχτισε μια μεγάλη και ευημερούσα πόλη, την οποία ονόμασε Όλυνθο, από το όνομα του αγοριού»).

Τα συμπεράσματα που εξάγουμε, απ’ αυτά τα γεγονότα, είναι τα εξής: Ότι ο Ρήσος ήταν ένας βασιλιάς, εκ γενετής, των Θρακών, ο οποίος έγινε ήρωας μετά το θάνατό του και ο οποίος, όπως πίστευαν οι Θράκες, κατοικούσε σε μια σπηλιά, στην Αμφίπολη και απολάμβανε, εκεί και σε άλλα μέρη, μια ηρωική λατρεία (λατρεία ήρωα).

Ο Sittig (PW IA 629 κ.ε.), ο οποίος πίστευε ότι ο Ρήσος ήταν ένας ντόπιος δαίμων, που κατοικούσε μέσα στη γη, σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι ο Διομήδης, ο κύριος των ανθρωποφάγων αλόγων, όσον αφορά την λατρεία του ως ήρωα, ήταν αντίγραφο του Ρήσου, του πιο καλοκάγαθου κυρίου των λευκών αλόγων, στην Τροία - ωστόσο τα στοιχεία, με τα οποία θα μπορούσαμε να στηρίξουμε αυτή την εικασία, όπως σημειώνει ο ίδιος, δεν είναι πειστικά. Ο Jessen (Ro. IV 100) πιστεύει ότι ολόκληρη η ιστορία του Διομήδη, ως νικητή επί του Ρήσου, επινοήθηκε από τους ίδιους εκείνους που λάτρευαν τον Διομήδη ως ήρωα, για να υποβαθμίσουν τη λατρεία του Ρήσου και να προωθήσουν εκείνη του Διομήδη. Αλλά αν και ο Jessen είχε δίκιο, να θεωρεί ότι ο μύθος αυτός σηματοδοτεί τον θρίαμβο των λατρευτών του Διομήδη, δεν υπάρχει τίποτα στον μύθο, που να εξηγεί την αλλαγή της λατρείας του Ρήσου. Διότι, αν ισχυριστούμε ότι ο μύθος σηματοδοτεί κάποια διαμάχη, μεταξύ των θρακικών λαών, των οποίων ήρωας ήταν ο Διομήδης και εκείνων, των οποίων ήρωας ήταν ο Ρήσος, αυτό φαίνεται αρκετό, για να τον εξηγήσει απόλυτα. Ούτε έχουμε κάποιο ίχνος λατρείας του Ρήσου στα Άβδηρα, ούτε κάποιας λατρείας του Διομήδη στην Αμφίπολη. Επίσης, η άποψη του Sittig ότι οι Θράκες πίστευαν από την αρχή ότι ο Ρήσος ήταν ένας χθόνιος δαίμων, μου φαίνεται αδύνατη, διότι, αν την αποδεχτεί κανείς, τότε οι απόψεις των πιστών του Ρήσου μοιάζει να είχαν πολύ μεγάλες διακυμάνσεις. Πράγματι, (αν δεχθούμε αυτή την άποψη), οι ποιητές θα πρέπει να είχαν, πρώτα, μετατρέψει τον Ρήσο, έναν δαίμονα εκ γενετής, σ’ έναν απλό, άνθρωπο - πολεμιστή και μετά ν’ αποφάσισαν να τον αλλάξουν εκ νέου, κάνοντάς τον λατρευτικό ήρωα, που κατοικεί σε μια σπηλιά.

Πολύ απλούστερη, λοιπόν, και πολύ καλύτερα προσαρμοσμένη στα στοιχεία μας είναι η ακόλουθη εξήγηση: Οι Θράκες πίστευαν ότι, μετά τον θάνατο του Ρήσου, που ήταν βασιλιάς των Θρακών, αυτός είχε γίνει ήρωας – και το ίδιο το όνομα «Ρήσος» μοιάζει με απόδειξη του ότι ήταν, (πράγματι), ένας απόλυτα γήινος βασιλιάς. Και έπειτα, όσον αφορά το ότι ο Ρήσος ήταν αθάνατος, οι αντιλήψεις και οι απόψεις των Θρακών έχουν μεγάλη βαρύτητα, σ’ αυτό το επιχείρημα. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι αυτό που βρίσκουμε στην αφήγηση του Ηροδότου για τον Ζάλμοξι, ενώ υπάρχουν και μελετητές, που συγκρίνουν αυτόν τον «ήρωα» ή «θεό», με τον Ρήσο. Και οι δύο ζουν σε μια σπηλιά. Και οι δύο έχουν θεραπευτικές δυνάμεις. Και οι δύο κυνηγούν. Τώρα, αυτές οι ιδιότητες είναι κοινές σε όλους σχεδόν τους λατρευτικούς ήρωες. Ως εκ τούτου, από τη σύγκριση με τον Ζαλμόξι δεν μαθαίνουμε τίποτα καινούργιο ή ιδιαίτερο για τον Ρήσο. Ωστόσο, αν τα άλογα, το κυνήγι και η ένοπλη μάχη είναι πράγματα που υποτίθεται ότι αγαπούσε ο Ρήσος, τότε ο Jessen (Ro. IV 110 κ.ε.) ορθά έκρινε ότι οι Θράκες απέδιδαν τα δικά τους, αγαπημένα πράγματα, στον ήρωά τους, οπότε, ακόμη και απ’ αυτό μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τον Ρήσο ως γεννημένο και αναθρεμμένο Θράκα ήρωα.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, θεωρώ τα εξής απόλυτα ασφαλή: Ο Ρήσος, βασιλιάς των Θρακών, όπως πίστευαν οι ίδιοι οι Θράκες, έγινε ήρωας μετά τον θάνατό του και κατοικούσε σε μια σπηλιά, που βρίσκεται στην Αμφίπολη του Στρυμόνα. Ως Θράκας, του αποδόθηκαν, ως χαρακτηριστικά, (ως ιδιότητές του), εκείνα ακριβώς τα πράγματα, που οι ίδιοι οι Θράκες απολάμβαναν και τους άρεσαν πιο πολύ. Αισθάνομαι, όμως, ότι πρέπει να αρνηθούμε ότι (αυτός) ήταν ένας από τους θεούς τους.

ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ:

1η. ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΣ ΚΡΑΤΗΡΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΥΛΙΑ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

2η. ΑΜΦΙΠΟΛΗ. Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ

3η. ΑΜΦΙΠΟΛΗ. Ο ΛΌΦΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟ ΠΙΑ ΤΥΜΒΟ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ ΚΑΣΤΑ.

4η. ΑΜΦΙΠΟΛΗ. Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΟΥ ΤΟΥ ΤΥΜΒΟΥ

5η. ΑΜΦΙΠΟΛΗ. Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΟΥ ΤΟΥ ΤΥΜΒΟΥ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου