ΑΥΔΗΜΙΟΝ (ΑΥΔΗΜΙ Ή
ΑΒΔΗΜΙ) – Ο ΕΥΔΗΜΟΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ – ΣΗΜΕΡΑ UCMAKDERE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Δ) Ο
υποστράτηγος εν αποστρατεία ‘Αγγελος
Γερμίδης περιγράφει το Αυδήμι ως εξής, στο εξαίρετο πόνημά του, το οποίο
εξέδωσε στην Θεσσαλονίκη το 1976, με τίτλο «ΤΑ ΓΑΝΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ»
(Το
αναλυτικό κείμενο, λόγω του μεγέθους του, το χώρισα σε δύο μέρη)
ε. Αυδήμιο.
Το Αυδήμιο ή Ευδήμιο, πιθανόν το Εύδημοπλάτανον των
Βυζαντινών, ήταν ένα από τα ωραιότερα χωριά της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Γάνου
και Χώρας και όλων των Γανοχώρων, φημισμένο συν τοις άλλοις και για τα όμορφα
κορίτσια του.
Ήταν
κτισμένο στα στενά του Γάνου, περί τα 3 - 4 χιλιόμ.
Β.Α. από αυτόν, στην μικρή κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, ανάμεσα στο δάσος Κουρί
και στο ξεροβούνι, πάνω στο οποίο ήταν το εξωκκλήσι του Αγίου Αθανασίου. Από
το εξωκκλήσι αυτό η βουνορράχη ανέβαινε ως το υψηλότερο σημείο του Ιερού
Όρους, όπου το εξωκκλήσι του Αγίου Ηλία και όπου στους βυζαντινούς χρόνους
υπήρχε το ομώνυμο φρούριο, το οποίο εδέσποζε και πάνω στον Εύδημοπλάτανο και
στα στενά του Γάνου.
Η ίδρυση
του σημερινού Αυδημίου σκεπάζεται κι αυτή από θρύλους και παραδόσεις. Κατά μιά
παράδοση, κτίσθηκε από τούς κατοίκους του βυζαντινού χωριού Ευδημοπλατάνου,
που ήταν στην ίδια περιοχή του Γάνου, άγνωστο όμως σε ποιο ακριβώς σημείο και
καταστράφηκε από τους Καταλανούς, στους χρόνους των επιδρομών τους στήν Θράκη,
γύρω στά 1304 —
1308 μ.Χ. Τότε
οι κάτοικοί του κατέφυγαν στην γνωστή τους από τότε ασφαλή τοποθεσία και
έκτισαν το καινούργιο χωριό τους, στο οποίο δώσανε βέβαια το παληό του όνομα,
Ευδήμου Πλάτανος, ή Ευδημοπλάτανον και το οποίο, με την πάροδο του χρόνου,
παρηλλάγη σε Ευδήμιο. Ή παράδοση αυτή φαίνεται να επαληθεύεται και ιστορικά,
γιατί οι Βυζαντινοί Ιστορικοί αναφέρουν, στα κατοπινά χρόνια, σε διαφόρους
πολέμους, μέχρι την οριστική υποδούλωση της Θράκης, το όνομα Εύδημοπλάτανος.
Όπως όμως διατηρήθηκε η παράδοση μέχρι το χαλασμό του 1922 και την ανέφεραν οι γεροντότεροι Αυδημιώτες, η
καταστροφή δεν προήλθε από τους Καταλανούς, αλλά από Αλγερινούς πειρατές, οι
οποίοι, περνώντας με τα καράβια τους κοντά στήν παραλία, ένα απόγευμα γιορτής,
κατάλαβαν, από την εμφάνιση των χρυσοστολισμένων γυναικών που χόρευαν, ότι το
χωριό ήταν πλούσιο. Και όταν νύκτωσε, αποβιβάσθηκαν στην ξηρά και εισέβαλαν σ'
αυτό, το λεηλάτησαν και το έκαψαν και φεύγοντας πήραν και αρκετούς σκλάβους
μαζί τους. Και όσοι
κάτοικοι γλύτωσαν από τη φωτιά και τη σφαγή, πήραν την ανηφοριά, προς τον Άγιο Ηλία
και από εκεί κατέβηκαν στην ρεματιά, όπου και έκτισαν το καινούργιο χωριό τους.
Μερικοί ίσως έφυγαν πέρα από το Δερβένι και έκτισαν το Νεοχώρι. Άγνωστο πότε
έγινε η καταστροφή, από τους Αλγερινούς εκείνους πειρατές, θα πρέπει όμως να έγινε
ύστερα από την αναφερομένη από τους Καταλανούς καταστροφή, γιατί η πειρατεία
αναπτύχθηκε κυρίως στα μετά την άλωση χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Κατά μιά άλλη παράδοση, κτίτορες του
σημερινού Αυδημίου ήταν οι κάτοικοι ενός άλλου, μεγάλου χωριού, του Αγίου Βασιλείου,
που είχε κτισθή γύρω στα 1500 μ.Χ., δηλαδή περί τά α0 χρόνια μετά την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως, από Έλληνες κατοίκους, προερχομένους από διάφορες περιοχές
της Θράκης, σε μια τοποθεσία, 2 περίπου χλμ. Β.Α. από το κοντά στον Ι'άνο
Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Τό χωριό εκείνο ήταν μεγάλο, από τα μεγαλύτερα της
περιοχής τότε, αλλά σε χρόνο άγνωστο, Λαζοί πειρατές του επετέθησαν από τη
θάλασσα, το λεηλάτησαν και το έκαψαν. Όσοι από τους κατοίκους του γλύτωσαν,
αναγκάσθηκαν να το εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερο μέρος. Και
οι μεν εμπορευόμενοι και γενικά διανοούμενοι, ίδρυσαν, μέσα στην απρόσιτη από
τους πειρατές χαράδρα, το Αυδήμιο, οι ασχολούμενοι με την γεωργία,το χωριό
Νεοχώρι, περί τα 4-5 χλμ. ΒΑ του Αυδημίου και οι ασχολούμενοι μέ την
κτηνοτροφία το χωριό Σχολάριο, στις ΒΑ πλαγιές του Ιερού Όρους, το οποίο
εξελίχθηκε, στις αρχές του αιώνα μας, σέ πραγματική κωμόπολη.
Και η
παράδοση αυτή του χωριού Αγίου Βασιλείου μάλλον ανταποκρίνεται προς την
πραγματικότητα, όπως φαίνεται από το διασωθέν όνομα της τοποθεσίας «Άγιος
Βασίλειος» και από τα ερείπια εκκλησιών και σπιτιών. Ίσως οι δύο αυτές παραδόσεις, οι οποίες ουσιαστικά
διαφέρουν μονάχα στο αρχικό τους μέρος (του κτίτορος του χωριού), να αποτελούν
μια και την αυτή παράδοση, παραλλαγμένη και διαφοροποιημένη με την πάροδο των
αιώνων.
Η τοποθεσία στην οποία κτίσθηκε,
κατά την μία ή την άλλη παράδοση, ήταν ασφαλέστερη και από την παληά και από
εκείνες των άλλων παραλίων κωμοπόλεων και χωριών των Γανοχώρων, σε απόσταση δύο
περίπου χλμ. από την θάλασσα και αόρατη από αυτήν, με δάση και άφθονα νερά.
Το Αυδήμι χωριζόταν από δύο ποταμάκια σε τρεις συνοικίες. Στον πάνω
Μαχαλά, στον κάτω Μαχαλά και στον πέρα Μαχαλά. Το ένα από τα ποταμάκια αυτά
πήγαζε από τις υπώρειες του Ιερού Όρους (τον Πάτο, όπως λέγανε) και δεχόταν τα
νερά από όλες τις πλαγιές, δεξιά και αριστερά και είχε νερό όλο τον χρόνο,
άφθονο το χειμώνα, μα και αρκετό το καλοκαίρι, όταν δε, ύστερα από δυνατή
βροχή, πλημμύριζε, κατρακυλούσε με ορμή, παρασέρνοντας μικρές και μεγάλες
πέτρες, άλλαζε πολλές φορές κοίτη και προκαλούσε αρκετές ζημίες στα σπίτια, που
ήταν κτισμένα στις όχθες του
Το άλλο,
που κατέβαινε από την ορεινή διάβαση του Δερβενίου, ήταν ξηροπόταμος και είχε
μονάχα το χειμώνα νερό, το λέγανε δε «Ρεμματάκι».
Τα δύο
αυτά ποταμάκια ενώνονταν μπροστά στο νερόμυλο του Λαμπαδάριου και από εκεί,
ενωμένα πια κι έχοντας αριστερά τα σπίτια του πέρα Μαχαλά, κατέβαιναν προς την
θάλασσα, στην οποία χύνονταν, διασχίζοντας το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και
του εξωκκλησιού των 'Αγ. Θεοδώρων και ανάμεσα από τό δάσος αιωνόβιων
πλατανιών.
Στο
μεγάλο ποτάμι, που χώριζε τον Πάνω από τον Πέρα Μαχαλά, βάζανε το χειμώνα, σαν
γεφύρια, σανίδες (τάλπες), μια ανάμεσα στο νερόμυλο του Στρατηγάκη Βαχάρογλου
και στο σπίτι του Ίωάννη Λαμπαδάριου, μια ανάμεσα στο νερόμυλο του Αργυράκη και
στο σπίτι του Πρωτοψάλτη, που ήταν και η κυριώτερη κι εξυπηρετούσε τα σπίτια του
Πάνω Μαχαλά, στην παρυφή του οποίου και κοντά στο δάσος ήταν το Σχολείο και
άλλη μια μπροστά στον νερόμυλο του Λαμπαδάριου, η οποία εξυπηρετούσε τους
κατοίκους του Κάτω Μαχαλά. Πολλές φορές, τα αυτοσχέδια εκείνα γεφύρια
παρασύρονταν, όταν το μεγάλο ποταμάκι πλημμύριζε ξαφνικά. Το νερό που κατέβαινε
στην αρχή της πλημμύρας, με ορμή και βοή, οι Αύδημιώτες το λέγανε «Κεφάλι» και
όταν φούσκωνε και γέμιζε την κοίτη, τότε του δίνανε το όνομα «Ντούμπανος». Το
παρατσούκλι αυτό ίσως να προήρχετο άπό τήν παραλλαγή του ονόματος του
Δουνάβεως, που ήταν γνωστός σαν ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της
Ευρώπης, ή το πιθανότερο, από την παραλλαγή της λέξεως «τύμπανο», που σημαίνει
τυμπανιαίο, φουσκωμένο. Οι Αυδημιώτες είχαν ένα δίστιχο, για τους
αρραβωνιασμένους, των οποίων τα σπίτια χώριζε το ποταμάκι αυτό:
«Τρέξε να πάρης το φιλί, πριν
βρέξη πριν χιονίση,
πριν κατεβάση ο Τούμπανος και πάρη το γεφύρι».
Το Αυδήμι, το οποίο οι Τούρκοι το λέγαν «Ουτσμάν ντερέ
κιοΐ», είχε στα τελευταία χρόνια περί τα 400 σπίτια,
τα οποία, στις επίσημες Κυβερνητικές Υπηρεσίες, οι Τούρκοι τα λέγανε
«Χανέδες», με την λέξη δε αυτή εννοούσαν οικογένειες, τις οποίες, στις
στατιστικές τους, υπολόγιζαν, κατά μέσο όρο, σε 7 άτομα σε καθεμιά. Η αναλογία αυτή ήταν βέβαια
υπερβολική, γιατί ο μέσος δρος κάθε οικογενείας δεν περνούσε τα 6 άτομα, ούτε ο πληθυσμός τις 1.800-2.000 ψυχές.
Όλη η περιοχή του Αυδημίου ήταν ορεινή και βραχώδης.
Προς τα βόρεια και τα δυτικά του, οι αντηρίδες του Ιερού Όρους σκεπάζονταν από
δάση βαλανιδιών και προς τα ανατολικά από χαμόδενδρα. Ανάμεσα στο δρόμο που,
μέσω Δερβενίου, πήγαινε προς το Σχολάριο και την κορυφή του Όρους, «Μπακατζάκ», υπήρχε ένα
μεγάλο δάσος από φιλύρες, στα χαμηλότερα όμως μέρη και στις χαραδρώσεις
υπήρχαν πλατάνια και λεύκες. Φημισμένο ήταν το παράλιο δάσος πλατανιών, που
απλωνόταν ανάμεσα στο Μοναστήρι του Άγ. Γεωργίου κοντά στο Γάνο και τό
έξωκκλήσι τών Άγ. Θεοδώρων. Είχε τόση γραφικότητα η τοποθεσία αυτή, ώστε ήταν
μοναδική σ' όλη τη Θράκη.
Εκατοντάδες χρόνια αγωνίσθηκαν οι
Αύδημιώτες σκληρά, για να μεταβάλουν την άγονη γή σε καλλιεργήσιμη. Χωράφια για
σιτηρά ήταν λίγα, όπως και για λαχανόκηπους κι αυτά σε σχετικά επίπεδα μέρη,
ενώ στις πλαγιές τών βουνών καλλιεργήθηκαν αμπελώνες. Τά λίγα όμως
σιταροχώραφα, που δεν μπορούσαν να δώσουν σ' όλους τους κατοίκους ψωμί,
μετατράπηκαν σιγά - σιγά, άλλα σε αμπέλια και άλλα σε μωρεώνες, με την φύτευση
συκομωρεών (ασκαμνιών), σε τρόπο ώστε η καλλιέργεια σίτου έπαυσε εντελώς κατά το
1886, στο καλοκαίρι του οποίου
λειτούργησε το τελευταίο αλώνι στο Αυδήμι. Και παρά τήν αλλαγή, όμως, αυτή, οι Αυδημιώτες δεν μπορούσαν να
ζήσουν, λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου, γόνιμου, πεδινού κλήρου που είχαν
και η ανάγκη της επιβίωσης τους έκανε να ριχτούν κυρίως στο εμπόριο. Έτσι,
άλλοι σαν πλανόδιοι έμποροι (γυρολόγοι), οι γνωστοί σ' όλα τα Γανόχωρα με το
όνομα «Γιαλετζήδες», δημιούργησαν εμπορικά καταστήματα σε πλείστες πόλεις της
Θράκης και Ανατ. Ρωμυλίας, όπως στίς Χαριούπολι, Ραιδεστό, Λουλέ-Βουργάζ, Μπαμπά-Έσκή,
Σαράντα Εκκλησίες, Ανδριανούπολι, Στενήμαχο, Αγχίαλο, Πύργο, Μήδεια κ.ά.
Εκκλησίες:
Τρεις εκκλησίες είχε το Αυδήμι. Την εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, για
τον Κάτω Μαχαλά, την εκκλησία της Παναγίας, για τον Πάνω Μαχαλά και την
εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, για τον Πέρα Μαχαλά. Τά όρια όμως των
εκκλησιαστικών ενοριών δεν ταυτίζονταν με τα τοπογραφικά όρια των τριών
συνοικιών. Έτσι, η εκκλησία της Μεταμορφώσεως ήταν κτισμένη στη νότια παρυφή του
Πάνω Μαχαλά, από τον οποίο πολλοί ενορίτες εκκλησιάζονταν
σ' αυτή και αντίθετα, πολλοί από τούς επισημότερους ενορίτες του Πέρα Μαχαλά,
εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Παναγίας, που ήταν πιο κοντινή γι' αυτούς. Το 1889 κάηκε η εκκλησία της Παναγίας κι από
τότε οι κάτοικοι του βορείου τμήματος του Πάνω Μαχαλά εκκλησιάζονταν στην
εκκλησία του Αγίου Ιωάννου, οι πιο πολλοί όμως, στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως
του Σωτήρος.
Από τις
τρεις αυτές εκκλησίες, η πιο παληά ήταν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η οποία
είχε κτισθή μαζί σχεδόν με το χωριό, όπως φαινόταν από την θέση και τα υλικά
της. Στον Άμβωνά της, κάτω από τις εικόνες των Ευαγγελιστών, υπήρχε μια εικόνα
μέσα σε χρυσό πλαίσιο, που είχε ζωγραφισμένη μια δωδεκάκωπη λέμβο, τήν οποία
έλεγαν «Σαντάλα». Με αυτήν, κατά μια παράδοση, είχαν μεταφερθή από τήν Κων/πολι
τά χρώματα και ο χρυσός (γιλντλίζι), με τα οποία ζωγράφισαν οι ζωγράφοι τις
εικόνες.
Από τις άλλες δύο, που είχαν κτισθή
μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877—1878, η εκκλησία της Παναγίας ήταν η νεώτερη και εθεωρείτο, κατά
κάποιο τρόπο, και Μητροπολιτικός Ναός, γιατί σ' αυτή ιερουργούσε, όταν ερχόταν
στο Αυδήμιο, ο Μητροπολίτης Γάνου και Χώρας. Η εκκλησία αυτή γιώρταζε τη
δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, γιορτή της Συνάξεως της Θεοτόκου. Την ημέρα
αυτή γιόρταζαν στο Αυδήμι οι Μαρίες και οί Παναγιώτηδες και όσοι είχαν ονόματα
σχετικά με το όνομα της Παναγίας. Η φωτιά που είχε κάψει την εκκλησία αυτή το 1889, μαζί με αρκετά σπίτια του Πάνω
Μαχαλά, προήλθε από εμπρησμό εκδικήσεως εναντίον του τότε Μουχτάρη, Βαρυθύμου
Χατζή σταύρου.
Μοναστήρια : Εκτος από αυτές τις
εκκλησίες, υπήρχε το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, δύο περίπου χλμ. από το
χωριό, προς την πλευρά του Γάνου, επάνω σε μια υψηλή τοποθεσία, κοντά στην
ακροθαλασσιά, κατάφυτη από πλατάνια, με πολλά κρύα νερά και μεγάλο ξενώνα, στα
δωμάτια του οποίου έμεναν το καλοκαίρι πολλοί παραθεριστές, με καταβολή
σχετικού ενοικίου. Η εκκλησία του Μοναστηριού ήταν κτισμένη κοντά στη θάλασσα
και είχε μέσα Αγίασμα με δροσερό και εύγευστο νερό.
Π α ρ ε κ κ λ ή σ ι α — Ε ξ ω κ κ λ
ή σ ι α : Το Αυδήμι είχε πολλά παρεκκλήσια και εξωκκλήσια, από τα οποία
αναφέρω μερικά:
Του Αγίου Αθανασίου, στην ανατολικά
του χωριού βουνοπλαγιά, λίγο πιο ψηλά από το σπίτι του Οικονόμου Εύελπι, στο οποίο
πηγαίνανε τα παιδιά τις πρώτες δύο ημέρες του Πάσχα και τρώγανε τις κουλούρες
και τα κόκκινα αυγά.
Το εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων,
δυτικά του Μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου, πάνω στον παραλιακό δρόμο, που ωδηγούσε
στο Γάνο. Κοντά του υπήρχε μιιά πηγή, μέ άφθονο και εύγευστο νερό.
Το εξωκκλήσι της Αγίας Κυριακής,
ψηλά κι' αυτό σ' ένα βραχώδες πλάτωμα μιας πλαγιάς του Ιερού Όρους, στο μέσο
περίπου του δρόμου από το Αύδήμι στον Πλάτανο, κατάφυτο από αιωνόβια πλατάνια,
με πηγή νερού και μάνδρα για πρόβατα. Στην πλαγιά του πλατώματος υπήρχε μιά
σπηλιά μεγάλη, μέσα στην οποία ζούσε, στον περασμένο αιώνα, ένας ασκητής, που
τον συντηρούσαν οι ελεημοσύνες των φιλανθρώπων διαβατών. Πέθανε γύρω στα 1875.
Το εξωκκλήσι των Αγίων Κων/νου και
Ελένης, κοντά στο νεκροταφείο.
Το εξωκκλήσι του Αγίου
Παντελεήμονος, στην υποτιθεμένη παληά τοποθεσία του Αύδημίου (του Ευδημοπλατάνου).
Το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, σε
μια πλαγιά του Ιερού Όρους, στα ανατολικά του χωριού.
Το εξωκκλήσι του Αγίου Κηρύκου,
βορειότερα από το χωριό.
Όλα αυτά τα εξωκκλήσια, εκτός από του Αγίου Αθανασίου, ήταν ακάλυπτα,
μεταβαλλόμενα, άπό τότε ακόμα, σιγά - σιγά σέ ερείπια. Εκτός όμως από αυτά, υπήρχαν μέσα στο Αυδήμι και άλλα πέντε παρεκκλήσια, όπως:
Το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδος, στα βορειοανατολικά του Πάνω Μαχαλά, στο δρόμο που
οδηγούσε προς τα χωράφια - στην περιοχή του υπήρχε και μικρό νεκροταφείο.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου
και της Αγίας Παρασκευής, στον Κάτω Μαχαλά, στην
πλατεία Αβλαή.
Το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας, στα
ανατολικά του Κάτω Μαχαλά κι αυτό, κοντά στο σπίτι του Ζαφειράκη Οικονόμου.
Στα
τελευταία δύο παρεκκλήσια γινόταν πανηγυρική λειτουργία την ημέρα της γιορτής
τους από όλους τους ιερείς του χωριού.
Σχολεία:
Φιλομαθείς οι Αυδημιώτες, διακρίνονταν για την προς μόρφωση έφεσή τους. Το
πρώτο σχολείο, μετά τους σκοτεινούς χρόνους του «Κρυφού Σχολειού», (που, κατά
μιά παράδοση, λειτουργούσε σ' ένα δωμάτιο, κοντά στην εκκλησία της Μεταμορφώσεως,
με κύρια μαθήματα το Οκτάηχο «φτωήχι» και τις πράξεις των Αποστόλων), κτίσθηκε
γύρω στα 1840-1850, σε μια ωραιότατη τοποθεσία, στη δυτική παρυφή του χωριού,
κοντά στο δάσος Κουρί. Περιελάμβανε ευρύτατη αίθουσα διδασκαλίας και τους
αναγκαίους, βοηθητικούς χώρους (γραφεία, αποθήκη κλπ.), επί πλέον δε δύο
δωμάτια για κατοικία των ξένων διδασκάλων. Μια μεγάλη βρύση στο προαύλιό του,
που ήταν δωρεά του παληού άρχοντα Παντελή Λαμπαδάριου, παρείχε στους μαθητές
και μαθήτριες το δροσερό της νερό. Και ένας εκτεταμένος προς το δάσος κήπος, με
ένα αιωνόβιο πλατάνι, στη σκιά του οποίου γίνονταν τα μαθήματα το καλοκαίρι,
αναπλήρωναν τον παιδαγωγικό εξοπλισμό του σχολείου αυτού, το οποίο, μέχρι
τέλους σχεδόν του 19ου αιώνα, ήταν Μικτό Δημοτικό.
Άγνωστοι
είναι οι πρώτοι δάσκαλοί του. Αργότερα και μέχρι το 1878, δίδαξαν διαδοχικά, ο
Ευστράτιος Σεπιτέκαρος, ο Ευστράτιος Καπίδης και ο Ευστράτιος Φιλαλήθης, όλοι
τους Αύδημιώτες. Από αυτούς, ο πρώτος έζησε τα τελευταία του χρόνια, γέρος πιά και μέ τό μυαλό σαλευμένο, στο προανα-φερθέν
δωμάτιο του «Κρυφού Σχολειού», που το λέγανε «Κελλί τής Εκκλησίας», συντηρούμενος από τις ελεημοσύνες των
συμπατριωτών του. Πέθανε το 1884.
Από το 1879 ως το
1884, δίδαξε ο Κεφαλλωνίτης Σπύρος Βασιλάτος και αυτόν τον
διεδέχθη ο Αριστείδης Δημητρίου από το Αυδήμι, ο οποίος δίδαξε επί 25 ολόκληρα
χρόνια.
Ό Βασιλάτος ήταν έξυπνος, έργατικώτατος και
ενθουσιώδης και αγαπούσε με πάθος το επάγγελμά του.
Ήταν όμως αυστηρότατος. Το πέρασμά
του από το Σχολείο του Αύδημίου άφησε εποχή και για την αποδοτική διδασκαλία
του και για το πρακτικό του πνεύμα, με το οποίο αντιμετώπιζε τις ανάγκες συντηρήσεως και συμπληρώσεως του σχολείου. Επί
πολλά χρόνια οι Αύδημιώτες θυμούνταν τον θαυμάσιο εκείνο διδάσκαλό τους και τα
έργα τoυ.
Στους χρόνους εκείνους, οι τάξεις
του σχολείου του Αυδημίου δεν είχαν την διαβάθμιση των σημερινών Δημοτικών
σχολείων (Α', Β', Γ' κλπ.), Πρώτη τάξις (Α) λεγόταν η τελευταία τάξις των
τελειοφοίτων μαθητών. Οι άλλες τάξεις χαρακτηρίζονταν από τα ονόματα των
αναγνωστικών βιβλίων, Έτσι η πιο κατώτερη τάξη λεγόταν «Τάξις του
Αλφαβηταρίου». Τά αλφαβητάρια είχαν κατά το τέλος τους και μερικές σελίδες αναγνωστικού με μεγάλα
γράμματα. Ακολουθούσε η τάξη «Καλός πατήρ» ή «Πάππος», ή άλλου αναγνωστικού,
κατά τήν κρίσι του διδασκάλου. Η επόμενη τάξις ήταν η του αναγνωστικού
«Γεροστάθης» του Μελά. Το αξέχαστο και ωραίο εκείνο Αναγνωστικό ήταν
παιδαγωγικώτατο και πατριωτικώτατο, γι' αυτό και απηγορεύετο αυστηρότατα από την
Τουρκική Κυβέρνηση η χρησιμοποίησίς του και όταν ερχόταν στα σχολεία τών
Γανοχώρων ο διαβόητος Επιθεωρητής τών Ελληνικών σχολείων, Αβραάμ Βαπορίδης, ο οποίος
με ιδιαίτερη μανία κυνηγούσε τον «Γεροστάθη», το Αναγνωστικό αυτό μαζί με άλλα
απαγορευμένα βιβλία, αν υπήρχαν τοιαύτα, τα έρριχναν σε κρυφά υπόγεια. Παρά
τον λυσσαλέο όμως διωγμό του, το Αναγνωστικό εκείνο κυκλοφορούσε επί πολλές δεκαετηρίδες
και ενθουσίαζε και διαπαιδαγωγούσε γενιές ολόκληρες των υποδούλων Ελλήνων.
Η τάξη του «Γεροστάθη»
περιελάμβανε κι άλλα μαθήματα, όπως Αριθμητική, Γεωγραφία, Ιερά Ιστορία και
Γυμναστική. Όσοι από τους μαθητές ή μαθήτριες κρίνονταν ικανοί, προάγονταν στην
Α' τάξη, η οποία ήταν και η πιο μεγάλη, το δε πρόγραμμά της ήταν εναλλακτικό,
σύμφωνα με τις ικανότητες των μαθητών. Μόνιμο βιβλίο ήταν η «Χρηστομάθεια» του
Αλ. Ραγκαβή, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα αρχαία Ελληνικά. Τα μαθήματα
αρχίζανε με τους «Σχολαστικούς» και συνεχίζονταν με τους «Αισώπιους μύθους»,
«Λουκιανού ενύπνιον», «Ισοκράτους προς Δημόνικον», «Λυσίου κατά Ερατοσθένους»,
«διαφόρους λόγους των 3 Ιεραρχών», «Ξενοφώντος Κύρου Παιδείαν», καθώς και τα
ανάλογα συντακτικά. Η τάξη αυτή διαρκούσε, για τους καλούς μαθητές ή
μαθήτριες, δύο και τρία χρόνια, μέχρις ότου αποσύρονταν από τους γονείς τους ή ξενητεύονταν.
Τον Σπύρο Βασιλάτο διαδέχθηκε, όπως προανέφερα, ο
διδάσκαλος Αριστείδης Δημητρίου, Αύδημιώτης την καταγωγή. Ό Δημητρίου ήταν υπότροφος
της Μονής Βατοπεδίου στη Ριζάρειο Σχολή, προοριζόμενος για κληρικός. Άγνωστον όμως γιατί, εγκατέλειψε τις
ιερατικές σπουδές του και ξαναγύρισε στο χωριό του, φορώντας μάλιστα ακόμα τα ράσα του. Διωρίστηκε από τους προκρίτους διδάσκαλος των ανωτέρων τάξεων, μετά
δε την αποχώρηση του Βασιλάτου έβγαλε τα ράσα κι εδίδαξε επί πολλά χρόνια ως Δ/ντής του σχολείου, έχοντας βοηθούς
νεωτέρους συναδέλφους του. Δίδαξε επί πολλά χρόνια, εκτός από τα Ελληνικά, Φυσική, Στοιχειώδεις γνώσεις Γαλλικής,
Ανώτερα Θρησκευτικά κ.ά. Μετά από αυτόν δίδαξαν άλλοι δάσκαλοι με ιδέες και συστήματα πολύ νεωτεριστικά,
όπως ο Δρυτσάκης, ο Θεοχαρίδης και ιδιαίτερα ο καταγόμενος από το γειτονικό Μηλιό, Ιωάννης Δρόσος, απόφοιτος της
Μεγάλης του Γένους Σχολής, ο οποίος αργότερα σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και έγινε Γενικός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαιδεύσεως.
ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΡΤΩ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ:
Η 1η, τον απόκρημνο «δρόμο» που οδηγούσε, μέχρι το 1994, από τον Γάνο στο Αυδήμι, (σήμερα είναι λίγο καλύτερος και, προπάντων, ασφαλτοστρωμένος).
Η 2η, το εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, στην παραλία, αριστερά της οδού που οδηγεί στο χωριό.
Η 3η, την οδό που οδηγεί από την παραλία στο χ ωριό, που βρίσκεται δύο χιλιόμετρα μακριά από την παραλία.
Η 4η, μια άποψη του χωριού.
Η 5η, το τζαμί του χωριού, στην θέση, πιθανότατα, του ναού του Αγίου Ιωάννη.
Οι τρεις επόμενες φωτογραφίες, (6η, 7η και 8η) δείχνουν ένα μαρμάρινο ληνό Ο(πατητήρι παραγωγής ρακής). Στον ληνό υπάρχει ένας ωραίος, δικέφαλος αετός και κάτω απ’ αυτόν η επιγραφή «ΕΤΟΣ 1869 – ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ». Ο ληνός βρισκόταν, το 1994, στην αυλή κάποιας οικίας, σήμερα, δεν γνωρίζω αν υπάρχει και πού βρίσκεται.
Στην 9η φωτογραφία βλέπετε το «ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ», (πρόλαβα και βιντεοσκόπησα την φθαρμένη επιγραφή, στην πρόσοψή του, προτού καταστραφεί από την πολυκαιρία)
Στην 10η φωτογραφία φαίνεται μια γειτονιά του χωριού.
Στην 11η φωτογραφία βλέπετε το μεγαλύτερο ρέμα, που λεγόταν «Πάτος» και
στην 12η φωτογραφία το μικρό ρέμα, που λεγόταν «ρεματάκι». Αυτά χώριζαν το χωριό σε τρεις συνοικίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου